«Εγώ διαχειρίζομαι τις ελληνικές υποθέσεις» — Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα ή Άνγκελα Μέρκελ;

713

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Ο Μανουήλ Α΄ Πορφυρογέννητος ο Μέγας (28 Νοεμβρίου 1118 – 24 Σεπτεμβρίου 1180) ήταν ο τελευταίος σημαντικός αυτοκράτορας της Κομνήνειας Αναγέννησης, μιας περιόδου προβολής ισχύος για τη Ρωμανία στην οικονομία, τα γράμματα, ακόμα και στις υποθέσεις του πολέμου, παρά τις ήττες και τις αποτυχίες, τον θρόνο της οποίας κατείχε απ’ το 1143 έως και τον θάνατό του.

Ο Μανουήλ ήταν γιος του κορυφαίου ίσως Κομνηνού Αυτοκράτορα, Ιωάννη Β΄ του Καλού ή Καλογιάννη (1087-1143, στον θρόνο 1118-1143), κι εγγονός του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) και της Ειρήνης Δούκαινας, ενώ μητέρα του ήταν η Πιρόσκα-Ειρήνη της Ουγγαρίας, θυγατέρα του Λαδισλάου Α΄ (Λάζλο) της Ουγγαρίας (1077-1095) και της Κροατίας (1091 κ.εξ.) ο οποίος αγιοποιήθηκε το 1192 απ’ τον Πάπα Κελεστίνο Γ΄(1191-1198). 

Ο Ιωάννης έδωσε ισχυρό παράδειγμα διακυβέρνησης στον γιο του, Μανουήλ, αναπτύσσοντας πλούσια πολεμική δράση στη Χερσόνησο του Αίμου, όπου κατίσχυσε των Ούγγρων, των Σέρβων, και των Πετσενέγων, αλλά και στη Μικρά Ασία, επιχειρώντας και εν μέρει κατορθώνοντας να μετριάσει τις επιπτώσεις της μεγάλης ήττας του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (1068-1071) στο Μαντζικέρτ (26 Αυγούστου 1071). Παράλληλα, δεν αγνόησε την αξία των διπλωματικών σχέσεων με τον Πάπα Ιννοκέντιο Β΄ (1130-1143) και των συμμαχιών με τους Γερμανούς Βασιλείς Λοθάριο Γ΄(1133-1137) και Κορράδο Γ΄ (1138-1152) προκειμένου να περιορίσει τη δράση στην ιταλική χερσόνησο του Νορμανδού μακρινού προγόνου μου, Ρογήρου Β΄ της Σικελίας (1130-1154), όσο και με τους Σταυροφόρους της Ουτρεμέρ (των υπερπόντιων δηλαδή Σταυροφορικών Κρατών των Αγίων Τόπων), ειδικότερα του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, και των Κομητειών της Έδεσσας και της Τρίπολης.

Ο Πορφυρογέννητος Μανουήλ σήκωσε και φόρεσε επάξια τον μανδύα που του άφησε ο πατέρας του, αναμιγνυόμενος ενεργά και με μεγάλη ισχύ στις ιταλικές υποθέσεις: εισέβαλλε το 1155-1156 στο Νορμανδικό Βασίλειο της Σικελίας που τότε κυβερνούσε ο διάδοχος του Ρογήρου, Γουλιέλμος Α΄ (1154-1166), εισερχόμενος μάλιστα στο Μπάρι, όπου έγινε θριαμβικά δεκτός μ’ ενθουσιασμό απ’ τους πολίτες του, και δοκίμασε παράλληλα να προσεταιριστεί τον Πάπα Αδριανό Δ΄ (1154-1159) και τον διάδοχό του, Αλέξανδρο Γ΄ (1159-1181), που υπενθυμίζω ότι κυβερνούσαν το Παπικό Πατριμόνιο στην Ιταλία και υφίσταντο την Νορμανδική απειλή από τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία. Αποβλέποντας στην αναγνώριση της Βυζαντινής επικυριαρχίας στην Ιταλία και του ιδίου ως Αυγούστου, κάτι που ποτέ ο Αδριανός κι ο Αλέξανδρος δεν έκαναν, ο Μανουήλ δεν αποθαρρύνθηκε απ’ την αμφίβολη έκβαση της ιταλικής του εκστρατείας, η οποία στο μεταξύ είχε λαβώσει βαρύτατα τις κυριαρχικές αξιώσεις των Γερμανών στην Ιταλία, και αναγνωρίζοντας τον Αλέξανδρο Γ΄ ως νόμιμο διάδοχο του Αδριανού τάχθηκε στο πλευρό του Πάπα κατά τη διαμάχη του με τον Γερμανό Βασιλιά της Ιταλίας (εστέφη στην Παβία το 1155) Φρειδερίκο Α΄ Βαρβαρόσσα της Γερμανίας (1152-1190), τον οποίον είχε στέψει και Αυτοκράτορα της Ρώμης ο προρρηθείς Αδριανός Δ΄ το 1155. 

Παρά τα τεράστια χρηματικά ποσά που δαπάνησε ο Μανουήλ τόσο για την ιταλική του εκστρατεία όσο και για να εκμαιεύσει την συμμαχία των Παπών — πάνω από δύο εκατομμύρια χρυσά υπέρπυρα — η επιμονή των τελευταίων να αποδεχτεί ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας της Ανατολής την πρωτοκαθεδρία τους επί των υπηκόων του κι επί του ιδίου προσέκρουε με σφοδρότητα πάνω στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα, που έθετε τον Αυτοκράτορα ως Εκλεκτό του Θεού στη Γη πάνω από τους Πατριάρχες και τον Πάπα, κι έτσι η συμμαχία δεν απέδωσε. Μετά το 1158, ο Μανουήλ έριξε άφθονους χρηματικούς πόρους, πράκτορες, και κάποιες φορές καί στρατεύματα στο πλευρό της Λομβαρδικής Λέγκας των Βορειοϊταλικών Πόλεων εναντίον του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα και των Χοχενστάουφεν. Με δικές του δαπάνες, επανοικοδομήθηκαν οι οχυρώσεις του Μιλάνου που είχε γκρεμίσει ο Βαρβαρόσσα, κι επιπλέον στον Μανουήλ προσέβλεπαν τώρα πόλεις όπως η Αγκώνα, η Κρεμώνα, η Παβία, η Γένουα, και η Πίζα, επεκτείνοντας τη σφαίρα επιρροής του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, όσο κι αν η σύγκρουσή του με τη Βενετία κατέστη αγκάθι στο πλευρό του. 

Στα Βαλκάνια, την Ουτρεμέρ, και τη Μικρασία, ο Μανουήλ εξακολούθησε να συγγράφει το εγχειρίδιο του πατέρα του, υποτάσσοντας εκ νέου τους Σέρβους, εξαπλώνοντας την κυριαρχία του σε Δαλματία, Κροατία, και Βοσνία, και δεχόμενος την υποτέλεια των Ούγγρων, στο πρόσωπο του προστατευόμενού του, Μπέλα, μικρότερου αδελφού και διαδόχου του βασιλιά Στέφανου Γ΄ της Ουγγαρίας (1162-1172). Στην Ουτρεμέρ, ο Μανουήλ στήριξε και συμμάχησε με το Σταυροφορικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ στο πλευρό του Βασιλιά Αμάλριχου (1163-1174), επιχειρώντας σταυροφορία εναντίον της Αιγύπτου, η οποία απέτυχε στην πολιορκία της Δαμιέτης (1169), όμως παρά την ήττα ο Αμάλριχος επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη αναζητώντας νέα ενίσχυση, παρέχοντας έτσι ευκαιρία στον Μανουήλ να οργανώσει θριαμβική υποδοχή που καθιστούσε σαφές ότι η Ουτρεμέρ καθίστατο υποτελής στον Ρωμαϊκό Θρόνο εκείνα τα κρίσιμα χρόνια της απειλής της υπό τον ασυγκράτητο Σαλαδίν των Αγιουβιδών, Α΄ Σουλτάνο της Αιγύπτου και της Συρίας (1174-1193), που θα τον θυμάστε απ’ την ταινία «Το Βασίλειο των Ουρανών» (Kingdom of Heaven, 2005, Ρίντλεϊ Σκοτ). 

Στη Μικρασία, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν απολύτως ομαλά για τον Μανουήλ, που ήδη είχε φανερώσει την μεγάλη ισχύ των Βυζαντινών όπλων και του χρυσού στην Ιταλία, και είχε επεκτείνει την επιρροή και τα εδάφη του Βυζαντίου στα Βαλκάνια, ενώ είχε εδραιωθεί ως ο de facto προστάτης των Αγίων Τόπων επί των Σταυροφόρων ηγεμόνων. Κατά τα έτη 1158-1162, Βυζαντινές νίκες επέτρεψαν στον Μανουήλ να συνάψει ανακωχή με το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ (1156-1192), σύμφωνα με την οποία ένας αριθμός σημαντικών πόλεων έπρεπε να παραδοθεί στην Αυτοκρατορία, όμως ο Σουλτάνος τελικώς δεν συμμορφώθηκε προς τους όρους, οπλίζοντας έτσι το χέρι του Μανουήλ για να επιχειρήσει μια τελευταία και οριστική, όπως πίστευε, εκστρατεία εναντίον του Ικονίου, της πρωτεύουσας των Σελτζούκων. 

Το θηριώδες εκστρατευτικό σώμα του Μανουήλ επλήγη βαριά στη Μάχη του Μυριοκέφαλου (17 Σεπτεμβρίου 1176), και υποχρεώθηκε σε υποχώρηση, έπειτα από σειρά στρατηγικών σφαλμάτων που έριξαν σε ολέθρια ενέδρα κυρίως τους Σταυροφόρους του Βαλδουίνου Ντε Σατιγιόν της Αντιόχειας και τη φάλαγγα των προμηθειών του στρατεύματος, απ’ την οποία το μεγαλύτερο μέρος των Ρωμαίων μάλλον κατάφερε να αποδράσει, μολονότι ο συμβολικός αντίκτυπος της ήττας ήταν και παραμένει στην κοινή αντιληψη τόσο βαρύς, ώστε να τη συγκρίνουμε συχνά με το Μαντζικέρτ, όπως έκανε καί ο ίδιος ο Μανουήλ. Εντούτοις, η άμεση συνέπεια της ήττας ήταν η διακοπή της εκστρατείας και μια ανακωχή που ήταν παραδόξως ήπια για τα Βυζαντινά συμφέροντα.

Σας κούρασα με όλα αυτά για να εξηγήσω πως ο θεόστεπτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας αναγνώριζε ως καθήκον του την άσκηση εξουσίας πάνω στην Οικουμένη, πως έβλεπε ως αποκλειστικά δικό του χρέος την διαχείριση των πραγμάτων όλου του κατοικημένου κόσμου και μάλιστα την προστασία της Χριστιανοσύνης, ακόμα και της σχισματικής Δύσης, ενώ συνάμα χρέος του ήταν να διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις τόσο στην Ανατολή όσο καί στη Δύση κατά τρόπο που αντικατόπτριζε πάνω στη Γη την αναντίρρητη επουράνια εξουσία του ενός και μοναδικού Βασιλέως, του Θεού δηλαδή, ο Οποίος τον είχε διαλέξει μεταξύ όλων των κλητών, μονάχα εκείνον ως Εκλεκτό. Αναλαμβάνοντας εκστρατείες εναντίον των Σελτζούκων και των Αγιουβιδών της Αιγύπτου και Συρίας, που μάλιστα ο Μανουήλ επιχείρησε να παρουσιάσει ως σταυροφορίες, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας πρόβαλλε με έμφαση τη μοναδική του πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους Θρόνους του Χριστιανικού Κόσμου.

Κάτι τέτοιο κατέστη απαραίτητο για τον Μανουήλ όχι μονάχα γιατί η ισχύς μιας υπερδύναμης αποκτά κάποια στιγμή μια δική της βούληση που την υποχρεώνει πάντοτε να προελαύνει και να μην αφήνει αναπάντητες τις προκλήσεις, ειδάλλως, εάν υποχωρήσει ή αδρανήσει, τούτο θα εκληφθεί ως αδυναμία απ’ τους ανταγωνιστές της, αλλά και διότι εκείνα τα χρόνια υπήρχε ήδη ένας ορμητικός, εμφανής ανταγωνιστής, ο Γερμανός Αυτοκράτορας της Ρώμης Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα, ο οποίος ονόμασε Αγία την Αυτοκρατορία που επανεμφανίστηκε το 800 στη Δύση, και μολονότι Αυτοκρατορία των Ρωμαίων ήταν μονάχα μία, η Ανατολική, όμως είναι τα όπλα και η προβολή της ισχύος που γεννούν πραγματικότητες, κι αυτές επενδύονται στη συνέχεια με θεωρητική πολιτική νομιμοποίηση επί των συμβόλων. Η σύγκρουση των δύο στεμμάτων, του νέου της παλαιάς Ρώμης και του παλιού της Νέας Ρώμης εκδηλώθηκε κατά την ιταλική εκστρατεία και την ανάμιξη του Μανουήλ στην διαμάχη του Πάπα και της Λομβαρδικής Λέγκας με τον Φρειδερίκο, ανάμιξη που παρεμπόδισε τα κυριαρχικά δικαιώματα των Χοχενστάουφεν στη Βόρεια Ιταλία.

Την κορύφωσή της στο συμβολικό επίπεδο τη βλέπουμε στην αλληλογραφία των δύο Αυτοκρατόρων. Ο Μανουήλ που είχε στο μεταξύ επιστρέψει ηττημένος στην Κωνσταντινούπολη απ’ το Μυριοκέφαλο ενημέρωσε επιστολιμαία το 1180 με fake news τον Φρειδερίκο για τα συμβάντα προσφωνώντας τον ως «ευγενέστατο και ενδοξότατο βασιλέα της Αλαμαννίας και αυτοκράτορα και αγαπητό αδελφό» (σε δοτική “nobilissimo et gloriosissimo regi Alemanniae et imperatori et dilecto fratri”, γιατί του έστελνε χαιρετισμούς αγάπης) ενώ για τον εαυτό του παρέθεσε ολόκληρη την εκτενέστατη τιτλοφορία των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, ως εξής: «Ο Μανουήλ, πιστός εν Χριστώ τω Θεώ αυτοκράτορας, πορφυρογέννητος, θεόστεπτος, βασιλεύων [ενν. στη θέση του Κυρίου], ισχυρός, ύψιστος και παντοτινά αύγουστος [σεβαστός] και μεγαλοπρεπής κυβερνήτης των Ρωμαίων» (“Manuel in Christo Deo fidelis imperator, porphirogennitus, divinitus coronatus, regnator, potens, excelsus et semper augustus et Romanorum moderator magnificus”), παρουσιάζοντας δήθεν ως ηττημένο, αιτούντα έλεος, και υπόσπονδο υποτελή τον νικήτη του Μυριοκέφαλου, Σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν, προχωρώντας δε στον ισχυρισμό ότι ο τελευταίος ανέλαβε μάλιστα με όρκους την υποχρέωση να εκστρατεύει στο πλευρό του Ρωμαϊκού Θρόνου εναντίον των εχθρών του. Ο ισχυρισμός αυτός ενδεχομένως και ν’ αποσκοπούσε στο να γεννήσει συνειρμούς στον Γερμανό Φρειδερίκο περί quasi-φεουδαρχικής εξάρτησης του Σελτζούκου απ’ τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα. 

Με την επιστολή αυτή, ο Μανουήλ διατεινόταν πως είχε εκπληρώσει στο ακέραιο τον μοναδικό σε χαρακτήρα μέσα στην Οικουμένη ρόλο των Ρωμαίων Καισάρων, των οποίων ο ίδιος ήταν ο αδιάλειπτος διάδοχος, διαλεγμένος από το χέρι του Θεού, εκείνον του προστάτη της Χριστιανοσύνης και ύψιστου κυρίου ακόμα και επί των απίστων δυναστών που ρίχνονταν στο έδαφος ενώπιόν του ζητώντας έλεος.

Ο Φρειδερίκος, όμως, φαίνεται πως είχε λάβει ενημέρωση των πραγματικών γεγονότων, και απάντησε με τρόπο που δήλωνε εμφατικά τις αντιλήψεις του τόσο για την θέση του Μανουήλ όσο και για τη δική του ανάμεσα στους θρόνους της Οικουμένης, καταγράφοντας ως εξής στο προοίμιο της δικής του επιστολής την δική του τιτλοφορία: «ο Φρειδερίκος, ευκλεής θριαμβευτής με τη εύνοια του θείου ελέους, αυτοκράτορας (των) Ρωμαίων, εστεμμένος από τον Θεό, υπέροχος, πιστός εν Χριστώ, μεγάλος, ειρηνοποιός, ένδοξος, καίσαρας, κυβερνήτης των Γραικών και παντοτινός αύγουστος [σεβαστός]» (“Fridericus divina favente clementia inclitus triumphator, Romanorum imperator, a Deo coronatus, sublimis, in Christo fidelis, magnus, pacificus, gloriosus, cesar, Grecorum moderator et semper augustus”), ενώ στη συνέχεια προσφωνούσε τον Μανουήλ απλώς ως «ευγενή και λαμπρό βασιλιά των Γραικών και αυτοκράτορα, Εμμανουήλ, αγαπητό αδελφό του» (πάλι σε δοτική στο λατινικό πρωτότυπο γιατί στέλνονταν αδελφικοί χαιρετισμοί στοργής, “nobili et illustri regi Grecorum et imperatori, Emanueli, dilecto fratri suo”).

Στρίβοντας το μαχαίρι στην πληγή του Μανουήλ, ο Φρειδερίκος χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του όρους όπως «ειρηνοποιός» και «θριαμβευτής με την εύνοια του θείου ελέους», υπανισσόμενος πως ο Μανουήλ ήταν ψευδεπίγραφος τέτοιος, ενώ ο ίδιος ήταν που διέθετε την πραγματική θεία εύνοια και εάν κάποιον ήταν άρχων ειρηνοποιός, τέτοιος ήταν εκείνος κι όχι ο Μανουήλ, που είχε νωρίτερα πλασάρει ως συνθήκη ειρήνης κάτι που ποτέ δεν υπήρξε τέτοιας λογής όπως την περιέγραφε στην επιστολή του. 

Κοντά σ’ αυτά, υποβίβαζε τον Μανουήλ σε «ευγενή και λαμπρό βασιλιά των Γραικών» — θα προσέξατε πως τα επίθετα διατυπώθηκαν στον θετικό κι όχι στον υπερθετικό βαθμό, όπως αντιθέτως είχε πράξει ο Μανουήλ για τον Φρειδερίκο, και πως αφαιρέθηκε η αναφορά στη δόξα ή στο κλέος, υιοθετώντας απλώς ορολογία ευγένειας και λαμπρότητας που χρησιμοποιείτο για πατρικίους, βουλευτές, συγκλητικούς, και λοιπούς αξιωματούχους κι αριστοκράτες του Βυζαντίου.

Τέλος, το coup de grace ήταν η προσθήκη ότι ο ίδιος, ο Φρειδερίκος, ήταν ο κυβερνήτης των Γραικών, Grecorum moderator, προβάλλοντας κυριαρχικές αξιώσεις πάνω στους Έλληνες, όπως ο Μανουήλ είχε άλλωστε εμπράκτως προβάλει κυριαρχικά δικαιώματα επί των ιταλικών πραγμάτων, κάτι που όμως απέρρεε απ’ την αρχαιότατη εξουσία των Καισάρων την οποία η Ανατολική Αυτοκρατορία ουδέποτε είχε εγκαταλείψει. Αυτήν την προσθήκη, ο Φρειδερίκος την επανέλαβε παρακάτω, τονίζοντας πως «όχι μόνο το Ρωμαϊκό Κράτος (πρέπει) να προσφέρεται στη δική μας διακυβέρνηση, αλλά και το βασίλειο της Ελλάδας να βασιλεύεται κατά το δικό μας θέλημα και να κυβερνιέται υπό τη δική μας αυτοκρατορική εξουσία» (“non solum Romanum imperium nostro disponatur moderamine, verum etiam regnum Grecie ad nutum nostrum regi et sub nostro gubernari debeat imperio”).

Η ψυχρολουσία συνεχίστηκε για τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, αφού πιο κάτω στην επιστολή του ο Γερμανός, που είναι φίλος μας, όπως έλεγε κάποτε ο Δήμος Σταρένιος σ’ ελληνική ταινία, προσφέρθηκε μάλιστα να συμβάλει στη συμφιλίωση του Μανουήλ με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, έπειτα από μια έριδα που είχε προκύψει μεταξύ τους. «Είμαι ’δω για σένα, μπρο, άμα με χρειαστείς για οτιδήποτε,» σαν να του ’λεγε περιπαικτικά, αν και στα λατινικά όλα ακούγονται πιο επίσημα και πιο σοβαρά.

Ερχόμενοι στις δικές μας μέρες, είδαμε πως η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ απέκλεισε με απρόσμενα επιδεικτική σκαιότητα την Ελλάδα απ’ τη διαχείριση υποθέσεων που μας αφορούν πιο πολύ απ’ ό,τι την πατρίδα της, κρατώντας μας μακριά απ’ τη Σύνοδο του Βερολίνου για τη Λιβύη. «Εμείς,» σαν να μας είπε, «είμαστε οι μόνοι διαχειριστές των ελληνικών υποθέσεων, και η χώρα των Ελλήνων οφείλει να κυβερνιέται κατά το θέλημά μας υπό την δική μας ηγεμονική εξουσία», απηχώντας τα λόγια του Φρειδερίκου του 12ου αιώνα. Ποιός θα μου πει πως δεν είναι έτσι και πως δεν εφαρμόστηκε ηγεμονική πυγμή πάνω στην Ελλάδα τόσα χρόνια, πυγμή που επιδεικτικά παραμέριζε την εγχώρια βούληση τόσο του πολιτικού μας προσωπικού όσο και του λαού μας;

Ειδικά η τελευταία διάσταση είχε καταστεί η νόρμα στα χρόνια της Κρίσης, τον καιρό που το Ελληνικό Κοινοβούλιο εξευτελιζόταν θεσμικά μεταφράζοντας μανιασμένα μέσα στη νύχτα διάφορα νομοθετήματα που μας έστελνε τα Βερολίνο κι έπρεπε να ’χαμε ψηφίσει μέχρι την δεκάτην πρωινήν της επομένης, και κατανοεί κανείς γιατί η Καγκελάριος που τρέμει δεν τρέμει καθόλου μπροστά μας, αλλά εξακολουθεί ν’ αξιώνει να μας διοικεί.

Έχει, όμως, μια συναρπαστική ομορφιά η Ιστορία, γιατί χορταστικά παρέχει ανταμοιβές σε όποιον αντέξει να τη διαβάσει μέχρι τέλους, και τώρα θα σας προσφέρω μια σύντομη περίληψη του τέλους της έριδας με τον Φρειδερίκο. Το 1187, ο Σαλαδίν ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ, και οι λατίνοι ηγεμόνες της Ουτρεμέρ απέστειλαν αγωνιώδεις εκκλήσεις για ενίσχυση στους δυτικούς Χριστιανούς βασιλείς, μεταξύ των οποίων και ο εβδομηκοντούτης Φρειδερίκος, που όμως είχε συνάψει συνθήκη φιλίας με τον Σουλτάνο των Αγιουβιδών, ναι ναι βεβαίως, με τον ίδιο που είχε κυριέψει την Ιερουσαλήμ και που μάταια αντιμάχονταν οι Σταυροφόροι της Ουτρεμέρ με τον Μανουήλ στο πλευρό τους. Έπειτα από πιέσεις και των δικών του πριγκίπων, επισκόπων, και βαρόνων, τελικά ο Βαρβαρόσσα ανέλαβε να ηγηθεί της Τρίτης Σταυροφορίας (1189-1192) μαζί με τον Φίλιππο Β΄ Αύγουστο της Γαλλίας (1180-1223) και τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο της Αγγλίας (1189-1199). Ο δρόμος του περνούσε μέσα απ’ τα σερβικά και ουγγρικά εδάφη, χώρες υποτελείς στον Ρωμαϊκό Θρόνο, μέσα απ’ τα Βυζαντινά εδάφη των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, και τελικά μέσα απ’ το Σουλτανάτο του Ρουμ, γι’ αυτό και ήρθε σε συνεννόηση με όλες τις ανωτέρω δυνάμεις, εκών άκων. Στις 10 Ιουνίου του 1190, καθώς επιχειρούσε κάπως υπεροπτικά να περάσει έφιππος τον μικρό ποταμό Καλύκαδνο (Σάλεφ) της Κιλικίας, τον κατάφρακτο άλογό του τον πέταξε, κι έτσι είτε πνίγηκε απ’ το βάρος της πανοπλίας του είτε πέθανε από καρδιακή προσβολή μέσα στο κρύο νερό. Το στράτευμά του επέστρεψε στη Γερμανία, κι ένα μικρότερο μέρος του απορροφήθηκε απ’ τους στρατούς των δύο βασιλέων, ενώ η Σταυροφορία εναντίον του Ισλάμ τελικώς απέτυχε.

*Εκτενή και εξαιρετική πραγμάτευση της υπόθεσης της αλληλογραφίας μεταξύ του Μανουήλ και του Φρειδερίκου θα βρει ο αναγνώστης στο άρθρο της Ελένης Τούντα, «Αντιλήψεις περί translatio imperii στη Δυτική Αυτοκρατορία τον 12ο αι.: ιδεολογία – πολιτική πράξη – προπαγάνδα», εν Βυζαντιακά 27 (Θεσσαλονίκη 2008), σσ. 197-221, απ’ όπου και το ανά χείρας άρθρο αρύσθηκε τα λατινικά χωρία.