Φυλακές Ιωαννίνων: «Ξέπλεναν» χρήματα από ναρκωτικά – Ο Modi, ο υποδιευθυντής, ο αρχιφύλακας, η λογίστρια και το μαύρο ταμείο

174

Kανονική εγκληματική οργάνωση δρούσε στις φυλακές Ιωαννίνων με «κεφάλι» έναν έγκλειστο Αλβανό που ακούει στο όνομα «Modi» και συνεργούς τον υποδιευθυντή του σωφρονιστικού καταστήματος, την λογίστρια της φυλακής, τη διαχειρίστρια, έναν αρχιφύλακα, έναν έγκλειστο και ακόμη δύο ιδιώτες.

Η οργάνωση αποδομήθηκε από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. στελέχη της οποίας πραγματοποίησαν χθες Δευτέρα (1/7) επιχείρηση στο σωφρονιστικό κατάστημα των Ιωαννίνων αλλά και σε περιοχές της Ηγουμενίτσας και της Κέρκυρας, προχωρώντας σε οκτώ συλλήψεις.

Η αντίστροφη μέτρηση για τη διάλυση της ομάδας ξεκίνησε στα μέσα του περασμένου Ιανουάριου όταν στα γραφεία της Αστυνομίας έφθασαν πληροφορίες που έκαναν λόγο για έναν έγκλειστο που με τη βοήθεια αστυνομικών και υπαλλήλων της φυλακής εισάγει εντός του σωφρονιστικού καταστήματος ναρκωτικά, κινητά και χρήματα που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και κυρίως από πώληση ναρκωτικών.

Ακολούθησε επισταμένη έρευνα από την οποία προέκυψε ότι η οργάνωση δρούσε τουλάχιστον από τον Απρίλιο του 2023 και «ειδικεύονταν» στη διακίνηση ναρκωτικών και στη συνέχεια στη νομιμοποίηση των εσόδων που προέκυπταν από την πώλησή τους.

Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι για την προστασία τους, τα μέλη της οργάνωσης εφάρμοζαν μέτρα αντιπαρακολούθησης και χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες φράσεις και λέξεις.

Ειδικότερα επικοινωνούσαν με κινητά αλλοδαπών «ghostphones» και, κατά τις συνομιλίες τους, χρησιμοποιούσαν τις παρακάτω λέξεις-κλειδιά:            

«εκείνα»: ναρκωτικές ουσίες

«βαριά ντόπα»: κοκαΐνη

«παρνί»: ηρωίνη ή κάνναβη

«φτιάχνω»: προμηθεύω κάποιων με ναρκωτικά

«άσπρα»: χρήματα

«κασέρι»: χρηματικό ωφέλημα

 Έδρα της εγκληματικής οργάνωσης ήταν οι φυλακές Ιωαννίνων και το «κόλπο» είχε στηθεί ως εξής:

Οι συνεργάτες του Αλβανού έγκλειστου «Modi» πουλούσαν ναρκωτικά, λάμβαναν τα χρήματα και στη συνέχεια τα παρέδιδαν σε αυτόν μέσω ενός συνεργάτη του ή μέσω της συντρόφου του. Πιο συγκεκριμένα είτε τα παρέδιδαν απευθείας στον αρχηγό της οργάνωσης, είτε τα παρέδιδαν στο Λογιστήριο των φυλακών προκειμένου να κατατεθούν στον ατομικού του λογαριασμό.

Όταν εισήγαγαν τα χρήματα στις φυλακές ο υποδιευθυντής και η λογίστρια φέρονται να αναλάμβαναν να εγγράψουν τα εν λόγω χρηματικά ποσά στις λογιστικές καταστάσεις κατά παράβαση των καθηκόντων τους καθώς γνώριζαν ότι πρόκειται για χρήματα που προέρχονται από πώληση ναρκωτικών.

Όπως διαπιστώθηκε είτε κατέγραφαν ψευδώς τα στοιχεία των καταθετών ώστε να προσδώσουν νομιμοφάνεια στις ψευδείς εγγραφές, είτε κατέγραφαν ψευδώς το ύψος του κατατεθέντος ποσού δημιουργώντας έτσι ένα «μαύρο ταμείο», είτε απέφευγαν να αναγράψουν στοιχεία ταυτότητας του καταθέτη με σκοπό να μην αποκαλυφθεί η εγκληματική δράση των μελών της οργάνωσης.

Αφού λοιπόν περνούσαν τα χρήματα στον ατομικό λογαριασμό του κρατουμένου, με τη βοήθεια της υπεύθυνης του γραφείου Διαχείρισης, στη συνέχεια ο αρχηγός της ομάδας τα παραλάμβανε έτοιμα και «καθαρά» και προέβαινε στα καταναλώσεις προϊόντων απολαμβάνοντας μια πολυτελή διαβίωση εντός των φυλακών.

Από τις 20 Απριλίου 2023 μέχρι και τις 3 Ιουνίου 2024 διαπιστώθηκε ότι οι καταγεγραμμένες καταθέσεις στο όνομα του «Modi» ήταν ύψους περίπου 50.000 ευρώ. Τα χρήματα νομιμοποιήθηκαν μέσω κατανάλωσης προϊόντων εντός της φυλακής (και όχι μόνο) και πιστώσεων σε τρίτους.

Τέλος από την έρευνα προέκυψε πως καταλυτικός ρόλος για τη δράση της οργάνωσης ήταν αυτός του υποδιευθυντή καθώς επέτρεπε τη χρήση κινητών τηλεφώνων και ειδοποιούσε τον Αλβανό κρατούμενο για επικείμενους ελέγχους στο κελί του.