Σαν σήμερα γεννήθηκε ο «μεγάλος» Μάνος Χατζιδάκις

201

“Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς μετανάστες. Την μέρα που γεννήθηκα δεν είχα χρόνο να ακούσω μουσική, έπρεπε να γνωρίσω τους γονείς μου. Οι γονείς μου εύποροι αστοί, η μητέρα μου από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου από το Ρέθυμνο. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Mετακομίσαμε το 1932 στην Αθήνα και έλαβα την αττική παιδεία τότε που υπήρχε και αττική και παιδεία” είχε πει ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις.

” Θυμάμαι σαν και τώρα, όταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στο Παγκράτι, τα καυτά μεσημέρια του θέρους του 1946, μόνοι μας στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου που ανέβαινε τη Συγγρού. Κάθε μεσημέρι η μητέρα μου μας έκανε το τραπέζι και μετά πηγαίναμε για σπουδές ή για το μεροκάματο, εκείνος δούλευε στου Fix, στο εργοστάσιο πάγου κι εγώ εφημεριδοπώλης, η αλήθεια είναι ότι ο δικός μου πατέρας μου εξασφάλιζε το καθημερινό πιάτο, ενώ ο Μάνος ήταν ο ίδιος πατέρας, γιος και αδελφός, έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει την οικογένεια του, κάτι που θα τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική, είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες στον κόσμο, χιλιάδες δίσκοι, κυρίως «κλασικοί». Και το σπουδαιότερο: τους άκουγε όλους! κανείς στην Ελλάδα (πέραν των κλασικών ) δεν γνώριζε καλύτερα τη μουσική του 20ού αιώνα τους ερμηνευτές, τις ορχήστρες, τις μουσικές σχολές από τον Μάνο” είχε αφηγηθεί για τον Μάνο ο Μίκης Θεοδωράκης.

Ο Λεωνίδας Κύρκος είχε αποκαλύψει πως του είχε προτείνει να κάνουν ένα δίσκο μαζί, αυτός με την ορχήστρα των μουσικών του και εγώ με την φυσαρμόνικα και εγώ βλακωδώς αρνήθηκα, από σεβασμό στο πρόσωπο του, φοβόμουν μήπως τον γελοιοποιήσω, αυτός ήταν ο Όλυμπος και εγώ ένα πετραδάκι της πεδιάδας, φοβόμουν το αποτέλεσμα, έπρεπε να περιμένω να το δω. Όταν ο Μάνος έλεγε «είμαι ιδιοσυγκρασιακά μεγαλοαστός» δεν υποδήλωνε πολιτική ή κοινωνική ένταξη αλλά την ευγένεια και ευαισθησία του χαρακτήρα του σε αντιπαραβολή με την χυδαιότητα και την ηλιθιότητα του λαϊκισμού που μας ταλαιπωρούσε”.

Η μουσική παιδεία του Μάνου Χατζιδάκι ξεκίνησε στην ηλικία των τεσσάρων ετών, κάνοντας μαθήματα πιάνου, ενώ παράλληλα διδάχτηκε βιολί και ακορντεόν. Εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής, παγοπώλης, υπάλληλος φωτογραφείου και βοηθός νοσοκόμου στα χρόνια της κατοχής. Γνώρισε και συναναστράφηκε σπουδαίες προσωπικότητες στο χώρο της μουσικής όπως τους Κουν, Γκάτσο, Σεφέρη και Ελύτη. Συνέθεσε μουσικές που έμελλε να αφήσουν εποχή, να αναγνωριστούν ως κλασικές και να τον οδηγήσουν στην κατάκτηση βραβείου όσκαρ. Έγινε επικεφαλής του “Τρίτου Προγράμματος” και αγαπήθηκε όχι μόνο στην εγχώρια κοινωνία αλλά και στο εξωτερικό.

Το 1961 ο Μάνος Χατζιδάκις βραβεύτηκε με το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι “Τα Παιδιά του Πειραιά” που ακουγόταν στην ταινία “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασέν.

Ωστόσο ο συνθέτης δεν αισθάνθηκε ποτέ υπερήφανος για αυτή τη βράβευση και γι’αυτό δεν παραβρέθηκε ούτε στην απονομή. Λέγεται ότι αποκαλούσε το εν λόγω τραγούδι “χαζομάρα” και εκνευριζόταν αφάνταστα όταν το άκουγε. Μάλιστα θεωρούσε προσβολή προς το έργο του να γίνει παγκοσμίως γνωστός για ένα τόσο απλοϊκό τραγούδι.

Δεν ήταν γραφτό του αγαλματιδίου να φτάσει στον κάτοχό του, αφού η Ακαδημία των Όσκαρ του το έστειλε ταχυδρομικώς αλλά χάθηκε κάπου στη μεταφορά. Μετά την απώλεια ξαναέστειλε ένα αντίγραφο του βραβείου, το οποίο ύστερα από χρόνια κατέληξε στα σκουπίδια του Μάνου.

“Χαμερπής ομοφυλόφιλος. Κνώδαλο. Σκουληκιασμένο τομάρι. Κάθαρμα. Εκμαυλιστής. Απόβρασμα.” Με αυτούς τους χαρακτηρισμούς δημοσίευμα της “Αυριανής” εφημερίδας του Κουρή αποκάλεσε τον Μ. Χατζιδάκι, καθιστώντας τον άλλο ένα θύμα του “κιτρινισμού” της εφημερίδας. Η αντιπαράθεση μεταξύ τους διήρκησε σχεδόν όλο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80.

Ενεργός πολίτης ο Χατζιδάκις, το 1985 είχε αρθρογραφήσει στο περιοδικό “Τέταρτο” κατά της “Αυριανής”, ζητώντας από τον Ανδρέα Παπανδρέου να κόψει τον λώρο που τον συνέδεε με την εφημερίδα. Η Αυριανή αντεπιτέθηκε, προσπαθώντας να παρουσιάσει τον συνθέτη ως «κλέφτη φόρων» που δήθεν διαπραγματευόταν με τη χούντα τον διακανονισμό ενός χρέους 3 εκατομμυρίων δραχμών προς την εφορία. Ο Χατζιδάκις απάντησε με αγωγή.

Ο πόλεμος κορυφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1987, όταν σε εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο, ο μουσικός μίλησε δημοσίως εναντίον του κιτρινισμού της εφημερίδας που “μολύνει τον ελλαδικό χώρο με αναίδεια, χυδαιότητα, τραμπουκισμό και κολακεία συμπολιτών μας”.

Την επόμενη μέρα η Αυριανή απάντησε με κείμενο τιτλοφορημένο “Ψυχικό AIDS ανώμαλου εκμαυλιστή”, που ανάμεσα στα άλλα έγραφε:

“Ποιος έδωσε το δικαίωμα στον απαίσιο εκμαυλιστή νέων που ακούει στο όνομα Χατζιδάκις, ποιος επέτρεψε σ’ αυτό το απόβρασμα να παίρνει το μικρόφωνο στα χέρια του και να διασύρει τον Δήμο Αθηναίων;. (..) Δικαίωμα του καθάρματος να έχει τις απόψεις του, η δημοκρατία και στα καθάρματα παραχωρεί δικαίωμα ζωής.(..) Να προστατεύσουμε τα παιδιά μας από το ηθικό AIDS αυτού του βρωμερού υποκειμένου.

Σε συνέντευξή του, ο Χατζιδάκις είχε πει ότι στην Κατοχή είχε έναν φίλο, ένα ιδιοφυές παιδί, που του μιλούσε συνεχώς για την αξία του ρεμπέτικου. Όπως λέει, είχαν μία μέρα ραντεβού στον “Ορφέα” ένα ρεμπετάδικο, όμως ο φίλος του δεν εμφανίστηκε ποτέ. Αργότερα πληροφορήθηκε πως τον είχαν συλλάβει, βασανίσει και σκοτώσει στο Χαϊδάρι. Αυτό συγκλόνισε τον συνθέτη και έτσι θέλησε να ψάξει το ρεμπέτικο είδος μουσικής, σε ανάμνησή του.

Ένα βράδυ λοιπόν πήγε σε μία ταβέρνα που έπαιζε αυτό το είδος μουσικής, κάθισε στο τραπέζι και παρήγγειλε ένα πιάτο φαγητό και λίγη ρετσίνα.

“Ήταν προφανές ότι δεν είχα καμία σχέση με τον χώρο. Και αυτό δεν άρεσε σε δυο – τρεις μάγκες και «μου τη μπήκαν». Τότε επενέβη ο Βαμβακάρης, που ήτανε και σωματώδης, «τους μπήκε» με τη σειρά του και τελικά μου είπε: «Άλλη φορά θα έρχεσαι και θα κάθεσαι εδώ, κοντά μας». Ασφαλής πλέον, μπορούσα να ξαναπάω.”, είχε αποκαλύψει ο Χατζιδάκις.

Ακολουθεί ένα κείμενο του Αντώνη Μποσκοΐτη, μία ιστορία που επιβεβαιώνει ότι είναι αληθινή και που έχει γίνει διήγημα από τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη.

” Κάποτε ένας μεσήλικας κύριος την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι του άκουσε θόρυβο. Κατάλαβε πως ήταν ληστής μέσα. Αμέσως είδε να έχει κάνει φτερά το ολοκαίνουργιο πανάκριβο στερεοφωνικό του. Βγήκε στο μπαλκόνι και αντίκρισε τον ληστή, έναν νεαρό – παρία της ζωής, να ακροβατεί στην μεσοτοιχία με το διπλανό διαμέρισμα και με το στερεοφωνικό στα χέρια του. Έκανε ησυχία για να μην τον τρομάξει και πέσει και σκοτωθεί. Ο νεαρός εισβολέας πράγματι σαν είδε τον ιδιοκτήτη έπεσε στο κενό ευτυχώς από μικρό ύψος.

Έντρομος ο ιδιοκτήτης τηλεφώνησε αμέσως στις Πρώτες Βοήθειες κι έπειτα πήγε γρήγορα κάτω να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο κλέφτης. Τον ρώτησε αν είναι καλά. Τον συνόδευσε στο νοσοκομείο με το νοσοκομειακό όχημα. Στους γιατρούς που τον ρώτησαν από που ήξερε τον νεαρό τραυματία, απάντησε «Είναι συγγενής μου». Όλη την ώρα κι αφού οι γιατροί ενημέρωσαν πως δεν διατρέχει κίνδυνο η ζωή του, εκείνος του χάιδευε το κεφάλι. Τον ρωτούσε αν είναι μόνος στον κόσμο, αν έχει οικογένεια. Ο νεαρός αισθανόταν περίεργα και όμορφα, παρά το φόβο που πέρασε. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης του είπε ”πάρε αυτά για μόλις βγεις από δω μέσα”, του έδωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό και έφυγε, έχοντας ήδη ξημερώσει.

Πολλά χρόνια πέρασαν. Τον ιδιοκτήτη συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, στην Παιανία, μουσικοί, τραγουδιστές και η ελίτ της κοινωνίας. Το όνομα του Μάνος Χατζιδάκις. Όταν όλοι έφυγαν και το κοιμητήριο ερήμωσε, ένας νέος άντρας πλησίασε τον φρεσκοσκαμμένο τάφο και έκλαψε με λυγμούς. Ήταν εκείνος ο ληστής, ο παρίας, ο κλέφτης, ο περιθωριακός, που δεν είχε ξεχάσει το φέρσιμο του Χατζιδάκι στη δυσκολότερη – ίσως – στιγμή της ταραγμένης ζωής του.”

Ίσως να εμπεριέχει μία δόση υπερβολής, ίσως και όχι, αλλά αδιαμφισβήτητα μαρτυρά το μεγαλείο της ψυχής του μουσικού.

 

Ερωτηθείς, σε μία συνέντευξη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Χατζιδάκις “Τί φοβόταν περισσότερο”, χαμογέλασε πικρά. “Θα σου πω για να το ξέρεις αλλά μην το γράψεις έτσι ακριβώς…γράψτο λίγο πιο «μαλακά»… ξέρεις εσύ». Και απάντησε: «Το φασισμό και τους φασίστες. Τον έζησα μικρός και κρίνοντας από διάφορες συμπεριφορές, τον βλέπω να ξανάρχεται. Παγκοσμίως».

Η επιθυμία του έγινε σεβαστή από τη δημοσιογράφο και μεταφράστηκε ως εξής: «Τις ακραίες συμπεριφορές. Μου θυμίζουν πράγματα και καταστάσεις που δεν θα θελα να ξαναδώ και να ξαναζήσω».

Ο μονόλογος του Μάνου για το “πρόσωπο του τέρατος”