Σχετικά με τη Συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, μέρος β΄

665

Σε παλιότερη αρθρογραφία μου στο MeaCulpa.gr (βλ. εδώ) και σε κατά καιρούς
τοποθετήσεις μου στο ραδιόφωνο των Παραπολιτικών 90,1 FM, στην φιλόξενη
εκπομπή Black Out που παρουσιάζει ο Χρήστος Μυτιλινιός έχω περιγράψει
χονδρικά ποιές είναι οι προτεραιότητες των εθνικών κυβερνήσεων όταν
συνάπτουν διμερείς συνθήκες άνευ πιέσεως και απειλής, και ποιές οι
προτεραιότητες ενός διεθνούς δικαιοδοτικού ή διαιτητικού οργάνου που εκφέρει
κρίση πάνω στο ερώτημα της οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών μεταξύ δύο κρατών.

1. οι μεν κυβερνήσεις επιχειρούν κυρίαρχα να διαφυλάξουν και να
προαγάγουν το εθνικό συμφέρον της πατρίδας τους, δεχόμενες αλλά και
επιβάλλουσες συμβιβασμούς με το έτερο συμβαλλόμενο μέρος στο μέτρο
του εφικτού και του επιτρεπτού, κατά τρόπο που δεν βλάπτει βάναυσα τη
στοχοθεσία τους, αλλά που την προωθεί θετικά μεσοβραχυπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα,

2. τα δε διεθνή δικαιοδοτικά ή διαιτητικά όργανα επιχειρούν να
διευθετήσουν την ανά χείρας διαφιλονικία με τρόπο που δηλώνουν πως θα
είναι δίκαιος (equitable) για όλους, ουσιαστικά όμως η προτεραιότητά τους
είναι η νομολογιακή αρμονία, δηλαδή η εκφερόμενη κρίση τους να μην
προσκρούει αλλά να οικοδομείται πάνω στην παρελθούσα νομολογία των
παλαιότερων δικών τους αποφάσεων, ώστε να μην ανατρέπει αλλά να
επιβεβαιώνει, να ενισχύει, και να εμπλουτίζει τη συλλογιστική των κρίσεών
τους.

Η Συμφωνία με την Αίγυπτο επιχείρησε να συγκεράσει τις δύο
προτεραιότητες. Γιατί;

Διότι η στοχοθεσία της ήταν διττή:

1. να προσδιορίσει τον σύννομο τρόπο πρακτικής εξυπηρέτησης του εθνικού
συμφέροντος μέσα στον συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, απέναντι στις
τρέχουσες και τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές περιστάσεις, και
απέναντι στον συγκεκριμένο συνομιλητή, την Αίγυπτο, και έτσι να
κατοχυρώσει την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων, όπως θα απέρρεε
μέσα απ’ την διεθνώς σύννομη άσκηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων
που προβλέπονται ν’ ασκούνται μέσα στις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες.

Προς τον σκοπό τούτο, όφειλε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανατροπή των τετελεσμένων που το διαβόητο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο
επιχειρούσε να επιβάλει με τρόπο παράνομο και διαβλητό.

2. να οικοδομήσει μια Συμφωνία οριοθέτησης που θα μπορούσε να σταθεί,
εάν κατέληγε προς κρίση ενώπιον ενός διεθνούς δικαιοδοτικού ή
διαιτητικού οργάνου, επειδή θα είχε ήδη ενσωματώσει μέσα της τη
συλλογιστική και τη μεθοδολογία που τέτοια όργανα γνωρίζουμε απ’ τη
νομολογία πως είθισται να μετέρχονται προκειμένου να διευθετήσουν
τέτοιες έριδες· μ’ άλλα λόγια, να παρουσιάσει ένα κείμενο που θα συνιστά
την απάντηση στο ερώτημα του οργάνου «πώς άραγε να διευθετήσω αυτήν
εδώ την υπόθεση εφαρμόζοντας και προσαρμόζοντας τις παραδεδεγμένες
μου μεθοδολογίες;» «-Ορίστε πώς: έτσι.»

Γιατί αυτός ο συγκερασμός;

Διότι, δεν απαιτεί καμιά μεγάλη σοφία για ν’ αντιληφθεί κανείς πως πίσω απ’ την
σπουδή για την σύναψη της Ελληνοαιγυπτιακής Συμφωνίας κρυβόταν η στόχευση
της έμπρακτης ακύρωσης κι ανατροπής του παράνομου Τουρκολιβυκού Μνημονίου
(υπεγράφη στις 27 Νοεμβρίου, δημοσιεύθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 2019).
Γνώριζε δηλαδή η Ελληνική Κυβέρνηση πως το δικό της διεθνές έγγραφο θα
προσέκρουε πάνω στο κείμενο που συνυπέγραψαν η Άγκυρα και το Εκτελεστικό
Συμβούλιο της Τρίπολης, του προέδρου-μαριονέτα Φαγιέζ αλ-Σάραζ, και έτσι λόγω
επικαλυπτόμενου και αλληλοσυγκρουόμενου αντικειμένου, τα δύο κείμενα θα
κατέληγαν κάποια στιγμή ενώπιον μιας διαιτησίας.

Γιατί είναι παράνομο το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο;

Το λεγόμενο Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) Τρίπολης
και Άγκυρας είναι πολλαπλώς διαβλητό και παράτυπο, χονδρικά γιατί:

1. είναι ισχνή και μάλιστα ολωσδιόλου αμφίβολη η νομιμοποίηση του
προέδρου Σάραζ του Εκτελεστικού Συμβουλίου να προσέρχεται ως νομικός
παραστάτης της Λιβύης στην υπογραφή διεθνών συμφωνιών, όταν η δοτή
θητεία του έχει λήξει προ καιρού και την ανανέωσε ο ίδιος μ’ εξουσία που
δεν του παρέχεται,

2. κατά τη σύνταξή του επινοήθηκε μεθοδολογία οριοθέτησης που
προσκρούει πάνω στη συλλογιστική της διεθνούς νομολογίας, λογουχάρη
κατά την χάραξη της μέσης γραμμής επελέγησαν ηπειρωτικές ακτές που δεν
είναι αντικείμενες, και έτσι δεν προκύπτει γειτνίαση ή αντικείμενο
οριοθέτησης

3. αγνοήθηκε η ύπαρξη μεγάλων και μικρών νησιών στην ενδιάμεση
θαλάσσια περιοχή που ανήκουν σε τρίτο κράτος, κι έτσι περιορίστηκαν τα
δικαιώματά σε θαλάσσιες ζώνες του κράτους αυτού, ήγουν της Ελλάδας

Παράλληλα, η σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα παρέχει άφθονα και αναντίρρητα
τεκμήρια περί της σχέσης απόλυτης και παραλυτικής εξάρτησης εν είδει άφωνου
προτεκτοράτου που συνδέει την Τρίπολη με την Άγκυρα, σχέση που περιγράφεται
ως «Τουρκική Κατοχή» απ’ τις λοιπές δυνάμεις που δρουν στην επικράτεια της
Λιβύης και από τους γείτονές της, βλ. Αίγυπτο, και που καταγράφεται στη λεόντειο
συμφωνία που συνήψαν τα δύο μέρη. Το Μνημόνιο αποτυπώνει εμπράκτως τη
σχέση εξάρτησης και παραβιάζει έτσι την θεμελιώδη προτεραιότητα που κάθε
διεθνές δικαιοδοτικό ή διαιτητικό όργανο θέτει στο προοίμιο των εργασιών του,
δηλαδή την εξεύρεση μιας δίκαιης επίλυσης (equitable resolution) μιας υπόθεσης
που ενδιαφέρει δύο μέρη.

Υπήρξε μειοδοσία ή προδοσία εκ μέρους της Ελληνικής
Κυβέρνησης;

Όχι. Μειοδοσία ή προδοσία δεν υπήρξε κατά την μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την
Αίγυπτο για τεχνικούς και για ουσιαστικούς, πραγματολογικούς λόγους, διότι δεν
εθίγη εθνική κυριαρχία.

Α. Τεχνικοί λόγοι.

Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν παρέδωσε μήτε κι υπονόμευσε εθνική
κυριαρχία κατά τρόπο παράνομο και ανατρεπτικό των εθνικών συμφερόντων, γιατί
εθνική κυριαρχία υπάρχει και ασκείται στις ακόλουθες τρεις ζώνες, που δεν
συζητήθηκαν, περιορίστηκαν, ή εθίγησαν στην Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία:

1. το έδαφος της εθνικής επικράτειας,

2. οι χωρικές θάλασσες, που συχνότερα τις λέμε «χωρικά ύδατα» στον
ελληνικό δημόσιο λόγο, και

3. οι εθνικός εναέριος χώρος.

Οι ακόλουθες ζώνες δεν συνιστούν εθνικό χώρο, αλλά εκτάσεις όπου ασκούνται
όχι όλα αλλά μερικά απ’ τα κυριαρχικά δικαιώματα μιας χώρας με περιορισμούς
στην έκτασή τους:

1. η συνορεύουσα ζώνη: θαλάσσια ζώνη που εκτείνεται έως και 12 ναυτικά
μίλια πέραν των χωρικών θαλασσών,

2. η ΑΟΖ: ζώνη αποκλειστικής άσκησης οικονομικού χαρακτήρα κυριαρχικών
δικαιωμάτων, που ορίζονται επακριβώς στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο
της Θάλασσας του Montego Bay (UNCLOS 1982, βλ. λογουχάρη άρθρα 56 και
87) και αντικατέστησε τη Σύμβαση της Γενεύης για τις Θάλασσες (1958).

3. η υφαλοκρηπίδα: ζώνη που κατά τη νομολογία είθισται να οριοθετείται
ταυτόχρονα με την ΑΟΖ, όπου το επιτρέπει η διαμόρφωση του βυθού, ώστε
συνήθως να ταυτίζεται με τα απώτατα όρια της ΑΟΖ, ενίοτε όμως μπορεί να
τα υπερβαίνει.

Τόσο για την ΑΟΖ όσο και την υφαλοκρηπίδα, η UNCLOS 1982 προβλέπει πως η
πρόσβαση στα δυνάμει κυριαρχικά δικαιώματα που η ίδια περιγράφει για καθένα
τύπο ζώνης δεν έρχεται αυτόματα, αλλά παρέχεται κατά τρόπο που τα περιορίζει
στην έκτασή τους έπειτα από οριοθέτηση έκαστης ζώνης. Η οριοθέτηση αυτή
κρίνεται απαραίτητη όταν για την ίδια θαλάσσια έκταση προβληθεί νόμιμα από
άλλο κράτος αξίωση προβολής των ακτών του στις θαλάσσιες ζώνες που
συνορεύουν μ’ αυτές τις ακτές του. Ενέργειες δημιουργίας τετελεσμένων και
απειλές χρήσης στρατιωτικής βίας δεν συνιστούν νόμιμο τρόπο προβολής
αξιώσεων.

Για μεν την υφαλοκρηπίδα, προβλέπεται πως αυτή υφίσταται εξαρχής και αφ’
εαυτής, τα δε κυριαρχικά δικαιώματα που προβλέπεται ν΄ασκούνται σ’ αυτήν
περιγράφονται και προβάλλονται αλλά δεν κατοχυρώνονται αυτομάτως, γιατί
οπουδήποτε προκύπτει έριδα με άλλη διαφιλονικούσα χώρα, προηγείται της
άσκησης των δικαιωμάτων μια διαδικασία οριοθέτησης έκαστης υφαλοκρηπίδας
μεταξύ των δύο παράκτιων χωρών. Αυτή η διαδικασία είναι είτε η διμερής
συνομιλία είτε η από κοινού προσφυγή τους σε διεθνές δικαιοδοτικό ή διαιτητικό
όργανο.

Για δε την ΑΟΖ, προβλέπεται πως η πρόσβαση στην άσκηση των κυριαρχικών
δικαιωμάτων που σχετίζονται μ’ αυτήν προκύπτει έπειτα από εθνική διακήρυξη της
σχετικής βούλησης της παράκτιας χώρας, και στη συνέχεια, οπουδήποτε μια ΑΟΖ
δεν μπορεί να εκταθεί ανεμπόδιστα στην απώτατη απόσταση των 200 ναυτικών
μιλίων που της επιτρέπει η UNCLOS 1982, διότι θα επικάλυπτε την ΑΟΖ μιας άλλης
παράκτιας χώρας, τότε πάλι με συνομιλίες ή με διαιτησία ή κρίση οριοθετείται η
γραμμή που χωρίζει τις δύο ΑΟΖ.

Η Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία ακολούθησε σε τούτες τις διαστάσεις ορθά και
σύννομα τις προβλεπόμενες διαδικασίες, αξιοποιώντας τα νομικά μέσα που τις
παρέχονταν απ’ την UNCLOS 1982, και άφησε ανοιχτό το περιθώριο για
συμπληρωματική διαπραγμάτευση καθώς και για διαβούλευση με τρίτες χώρες
παράλληλα με την Αίγυπτο, όμως σ’ αυτό θα επανέλθω αργότερα. Δεν παραβίασε
κανένα βήμα και δεν άφησε το περιθώριο σε τρίτες χώρες της περιοχής να
προβάλουν νόμιμες ενστάσεις πως το αποτέλεσμα περιορίζει (encroaches upon) τα
δικά τους δυνάμει κυριαρχικά δικαιώματα σε μη οριοθετημένες αλλά
προβαλλόμενες ΑΟΖ.

Μάλιστα, η οριοθέτηση που κατοχυρώθηκε εγγράφεται ομαλά μέσα στη νόρμα
της διεθνούς νομιμότητας τόσο κατά την διαδικασία χάραξης που ακολουθήθηκε
όσο και κατά το αποτέλεσμα που αυτή απέδωσε, ώστε η έκταση που δόθηκε σ’
εκάτερο απ’ τα συμβαλλόμενα μέρη:

1. να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντά τους, χωρίς να γεννά έριδες σε τρίτες
χώρες ή παράπονα σε κάποιο απ’ τα συμβαλλόμενα μέρη, αφού άλλωστε το
αποτέλεσμα προέκυψε έπειτα από διμερείς συνομιλίες κι όχι από βίαιη
επιβολή,και

2. να μην συγκρούεται αλλά να συμμορφώνεται με το σώμα των
παραδεδεγμένων μεθοδολογιών που είθισται να χρησιμοποιούν τα διεθνή
δικαιοδοτικά ή διαιτητικά όργανα όταν οριοθετούν ΑΟΖ μεταξύ
αντικείμενων ακτών όπου συγκρίνεται ηπειρωτική ακτή προς νησιωτική
ακτή.

Η μεθοδολογία αυτή είναι συνήθως τεσσάρων παραλλαγών, συν μία ακόμα
συνδυαστική, και την έχω περιγράψει στο άρθρο στο οποίο παρέπεμψα στην
πρώτη γραμμή του παρόντος κειμένου. Θα σας την περιγράψω, όμως, κι εδώ εν
συντομία:

1. πρώτα ορίζονται οι δύο αντικείμενες γραμμές βάσης, οι οποίες εξομαλύνουν
με γεωδαιτικές καμπύλες τις ακτογραμμές και τ’ άλλα γεωγραφικά σημεία
βάσης που επιλέγονται να χρησιμεύσουν κατά την χάραξη της λεγόμενης
γραμμής ίσης απόστασης, που πέφτει στο ακριβές μέσον των δύο
αντικείμενων ακτών

2. στη συνέχεια καθορίζεται η επήρεια των νησιών που μεσολαβούν ανάμεσα
στις δύο παράκτιες χώρες πάνω στην χάραξη αυτής της γραμμής
οριοθέτησης, που οδηγεί στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε μετατόπιση
της μέσης γραμμής προς όφελος της ηπειρωτικής ακτής και προς βλάβη της
νησιωτικής, κι αυτό γιατί τα διεθνή όργανα ξεκινούν απ’ την παραδοχή πως
το άρθρο 121 της UNCLOS 1982 αναγνωρίζει μεν ίδια δικαιώματα σε νησιά
με σημαντική οικονομική δραστηριότητα και μόνιμο πληθυσμό όπως και
στις ηπειρωτικές ακτές, όμως αυτό εκλαμβάνεται πως ισχύει όσον αφορά το
είδος των θαλάσσιων ζωνών στις οποίες θα τους δοθεί πρόσβαση (δηλ.
χωρικές θάλασσες, συνορεύουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, και ΑΟΖ), κι όχι την
έκταση των ζωνών που τελικώς θ’ αποδοθούν στα νησιά, για λόγους που
έχουν να κάνουν με την προτεραιότητα της «δίκαιης επίλυσης της
διαφιλονικίας» (equitable resolution of the dispute). Το σκεπτικό των
διεθνών οργάνων είναι πως η παρουσία νησιών ενδιάμεσα σε δύο
ηπειρωτικές ακτές δεν επιτρέπεται να θέτει άδικους περιορισμούς στην
παράκτια χώρα που δεν διαθέτει νησιά έναντι της παράκτιας χώρας που
κατέχει τα νησιά, και πως είναι καθήκον του οργάνου να καθορίσει την
έκταση του δικαιώματος που θα δοθεί στα νησιά, υπολογίζοντας τον βαθμό
που αυτά θα επηρεάσουν την χάραξη της γραμμής οριοθέτησης, βαθμό που
τον λέμε επήρεια. Εάν επιτρεπόταν, τότε δεν θα έσβηναν οι έριδες αλλά θα
διαιωνίζονταν.

3. στην τελική φάση εξετάζεται εάν έπειτα απ’ την οριοθέτηση βλάπτονται τα
εθνικά συμφέροντα των συμβαλλόμενων μερών σε βαθμό που να μην
καθίσταται βιώσιμη και δίκαιη η συμφωνία.

Στην Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία που οριοθέτησε εν μέρει την γραμμή των δύο
ΑΟΖ, ακολουθώντας την παραδεδεγμένη μέθοδο της συγκριτικής αναλογίας του
μήκους των δύο αντικείμενων ακτών, ελήφθη υπόψη το μήκος της αιγυπτιακής
ηπειρωτικής ακτής που εντασσόταν μέσα στον τομέα των δύο μεσημβρινών που
επελέγησαν να ορίσουν το δυτικό και το ανατολικό του άκρο, και το μήκος των ακτών της Κρήτης, Κάσου, Καρπάθου, και της μισής Ρόδου που επίσης εντάσσονταν
μέσα στον τομέα. Χαρακτηριστικά, από την Κρήτη αξιοποιήθηκε όχι ολόκληρη η
νότια ακτή του Νομού Λασιθίου, παρά μονάχα το μήκος της γραμμής βάσης που
εντασσόταν μέσα στον επιλεγμένο τομέα.

Γιατί αυτό; Διότι ο τομέας επιλέγεται με όρια που σχετίζονται με τον
προσανατολισμό των δύο αντικείμενων ακτών. Δηλαδή: όπου οι συγκρινόμενες
αντικείμενες ακτές έχουν προσανατολισμό βορρά και νότου, ο τομέας ορίζεται με
βάση μεσημβρινούς, κατακόρυφες δηλαδή γραμμές πάνω στον χάρτη. Όπου ο
προσανατολισμός των ακτών είναι ανατολής και δύσης, τότε επιλέγονται
παράλληλοι ως όρια του τομέα, δηλαδή οριζόντιες γραμμές πάνω στον χάρτη. Εδώ
είχαμε την α΄ περίπτωση, και ασφαλέστατα δεν μπορούσαμε να προβούμε στα
υπερδιαγώνια καραγκιοζιλίκια του Τουρκολιβυκού Μνημονίου.

Επομένως, προέκυψε εξ ανάγκης περιορισμός της επήρειας των ελληνικών νησιών
κατά 10-12% επί της οριοθέτησης της μέσης γραμμής, ακριβώς όπως είθισται στις
απρόσωπες, γεωμετρικές μεθοδολογίες που τα διεθνή όργανα εφαρμόζουν όταν
κρίνουν μια τέτοια υπόθεση, αλλά όχι στο είδος των θαλάσσιων ζωνών που τους
αναγνωρίστηκαν, παρά μονάχα στην έκταση των δικαιωμάτων, μήτε ακόμα και
τέτοιας έκτασης περιορισμός που να βλάπτει βάναυσα τα εθνικά συμφέροντα,
αφού το 44-προς-56% ήταν παρά προσδοκίαν ένα εξαιρετικά ευμενές αποτέλεσμα,
εάν το συγκρίνουμε με ποσοστιαίους λόγους άλλων διευθετήσεων του
παρελθόντος. Εξαιρώ ελάχιστες ιστορικές περιπτώσεις που τα νησιά έλαβαν
πλήρεις επήρειες έναντι ηπειρωτικών ακτών, επειδή ανήκαν ας πούμε στη Μεγάλη
Βρετανία (λ.χ. Φώκλαντς) και τη Γαλλία (βλ. Σεν Πιερ ε Μικελόν), χώρες που είναι
μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, και διαθέτουν τρομερή διεθνή
επιρροή.

Β. Ουσιαστικοί λόγοι.

Εάν την δούμε με την ψυχραιμία ενός ιστορικού κι όχι με τον
εργαστηριακό σχολαστικισμό ενός νομικού, η Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία δεν
παρέχει εύφορο έδαφος για μομφές περί μειοδοσίας, καθώς επιτέλους παρέχει το
έδαφος, εκεί που τέτοιο δεν υπήρχε, για τη σύννομη πρόσβαση στην άσκηση των
κυριαρχικών δικαιωμάτων μας σε θαλάσσιες ζώνες, τις οποίες μέχρι τώρα δεν
είχαμε καθορίσει, κι έτσι απείχαμε κατά παράλειψη του εθνικού μας χρέους απ’ το
να τ’ ασκήσουμε.

Ένα δικαίωμα δεν υπάρχει στο χαρτί εάν δεν ασκείται στην πράξη μέσα σ’ έναν
χώρο και σ’ έναν χρόνο, στον κατάλληλο χρόνο και στον συγκεκριμενοποιημένο
χώρο, η δ’ εθνική κυριαρχία εκδηλώνεται μέσ’ απ’ την άσκηση όλων και κατά την
πληρότητά τους των δικαιωμάτων που παρέχονται σε μια χώρα, εφόσον κάτι τέτοιο
επιτρέπεται και στον βαθμό που επιτρέπεται.

Παρομοίως, στις ζώνες όπου δεν ασκείται εθνική κυριαρχία αλλά ορισμένα μόνο
κυριαρχικά δικαιώματα (συνορεύουσα ζώνη, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα), μονάχα η
άσκηση αυτών των ολίγων δικαιωμάτων εξασφαλίζει εμπράκτως την ειδάλλως
περιορισμένη κυριαρχία που ένα κράτος ασκεί εκεί. Fine words butter no parsnips,
δηλαδή με τα όμορφα λόγια δεν κάνουμε τίποτα.

Φανταστείτε έναν πολυτραυματία ενός τροχαίου. Οι γιατροί στα επείγοντα του
κλείνουν τα τραύματα, σταματούν την αιμορραγία, του παρέχουν οξυγόνο, τον
κρατούν στη ζωή σταθεροποιώντας τη λειτουργία των ζωτικών του οργάνων, ώστε
να παραμείνει αυτή συμβατή με τη ζωή, αλλά δεν μπορεί ο τραυματίας, όταν
σταθεί ξανά στα πόδια του, να τους μηνύσει που δεν του ρύθμισαν τον χρόνιο
σακχαρώδη διαβήτη του, την πίεση, και την αρτηριακή του αθηρωμάτωση.
Συνάμα, η Συμφωνία περιέχει πρόνοιες (παράγραφος 5 του άρθρου 1) που
συμβάλλουν στον περιορισμό μελλοντικής αβεβαιότητας για τις ζώνες που δεν
διευθέτησε, καθώς και για την εκμετάλλευση των ορυκτών κοιτασμάτων που θα
βρεθούν στις δύο ΑΟΖ εκατέρωθεν της γραμμής οριοθέτησης (άρθρο 2), πάντοτε
στο πλαίσιο συνομιλιών, μετακυλίοντας καθώς πρέπει και καθώς είναι συμφέρον
ένα βάρος στις επόμενες κυβερνήσεις. Συνεπώς, δεν κρίθηκαν όλα σήμερα, αλλά
μπορούμε να προσβλέπουμε σε διευθετήσεις ακόμα πιο ευνοϊκές για μας στο
μέλλον, εάν αξίζουμε ένα τέτοιο πεπρωμένο με τον σχεδιασμό και τον κόπο μας.
Όταν έχουμε στα χέρια μας μιαν ολιγοσέλιδη συμφωνία, αυτό σημαίνει πως
εναπόκειται σε πλήθος από μελλοντικά πρωτόκολλα, συμβάσεις, συμφωνίες,
μνημόνια, κ.ά., να επεξεργαστούν και να συγκεκριμενοποιήσουν κάθε επιμέρους
έριδα ή ζήτημα που θα προκύπτει κατά την πραγμάτωση κι εφαρμογή του
τρισέλιδου, κι έτσι όλα τα ελλείμματα και οι ανεπάρκειες που τώρα εντοπίζουμε
στο εργαστήριο και τηλεσκοπικά προβάλλει η σκέψη μας στο μέλλον σαν
ανεπανόρθωτες εκβάσεις δήθεν τραγικών σημερινών παραλείψεων και
περιπλοκών, βλέπουμε πως η Συμφωνία επιτρέπει αυτά να διευθετηθούν στην ώρα
τους με νέες συνομιλίες, διαρκή επαγρύπνηση, και καταβολή διπλωματικής
προσπάθειας από τις τότε κυβερνήσεις, όπως οφείλουν να πράττουν, και να μην
έχουμε αυταπάτες πως μια τέλεια, λεόντεια συμφωνία μπορεί να είναι εφικτή και
εφαρμόσιμη, βλ. Συνθήκη των Σεβρών, που κανένα κοινοβούλιο πέραν του
Ελληνικού δεν επικύρωσε, και έτσι υποχρεώθηκε η Ελλάδα να επιχειρήσει να την
επιβάλει με τα όπλα, όπου και ηττηθήκαμε, υφιστάμενοι τη Μικρασιατική
Καταστροφή, που εξαιτίας της απωλέσαμε πατρίδες 2.800-3.600 ετών.

Τέλος, η Συμφωνία εξυπηρέτησε καί τον γεωστρατηγικό σκοπό της που αφορούσε
την προετοιμασία του εδάφους για την έμπρακτη ανατροπή του Τουρκολιβυκού
Μνημονίου, αφού θα γεννήσει πραγματικότητες που συγκρούονται με κείνες που
παρανόμως επιχειρεί να επιβάλει το τελευταίο, και έτσι θα υποχρεωθεί όποιος
διαφωνεί, να προσφύγει σε διεθνές δικαστήριο ή διαιτητικό όργανο, εάν βέβαια
αποδεχθεί πρότερα την δικαιοδοσία του.

Επιβάρυνε άραγε η Συμφωνία την προοπτική υπογραφής μιας
ανάλογης συμφωνίας οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κύπρο;

Το ερώτημα αυτό εδράζεται πάνω στην πρόβλεψη της παραγράφου 5 του άρθρου
1 της Συμφωνίας, που ορίζει ότι «εάν οιοδήποτε από τα δύο Μέρη διεξάγει
διαπραγματεύσεις με σκοπό την οριοθέτηση της Αποκλειστικής του Οικονομικής
Ζώνης με άλλο Κράτος που μοιράζεται με τα δύο Μέρη τις θαλάσσιες ζώνες τους, το

Μέρος αυτό, προτού καταλήξει σε τελική συμφωνία με το τρίτο Κράτος, θα
ενημερώσει και θα διαβουλευθεί με το άλλο Μέρος».

Το ποιός πρωτοέθεσε τον όρο αυτόν θα φανεί απ’ την έρευνα του ιστορικού του
μέλλοντος στ’ αρχεία των συνομιλιών, εάν και όποτε δοθεί πρόσβαση σ’ αυτά.
Μοιάζει, όμως, να εξυπηρετεί καί τις δύο πλευρές. Εμάς, για την περίπτωση που
ανησυχούσαμε μήπως η Αίγυπτος άφησε επίτηδες απέξω απ’ την διευθέτηση τη
ζώνη νοτίως του Συμπλέγματος της Μεγίστης, ανατολικά του 28ου μεσημβρινού
(πάγια τουρκική διεκδίκηση) και μέχρι το δυτικότερο άκρο της Κυπριακής ΑΟΖ,
προκειμένου να διαπραγματευτεί διμερώς με την Τουρκία την μεταξύ τους
μοιρασιά αυτής της περιοχής, δίχως την ελληνική συμμετοχή. Παρομοίως, την
Αίγυπτο, που θ’ ανησυχούσε ευλόγως μήπως τα δύο ελληνικά κράτη της Ανατολικής
Μεσογείου έρχονταν σε μια πεντάλεπτη συνεννόηση και μοίραζαν τη ζώνη αυτήν
δίχως να ρωτήσουν την ίδια, που επίσης προβάλλει αξιώσεις για το μέγιστο μέρος
της, για την οποία το Κάιρο πιθανώς δεν αναγνωρίζει επήρεια στα δεκατρία νησιά
και τις νησίδες του Συμπλέγματος, περίπου ώστε να διεκδικεί ό,τι και η Τουρκία
αλλ’ απ’ τον νότο.

Η πρόβλεψη αυτή μοιάζει ν’ αποτυπώνει τις δυσμενείς συνθήκες περιορισμένης
εμπιστοσύνης υπό τις οποίες διομολογήθηκε η Συμφωνία. Όμως, εάν η Αίγυπτος
επιθυμούσε να κλείσει πρώτα με την Ελλάδα μια συμφωνία-δόλωμα για την
Τουρκία, και σκόπευε στη συνέχεια απλά να μην την επικυρώσει, μέχρις ότου η
Τουρκία να προσέλθει με καλύτερο πακέτο στο μεταξύ, αυτό μου ακούγεται σαν
περιττή δαπάνη χρόνου, καθώς η Άγκυρα ήδη παρείχε στο Κάιρο ένα σαφώς
καλύτερο πακέτο απ’ ό,τι πήρε το δεύτερο υπογράφοντας με την Αθήνα. Κι όμως, το
Κάιρο επέλεξε να οριοθετήσει με την τελευταία κι όχι με την Άγκυρα για λόγους
γεωστρατηγικών συνθηκών και περιστάσεων, και γεωπολιτικής ανάγνωσης της
παρούσας φάσης των σχέσεων του Ερντογάν με τον Αραβικό Κόσμο· τουτέστιν, ο
Πρόεδρος Σίσι προτίμησε να σφίξει το χέρι μιας ευρωπαϊκής χώρας μέλους της ΕΕ,
παρά να κάνει business με τον Χαλίφη που έχει πατήσει ιμπεριαλιστικό πόδι στη
Λιβύη (βλ. εδώ) κι επιχειρεί μέσω της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που
δραστηριοποιείται στην Αίγυπτο, ν’ αλώσει το εθνικό φρόνημα μεγάλης μερίδας
του λαού της χώρας, αυτοπροβαλλόμενος ως ο νέος Σουνίτης Χαλίφης στον οποίον
οφείλουν να προσβλέπουν οι πιστοί μουσουλμάνοι (βλ. εδώ). Στην παρούσα
στιγμή, άλλωστε, η Ελλάδα φαίνεται να έχει ταχθεί στο πλευρό του Χαλίφα Χάφταρ
και του Αγκίλα Σάλεχ στη Λιβύη, τους οποίους υποστηρίζουν η Αίγυπτος, τα
Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, και η Ρωσία, ενδεχομένως η Γαλλία και άλλες
δυνάμεις που δεν καλοβλέπουν την τουρκική ανάμιξη στη Δυτική Λιβύη στο πλευρό
του Σάραζ, κι έτσι τα συμφέροντά μας στην περιοχή μοιάζουν να συμπλέουν σε
κάποιον βαθμό με τα αιγυπτιακά.

Μ’ άλλα λόγια, εάν η σκέψη μου ισχύει, τον όρο δεν τον έβαλε η Ελλάδα
φοβούμενη τυχόν τουρκοαιγυπτιακή προσέγγιση που θ’ ανέτρεπε την παρούσα
Συμφωνία, αν και δεν εναντιώθηκε στην συμπερίληψή του, αλλ’ η Αίγυπτος που
παρέμενε απρόθυμη ν’ αλλάξει τοποθέτηση όσον αφορά την επήρεια του
Καστελλόριζου, κι επιθυμούσε να μπλοκάρει μια fast-track Ελλαδο-Κυπριακή
Συμφωνία που θα την άφηνε απέξω.

Τούτο έχει σημασία, γιατί εφόσον το Κάιρο δεν αφίσταται των αξιώσεών του — τις
οποίες επανέλαβε εμμέσως, όταν προ ολίγων ημερών διαμαρτυρήθηκε για την
παράνομη τουρκική NAVTEX, όπου σήμερα διεξάγει έρευνες το Ορούτς Ρέις,
μιλώντας για δική του προβαλλόμενη ΑΟΖ — καμία ελλαδοκυπριακή οριοθέτηση
δεν θα περνούσε ούτως ή άλλως χωρίς ένσταση και αντίρρηση απ’ την αιγυπτιακή
πλευρά, κι έτσι αυτός ο όρος δεν περιέπλεξε περισσότερο τα πράγματα, αφού με ή
χωρίς αυτόν, πάλι το Κάιρο θα ύψωνε εμπόδια και θ’ αμφισβητούσε μιαν
οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.

Εννοώ πως εάν ισχυριστεί κανείς, ευλόγως, ότι τώρα υποχρεωνόμαστε να
ζητήσουμε τη γνώμη της Αιγύπτου για να προσέλθουμε σε συνεννόηση με την
Κύπρο, τούτο ίσχυε και νωρίτερα, και συνιστούσε έναν λόγο για τον οποίον
ουδέποτε είχαμε προσέλθει σε διάλογο με την Λευκωσία για οριοθέτηση ΑΟΖ,
κοντά στην μακάρια αβελτηρία των Κυβερνήσεων Κώστα Σημίτη και Κώστα
Καραμανλή, που όπως η Μάρθα στο Κατά Λουκάν 10, 41-42, μεριμνούσαν και
τύρβαζαν περί πολλά ενώ η ανάγκη ήταν να προσέξουν το ένα και σημαντικότερο
θέμα.

«Μα τώρα είναι και γραπτώς κατοχυρωμένο» θα προσθέσει ο ενιστάμενος. Και
νωρίτερα, θ’ απαντήσω, είχε διατυπωθεί η αιγυπτιακή αξίωση που βρήκε τον δρόμο
της όχι τυχαία στη Συμφωνία, κατά τους προηγηθέντες δεκατρείς γύρους
διαπραγματεύσεων. Ό,τι έχει υπογραφεί είναι ό,τι δεν μπορούσε να μείνει απέξω
απ’ τη Συμφωνία, γιατί επανερχόταν ξανά και ξανά στο τραπέζι, και ήταν αξίωση της
μίας ή της άλλης χώρας να συμπεριληφθεί, ειδάλλως η απαλοιφή του θα ήταν
dealbreaker.

Επομένως, τα πράγματα δεν περιπλέκονται στ’ αλήθεια, αλλά μάλλον
ξεκαθαρίζουν, και όπως είχα πει σε παλαιότερο άρθρο μου περιγράφοντας το
ευνοϊκό αλλ’ απίθανο σενάριο για τη λύση του γρίφου του Καστελλόριζου, ιδανικά
μια τριμερής συνεννόηση με Αίγυπτο και Κύπρο θα γεννούσε πραγματικότητες,
ακόμα δε καλύτερα εάν μια άλλη Τουρκία προσερχόταν σε κάποιο παράλληλο
σύμπαν να συνομολογήσει τα συμφωνηθέντα. Ιδού, λοιπόν, οδηγούμαστε σε
τριμερή.