Υδατάνθρακες: Η ιδανική ποσότητα που πρέπει να τρώτε

205

Οι επιστήμονες συνιστούν μέτρια κατανάλωση υδατανθράκων όταν ο στόχος είναι η παράταση του προσδόκιμου ζωής.

Σύμφωνα με αμερικανική επιστημονική μελέτη μια διατροφή είτε με μεγάλη περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες είτε πολύ φτωχή στο μακροθρεπτικό συστατικό μπορεί να «κόψει» χρόνια ζωής.

Η χρυσή τομή στην κατανάλωση υδατανθράκων

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές συγκέντρωσαν και ανέλυσαν διατροφικά στοιχεία που αφορούσαν 15.400 ανθρώπους, βάσει των οποίων υπολογίστηκε πόσες θερμίδες λαμβάνει καθένας από αυτούς από υδατάνθρακες, λιπαρά και πρωτεΐνες.

Έπειτα από περίοδο παρακολούθησης 25 ετών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τον μικρότερο κίνδυνο θανάτου διέτρεχαν όσοι λάμβαναν ποσοστό 50-55% των ημερήσιων θερμίδων τους από υδατάνθρακες, συγκριτικά με όσους λάμβαναν περισσότερες ή λιγότερες θερμίδες από υδατάνθρακες. Ένα τέτοιο επίπεδο κατανάλωσης θεωρείται μέτριο και συνάδει με τις επίσημες διατροφικές συστάσεις επίσημων φορέων όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.

Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι οι άνθρωποι που ανήκουν στην ομάδα μέτριας κατανάλωσης υδατανθράκων, από την ηλικία των 50 ετών, αναμένεται να ζήσουν κατά μέσο όρο 33 χρόνια επιπλέον. Αυτό το προσδόκιμο ήταν:

Κατά 4 χρόνια μεγαλύτερο συγκριτικά με όσους ακολουθούσαν μια διατροφή με ελάχιστους υδατάνθρακες (το πολύ 30% των ημερήσιων θερμίδων), Κατά 2,3 χρόνια μεγαλύτερο συγκριτικά με όσους ακολουθούσαν μια διατροφή με λίγους υδατάνθρακες (30%-40% των ημερήσιων θερμίδων), Κατά 1,1 χρόνια μεγαλύτερο συγκριτικά με όσους ακολουθούσαν μια διατροφή πολύ πλούσια σε υδατάνθρακες (τουλάχιστον 65% των ημερήσιων θερμίδων).

Τα νέα ευρήματα φάνηκε να συνάδουν με αυτά παλαιότερης μελέτης, με την οποία συνέκριναν τη μελέτη τους οι ερευνητές, η οποία αφορούσε πάνω από 400.000 ανθρώπους από 20 χώρες.

Σε δεύτερη φάση, οι ερευνητές συνέκριναν μια διατροφή με λίγους υδατάνθρακες και πλούσια σε πρωτεΐνες και λιπαρά ζωικής προέλευσης με μια διατροφή με λίγους υδατάνθρακες αλλά πλούσια σε πρωτεΐνες και λιπαρά φυτικής προέλευσης. Από τη σύγκριση αυτή προέκυψε ότι η αντικατάσταση των υδατανθράκων με προϊόντα ζωικής προέλευσης (αρνί, μοσχάρι, χοιρινό, κοτόπουλο, τυρί) συνδέεται με ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Στον αντίποδα, η αντικατάσταση των υδατανθράκων με πρωτεΐνες και λιπαρά φυτικής προέλευσης, για παράδειγμα από όσπρια και ξηρούς καρπούς, φάνηκε να μειώνει ελαφρώς τον κίνδυνο θανάτου.

Σχολιάζοντας τα νέα ευρήματα, η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, Δρ Σάρα Σαϊντέλμαν από το νοσοκομείο Brigham and Women’s Hospital της Βοστώνης, αναφέρει πως οι δίαιτες με λίγους υδατάνθρακες στις οποίες οι υδατάνθρακες αντικαθίστανται με πρωτεΐνες ή λιπαρά –για παράδειγμα η δίαιτα Άτκινς ή η κετογονική δίαιτα– είναι σήμερα εξαιρετικά δημοφιλείς για την απώλεια των περιττών κιλών, ωστόσο από τη μελέτη προκύπτει ότι σε βάθος χρόνου η μέτρια κατανάλωση υδατανθράκων είναι πιο ωφέλιμη.

Αν κάποιος αποφασίσει να ακολουθήσει μια διατροφή με λίγους υδατάνθρακες, συμβουλεύει η Δρ Σαϊντέλμαν, θα πρέπει τουλάχιστον να επιλέξει να αντικαταστήσει τους υδατάνθρακες με πρωτεΐνες ή λιπαρά φυτικής προέλευσης και όχι ζωικής, καθώς φαίνεται να συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό στην υγιή γήρανση.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Φλόρα βαν Λιούβεν, επικεφαλής του Τμήματος Επιδημιολογίας του Ινστιτούτου Καρκίνου της Ολλανδίας στο ‘Αμστερνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Human Reproduction” της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας, ανέλυσαν στοιχεία από 12 ολλανδικές κλινικές γονιμότητας.

Ο κίνδυνος καρκίνου βρέθηκε να είναι ελαφρώς αυξημένος -αν και όχι σε στατιστικά σημαντικό βαθμό- στα παιδιά που έχουν γεννηθεί με τη μέθοδο της μικρογονιμοποίησης ή ενδοκυτταροπλασμικής έγχυσης σπέρματος (ICSI), καθώς και σε όσα έχουν προέλθει από έμβρυα που είχαν καταψυχθεί πριν τη χρησιμοποίησή τους στη θεραπεία γονιμότητας.

Διαπιστώθηκε μια πολύ μικρή και όχι στατιστικά σημαντική αύξηση του κινδύνου για λεμφοβλαστική λευχαιμία και για μελάνωμα, όμως, σύμφωνα με τον ερευνήτρια Μάντι Σπάαν, τα ευρήματα αυτά μπορεί να οφείλονται στην τύχη, γι’ αυτό πρέπει να ερμηνευθούν με επιφύλαξη.

«Τα ευρήματα παρέχουν καθησυχαστικές ενδείξεις ότι τα παιδιά που συλλαμβάνονται μετά από θεραπείες γονιμότητας, δεν έχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου μετά από μέση παρακολούθηση 21 ετών. Παρόλα αυτά, καθώς ολοένα περισσότερα παιδιά γεννιούνται μέσω μικρογονιμοποίησης και κρυοσυντήρησης των εμβρύων, ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος καρκίνου θα πρέπει να διερευνηθεί σε μεγαλύτερους αριθμούς παιδιών», δήλωσε η βαν Λιούβεν.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ