Well, he did say «Jehovah»

473

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Η φράση του τίτλου προέρχεται απ’ την ταινία The Life of Brian (1979) των Monty Python, και σήμερα θα δούμε τη βλασφημία μέσα από χωρία της Αγίας Γραφής. Eāmus ad fontes· ας πάμε, λοιπόν στις πηγές.

Η βλασφημία είναι όρος που απαντά τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή. Δεν είναι πάντοτε σαφές στα εδάφια της Γραφής ποιό είναι το περιεχόμενο της φραστικής προσβολής που συντελείται εκεί, γι’ αυτό και στρεφόμαστε στα συμφραζόμενα. Μ’ αυτό πάντως το νόημα, της φραστικής προσβολής, τη βρίσκουμε στον Ψαλμό 73.18: «μνήσθητι ταύτης· ἐχθρὸς ὠνείδισε τὸν Κύριον, καὶ λαὸς ἄφρων παρώξυνε τὸ ὄνομά σου», που αποδίδω στα νέα ελληνικά: «θυμήσου, Κύριε, αυτό, πόσο χλεύασε ο εχθρός τον Κύριο, και πόσο οι άμυαλοι κατέκριναν τ’ όνομά σου». Εδώ έχουμε το σημασιολογικό περιεχόμενο της χλεύης, της λοιδορίας, του σχολίου που γίνεται για να επιφέρει ντροπή στο πρόσωπο του Θεού. 

Παρόμοια, στο βιβλίο του Ησαΐα 52.5: «καὶ νῦν τί ἐστε ὦδε; τάδε λέγει Κύριος· ὅτι ἐλήφθη ὁ λαός μου δωρεάν, θαυμάζετε καὶ ὀλολύζετε. τάδε λέγει Κύριος· δι᾿ ὑμᾶς διαπαντὸς τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι», που αποδίδω στα νέα ελληνικά: «Και τώρα γιατί βρίσκεστε εδώ (ενν. αιχμάλωτοι ξένων κατακτητών); Τούτο λέει ο Κύριος, απορείτε και θρηνολογείτε επειδή ο λαός μου συνελήφθη αιχμάλωτος χωρίς αντίσταση. Τούτο λέγει ο Κύριος, εξαιτίας σας (ενν. τους Ιουδαίους) καταφρονείται τ’ όνομά μου μεταξύ των εθνικών». Το χωρίο εννοεί πως οι κατακτητές που κατέβαλαν τους Ιουδαίους περιπαίζουν τ’ όνομα του Θεού πως δεν ήταν αληθινός Θεός αφού δεν μπόρεσε να τους λυτρώσει απ’ την ήττα και την αιχμαλωσία. Στο χωρίο αυτό απ’ τον Ησαΐα αναφέρεται και ο Απ. Παύλος στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του, 2.24: «τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται», και αποδίδω: «γιατί εξαιτίας σας, όπως έχει γραφεί, χλευάζεται το όνομα του Θεού μεταξύ των εθνικών». Στ’ αποσπάσματα αυτά, βλασφημία είναι η αμφισβήτηση από εθνικούς ή απίστους της θείας φύσης του Αληθινού Θεού αφού ο λαός Του είτε ηττήθηκε κι αιχμαλωτίστηκε είτε έχει περιέλθει σε απαξία, χλεύη και περιφρόνηση που αφρόνως κι εξοργιστικώς απευθύνεται στον Θεό για τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του λαού Του, σαν τάχα ν’ αντανακλούν αρνητικά πάνω Του.

Γενικότερα όμως, βλασφημία στη Βίβλο μπορεί να είναι οποιαδήποτε μάταιη λήψη του ονόματος του Θεού στο στόμα μας, όπως απαγορεύει η γ΄ Εντολή, βλ. Έξοδος 20.7: «οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ», και αποδίδω «δεν θα πάρεις στο στόμα σου τ’ όνομα του Κυρίου και Θεού σου χωρίς ευλαβή αφορμή, γιατί δεν θα θεωρήσει αθώο ο Κύριος ο Θεός σου όποιον Τον πιάσει στο στόμα του χωρις εύλογη αφορμή». Πιάνουμε μάταια στο στόμα μας τον Θεό όταν δεν το κάνουμε προς δόξαν Κυρίου ή προς δέηση. Μ’ αυτό το νόημα εμφανίζεται στο Γ΄ Βασιλειών 20.10: «καὶ ἐγκαθίσατε δύο ἄνδρας υἱοὺς παρανόμων ἐξεναντίας αὐτοῦ, καὶ καταμαρτυρησάτωσαν αὐτοῦ λέγοντες· ηὐλόγησε Θεὸν καὶ βασιλέα· καὶ ἐξαγαγέτωσαν αὐτὸν καὶ λιθοβολησάτωσαν αὐτόν, καὶ ἀποθανέτω», το οποίο αποδίδω σε νέα ελληνικά: «κατόπιν, φέρτε δυο απατεώνες ψευδομάρτυρες να καθήσουν απέναντί του που θα τον συκοφαντήσουν πως έπιασε στο στόμα του τον Θεό και τον βασιλιά, και έτσι ας τον πετάξουν έξω απ’ την πόλη κι ας τον λιθοβολήσουν, κι ας πεθάνει». Ποιό το ακριβές περιεχόμενό της βλασφημίας εδώ; Το αγνοούμε. Απλά θα λέγαν πως έπιασε στο στόμα του τον Θεό και τον βασιλιά, δηλαδή τον Προφητάνακτα Δαυίδ.

 

Μια ειδικότερη κατηγορία βλασφημίας είναι η κατάκριση, δηλαδή η κατηγορητική κρίση έναντι άλλου προσώπου, γιατί το έργο της κρίσης ανήκει μονάχα στον Θεό, και η ανάληψή του από οποιονδήποτε άλλον είναι εωσφορικό αμάρτημα, καθώς αντιποιείται την αρμοδιότητα κρίσης που ανήκει, όπως είπα, μοναδικά στον Θεό, και το λέω εωσφορικό γιατί κάποτε κι ο Εωσφόρος είχε επιχειρήσει να τοποθετήσει τον θρόνο του στους Ουρανούς δίπλα και πάνω απ’ του Υψίστου αντιποιούμενος τον Θεό. Για να κατανοήσουμε πως βιβλικά ούτε στον πλέον ενάρετο και κεχαριτωμένο δεν επιτρέπεται να κατακρίνει ακόμα και τον πλέον πεπτωκότα σε κρίματα, ας δούμε για παράδειγμα τί γράφει ο Αδελφόθεος Ιούδας στην Καθολική Επιστολή του 1.9, «ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωϋσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿ εἶπεν· ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος», που θ’ αποδώσω: «Και ο αρχάγγελος Μιχαήλ, όταν βρέθηκε σε αντιδικία με τον διάβολο κατά τη διαμάχη για την τύχη του νεκρού σώματος του Μωυσή, δεν τόλμησε να εκφέρει καταδικαστική κρίση με ύβρεις και χαρακτηρισμούς εναντίον του (ενν. για τον διάβολο), αλλά του είπε, ο Κύριος να σε τιμωρήσει.»

Στο ίδιο πνεύμα το σχετιζόμενο με την κατάκριση ενώπιον ενός ακροατηρίου ή δικαστών όπου θα εξαχθούν κρίσεις σε βάρος ενός ανθρώπου, πράξη που εξισώνεται με βλασφημία, γράφει η Καθολική Επιστολή του Αδελφοθέου Ιακώβου 2.6-7: «ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ’ ὑμᾶς;» και αποδίδω: «εσείς όμως στερήσατε τον φτωχό από κάθε αξιοπρέπεια· μήπως δεν σας ταλαιπωρούν οι πλούσιοι με την ισχύ τους και δεν σας σέρνουν στα δικαστήρια; Μήπως δεν βλαστημούν το αγαθό όνομα (ενν. του Θεού) που επικαλούνται (ενν. στον όρκο τους) όταν σας απευθύνουν κατηγορίες;» Παραβάλλω στο σημείο αυτό τη ρητή απαγόρευση του Χριστού για οποιονδήποτε όρκο, βλ. Ματθ. 5.34-37, ιδιαίτερα 34: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ» και δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως στ’ αγγλικά το ρήμα “swear” διασώζει το διπλό περιεχόμενο του «ορκίζομαι» αλλά και του «βλαστημώ». Εδώ εισάγεται η θέση πως βλασφημία είναι γενικά η επίκληση του ονόματος του Θεού προκειμένου ν’ αποκτήσει κύρος ενώπιον ενός δικαστηρίου ή ακροατηρίου η κατάκριση που διαπράττει κανείς σε βάρος ενός αδελφού, θέση με την οποία συμφωνεί καί ο Παύλος στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή 6.6-10, όπου προτρέπει καλύτερα ν’ ανεχόμαστε μιαν αδικία παρά να σύρουμε στα δικαστήρια και να καταμαρτυρούμε εναντίον του αδελφού μας.

Παραπέρα, όμως, ο αναθεματισμός του αγίου ονόματος του Θεού δεν είναι συνήθεια μονάχα των ημερών μας, όπως διαβάζουμε στο Λευιτικόν 24.11, «καὶ ἐπονομάσας ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς τῆς Ἰσραηλίτιδος τὸ ὄνομα κατηράσατο. καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς Μωυσῆν· καὶ τὸ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Σαλωμεὶθ θυγάτηρ Δαβρεὶ ἐκ τῆς φυλῆς Δάν», που θ’ αποδώσω: «ο γιος της γυναίκας της Ισραηλιτιδας έπιασε στο στόμα του τ’ όνομα (ενν. του Θεού) και το αναθεμάτισε (σημ. πάνω στην ένταση της μάχης που γινόταν), και τον οδήγησαν στον Μωυσή. Η μητέρα του λεγόταν Σαλωμείθ, κόρη του Δαβρεί απ’ τη φυλή Δαν.» Εδώ το περιεχόμενο της βλασφημίας είναι ακριβώς το ίδιο με τη συχνή πρακτική πολλών νεοελλήνων να βρίζουν τα θεία όταν θυμώνουν, όταν κάτι τους πάει στραβά, πάνω στην ένταση και το πάθος, και τα παρόμοια. Ο παραβάτης συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του Μωυσή για να εφαρμοστεί πάνω του ο νόμος.

Μια ειδική κατηγορία βλασφημίας είναι η εκείνη κατά του προσώπου του Αγίου Πνεύματος, και αυτή είναι απολύτως ασύγγνωστη κατά την Γραφή, μολονότι ο Ιησούς διαβεβαιώνει πως οποιαδήποτε άλλη βλασφημία, ακόμα και εναντίον του ιδίου, θα λάβει συγχώρεση έπειτα από μετάνοια, αλλά ποτέ εναντίον του Αγίου Πνεύματος. Το βλέπουμε αυτό στο Κατά Ματθαίον 12.31-32, «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι», και αποδίδω: «γι’ αυτό σας λέγω, κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους, αλλά η βλασφημία στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος δεν θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους. Και όποιος τυχόν καταφερθεί εναντίον του Υιού του Ανθρώπου, θα του συγχωρεθεί, ενώ όποιος καταφερθεί εναντίον του Αγίου Πνεύματος, δεν θα του συγχωρεθεί ούτε στον παρόντα καιρό ούτε στον μέλλοντα».

Με το ίδιο περιεχόμενο κρίσιμα επαυξημένο διαβάζουμε στο Κατά Μάρκον 3.28-30, «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν. ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως· ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει». Το τελευταίο σημείο, «γιατί έλεγαν πως μέσα του έχει ακάθαρτο πνεύμα», είναι που εξηγεί σε τί συνίσταται η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος: είναι ο ισχυρισμός πως ο Ιησούς ενεργούσε με τη δύναμη των ακάθαρτων πνευμάτων, δηλαδή των δαιμόνων. Είναι το να ισχυριστεί κανείς πως η διδασκαλία, η διακονία, και τα θαύματα του Ιησού Χριστού δεν συντελέστηκαν μέσα απ’ τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος αλλά μέσα απ’ τις δυνάμεις των δαιμόνων.

Το διαπιστώνουμε όταν διαβάσουμε όλο το περιστατικό στο Κατά Ματθαίον 12.22-32 και το Κατά Μάρκον 3.22-30. Εκεί ο Ιησούς μόλις έχει εκβάλει δαιμόνιο από έναν τυφλό και κωφάλαλο, και οι παρευρισκόμενοι μάρτυρες του θαύματος άρχισαν ν’ αναρωτιούνται εάν ήταν όντως ο Μεσσίας. Κάποιοι Φαρισαίοι που βρίσκονταν ανάμεσά τους ξεκίνησαν να διαδίδουν τότε πως ο Ιησούς είχε κάνει το θαύμα με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, άρχοντα των δαιμόνων (Ματθ. 12.24). Εδώ το περιεχόμενο της βλασφημίας είναι η άρνηση πως ο Ιησούς ήταν ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού. 

Θα παραβάλω στο σημείο αυτό το χωρίο απ’ τις Πράξεις των Αποστόλων 18.15-16: «Ὡς δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, συνείχετο τῷ πνεύματι ὁ Παῦλος διαμαρτυρόμενος τοῖς Ἰουδαίοις τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν. ἀντιτασσομένων δὲ αὐτῶν καὶ βλασφημούντων ἐκτιναξάμενος τὰ ἱμάτια, εἶπε πρὸς αὐτούς· τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν· καθαρὸς ἐγώ· ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὰ ἔθνη πορεύσομαι», και θ’ αποδώσω: «Όταν κατέβηκαν απ’ τη Μακεδονία ο Σίλας κι ο Τιμόθεος, ο Παύλος είχε φτάσει σε μεγάλο αδιέξοδο να κηρύττει τη μαρτυρία υπέρ του Ιησού Χριστού στους Ιουδαίους (ενν. που δεν επείθοντο), και καθώς εκείνοι αντιστέκονταν στη διδασκαλία του και αρνούνταν τη μαρτυρία εκείνος πέταξε τα ρούχα του από πάνω του και τους είπε, η ευθύνη είναι όλη δική σας, εγώ είμαι καθαρός, και στο εξής θα πάω να διδάξω στους Εθνικούς.» Δεν ξέρουμε τί ακριβώς έλεγαν οι Εβραίοι και προκάλεσαν αγανάκτηση στον Παύλο, αλλά μάλλον εννοείται πως αρνούνταν τον Ιησού ως Μεσσία, αφού ο Παύλος εγκαταλείπει την προσπάθεια να τους ευαγγελίσει και δηλώνει πως θα κηρύττει στο εξής στους Εθνικούς.

Η ηθελημένη, ενσυνείδητη άρνηση του Αγίου Πνεύματος που ενεργούσε μέσα απ’ τον Ιησού Χριστό είναι μια επανάληψη της στασιαστικής συμπεριφοράς των Πρωτοπλάστων. Πώς; Όπως οι Πρωτόπλαστοι είχαν μπροστά τους τον Θεό στον Κήπο της Εδέμ και επέλεξαν να τον αρνηθούν, έτσι και οι Φαρισαίοι και λοιποί Ιουδαίοι κατά τη Γραφή, είχαν μπροστά τους τον ίδιο τον Υιό και Λόγο, κατέστησαν μάρτυρες του θαύματος, κι όμως επέλεξαν να Τον αψηφήσουν, γι’ αυτό και σε διάφορα σημεία, όπως ανωτέρω, η Γραφή αφηγείται πως κάποιος υπενθυμίζει στους Ιουδαίους, ή και το αποδέχονται κι οι ίδιοι, ότι η ευθύνη της άρνησης βαρύνει συνειδητά πια τους ίδιους. Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται κατά τη δίκη του Ιησού απ’ τον Πόντιο Πιλάτο, όταν ο τελευταίος νίπτει τα χείρας του και δηλώνει στους παρευρισκόμενους Ιουδαίους που ζητούσαν τη σταύρωση του Ιησού, «ἀθῶός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε», Ματθ. 27.24, και αποδίδω: «εγώ πάντως είμαι αθώος απ’ το αίμα αυτού του αθώου· εσείς έχετε την ευθύνη» (πβλ. Μαρκ. 15.6-7 — Λουκ. 23.17 — Ιωάν. 18.39).

Κλείνω με τη τελευταία μορφή βασφημίας που είναι το να ισχυριστεί κάποιος πως ο ίδιος είναι ο Θεός ή ο Υιός του Θεού. Είναι μία απ’ τις κατηγορίες που απηύθυνε το Σανχέντριν στον Ιησού κατά τη δίκη του ενώπιον του Άννα και του Καϊάφα (βλ. Ματθ. 26.57-67 — Μαρκ. 14.53-65 — Λουκ. 22.54-71 — Ιωάν. 18.13-28). Είναι αυτή που περιγράφει καί η Β΄ Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή του Παύλου 2.4 μιλώντας για τον Αντίχριστο: «ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἢ σέβασμα, ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεός», και αποδίδω: «(ο Αντίχριστος) θα εναντιωθεί και θα δείξει έπαρση απέναντι σε οτιδήποτε σχετίζεται με τον Θεό και με τον σεβασμό προς τον Θεό, ώστε ο ίδιος θα καθήσει μέσα στον ναό του Θεού ωσάν να ήταν Θεός, και θα εμφανίζεται πως δήθεν είναι Θεός».

Το χωρίο αυτό πρέπει να το συνδυάσουμε με το κεφάλαιο 13 της Αποκάλυψης του Ιωάννη, όπου εμφανίζεται το θηρίο με τα επτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα και τα δέκα στέμματα, και που πάνω στο μέτωπό του ήταν γραμμένα ονόματα βλασφημίας, και εκστόμιζε βλασφημίες εναντίον του Θεού. Το θηρίο τούτο είναι ο Αντίχριστος — η Αποκάλυψη περιγράφει κάμποσα θηρία, αλλά τούτο είναι το αμάλγαμα τεσσάρων θηρίων απ’ το βιβλίο του Δανιήλ 7 — στον οποίον ο Δράκων, ο Διάβολος δηλαδή, έχει δώσει εξουσία. Το ίδιο θηρίο εμφανίζεται και στην Αποκάλυψη 17, να το ιππεύει μια πλούσια πορφυροντυμένη και χρυσοστολισμένη με κοσμήματα πόρνη γυναίκα — στη Βίβλο η ενάρετη, λευκοντυμένη με λινό ύφασμα γυναίκα είναι η νύφη του Νυμφίου, η Εκκλησία δηλαδή, κι αντιθέτως μια πόρνη συμβολίζει μιαν αποστάτιδα ψευδοεκκλησία που παριστάνει την ενάρετη Εκκλησία, αλλά είναι προσδεδεμένη στα εγκόσμια. Η πόρνη κρατάει ένα κύπελλο με οίνο από βδελύγματα απ’ το οποίο έχουν πιει οι άρχοντες της Γης κι έχουν μεθύσει κι έχουν διαπράξει πορνεία μαζί της. Επειδή ο Χριστός είναι η άμπελος, και ο οίνος ή ο καρπός της αμπέλου είναι η διδασκαλία του Ιησού, έτσι τα βδελύγματα στο κύπελλο της πόρνης που προκαλούν μέθη στους βασιλείς της Γης είναι ψευδή δόγματα μιας αποστάτιδας εκκλησίας που θολώνουν το μυαλό, και η γυναίκα αυτή θα παριστάνει την Εκκλησία ενώ θα ιππεύει το θηρίο, που που είναι ο Αντίχριστος. Όπως εξηγεί στο ίδιο κεφάλαιο η Αποκάλυψη ακολουθώντας το κεφάλαιο 7 του Δανιήλ, το θηρίο είναι σύμβολο επίγειας πολιτικής εξουσίας, είναι ένας βασιλιάς ή ένα βασίλειο, κι έτσι η πόρνη αντί να ασχολείται με τα επουράνια και πνευματικά, προτιμά να σχετίζεται με τα επίγεια και τα υλικά και με τα πράγματα της πολιτικής εξουσίας.

Η τελική αυτή μορφή βλασφημίας είναι η διαστροφή των δογμάτων της πίστης και η αντιποίηση της ταυτότητας του Θεού από κάποιον που δεν είναι ο Θεός, ο οποίος αξιώνει να λατρεύεται ως Θεός και που εγκαθιστά τον θρόνο του εν μέσω του ναού του Θεού ωσάν να είχε χτιστεί για τον ίδιο. Και ναός του Θεού είναι ο ίδιος ο Άνθρωπος σε δεύτερη ανάγνωση. Βλασφημία είναι η αλαζονεία του Ανθρώπου που αυτολατρεύεται ως Θεός, πράξη που παραβιάζει την β΄ Εντολή (βλ. Έξοδος 20.4-6).

Τα περί της βλασφημίας ζητήματα μόλις τ’ άγγιξα ακροθιγώς στο παρόν κείμενο, αλλά νομίζω πως κατέστησα σαφές ότι η βλασφημία αποτελεί, όπως είθισται με τα βιβλικά, σύνθετο ερώτημα που σχετίζεται με θεολογικές διακρίσεις και με τη σχέση του προσώπου με τον Θεό, και δεν θα επαρκούσε ο περιορισμός του στις διατάξεις ενός άρθρου του Ποινικού Κώδικα, μήτε στις κρίσεις των δικαστών, οι οποίοι εξάλλου με ποιό μέτρο θα καλούνταν άραγε να ερμηνεύσουν πως τελέστηκε ή όχι η πράξη του Ποινικού Κώδικα, αν όχι με μέτρο την βιωματική συμμετοχή τους στην Ιουδαιοχριστιανική βιβλική παράδοση; Τέτοια βιωματική συμμετοχή, που θα τους επέτρεπε να γνωρίζουν τα πολλαπλά βιβλικά περιεχόμενα της βλασφημίας μόνο προβλήματα μπορεί να παράσχει εάν καταστεί έστω κι εμμέσως προϋπόθεση για την απονομή απρόσωπης, πολιτικής δικαιοσύνης. Συνάμα, βλέπουμε πως η βλασφημία συνδέεται με τη ρητή υπόσχεση του Ιησού να συγχωρήσει ακόμα και την προσβολή εναντίον του Ιδίου. Επομένως γεννώνται θεολογικά ερωτήματα για το πώς θεμελιώνεται η επίγεια τιμωρία της από κοσμικές διωκτικές αρχές εφόσον ο Κύριος διαβεβαιώνει πως (προφανώς έπειτα από μετάνοια) είναι διατεθειμένος να συγχωρήσει τον παραβάτη. 

Θα συνιστούσε non sequitur να εκφέρω εδώ γνώμη για το πώς οφείλει να νομοθετεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία δυτικού τύπου τον 21ο αιώνα, καθώς όσα ανέπτυξα ανωτέρω αφορούσαν τη βλασφημία, και δεν τεκμηριώνουν από μόνα τους δικές μου τοποθετήσεις πάνω στη φιλοσοφία δικαίου. Υπόσχομαι άλλο άρθρο γι’ αυτό.