Σχετικά με τη Γκρέτα

426

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

[Το παρόν κείμενο είναι εμπλουτισμένη κι εκτενέστερη επεξεργασία παλιότερης ανάρτησής μου στα σόσιαλ, η οποία ανάρτηση στο μεταξύ εντοπίστηκε απ’ τον δαιμόνιο Μπογδάνο και δημοσιεύθηκε ήδη, οπότε οι αναγνώστες των δύο κειμένων θ’ ανιχνεύσουν τις επικαλύψεις. Να πω εδώ πως μια ανάρτηση υπηρετεί άλλες κειμενικές προτεραιότητες και άλλες ένα άρθρο: το δεύτερο αποσκοπεί να εξοντώσει τον αναγνώστη του μέσα σε περίπου έξι χιλιάδες λέξεις. Στο μεταξύ, ενώ ετοιμάζομαι να στείλω το κείμενο, βλέπω πως δημοσιεύθηκε και στο TheCurlySue.gr ένα άρθρο επτά φορές το εβδομήντα καλύτερο απ’ το δικό μου, του μιντιακού φίλου Άρη Αλεξανδρή, τιτλοφορούμενο «Project Greta: Η Γκρέτα δεν είναι η Γκρέτα» που εκθύμως σας προτείνω να διαβάσετε, και πιθανώς θα δείτε κι εκεί επικαλύψεις με την δική μου, ανεξάρτητη συλλογιστική, κι έτσι ίσως να συμπεράνετε πως εφόσον δυο ανεξάρτητα μυαλά προσέγγισαν χωρίς πρότερη συνεννόηση το ίδιο φαινόμενο με παρόμοιο προβληματισμό σε σημεία, ίσως και να έχει ενδιαφέρον να εξετάσετε τι λέμε.]

Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενό μου αναρτήθηκε στον λογαριασμό του Τουίτερ της απ’ την ίδια τη Γκριέτα Τούνμπερι (έτσι περίπου προφέρεται, αλλά στο εξής θα τη γράφω Γκρέτα Τούνμπεργκ, γιατί έτσι τη μάθαμε στην Ελλάδα), στις 22 Ιανουαρίου 2019, και τιτλοφορείται “Lunch in Denmark”, δηλαδή «μεσημεριανό στη Δανία». Βλέπουμε τη Γκρέτα να επιβαίνει χαρούμενη σε τρένο, αν δεν με απατούν τα μάτια μου, και πάνω στο τραπέζι της πολλά καλούδια είναι αραδιασμένα για τη χόρταση και μάλιστα για την απόλαυσή της, ψυχική διάθεση που φανερώνεται εξάλλου και στο χαμόγελο που η δεκαεξάχρονη ακτιβίστρια σπανίως μας χαρίζει. Πρόκειται για φρούτα και διάφορα άλλα, μάλλον βίγκαν ή έστω βετζιτέριαν τρόφιμα, συσκευασμένα όμως μέσα σ’ απρόσμενα άφθονο πλαστικό. Όπως γνωρίζουμε, η Γκρέτα έχει πείσει τους γονείς της να παρατήσουν το κρέας, η ίδια είναι βίγκαν, δεν ταξιδεύει μ’ αεροπλάνο προκειμένου να μειώσει το καρβονικό της αποτύπωμα, αλλά εδώ χρησιμοποιεί το τρένο που και ακόμα κι αν είναι ηλεκτροκίνητο, ευλόγως θα εικάσω, πως για την κατασκευή του απαιτήθηκε η καύση υλικών στο εργοστάσιο που επιβάρυναν το περιβάλλον με μολυσματικούς παράγοντες κι αέρια θερμοκηπίου, η εξόρυξη μετάλλων και καυσίμων, η επεξεργασία πλαστικών υλών για το εσωτερικό του, η βαφή του με χημικές ουσίες βιομηχανικής παραγωγής, το στρώσιμο της υπαίθρου χώρας με σιδηροδρομικές ράγες που διχοτόμησαν τα ενδιαιτήματα της άγριας ζωής εκατέρωθέν τους, και τόσα άλλα που δεν τα λες φιλικά προς το φυσικό τοπίο και περιβάλλον.

Όμως να την, χαρούμενη να επιβαίνει, απολαμβάνοντας το ευρωπαϊκό της προνόμιο και κεκτημένο, ένα χαρούμενο παιδάκι—όπως βλακωδώς την ειρωνεύτηκε σε πρόσφατο τουΐτ του ο Ντόναλντ. Συνάμα με το τρένο, τα πλαστικά στις συσκευασίες των τροφίμων δεν φαίνεται να την ενοχλούν, όμως την ενοχλούν όταν τα χρησιμοποιείτε εσείς κι εγώ—ομολογώ πως κι εγώ ενοχλούμαι. Εάν θελήσουμε να φτάσουμε το πράγμα πιο πέρα, η εντατική αγροτική καλλιέργεια που είναι ο κανόνας της εποχής μας, η κατεργασία, αποθήκευση, μεταφορά, και διάθεση των τροφίμων τα οποία η Γκρέτα εικονίζεται να καταναλώνει με χαρά στο μεσημεριανό της γεύμα, όλα αυτά τα στάδια της γεωργίας που συντελείται σ’ εδάφη που ολοένα επεκτείνονται συρρικνώνοντας τις μέχρι πρότινος ακαλλιέργητες φυσικές εκτάσεις των άγριων βιότοπων, συνθέτουν όψεις την καπιταλιστικής οικονομίας δυτικού τύπου που γνωρίζουμε πως επιβαρύνει τη φύση, προς την οποία η Γκρέτα μας καλεί στις ομιλίες της να μάθουμε να ζούμε αρμονικά, αφιστάμενοι απ’ τον καπιταλισμό που γέννησε τρένα και συσκευασμένες τροφές, κι έτσι να παύσουμε να φερόμαστε ως εξουσιαστές τύραννοι που εξαντλούν τους φυσικούς πόρους του πλανήτη και υπονομεύουν τις προοπτικές επιβίωσης των μελλοντικών γενεών, μιας και όπως μάλλον ορθά ισχυρίζεται η ίδια, μέσα σε λιγότερο από δέκα έτη όντως αναμένεται να έχουμε διαβεί τα «σημεία χωρίς επιστροφή» (“tipping points” θα την ακούσετε να λέγει με κάθε αφορμή), περίπου όπως στην ανωτέρω φωτογραφία η ίδια διαβαίνει τα σύνορα της Δανίας πηγαίνοντας σε κάποιαν εκδήλωση όπου πολλοί άνθρωποι θα συγκεντρωθούν να την ακούσουν.

Με την αναρτημένη της φωτογραφία, η Γκρέτα μας ανοίγει ένα παράθυρο σε μιαν τυπικά ιδιωτικότερη όψη της ως επί το πλείστον δημόσιας ζωής της, και το λέω έτσι οξύμωρα, διότι τα περιγράμματα των σφαιρών του βίου της έφηβης Σουηδής μοιάζουν να έχουν αλληλοπεριχωρηθεί, με το δημόσιο και το ιδιωτικό να αλληλοϋπηρετούνται συνεργικά και να προωθούν εξίσου αποτελεσματικά την ίδια γκάμα προτεραιοτήτων της, τουτέστιν τη στράτευσή της στον μετεωρικής ανόδου, εντελώς προσωπικού χαρακτήρα περιβαλλοντικό ακτιβισμό της, ώστε η πλειονότητα των χειρονομιών της συμβολικού και πρακτικού χαρακτήρα—που τεκμηριώνονται πλούσια τόσο κειμενικά όσο και φωτογραφικά μέσα απ’ τις αναρτήσεις της στα σόσιαλ μίντια και τις δημόσιες εμφανίσεις της σε μέσα ενημέρωσης—να καταλήγουν (ή εξαρχής να προορίζονταν να είναι) δημόσιες ακόμα κι όταν τυπικά θα εγγράφονταν στις ιδιωτικές, όπως το να παίρνει το μεσημεριανό της γεύμα σ’ ένα τρένο. Σήμερα, δεν υπάρχει ουσιώδης χειρονομία της που να μην έχει δημόσια απήχηση.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να μιλήσουμε για τις κοινότητες των ανθρώπων που συγκροτούνται γύρω απ’ την εκδήλωση συναισθημάτων στη δημόσια σφαίρα, που τις λέμε συναισθηματικές, και που επιλέγουν να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα μέσα απ’ την υποκειμενική και συλλογική βίωση του συναισθήματός τους παρά μέσα απ’ τα facts, δηλαδή τα ξεροκέφαλα δομικά υλικά της πραγματικότητας, κατά Τζον Άνταμς (κλικ εδώ). Στην περίπτωση της Γκρέτας έχουμε την τέλεια καταιγίδα παραγόντων που ενώ μοιάζουν να στρώνουν ένα πεδίο δημόσιου διαλόγου με facts, στην πραγματικότητα τοποθετούν στο επίκεντρο τα συναισθήματα συλλογικοτήτων, που είναι βέβαια μουσική στ’ αυτιά ενός ιστορικού των συναισθημάτων, αλλά δεν συνιστούν τον ασφαλέστερο σύμβουλο για τη λήψη αποφάσεων και τη χάραξη πολιτικής.

Οι αναγνώστες μου—που αγνοώ εάν είναι πολυάριθμοι παρά την εικασία μου πως δυστυχώς είναι ευάριθμοι—θα με θυμούνται από παλαιότερα άρθρα μου εδώ στο Mea Culpa να εξετάζω τις όψεις, τις λειτουργίες, τη λυσιτέλεια και τη σκοπιμότητα των δημόσιων χειρονομιών συμβολικού χαρακτήρα μέσα στην οικονομία των σχέσεων που οργανώνεται και αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας συναισθηματικής κοινότητας. Μιλάω για πρόσωπα που συμπλέκονται σε σφιχτότερη ή χαλαρότερη διάδραση μεταξύ τους, είτε λογουχάρη γιατί μοιράζονται τις ίδιες αντιλήψεις και την ίδια αίσθηση ωφέλιμων προτεραιοτήτων, είτε πάλι γιατί στον πυκνά δικτυωμένο κόσμο μας καθένας μας μετέχει θέλοντας και μη σε πάμπολλες συναισθηματικές κοινότητες ταυτόχρονα, που τα όριά τους διαχέονται μέσα στα όρια των γειτονικών τους ή και πιο μακρινών κοινοτήτων, και τελικά δεν μπορεί κανείς εύκολα ν’ αποφύγει την έκθεση σ’ ερεθίσματα, ανταλλαγές ιδεών, επιμολύνσεις από πλάνες ή διαδεδομένες δοξασίες, γνωστικές προκαταλήψεις, κ.ο.κ., που κυκλοφορούν μέσω του Διαδικτύου από οθόνη σε οθόνη.

Εδώ θέλω μονάχα να υπενθυμίσω από εκείνην την αρθρογραφία μου το θεμελειώδες πόρισμα—που ασφαλώς δεν είναι συμβολή της δικής μου ταπεινής μετριότητας αλλά σπουδαιότερων εμού επιστημόνων της ιστορίας των συναισθημάτων και ερευνητών των συναισθηματικών κοινοτήτων—πως οι δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα λειτουργούν αποτελεσματικά γιατί εξαρτώνται απ’ την παραδοχή πως υπάρχει και μάλιστα αποβλέπουν στο να απευθυνθούν σ’ ένα ευμενές ακροατήριο που γνωρίζει πώς να αποκωδικοποιεί τα νοήματά τους. Σταθερό τους απότοκο είναι το πρόσωπο που χειρονομεί και τα πρόσωπα που δέχονται ως θεατές την εκάστοτε χειρονομία να συμβάλλονται σ’ έναν αέναο συμβολικό διάλογο που επιβεβαιώνει, ενισχύει, και ανανεώνει τις σχέσεις μεταξύ τους. Αυτές οι σχέσεις, όπως και σε κάθε κοινότητα, είναι σχέσεις ιεραρχίας και άσκησης εξουσίας μεταξύ άρχοντα και αρχομένου, όχι κατ’ ανάγκην πολιτικής εξουσίας αλλά καί τέτοιας, αφού η ροή της μεταξύ τους διάδρασης ελέγχεται απ’ το ποιός στέλνει και ποιός δέχεται το μήνυμα και μέσα από ποιούς διαύλους, ποιους τρόπους, πότε, πόσο συχνά, κ.ο.κ.

Ακόμα απλούστερα, «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Κατά Ματθαίον 4, 4), που σημαίνει πως ο άνθρωπος δεν ζει μονάχα με το ψωμί αλλά και με κάθε λέξη που βγαίνει απ’ το στόμα του Θεού—εδώ αντί για τον Τριαδικό βλ. ευρύτερα κάθε πρόσωπο, ιδέα, ή αγαθό λατρεύει κανείς και προσκυνά ως θεό του, αυτό που θα λέγαμε είδωλο (β΄ Εντολή στην Έξοδο, κ΄, 4). Η φράση αυτή αποτυπώνει αρχετυπικά για τον δυτικό μας κόσμο την ανάγκη μας να τραφούμε με ιδέες που μεταδίδει ένας λόγος που εκπέμπεται από ένα πρόσωπο κύρους ή δημόσιας προβολής, ανάγκη σχεδόν από κείνης της λογής που κατά την πυραμίδα αναγκών του Μάσλαου συγκροτούν το σκαλοπάτι της επιβίωσης που δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε. Οι ιδέες αυτές συνηθέστερα επέχουν τη θέση πνευματικής τροφής, όταν τα νοήματα που περιέχουν συμβάλλουν στην αίσθηση πως εάν τις αποδεχτούμε τότε υπηρετούμε μιαν ευγενή προτεραιότητα με αγαθό αποτέλεσμα, που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, επειδή υπερβαίνει σε αξία την φιλαυτία μας. Δεν θα μιλήσω εδώ για την πλάνη της διδαγμένης και μη αυθόρμητης μετριοφροσύνης που καταλήγοντας αυτομαστίγωση καταπιέζει προσωπικότητες και τις οδηγεί στη δυστυχία, γιατί θ’ απομακρυνόμασταν απ’ την ήδη λησμονημένη αφορμή συγγραφής του άρθρου, που υπενθυμίζω πως είναι η πρόσληψη απ’ το κοινό του ειδικού ακτιβισμού της Γκρέτας Τούνμπεργκ.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στη Γκρέτα, αυτή έχει ανυψωθεί απ’ τα μίντια και διεθνείς φορείς κι οργανισμούς σ’ επιδραστικό παράγοντα του παγκόσμιου δημόσιου διαλόγου, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας αντιλήψεις όσο και διχάζοντας το ακροατήριό της σε παρατάξεις οπαδών της απ’ τη μια και πολεμίων της απ’ την άλλη. Συνέπεια της αγιολογικής προβολής της απ’ τα μίντια και τους φορείς όσο και της εναντίον της πολεμικής είναι η Γκρέτα να εκτοπίσει το όποιο μήνυμά της απ’ το προσκήνιο, τούτο να γίνει απλώς αξεσουάρ της δημόσιας παρουσίας της, θα λέγαμε, και να καταστεί η ίδια το αντικείμενο της προβολής και της δημόσιας έριδας, κάτι που παρά τις ρητορικές της αρνήσεις δείχνει να απολαμβάνει, βλ. για παράδειγμα τις αυτάρεσκες ενώπιον νεαρών ακροατηρίων διακηρύξεις της πως «οι ενήλικοι μας λοιδορούν γιατί μάλλον θα μας φοβούνται, εμάς τα παιδιά».

Τα λόγια της αυτά εκφράζουν και υλοποιούν μια textbook περιχαράκωση σε συναισθηματικές κοινότητες: τα παιδιά απ’ τη μια μεριά, φορείς την ελπίδας, και οι ενήλικοι απ’ την άλλη, αυταπόδεικτα γεννημένοι ολετήρες και φοβισμένοι εκπρόσωποι κάθε κακού. Οι κονότητες αυτές, φυλές με όρους tribalism, προβάλλονται απ’ τη Γκρέτα τεχνηέντως ως αυθόρμητα, συνολικά, και αυτονόητα ανταγωνιστικές και, σπουδαιότερα, εγγενώς εχθρικές μεταξύ τους στο υπαρξιακό επίπεδο, αφού η Γκρέτα ρητορικά κάνει χρήση του συναισθήματος του φόβου ως κινήτρου των ενηλίκων για αντιπαιδική δράση, ένα αρχετυπικό μοτίβο στην ιστορία των συναισθημάτων. Η περιχαράκωση των κοινοτήτων, όπως λογουχάρη συνέβη με τα έθνη, καθώς έχουν αναπτύξει ερευνητές όπως ο Ε. Χόμπσμπαουμ και ο Μπ. Άντερσον, λειτουργούν μεν συγκολλητικά εντός της κοινότητας πλάθοντας ταυτότητες, αλλά υποχρεωτικά γεννούν αντιπαράθεση με όσους μείνουν απέξω, που κι αυτοί θα οργανωθούν σε κοινότητες είτε αυθόρμητα είτε υπό την πίεση των διωκτών τους. Η προβαλλόμενη αντιπαράθεση και ο ισχυρισμός της υπαρξιακής απειλής είναι τα καύσιμα που κρατούν θερμές τις μηχανές των κοινοτήτων, ώστε τα περιγράμματα να διατηρούνται στη θέση τους, και μολονότι ενοποιητική, η διαδικασία γένεσης κοινοτήτων είναι κι ένα έργο διχασμού.

Στην επιστήμη έχουμε ορολογία γι’ αυτές τις κοινότητες και τις λέμε φαντασιακές και συναισθηματικές, όπως τις ανέφερα ακροθιγώς νωρίτερα: είναι κοινότητες προσώπων που μοιράζονται κοινές αντιλήψεις για το πώς εκφράζονται τα συναισθήματα και κυρίως για το πώς τα ερεθίσματα της πραγματικότητας οφείλουν να γεννούν μέσα μας συναισθήματα, ποιά συναισθήματα, πότε, και με ποιό πρακτικό αποτέλεσμα. Για τους οπαδούς του ακτιβιστικού της μηνύματος, που δεν λέγει πρωτάκουστα πράγματα, η Γκρέτα είναι μια εμπνευσμένη εγκόσμια προφήτιδα που καλεί σ’ επείγουσα δράση προκειμένου να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα ευγενούς χαρακτήρα κι αγαθής ωφέλειας για όλους, ενώ για τους πολεμίους της είναι ένα ψυχικά άρρωστο παιδάκι που δεν ξέρει τί λέει, εάν απ’ τα γνωστά και παραδεδεγμένα επιστημονικά πορίσματα που έχει παπαγαλίσει κληθεί κάποια στιγμή να περάσει στο δια ταύτα, αλλ’ αυτό που δεν ξέρει να πει ξέρει να το λέει πολύ πειστικά, διότι χειρίζεται το συναισθηματικό λεξιλόγιο και τη γραμματική των εντυπώσεων σαν εξασκημένος ζογκλέρ. Μολονότι ο χριστιανισμός βρίσκεται σε αποδρομή στη Βόρεια Ευρώπη, η κουλτούρα της δημόσιας και ιδιωτικής συμπεριφοράς που αυτός διαμόρφωσε στο πέρασμα των αιώνων δεν έχει σβήσει, κι έτσι οι συναισθηματικές κοινότητες του δυτικού μας κόσμου ξέρουν πώς ν’ αναγνωρίζουν τους αρχετυπικούς ρόλους του ήρωα, ή του μάρτυρα, ή του προφήτη, ή του Μεσσία στη δράση των προσώπων που ξεχωρίζουν και προβάλλονται ως τέτοια.

Την επιδεξιότητά της Γκρέτας πολλοί την αποδίδουν στην εικαζόμενη ύπαρξη πίσω απ’ την κουρτίνα ενός team από ειδικούς επαγγελματίες των μίντια και του μάρκετινγκ που μάλλον την ορμηνεύουν τί και πώς να το πει. Δεν αποκλείω να μην ήταν έτσι αρχικώς, αλλά τώρα να είναι, εάν ακούσω την εμπειρία που έχω μαζέψει μέσα μου κατά τον ενήλικο βίο μου, κι έτσι να έχει χαθεί ο αυθορμητισμός του μηνύματος, όσος από δαύτον υπήρχε στο ξεκίνημα, και η Γκρέτα να έχει μετατραπεί πλέον σε μιντιακό φαινόμενο που απέκτησε συνείδηση του εαυτού του και βούληση αυτοαναπαραγωγής του πέρα κι ανεξάρτητα απ’ την αρχική προσωπική βούληση και στόχευση.

Πρόκειται για μια μαριονέτα, συνεχίζει ο συλλογισμός των πολεμιών της, έρμαιο των ψυχικών διαταραχών της, δεμένη με κλωστές που τις χειρίζονται πράκτορες σκοτεινών οργανώσεων με παγκόσμιας εμβέλειας σχεδιασμούς, βλ. λογουχάρη Σόρος, μαριονέτα που δεν ξεγελά κανέναν όταν ξεγελά πολλούς, ενώ αντιθέτως ο στηρικτικός, αγιολογικός συλλογισμός πανηγυρίζει πως επιτέλους βρέθηκε μια ασυγκράτητη γροθιά στο στομάχι όσων ιθυνόντων του κατεστημένου θα επιθυμούσαν να ακυρώσουν τον ηγετικό ρόλο που ανέλπιστα ανέλαβε ένα ανήλικο, που να υπενθυμίσω πως στα γερμανικά λέγεται minderjährig αλλά και unmündig (δηλαδή «χωρίς δικό του στόμα») όπως και στα σουηδικά είναι omyndig με το ίδιο διπλό νόημα. Στην εποχή του #MeToo_Movement το να βρίσκει φωνή ο μέχρι τώρα καταπιεσμένος είναι κάτι σαν τα θαύματα στη χριστιανική πίστη: επιβεβαιώνει πως τα πράγματα βρίσκονται σε καλό δρόμο για το κίνημα.

Η παθιασμένη ρητορική στη δημόσια σφαίρα που συνοδεύει τη Γκρέτα δεν μιλάει πλέον τόσο για τη ίδια ακόμα κι όταν φραστικά μιλάει για κείνην όσο μας λέει πολλά για τις αντιλήψεις των μελών των συναισθηματικών κοινοτήτων που έχουν συγκροτηθεί διχαζόμενες είτε στο πλευρό της είτε απέναντί της —χωρίς να το γνωρίζει ακόμα, η σπουδαία μικρή φιγούρα έχει ήδη τεθεί στο περιθώριο, αφού όσα ήταν να πει τα έχει ήδη πει εξαντλώντας τα πενιχρά θεματικά περιεχόμενα των επαναλαμβανόμενων ομιλιών της και, κυριότερα, «καίγοντας» τα εκφραστικά μέσα της, και τώρα η ατμομηχανή των κοινοτήτων που με τον ακτιβισμό της εκείνη συγκρότησε ή παρέλαβε έτοιμες και τις διαμόρφωσε εκ νέου έχει αναπτύξει ορμή και κινείται ανεξαρτήτως απ’ αυτήν, ρίχνοντας μονάχα πεταχτές ματιές στο τί κάνει και τί λέει που και που.

Η Γκρέτα έχει καταστεί ένα token idol στο κέντρο ενός token war μεταξύ φυλών των μίντια και των δυτικών κοινωνιών που αναζητούν κάθε τόσο την αφορμή σύμπηξης γύρω απ’ την επιδίωξη μιας ωφέλιμης προτεραιότητας, μιας αγαθής αποστολής, ενός ιερού καθήκοντος, μιας σταυροφορίας που θα τους εκτονώσει την ανησυχία πως κάτι πρέπει να κάνουν για να αισθανθούν ζωντανοί και πως η ζωή δεν είναι μόνο Νέτφλιξ και χαλάρωση τρώγοντας ντιλίβερι. “Idle hands are the Devil’s workshop”, διαβάζουμε στη μετάφραση της Βίβλου του Βασιλιά Ιακώβου, και δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τον υπαρξιακό φόβο του κενού, τον φόβο πως η αδράνεια και η μη παραγωγή έργου απειλεί την ύπαρξή μας.
Χαρακτηριστικό, βλέπετε, των προσώπων είναι πως όσο κινούνται μεμονωμένα αδημονούν να ενταχθούν σε υπάρχουσες κοινότητες ή να συγκροτήσουν νέες, που θα δώσουν νόημα στην ύπαρξη και στη δράση τους, βλέποντας τον εαυτό τους μέσα απ’ την επιδοκιμασία και την αναγνώριση των άλλων σαν κι εκείνους. Παλιότερα τέτοιες ήσαν οι φυλές, οι θρησκευτικές κοινότητες, η οπλιτική φάλαγγα για την υπεράσπιση της πόλης-κράτους, ο Δήμος, κ.ο.κ., και μόλις τώρα σας φανερώθηκε ότι πίσω απ’ την συγκρότηση κι ένταξη σε συναισθηματικές και άλλες κοινότητες κρύβεται η ανάγκη του προσώπου να οργανωθεί ιεραρχικά σε ομάδες, συνήθως ακολουθώντας έναν ηγέτη, έναν προφήτη, έναν ήρωα, έναν μάρτυρα, ένα πρόσωπο κύρους, που όταν μεγαλώναμε ήταν ο γονιός κι ο δάσκαλος, κι όταν ενηλικιωθήκαμε είναι κάποιος άλλος που μας εμπνέει. Η έμπνευση γεννά οράματα, και τα οράματα γεννούν τη βεβαιότητα πως δεν οδεύουμε στο άγνωστο.

Ποιός έχει δίκιο στην κουβέντα γύρω απ’ τη Γκρέτα; Στην Ιστορία η αλήθεια δεν βρίσκεται κάπου στη μέση, γιατί, λογουχάρη, εάν διαβάσουμε πως σε μια μάχη σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες στρατιώτες και σε άλλη πηγή διαβάσουμε πως σκοτώθηκαν εκατό χιλιάδες, η αλήθεια δεν θα είναι πενήντα πέντε χιλιάδες—μία απ’ τις δύο πηγές δεν είναι ακριβής, ίσως δε καμία τους να μην είναι. Στην επιστήμη η πλάνη δεν είναι όπως το ψέμα: το γνήσιο ψέμα αρνείται υπαρξιακά κι ανατρέπει την αλήθεια, ενώ η αυθεντικότερη πλάνη υποδύεται την αλήθεια φορώντας τα ρούχα της, και ζει για να γλιστρά με άνεση μπαλαρίνας στον ενδιάμεσο χώρο, πολλές φορές κρύβοντας μια φέτα ψέματος μέσα σε δυο φέτες αλήθειας.

Τ’ ακροατήρια του δυτικού μας κόσμου πλανώνται πολύ συχνότερα απ’ όσο καταπίνουν ωμά τα ψέματα, γιατί συγχέουν τις προσδοκίες τους με το πράγματι μελλοντικά εφικτό, τροφοδοτώντας κυκλικά την πλάνη μ’ ελπίδα που όταν στεριώσει δεν τολμάς πια να σκεφτείς πως ίσως να ’ναι ανεδαφική, διότι δεν ζεις χωρίς ελπίδα. Τ’ ακροατήρια προσεγγίζουν την πραγματικότητα μέσα από έναν στρεβλό επιστημονισμό της έστω και μίας παραπομπής σε μιαν επιστημονική μελέτη, συγχέοντας την αποσπασματική ακρίβεια με την πάσα αλήθεια (στ’ αρχαία είχαμε μιαν λέξη, την «ατρέκεια», για να πούμε την συνολική εικόνα άπασας της αλήθειας), πιστεύοντας πως τα ξέρουν όλα επειδή ξέρουν κάποια λίγα—σε τούτο συμβάλλει η αθρόα απονομή ανώτερων κι ανώτατων τίτλων σπουδών, που καλλιεργεί την πλάνη πως είμαστε όλοι μας επιστήμονες κι επομένως άτρωτοι απέναντι στην πλάνη—είτε πάλι γιατί έχουν ξεχάσει να ερευνούν, ή ποτέ τους δεν έμαθαν να ερευνούν αυτοτελώς, προτιμώντας να στέκονται πάνω στους ώμους των γιγάντων χωρίς να γνωρίζουν στη συνέχεια πού να στρέψουν το βλέμμα τους άπαξ και βρεθούν πάνω σ’ αυτούς τους ώμους.

Στις μέρες μας, θα προσθέσω ακόμα μια σοβαρή κατά την εκτίμησή μου αιτία που πλανώμαστε κι έτσι πελαγοδρομούμε περιπλανώμενοι από φαινόμενο σε φαινόμενο που καθίσταται ιότροπο (viral): είναι πως δεν ξέρουμε ν’ ακούμε οτιδήποτε πέρα απ’ τη φωνή μας και απ’ ό,τι νομίζουμε πως απηχεί τα λόγια της φωνής μας, και δεν διψάμε να διαβάσουμε, δεν έχουμε την υπομονή να το κάνουμε, και δυσανασχετούμε μάλιστα απέναντι σ’ οτιδήποτε δεν μας επαναλαμβάνει όσα νομίζουμε πως ήδη ξέρουμε, αγνοώντας πόσα είναι όσα δεν ξέρουμε, κι έτσι εισερχόμαστε σε μπελάδες επειδή αυτά τα λίγα που νομίζουμε πως ξέρουμε απλά δεν ισχύουν ή δεν ισχύουν έτσι όπως νομίζουμε, διότι μας λείπουν τα συμφραζόμενα της ευρύτερης εικόνας, που άμα τα διαθέταμε, τότε δεν θα πλανιόμασταν πως μπορούμε να δώσουμε εύκολες λύσεις σε σύνθετα προβλήματα.

Προτιμάμε, αντιθέτως, να κλεινόμαστε σε θαλάμους αντήχησης των ιδεών μας, όπως λογουχάρη συμβαίνει με τις κοινότητες των επαφών-φίλων μας στα σόσιαλ μίντια τους οποίους μπλοκάρουμε με συνοπτικές διαδικασίες, εάν διαφωνήσουνε μαζί μας στο ελάχιστο. Νομίζουμε πως, επειδή έχουμε μάτια και βλέπουμε, τούτο σημαίνει κιόλας πως έχουμε κρίση και διαβλέπουμε. Συχνά δε, αρνούμαστε να δούμε πως κάτι μπορεί να είναι πλάνη απ’ τον φόβο μας μην τυχόν και η διαμορφωμένη πεποίθηση που κυβερνά τη σκέψη μας δεν είναι η αλήθεια, κι έτσι αποδειχθούμε ευηδείς, φοβούμενοι πως μια τέτοια αποτυχία στην ανάλυσή μας θα έπληττε το αλάθητο πάνω στο οποίο εδράζεται η φουσκωμένη μας αντίληψη για την ταυτότητά μας.

Η μαγική λέξη που συμπληρώνει την αντιπαράθεση των συναισθηματικών κοινοτήτων που η μία παρατάσσεται για να αντιπαλέψει την άλλη είναι η «ταυτότητα», αφού η συμμετοχή σε μια τέτοια κοινότητα καθίσταται δυνατή όταν αισθανθούμε ταύτιση με τον πυρήνα των αξιών της και με τον τρόπο συμπεριφοράς της, αλλά και στη συνέχεια η κοινότητα και η κοινοτική δράση (ειδικά η άσκηση βίας κάθε λογής) δημιουργεί, ενισχύει, κι αναπαράγει αίσθημα ταυτότητας μεταξύ των μελών, και μιας νέας υπαρξιακής ταυτότητας στο κάθε μέλος ξεχωριστά.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την ηγεμονική επικράτηση των κινημάτων του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού (μετά τη δεκαετία του ’60)—που από τον Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ και μετά συμπλέκονται ως όροι στα γνωστικά πεδία—εμφανίζονται στις κοινωνικές και στις ανθρωπιστικές σπουδές όπως και στον δημόσιο διάλογο και την πολιτική πρακτική οι έριδες που ονομάζουμε “identity politics”, και εμπλέκουν τις ταυτότητες φύλου, ρόλων, πολιτισμικής κληρονομιάς, φυλετικής καταγωγής, θρησκεύματος, κ.ο.κ., στην άσκηση πολιτικής και τη διαμόρφωση νομοθεσίας ή ηθικής και κοινωνικής νόρμας, σχετικοποιώντας τον προσδιορισμό της ταυτότητας απ’ τη συλλογική εμπειρία στο προσωπικό βίωμα και τον υποκειμενικό αυτοπροσδιορισμό, που αξίωνε αυξημένη ισχύ έναντι του προσδιορισμού κατά την εμπειρική αντίληψη της κοινότητας για το τί είναι αληθές και ορθό. Έτσι γεννήθηκε ένας νοερός χώρος όπου η έκφραση μιας δημόσιας τοποθέτησης αποτρεπόταν εάν ελλόχευε ο κίνδυνος να προσβληθεί κάποιος απ’ το ακροατήριο, γιατί στον τελευταίο αναγνωριζόταν ένα δικαίωμα στο “safe space” του υπέρτερης ισχύος και αξίας έναντι του δικαιώματος της έκφρασης. Αυτή η διάσταση βρήκε την έκφρασή της στο κίνημα της πολιτικής ορθότητας που επιχείρησε να υπαγορεύσει όχι το νομικά εύλογο, δηλαδή ας πούμε το να μην λέγεται κάτι που είναι παράνομο, λογουχάρη μια συκοφαντία, αλλά το τί πρέπει να λέγεται, απειλώντας να καταπνιγεί έτσι η ελευθερία σκέψης και εκείνη της έκφρασης που βρίσκονται στον πυρήνα του φιλελευθερισμού. Σε παλαιότερο ανάλογο, δεν είναι τυχαίο που η άνοδος κολλεκτιβιστικών ιδεολογιών στον Μεσοπόλεμο εστράφη καταπιεστικά εναντίον του φιλελευθερισμού, μολονότι συχνότερα γράφεται στις εκλαϊκευμένες αναλύσεις στον Τύπο πως εστράφη εναντίον των δημοκρατικών πολιτευμάτων, παραγνωρίζοντας πως αυτά ήσαν οι δυστυχώς αναιμικές απόπειρες να βρει ο αστικός φιλελευθερισμός μια διέξοδο μέσα στο πεδίο της πολιτικής έπειτα απ’ την κατάρρευση των απολυταρχιών μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου.

Μιλώντας για ενήλικους που φοβούνται τα παιδιά, κι έτσι τα λοιδορούν όχι γιατί όντως η ίδια δεν έχει ένα μήνυμα ώριμο κι ολοκληρωμένο να μεταδώσει αλλά ισχυριζόμενη πως την απορρίπτουν απλώς γιατί είναι παιδί, η Γκρέτα γνωρίζει πολύ καλά πως χειρίζεται τέτοια identity politics, αντανακλώντας την δική της εμπειρία πάνω στα παιδιά, ώστε να κάνει φίλους δημιουργώντας εχθρούς (βλ. εδώ), και σπρώχνοντας ταυτότητες πάνω στα παιδικά πρόσωπα που την παρακολουθούν στις ομιλίες της, χαρακτηρίζοντας εμένα τον ενήλικο ως υπαρξιακό αντίπαλο των παιδιών συμμάχων της χωρίς να με γνωρίζει, μ’ έναν μανιχαϊστικό ή πουριτανικό προτεσταντισμό, τον ίδιο που οι πρώτοι προτεστάντες Πατέρες εξέφρασαν όταν έδειχναν τον Πάπα κι έλεγαν «Αντίχριστος». Αρχετυπικά, η Γκρέτα λέει πως οι πολέμιοί της δεν πλήττουν εκείνην αλλά τα παιδιά στο δικό της πρόσωπο ένεκα της ταυτότητάς τους ως παιδιών, κάτι που είναι αυθαίρετο άλμα της λογικής, αλλά που απομακρύνει τα συζήτηση απ’ τα facts και τη μεταθέτει στα συναισθήματα, που της κερδίζουν υποστηρικτές. Χτίζει έτσι κοινότητες γύρω απ’ το συναίσθημα της απειλής και την προσβολής.
Τα πάντα πλέον μπορούν να σταθούν αφορμή να αισθανθεί κανείς προσβεβλημένος στον πυρήνα της ταυτότητάς του, και να αισθανθεί έτσι υπαρξιακά απειλούμενος απ’ την τοποθέτηση ενός συνομιλητή ή ενός αρθρογράφου, που ασφαλώς θα είναι φασίστας ή αριστεριστής, πάντως ακραίος φονιάς, είτε ναζί είτε διεθνιστής αριστερός προδότης—εμένα με έχουν πει κατάπτυστο εβραιομασόνο του Σόρος, disclaimer: δεν είμαι. Αυτές τις μέρες, δεν ήταν σπάνια η υποβολή αναφορών εις βάρος αναρτήσεων στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης που εκλαμβάνονται ως αναρτήσεις μίσους κατά της Γκρέτας, με δυσάρεστες παρεμβάσεις των διαχειριστών του FB ή του Twitter. Ζούμε σε μιαν εποχή όπου εάν δεν ανήκεις στο ένα άκρο τότε με βεβαιότητα θ’ ανήκεις στο άλλο άκρο: μιαν εποχή των άκρων.

Δεν είναι έτσι. Δεν είναι νορμάλ, όπως είπε και η Γκρέτα σχολιάζοντας κάτι άλλο. Είναι, όμως, μια βολική ασπρόμαυρη ταξινόμηση που εξυπηρετεί διάνοιες που βαριούνται ν’ ακούσουν και να διαβάσουν κριτικά, γιατί ίσως κάτι τέτοιο ν’ ανέτρεπε τις εδραίες πεποιθήσεις τους περί στατικής ταυτότητας, κι έτσι ν’ αντιλαμβάνονταν εκείνο που για την φιλοσοφία και τις ανθρωπιστικές σπουδές είναι παραδεδεγμένο, πως η ταυτότητά μας βρίσκεται σε διαρκή διαπραγμάτευση κάθε φορά που βρισκόμαστε ενώπιον ενός διλήμματος και επιλέγουμε να πάρουμε θέση, σύλληψη που για τους περισσότερους είναι αποτρόπαιη, αφού θα τους υποχρεώνε να δεχθούν το ενδεχόμενο του σφάλματος και ως λύση την τροποποίηση της συμπεριφοράς τους: αυτό που λέμε μάθηση.

Αντί να εξετάζουμε κριτικά, είναι ευκολότερο να συνθηματολογούμε προσεταιριζόμενοι τα δημοφιλή συνθήματα της εποχής, γνωρίζοντας πως ταχθήκαμε στο πλευρό που έχει δίκιο ή ηθικό πλεονέκτημα, να εξοβελίζουμε όποιον διαφωνεί—έχουμε παράδοση στην θανάτωση των αιρετικών, ειδικά στη ρωμαιοκαθολική και την προτεσταντική, πουριτανική Κεντρική και Δυτική Ευρώπη—και να χειροκροτούμε τον προφήτη της στιγμής, που θα τον ξεχάσουμε σε κανάν χρόνο: λίγοι θυμούνται την Μαλάλα Γιουσουφζάι, τιμημένη με Νόμπελ ειρήνης για τον αγώνα της ν’ αποκτήσουν πρόσβαση στην εκπαίδευση τα κορίτσια στον μουσουλμανικό κόσμο.

Έτσι όταν ανοίξει κανείς το στόμα του ψάχνουμε αντανακλαστικά να εντοπίσουμε τα κόκκινα σημαιάκια στα λόγια του, που όπως είπαμε επέχουν θέση τροφής για σκέψη, για επιδοκιμαστική αναγνώριση, και για διαμόρφωση ταυτοτήτων, ώστε απ’ τις πρώτες λέξεις του να μαντέψουμε τις τελευταίες του, και να τον εντάξουμε γρήγορα, προτού ακούσουμε ή διαβάσουμε όλα όσα έχει να πει, στην οικεία μας ή στην αντίπαλη συναισθηματική κοινότητα των υπαρξιακών μας εχθρών, που οτιδήποτε κι αν πουν στη συνέχεια το μπλοκάρουμε με την ταχύτητα που αποκλείουμε απ’ τον θάλαμο αντήχησής μας όσους κρίνουμε στα σόσιαλ μίντια πως μας δυσαρεστούν, επειδή αφίστανται των δικών μας θέσεων.
Πρόκειται για διακριτικό γνώρισμα των ιδεοληπτικών που χειρίζονται ξύλινη γλώσσα και νομίζουν, συνεπώς, πως μάλλον όλοι θα χειριζόμαστε ξύλινη γλώσσα όπως εκείνοι, και όταν για παράδειγμα αρχίσουν να μιλάνε για «λυκοσυμμαχίες των μονοπωλίων» ξέρεις πια πολύ καλά πού θα καταλήξει το αφήγημα, διότι έτσι έχουν στήσει εκείνοι το ρητορικό τους προφίλ. Όμως δεν είμαστε όλοι μας ιδεοληπτικοί, και γι’ αυτό δεν κοντοστεκόμαστε στα κόκκινα σημαιάκια που ασφαλώς γνωρίζουμε να τα εντοπίζουμε, αλλά σημειώνοντάς τα προσεκτικά, όπως οφείλουμε, συνεχίζουμε παρακάτω για ν’ ακούσουμε όλα όσα έχει κανείς να μας πει, χωρίς να σπεύσουμε να απονείμουμε αγγελικά φωτοστέφανα σ’ ένα χαριτωμένο κοριτσάκι με πλεξούδα, επειδή νομίζουμε πως έχουμε καταλάβει πού το πάει και είναι ευγενές το κίνητρό του, κι επειδή είναι κοριτσάκι κι επομένως εγγενώς αγνό κι αμιγές απ’ τα κρίματα και τις ηθικές ανεπάρκειες των ενηλίκων, όπως συνεχίζουμε και χωρίς να φανταζόμαστε πως μυρίσαμε θειάφι εκεί που δήθεν άφησε διχαλωτό αποτύπωμα η οπλή της στο χώμα.

Γνωρίζουμε, λοιπόν, για τη Γκρέτα, όπως και η ίδια μας έχει πληροφορήσει, πως έχει διαγνωστεί με ψυχικές διαταραχές της συμπεριφοράς της, όμως αυτό δεν θα επαρκούσε να καταστεί ο πυρήνας μιας επιχειρηματολογίας που θα εξαντλούσε την κριτική σε βάρος της στην απόρριψη λόγω των παθήσεών της. Κάποτε, θυμάμαι, κάποιος με είχε ψέξει που δεν έχω πια τα μαλλιά μου, όμως μολονότι τούτο ήταν αληθές, σε τίποτα δεν κατέρριπτε το δίκιο που είχα στην τοποθέτησή μου και σε τίποτα δεν έκρυβε το απέραντο σφάλμα των δικών του ισχυρισμών. Το προσωπικό μου παράδειγμα, όμως, δεν είναι αναλογικό της περίπτωσης της Γκρέτας, διότι η πρόωρη αποχώρηση των μαλλιών μου δεν επηρεάζει το περιεχόμενο, τη μορφή, το ύφος και τον τόνο των τοποθετήσεών μου, ενώ με τη Γκρέτα βλέπουμε πως οι χίλιες λέξεις της εκφράζονται όχι σπάνια με τον φωνητικό τόνο και το ύφος προσώπου μιας μικρής Ερινύας που ταυτόχρονα μας ψέγει αξίως και ορθώς όσο και μας ξεσηκώνει σε πράξεις μεταμέλειας που εάν δεν προβούμε σ’ αυτές κατεπειγόντως, τότε θα μας περιμένει σκληρό και αναπόφευκτο τέλος—τεράστιο κεφάλαιο αυτό στην ιστορία των συναισθημάτων: η εκδήλωση της μεταμέλειας που ακολουθεί την αυθόρμητη αίσθηση ή την υποβολιμαία έμπνευση ενοχής και τύψεων.

Το ιδιαίτερο ιεροεξεταστικό ύφος της αποτυπώνεται συχνά και στα στιγμιότυπα του φακού, στη γνωστή φωτογραφία όπου μας κουνά το δάχτυλο (εξώφυλλο GQ) με το πρόσωπό της να λαμβάνει την ψυχρότητα του εισαγγελέα, και στον μορφασμό δυσφορίας της που όμως μπορεί να οφείλεται σε ή να οξύνεται απ’ το ψυχολογικό και συμπεριφορικό της προφίλ. Εάν δεν είχε ισχυριστεί πως έχει διαγνωστεί με Ασπέργκερς, θα τη λέγαμε κακότροπη, όμως τώρα το αποδίδουμε εκεί, διότι δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς ένα μικρό κοριτσάκι δεν μπορεί να είναι γλυκό, καθώς αγνοούμε στην κοινή μας εμπειρία το πώς συμπεριφέρεται ένα άτομο που πάσχει απ’ αυτό το σύνδρομο (κοιτάξτε σχετικά στο DSM-5). Εάν δεν μας είχε πει πως είναι δεκαέξι ετών, θα τη λέγαμε παιδάκι, όπως και η ίδια αυτοαποκαλείται εκμαιεύοντας συμπάθεια, κάτι που όμως δεν ισχύει, όχι γιατί τεχνικά είναι έφηβη, αλλά γιατί συμπεριφέρεται σαν ενήλικη και μοιάζει να παίζει το χαρτί της ηλικίας με τέχνη προκειμένου να διαμορφώσει ταυτότητες και κοινότητες στο πλαίσιο του identity politics ακτιβισμού της, ώστε τελικά να μην επιτρέπεται να αγνοήσουμε μήτε το ψυχολογικό προφίλ της μήτε την ηλικία της, όπως μας καλούν πολλοί υποστηρικτές της που παλεύουν να παραμερίσουν τις δυσάρεστες και ακανθώδεις όψεις της δημόσιας παρουσίας της: αυτά είναι που κάνουν τη Γκρέτα να διαφέρει από οργανώσεις και άτομα που λένε τα ίδια με κείνην, όπως λογουχάρη ο τέως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και τέως τσάρος της οικολογίας Αλ Γκορ, που είναι εδώ και χρόνια irrelevant, γιατί δεν είναι το περιεχόμενο των περιβαλλοντικών ερευνών και επιστημονικών πορισμάτων που actually μετράει πια, αλλά η ένταξή του μεταδιδόμενου μηνύματος μέσα σε κάποια ισχυρότερη ατμομηχανή, κι αυτό είναι τα identity politics και η συγκρότηση κοινοτήτων που θα πιάσουν και θα διαδώσουν το μήνυμα. Ο φορέας που θα ενστερνιστεί το μήνυμα είναι πλέον το επιζηλο αγαθό (commodity), κι αυτό γιατί βρισκόμαστε ενώπιον μιας λεηλασίας φρονημάτων (όρο που τον οφείλω στον δάσκαλό μου της Νέοτερης Ιστορίας, Ιωάννη Κολιόπουλο), και η μετοχή μιας κοινότητας στο επικοινωνιακό χρηματιστήριο έχει υψηλότερη αξία ανάλογα με την αξία της ταυτότητας που τη συγκροτεί. Το αγαθότερο μήνυμα δεν θα καρποφορούσε εάν δεν επιλέξεις σωστά το έδαφος πάνω στο οποίο θα το καλλιεργήσεις, κι άμα το βρεις πρέπει να το λιπάνεις και να το αρδεύσεις, ώστε να σου γεννήσει σοδειές.

Μιλώντας τις προάλλες σε μια οργανωμένη ακρόαση μ’ εκπροσώπους του Τύπου, με δάκρυα στο πρόσωπο από εμφανή εκνευρισμό, η Γκρέτα έκανε κάτι πολύ διαφορετικό ως μορφή και ως περιεχόμενο έκφρασης: αποφάσισε να μετατρέψει τον ακτιβισμό της σε μια φανερά πλέον προσωπική υπόθεση, τοποθετώντας μονάχη της πια τον εαυτό της στο επίκεντρο και απομακρύνοντας στο περιθώριο όσα έλεγε νωρίτερα για την προσοχή μας που δήθεν πρέπει να στραφεί στους επιστήμονες. Στη συνέντευξη κατηγόρησε με δριμύτητα συλλήβδην και γενικευτικά τους ενήλικους θρασείς πολιτικούς πως της έκλεψαν την παιδική της ηλικία και τα όνειρά της, επιδεκνύοντας κάπως αλαζονικά το προνόμιο που τη συνοδεύει, απορρίπτοντάς το υποκριτικά στη συνέχεια με την αποστροφή πως γνωρίζει ότι η ίδια είναι απ’ τους ευνοημένους. Η υποκρισία είναι τυπικό γνώρισμα του ευρωπαϊκού πουριτανισμού.
Μέχρι τώρα φαινόταν να επιδιώκει μιαν αγαθή δράση ευγενούς κινήτρου για το καλό όλων, όμως λουσμένη πλέον με το θαβώρειο φως που την περιέβαλαν οι φορείς βράβευσης και τα αμερικανικά μίντια που πιέζουν για personal stories, υπέκυψε στον πειρασμό να φορέσει τον μανδύα που της έραψαν όσοι δήθεν την στηρίζουν, ενώ τεχνηέντως, αναζητούσαν πάντοτε μεσσιανικές φιγούρες εσχατολογικής κινδυνολογίας—η Αποκάλυψη συνιστά ακόμα μια αρχετυπική αφήγηση του τέλους του κόσμου που τρομοκρατεί και γι’ αυτό σαγηνεύει τ’ ακροατήρια σε μεταφυσικό επίπεδο.

Η Γκρέτα μετέφερε στη δημόσια σταυροφορία της το βιωματικό της αφήγημα, διότι στις ΗΠΑ έχουν κουράσει οι αοριστολογίες περί συλλογικοτήτων, και όλοι σπεύδουν τα τελευταία χρόνια να διατυπώσουν τη βιωματική εσωτερίκευση της προσωπικής τους μαρτυρίας προκειμένου να γραπώσουν την προσοχή και να καταστούν συναισθηματικά προσβάσιμοι στ’ ακροατήριά τους πέραν από βαρετά facts: στα ντιμπέιτς των Δημοκρατικών, ο Τζο Μπάιντεν ανέσυρε πάλι στο άσχετο το οικογενειακό του δράμα με τους θανάτους της πρώτης συζύγου του και των παιδιών του, η Κάμαλα Χάρρις επίσης στο άσχετο για να πλήξει δήθεν τον Μπάιντεν ανέσυρε ιστορίες φυλετικών διακρίσεων απ’ τα παιδικά της χρόνια, ο Κόρι Μπούκερ μιλά διαρκώς εκτός θέματος χορεύοντας πάνω σε νότες συναισθηματισμού, ο Πητ Μπούτιτζετζ παλεύει να φανεί σαν κάποιος που δεν αρνείται την ομοφυλοφιλία του ενώ επιχειρεί κιόλας να μην την φανερώσει, και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν εγκατέλειψε επιτέλους την «πατάτα» δεκαετίων κατά τις οποίες ισχυριζόταν πως είναι ινδιάνικης καταγωγής, δήθεν για να ισχυριστεί πως συμπάσχει με τους Αυτόχθονες Αμερικανούς, ενώ ουδέποτε επεδίωξε να ενταχθεί σ’ένα έθνος τους, και ουδέποτε μετείχε στην σκληρή τους μοίρα εντός των ΗΠΑ.

Όλα είναι προσωπικές ιστορίες στην άλλη όχθη του Ατλαντικού για τα μέσα, και αν δεν υπάρχει personal story δεν υπάρχει story. Το κίνημα #MeToo ήταν το ζενίθ των προσωπικών ιστοριών την τελευταία διετία, με στοιχεία βιασύνης, υπερβολής, και δολοφονίας χαρακτήρων. Η κουλτούρα της εξομολόγησης των προσωπικών ιστοριών αναδείχθηκε σε νόρμα του τηλεοπτικού θεάματος κατεξοχήν στις εκπομπές της Όπρα Γουίνφρι, της Έλεν Ντετζενέρις, και στο The Talk, πέρασε σε σκουπιδιάρικες εκπομπές όπως του Χεράλντο και του Τζέρυ Σπρίνγκερ, κ.ά., και γέννησε μίνι σειρές μονόπλευρων ντοκιμαντέρ όπως το “Leaving Neverland” που προβλήθηκε το καλοκαίρι για την παιδοφιλία του Μάικλ Τζάκσον. Η Γκρέτα δεν θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στην πίεση—και γιατί άλλωστε;—και να διατηρήσει την εστίαση του ακτιβισμού της στο οικουμενικό επίπεδο, λειτουργώντας απλά ως φωνή για τους επιστήμονες που τόσο υπολήπτεται. Αποδέχτηκε πως είναι μια μεσσιανική μορφή, άλλοι θα έλεγαν πως την ψώνισε, εγώ θα έλεγα παραφράζοντας τον Σοφοκλή πως η πρόωρη δόξα παραλλάσει και τα χρηστά μυαλά.

Αυτά που διακηρύσσει δεν είναι πάντοτε εκείνα που νομίζουν όσοι μένουν στις δυο πρώτες παραγράφους των transcripts των συνεντεύξεων κι ομιλιών της, ή στα είκοσι δεύτερα των βίντεο που κυκλοφορούν στο news feed στα σόσιαλ. Ας πούμε, το κάλεσμά της για αποανάπτυξη πρωτίστως θα βλάψει τον αναπτυσσόμενο κόσμο, για τον οποίον φαίνεται πως έχει την άκρα περιφρόνηση, όχι πολύ διαφορετική από κείνην των τέως αποικιοκρατών ευρωπαϊκής καταγωγής, ενώ η πρότασή της για επιστροφή σ’ έναν φυσικό τρόπο ζωής κι αρμονικότερη συμβίωση με τη φύση, όπως και η πρόσφατη υιοθέτηση εκ μέρους της μιας πρωτοβουλίας εφήβων να μην τεκνοποιήσουν εάν δεν αποσοβηθεί η κλιματική κρίση—ενέργεια που άλλωστε προτείνει και το Voluntary Human Extinction Movement (VHEMT)—περιέχουν διαστάσεις, υπαινίσσονται, απηχούν, θυμίζουν τέλος πάντων παλιότερες ανεδαφικές ιδεοληψίες που είχαν εμφανιστεί ξανά στο παρελθόν, στον γερμανόφωνο κυρίως κόσμο στο β΄ μισό του 19ου αιώνα και είχαν γνωρίσει διάδοση μέχρι τα μέσα του 20ού.

Ήσαν κινήματα διαφόρων αποχρώσεων άλλοτε μ’ εντελώς παλαβή κι άλλοτε με ψευδοεπιστημονική θεμελίωση που καταδίκαζαν ως μολυσματική (σε περιβαλλοντικά και ηθικά συμφραζόμενα) επίδραση του αστικού τρόπου ζωής και της βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας πάνω στον άνθρωπο, προτείνοντας τη φυγή στα βουνά και τη ζωή σε κοινόβια με στοιχειώδη ένδυση και λήψη τροφής. Kινήματα που πρόκριναν την υποταγή του ατόμου στο σύνολο, αντίρροπα προς τον φιλελευθερισμό, και που ανίχνευαν εχθρούς σε πληθυσμιακές ομάδες που αλλοίωναν τη δημογραφική καθαρότητα της φυλής: Εβραίοι, τσιγγάνοι, Σλάβοι, ψυχασθενείς, ανάπηροι, χρόνια ασθενείς στο σώμα και πάσχοντες από νοητική υστέρηση, κ.ά.. Τάσεις που έβλεπαν καχύποπτα την επαναστατική τότε ιατρική πράξη του εμβολιασμού, την κατανάλωση κρέατος ή καλλιεργημένης ή και ψημένης τροφής, τη χριστιανική λατρεία ως στοιχείο πολιτισμικής διαφθοράς, καλώντας σ’ επιστροφή στη φυσική μαγεία, σε ανιμιστικές, τοτεμικές, προχριστιανικές λατρείες (π.χ. στο Νορβηγικό Πάνθεον, βλ. Γκουίντο φον Λιστ κι επίδρασή του στον Χίτλερ), σε πνευματισμό και αποκρυφισμό είτε ψευδοαιγυπτιακών είτε δρυϊδικών, βορειοευρωπαϊκών καταβολών. Απέρριπταν την επιστήμη και την μηχανολογία προτάσσοντας την αρμονία με γήινους, συμπαντικούς, φυσικούς ρυθμούς, με την ενέργεια των κρυστάλλων, προωθώντας τη σύνδεση του ανθρώπου με το υπερκόσμιο στοιχείο διά της αστρολογίας, μιλούσαν για φυλετικά πεπρωμένα, και άλλα τέτοια, που ακούγονται οικεία για την εποχή μας.

Κινήματα που διακήρυσσαν πως ο ανθρώπινος πληθυσμός θα έφτανε πολύ σύντομα στο απροχώρητο, ιδέα που κυκλοφόρησε επιδραστικά ήδη παλαιότερα ο Τόμας Μάλθους, πως θα εξαντλούσε τις δυνατότητες της γης να παράξει τροφή, πως καλό θα ήταν είτε με πόλεμο είτε από πανδημίες είτε από αυτοπεριορισμό και αναπαραγωγική αποχή να μειωθεί ο πληθυσμός του είδους που είχε καταντήσει σαν ιός για τον πλανήτη. Κινήματα με θολές θεοσοφικές δοξασίες (Μαντάμ Μπλαβάτκσι) διπόλων για την υποχθόνια, διαβολική φαυλότητα του αιμοβόρου άνδρα πολεμιστή και την ουράνια, θεϊκή αρετή της γυναίκας-μητέρας-ιέρειας και διάμεσου της μυστικής επαφής με το εσωτερικό θείο, υπερβατικές κι εσωτερικές δοξασίες που εξουδενώνουν την ανδρική ταυτότητα ως εγγενώς εγκληματικής προδιάθεσης, ενώ επιχειρούν να αλλοιώσουν την γυναικεία, ώστε να μισεί τον άνδρα και να αποστρέφεται την δική της αναπαραγωγική δυνατότητα, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του κοινωνικού μοντέλου όλης της ανθρωπότητας. Ένας φίλος μου προ ολίγου καιρού μίλησε γι’ αυτά όλα και πλάκωσαν τα μιμίδια να τον φάνε. Έλα όμως που αυτό το λερναίο μπουκέτο από ιδεοληψίες επανέρχεται κάθε τόσο.

Στη Γκρέτα, που αξιοποιεί ρητορικά το μισανθρωπικό δίπολο «ή εσείς οι ενήλικοι ή εμείς τα παιδιά» έχουμε την τέλεια καταιγίδα ενός προσώπου που πιστεύει πως της έχει δοθεί μια μεσσιανική αποστολή, κάπως σαν την Ζαν ντ’ Αρκ, αρχικά διότι οι γονείς της τής το ενέπνευσαν υποχωρώντας στις ιδέες της κι έτσι ενισχύοντάς τες, κι έπειτα τροφοδοτημένη απ’ την αγιολογική αντιμετώπισή της εκ μέρους των μίντια που πλάθουν υπολήψεις, συνάμα με τις βραβεύσεις της από ακροατήρια που αναζητούσαν αδηφάγα τον επόμενο προφήτη. Η Γκρέτα, που τα ειδικά χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσής της δεν δικαιολογούμαστε να τ’ αποθέσουμε στην άκρη, επειδή η ίδια είναι που τα έχει αναδείξει και τα έχει επανειλημμένως καταστήσει κομμάτια της εικόνας και του περιεχομένου του ακτιβισμού της, φορώντας τις διαταραχές της σαν πανοπλία—άμα τις προβάλεις εσύ ο ίδιος, κανείς δεν θα μπορέσει να σου τις χτυπήσει ως μομφή—είναι ένα κορίτσι που μιλά περίπου όπως ο αρχετυπικός δημαγωγός: δεν υπάρχει εναλλακτική πέραν απ’ αυτό που εγώ προτείνω, εγώ είμαι ο αποκλειστικός φορέας της γνώσης και πηγή της σοφίας, κι όποιος με αντιστρατευτεί είναι άφρων, αδαής, αγράμματος, ανόητος, βλαπτικός, εχθρός του ανθρώπου, φονιάς των παιδιών, κλπ., που αγνοεί την επιστήμη, ω ναι, το έχει πει, πως έχει διαβάσει τη βιβλιογραφία. Όποιος χτυπά την Γκρέτα χτυπά είτε τα παιδιά είτε την επιστήμη, κατά τον συλλογισμό της, αλλά η προβολή και η αναγνώριση, αυτές κατευθύνονται στην ίδια.

Είναι δυστοπικός ένας κόσμος όπου το περιβάλλον θα έχει καταστραφεί ώστε να μην μπορεί πια να συντηρήσει τη ζωή, ή μάλλον τον δυτικό τρόπο ζωής όπως τον βιώνουμε, όπως κι ένας κόσμος όπου ένας μισανθρωπικός, πουριτανικός ακτιβισμός θα ορίζει μανιχαϊστικά άνευ οίκτου τους καταδικαστέους εχθρούς και τους άξιους υπηρέτες του νέου θρησκεύματος μονάχα βάσει ταυτότητας. Όπου τα identity politics θα πιστοποιούν την αξία ή την απαξία του προσώπου και την άνοδό του στην κοινωνία ανάλογα με την έμφυλη ταυτότητα, την ηλικία, τη σεξουαλική συμπεριφορά, τη σκέψη και την έκφραση του λόγου, όπου έθνη θα υποτάσσονται και θα ζητούν συγχώρεση για να μην θυμώσει μαζί τους ένα παιδί που πιστεύει πως του έκλεψαν κάτι που μεγάλο μέρος του πλανήτη αγνοεί, την ανέμελη παιδική ηλικία, ένα παιδί που είτε για λόγους κουλτούρας, είτε οικογενειακής ανατροφής, είτε ψυχικής διαταραχής, είτε ένοχης σιωπής των πραγματικών επιστημόνων δεν έχει ασκηθεί στην αρετή του συμβιβασμού και στην αναγνώριση της εναλλακτικής, αλλά θεωρεί φυσιολογικό η αντίληψη που έχει σχηματίσει για τα πράγματα να ταυτίζεται με την πάσα περί των πραγμάτων ατρέκεια. Οι επόμενες διεθνείς παρεμβάσεις σε έθνη-κράτη θα γίνουν για το νερό, για το περιβάλλον, για τις θάλασσες, για τα δάση, δήθεν για το καλό του πλανήτη. Ποιός ξεγελιέται;

Την ανθρωποκτόνο αδιαφορία κυνικών δημαγωγών που κατέχουν σήμερα την εξουσία σε ισχυρές χώρες του πλανήτη δεν είναι συνετό να πιστεύουμε πως θα την κατανικήσει το υποδόρια μισανθρωπικό και αυτοεξυπηρετικό κίνημα συνθηματολογίας της Γκρέτας, του κοριτσιού που βρήκε νόημα μέσα απ’ την ταυτότητά του ώστε να υπερβεί τα προβλήματά του, και που φοβούμαι πως όταν αποσυρθεί απ’ την πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, όπως η Μαλάλα δεν μονοπωλεί πια τα φώτα της, ίσως και να πιστέψει πως έχασε εκείνο που έδινε νόημα στην ύπαρξή του. Το χρηματιστήριο που ανεβάζει και κατεβάζει ήρωες είναι αδυσώπητο και αρχαιότερο της Γκρέτας, ξέρει να εξουδετερώνει την μοναδικότητα εκθειάζοντάς την, ώστε να καεί το φιτίλι της ταχύτερα και να λησμονηθεί γρηγορότερα. Έχει εξασκηθεί στο ν’ αναδεικνύει τα άλλοθί του, ώστε να κρύβει τα εγκλήματά του, και ν’ απονέμει δάφνες με το ένα χέρι όσο με το άλλο τις κόβει και κατακαίει το δάσος όπου φύτρωναν.