Ανθρώπινες σκιές στοιχειώνουν το Μουντιάλ

290

Τον βρήκαν νεκρό στο κρεβάτι του. Ο Σουγιάν Μία ήταν μόλις 32 ετών όταν οι συγκάτοικοί του, οικονομικοί μετανάστες όλοι στο Κατάρ, διαπίστωσαν τον θάνατό του το πρωινό της 24ης Σεπτεμβρίου 2020. Δούλευε σε εργοτάξιο στην έρημο και τις προηγούμενες τέσσερις ημέρες είχε εκτεθεί σε θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 40 βαθμούς Κελσίου. Δεν ήταν ο μόνος μετανάστης που έχασε τη ζωή του τόσο πρόωρα και χωρίς επαρκή ιατροδικαστικό έλεγχο ώστε να εξακριβωθεί πλήρως η αιτία.

Το 2021, στη 48σέλιδη ετήσια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τις εργασιακές συνθήκες στη μικρή χώρα του Περσικού Κόλπου επισημάνθηκαν και άλλοι παρόμοιοι θάνατοι. Στις 29 Απριλίου 2020, ένας εργάτης κατέρρευσε έπειτα από πολύωρη βάρδια σε υψηλές θερμοκρασίες και τον επόμενο μήνα πέθανε στον ύπνο του άλλος ένας. Στα τέσσερα από τα έξι περιστατικά που παρουσίασε η μη κυβερνητική οργάνωση στην έκθεσή της, οι θανόντες ήταν 34 ετών και προέρχονταν από το Μπανγκλαντές και το Νεπάλ, τις χώρες που τροφοδοτούν με φθηνό και απαραίτητο εργατικό δυναμικό το Κατάρ.

Κατά τη Διεθνή Αμνηστία, αυτοί και εκατοντάδες άλλοι σχεδόν πανομοιότυποι θάνατοι δεν διερευνήθηκαν επαρκώς από τις αρμόδιες αρχές. Στα πιστοποιητικά αναγραφόταν συνήθως ως αιτία «θάνατος από φυσικά αίτια» ή «καρδιακή ανακοπή».

Στη σκιά του σκανδάλου χρηματισμού που συγκλονίζει τις τελευταίες ημέρες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και την ελληνική πολιτική σκηνή, μετά τη σύλληψη της Εύας Καϊλή, βρίσκεται η ιστορία μιας στρατιάς χιλιάδων μεταναστών, οι οποίοι επί χρόνια επωμίστηκαν το βάρος των κατασκευαστικών εργασιών στο Κατάρ, με πενιχρές απολαβές και υπό συνθήκες εκμετάλλευσης.

Δωροδοκία

Παράλληλα, το ενδεχόμενο δωροδοκίας ξένων παραγόντων για να προωθηθούν τα συμφέροντα της αραβικής χώρας δεν τίθεται για πρώτη φορά ως ζήτημα. Τον Μάρτιο του 2020, οι αμερικανικές αρχές απηύθυναν κατηγορίες εναντίον ποδοσφαιρικών παραγόντων, οι οποίοι φέρεται να είχαν λάβει χρήματα πριν από μία δεκαετία προκειμένου να υποστηρίξουν την υποψηφιότητα του Κατάρ για τη διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου. Από την πλευρά τους, οι διοργανωτές του φετινού Μουντιάλ έχουν αρνηθεί αυτές τις κατηγορίες.

Η τελική επιλογή του Κατάρ προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά τον κόσμο. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, επί χρόνια τόσο η κυβέρνηση της αραβικής χώρας όσο και η FIFA δεν αντιδρούσαν στις πιέσεις για προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων. Σε σχετικές αναφορές της η οργάνωση Human Rights Watch έχει κάνει λόγο για συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας. Η εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών ήταν τόσο εκτεταμένη στην πορεία προς το Μουντιάλ, που επί μια περίοδο δικηγορικό γραφείο στην Ελλάδα, το οποίο ειδικεύεται σε εργασιακές διαφορές, είχε εξετάσει την πιθανότητα να συνεργαστεί με διεθνείς νομικούς ώστε να εκπροσωπήσουν θύματα εργατικών ατυχημάτων και συγγενείς θανόντων.

Αγωγή κατά της FIFA

Τον Δεκέμβριο του 2016, εργατικά σωματεία του Μπανγκλαντές και της Ολλανδίας προσέφυγαν στα ελβετικά αστικά δικαστήρια κατά της FIFA, υποστηρίζοντας ότι φέρει ευθύνη για περιστατικά εργασιακής κακομεταχείρισης μεταναστών στο Κατάρ. Η αγωγή τους απορρίφθηκε τον Ιανουάριο του 2017.

Το ίδιο έτος, το Κατάρ συμφώνησε με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) να προχωρήσει σε αλλαγές. Στα χρόνια που ακολούθησαν ελήφθησαν ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες, στις οποίες περιλαμβάνονταν και αλλαγές με σκοπό να αντιμετωπιστεί το καταχρηστικό σύστημα «kafala». Βάσει αυτού του συστήματος, ο εργοδότης αποκτούσε πλήρη έλεγχο πάνω στους αλλοδαπούς εργάτες, λειτουργούσε ως «σπόνσοράς» τους, είχε εξουσία στην ανανέωση των αδειών διαμονής τους και χρειαζόταν δική του έγκριση για να τους επιτραπεί η έξοδος από τη χώρα.

Ωστόσο, το Κατάρ έχει επικριθεί πως αυτές οι αλλαγές προωθήθηκαν εκ των υστέρων, αφού σε μεγάλο βαθμό είχαν ολοκληρωθεί τα έργα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022.

Οι μεσάζοντες

Τον περασμένο Οκτώβριο, σε νέα έκθεσή της, η Διεθνής Αμνηστία ανέφερε ότι έγιναν προσπάθειες για αναθεώρηση των εργασιακών συνθηκών, αλλά παραμένουν ακόμη σοβαρά κενά και αδυναμίες. Οι αλλοδαποί εργάτες εξακολουθούν να πληρώνουν από 1.000 έως 3.000 δολάρια σε μεσάζοντες προκειμένου να βρουν μια θέση απασχόλησης. Υπέρογκα ποσά για τις οικονομικές τους δυνατότητες, γεγονός το οποίο τους καθιστά, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, ευάλωτους σε εκμετάλλευση.

Πηγή: kathimerini.gr