ΔΝΤ: Βιώσιμο το ελληνικό χρέος μέχρι το 2038

197

Το ΔΝΤ αμφισβητεί τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές μόνο με τη δέσμευση του Eurogroup για ανάληψη μέτρων το 2032 αν χρειαστεί και θεωρεί ότι έχει διασφαλισθεί η βιωσιμότητά του μόνο μεσοπρόθεσμα.

Στην έκθεση που καταρτίστηκε με βάση το άρθρο 4 του Καταστατικού του Ταμείου και συνοδεύεται από ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους διαφωνεί με την ΕΕ στις παραμέτρους της βιωσιμότητας, βλέπει πιο χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη στο μέλλον, καθώς και δυσμενέστερους όρους δανεισμού που θα αυξήσουν πάνω από το 20% του ΑΕΠ τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες το 2038. Σύμφωνα με το ΔΝΤ η μόνη λύση είναι η ενίσχυση του ΑΕΠ και των επενδύσεων.

Το Ταμείο ξεκόβει επίσης κάθε κουβέντα για την αναστροφή των περικοπών σε αφορολόγητο και συντάξεις. Μάλιστα θέτει και θέμα πολιτικών κινδύνων ανατροπής αποφάσεων το 2019 λόγω πιθανών εκλογών. Θεωρεί αβέβαια τα αντίμετρα, ενώ δεν δέχεται ότι υπάρχει ο “δημοσιονομικός χώρος”.

Ζητά επίσης και νέες παρεμβάσεις σε εργασιακό κα διατήρηση των παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας και στις συλλογικές συμβάσεις, αλλά και στις αγορές, καθώς και πιο χαμηλούς συντελεστές σε ασφαλιστικά “χαράτσια” και ΦΠΑ προκειμένου να διασφαλιστεί βιώσιμη ανάπτυξη. Επισημαίνει ότι οι πολιτικές αναφορικά με τον κατώτατο μισθό δε θα πρέπει να επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. 

Στο πακέτο των εγγράφων που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα περιλαμβάνονται και οι αντιδράσεις της ελληνικής πλευράς με επιστολή του αντιπροσώπου της Ελλάδας στο Ταμείο κ. Ψαλιδόπουλου, ο οποίος εγκαλεί το ΔΝΤ για τις θέσεις του.

Προαναγγέλλεται νέα έκθεση στην αρχή του 2019 και αξιολόγηση ανά 6 μήνες.Τι αναφέρει για τη βιωσιμότητα χρέους

Στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους το ΔΝΤ αναφέρει ότι ενώ “αναγνωρίζει πως οι μακροπρόθεσμες υποθέσεις υπόκεινται σε υψηλή αβεβαιότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες ότι η δέσμευση για παροχή πρόσθετης βοήθειας, εάν χρειαστεί, ενδέχεται να μην επαρκεί για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας”. Εξηγεί ότι αυτό συμβαίνει γιατί “δεδομένης της μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με τις μακροπρόθεσμες παραδοχές, η δέσμευση για παροχή πρόσθετης βοήθειας, η οποία εξαρτάται από τη μελλοντική επανεξέταση της κατάστασης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εγγύηση” έναντι μίας σειράς από κινδύνους που καταγράφει στο ΑΕΠ, στα πλεονάσματα και σε άλλα πεδία. Εξηγεί ότι “η άνευ προηγουμένου χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους που παρέχεται μέχρι σήμερα από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας προσδίδει σημαντική αξιοπιστία σε μια τέτοια μελλοντική δέσμευση εκ μέρους των κρατών μελών”. Ωστόσο, προσθέτει ότι “ταυτόχρονα τα προβλήματα εφαρμογής που αντιμετώπισαν οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις και η πιθανότητα πολιτικών αλλαγών στα κράτη μέλη που θα μπορούσαν να μειώσουν τον βαθμό δέσμευσης να στηρίξουν την Ελλάδα στο μέλλον θα μπορούσαν να επηρεάσουν το κλίμα στους επενδυτές, ειδικά όσο θα πλησιάζει η περίοδος υψηλών χρηματοδοτικών αναγκών”.

Πηγή capital.gr