Φαινόμενα συλλογικής βίας στις πόλεις μας

317

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Με κάμποσα λόγια θα μιλήσω για τις μαζικού χαρακτήρα φασαρίες που έχουμε στους δρόμους των πόλεών μας αυτές τις μέρες με διάφορες αφορμές. Ας το αναλύσω.

Πρώτον, τα φαινόμενα συμβαίνουν μέσα στο αστικό τοπίο. Δεν λαμβάνουν χώρα, λογουχάρη, σε τίποτα αγρούς ή στα όρη στ’ άγρια βουνά, αλλά μέσα στις πόλεις, κι αυτό προκειμένου να εκλάβουν περιεχόμενο και νόημα μέσα στον συμβολικό διάλογο του άρχοντα με τον αρχόμενο, όπως γινόταν παραδοσιακά στην Αγορά του Άστεως. Τί εννοώ μ’ αυτό; Πως οι δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα μεταξύ των πολιτών και των Αρχών του Κράτους σχετίζονται με την επιβεβαίωση ή όχι, με τη διαίωνιση ή όχι, και με την ενίσχυση ή όχι των εγκαταστημένων σχέσεων εξουσίας μεταξύ του Κράτους και των πολιτών. Επομένως, οι δράσεις που αποσκοπούν στην απόρριψη αυτών των σχέσεων δεν θα ήσαν relevant εάν δεν συνέβαιναν εκεί όπου κατεξοχήν πραγματώνεται θεσμικά το Κράτος, δηλαδή στις πόλεις, όπου η ομαλότητα ή η ανωμαλία στην συντέλεση των αστικών λειτουργιών επιβεβαιώνει ή όχι την ισχύ του Κράτους.

 

Δεύτερον, τα φαινόμενα αυτά έχουν συλλογικό χαρακτήρα, γιατί τα μέλη των συναισθηματικών κοινοτήτων που αναγνωρίζουν ταύτιση μεταξύ τους στην κοσμοθεώρηση κατεβαίνουν στους δρόμους και συμμετέχουν σ’ αυτά συντονισμένα. Περνάμε έτσι στο ζήτημα της οικοδόμησης ταυτοτήτων και των κοινοτήτων μέσα σε μια κοινωνία. Ασφαλώς πρόκειται για φαντασιακές κοινότητες, γιατί πρώτα συγκροτούνται στο φαντασιακό του καθενός, αλλά όταν πραγματώνονται μέσω συντονισμένης δράσης, τότε γεννούν ταυτότητες μέσα στα πρόσωπα που συμμετέχουν, και συγκροτούν πολύ πραγματικές κοινότητες, που τις έχω περιγράψει σε προηγούμενα άρθρα μου ως συναισθηματικές, επειδή συγκροτούνται γύρω από την έκφραση ενός συναισθήματος που εκδηλώνεται ταυτόχρονα απ’ τα μέλη τους.

Τρίτον, είναι φαινόμενα βίας. Όπως έχει περιγράψει ο Μαξ Βέμπερ, η θεσμοθετημένη βία ανήκει στα σύννομα προνόμια του Κράτους προκειμένου να επιβάλει την βούλησή του γεννώντας ισχύ — ισχύς είναι το μέγεθος που περιγράφει το παραγόμενο έργο κατά την μεταβολή του μέσα στον χρόνο — η οποία βούληση εφαρμόζει σε πράξη τις προβλέψεις του νόμου. Το αποτέλεσμα που προκύπτει λέγεται έννομη τάξη, γιατί αυτή η τάξη εγγράφεται μέσα στα όρια που έχει ρυθμίσει η νομοθεσία, και εάν εκφύγει απ’ τα όρια αυτά, τότε είναι τυραννία ή χάος, πάντως όχι τάξη αφού δεν τακτοποιεί τα πράγματα αλλά τα διαλύει. Η καταφυγή των συναισθηματικών κοινοτήτων που δεν είναι θεσμοί του Κράτους στη βία επιλέγεται ως μέσον έκφρασης ειδικά προκειμένου να ανταγωνιστούν αυτές οι κοινότητες την νομιμοποίηση (legitimacy) του Κράτους να είναι το ίδιο ο προνομιακός διαχειριστής και ιδιοκτήτης της βίας. Όπως έχω ξαναγράψει, κάθε συναισθηματική κοινότητα επιφυλάσσει για τον εαυτό της τη νομιμοποίηση δράσης, αναγνωρίζοντας στην ίδια πως είναι νόρμα κι όχι σε άλλες, κι έτσι καταλήγει να συγκρούεται με τις άλλες κοινότητες, κατεξοχήν δε με το Κράτος, όσες εκφράζουν ανταγωνιστικές νόρμες.

Τέταρτον, έχουμε το στοιχείο του χρόνου, που υπονοείται κατά την κοινή εμπειρία όλων μας. Τα φαινόμενα συλλογικής βίας στις πόλεις μας αυτές τις μέρες δεν μπορούν να ιδωθούν έξω απ’ τα χρονικά συμφραζόμενά τους, που έχουν να κάνουν τόσο με τη στιγμή έναρξης και κορύφωσης όσο καί με την επαναληπτικότητά τους ανά έτος. Διαπιστώνουμε πως συνιστούν φαινόμενα αντιδομής, δηλαδή φαινόμενα που επιχειρούν ν’ ανατρέψουν την καθεστηκυία δομή, την τάξη που λέγαμε νωρίτερα, τα οποία όμως λόγω του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα τους έχουν πλέον καταστεί τελετουργικά. Έτσι επιστρέφουμε στον συμβολικό χαρακτήρα των δημόσιων χειρονομιών συλλογικής βίας.

Καμία απόπειρα κρατικής αντιμετώπισης των φαινομένων βίας των ημερών της Επετείου του Πολυτεχνείου δεν διαθέτει αυξημένες προσδοκίες επιτυχίας, εάν δεν λάβει υπόψη της τις διαστάσεις που περιέγραψα. 

Προκειμένου ένα Κράτος να σβήσει τέτοιες συμπεριφορές μεταξύ των πολιτών του, οφείλει να εξετάσει τρόπους με τους οποίους αυτές θα πληγούν στη ρίζα τους προτού συγκροτηθούν οι συναισθηματικές κοινότητες οι οποίες προσφεύγουν στη βία ως εργαλείο επιβεβαίωσης της ταυτότητάς τους. Ρίζα του προβλήματος είναι η οικοδόμηση των ταυτοτήτων που ανταγωνίζονται σε νομιμοποίηση το Κράτος. Αυτές οι ταυτότητες οικοδομούνται πάνω σε ανιστορικά ή ανεπαρκή, απλουστευτικά μετα-αφηγήματα (grand narratives) που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την νεότερη και σύγχρονη Ιστορία του τόπου ως μιαν αντιπαράθεση καλών και κακών με σαφείς περιχαρακώσεις των ορίων τους. Τ’ αφηγήματα αυτά τρέφουν ιδεοληψίες και γνωστικές πλάνες που παρερμηνεύουν το παρελθόν και το παρόν, αλλά επιτρέπουν πολύ βολικές και τεμπέλικες θεάσεις της πραγματικότητας σε όσους τα ενστερνίζονται. Ο δρόμος της απελευθέρωσης απ’ αυτά περνάει και πάλι μέσα απ’ την παροχή παιδείας που δεν θα χρωματίζει την Ιστορία μήτε και θα παρέχει κόκκινα γυαλιά ερμηνευτικής προκατάληψης. Για να σβήσουν οι πλανεμένες ταυτότητες είναι απαραίτητο να τις απαρνηθούμε πρώτα εκατέρωθεν, και τούτο απαιτεί προσπάθεια, όμως δεν καταπιανόμαστε μονάχα με τα εύκολα.

Περαιτέρω, προκειμένου το Κράτος να κόψει την τροφοδοσία των ήδη υπαρκτών συναισθηματικών κοινοτήτων που παραδοσιακά συμμετέχουν στα φαινόμενα αυτά, οφείλει να εξετάσει τρόπους προβολής ελκυστικού, εναλλακτικού οράματος στα υποψήφια μέλη τους, κυρίως στους νέους. Για να το πετύχει αυτό, θα πρέπει το προβαλλόμενο όραμα να είναι εφικτό, να μην παρεμποδίζεται από εσφαλμένες κομματικές πρακτικές αποκλεισμών του παρελθόντος, να παρέχει γρήγορα απτά ωφέλη σε όποιον το ενστερνιστεί, και να συμβάλλει στη συγκρότηση συναισθηματικών κοινοτήτων που με προθυμία θα επενδύσουν προσδοκίες και προσπάθεια στη διαιώνιση και υπηρέτηση του οράματος.

Συνάμα, επειδή τα φαινόμενα αυτά έχουν λάβει τελετουργικό χαρακτήρα, είναι απαραίτητη η αποθεσμοποίηση των αφορμών που σηματοδοτούν την έναρξη και κορύφωση των φαινομένων βίας, δηλαδή η κατάργηση των σχετικών επετείων. Μολονότι δεν αναμένει κανείς να λησμονηθούν οι επέτειοι αυτές την επόμενη κιόλας ημέρα, δεν εξυπηρετεί τις προτεραιότητες του Κράτους που θεωρητικά επιθυμεί να διατηρείται και να μην καταλύεται η έννομη τάξη — η οποία συνιστά εκδήλωση της ισχύος του, όπως είπαμε — το να τροφοδοτεί από μόνο του τις συλλογικές συμπεριφορές που, όταν εκδηλώνονται, ανταγωνίζονται την δική του νομιμοποίηση. Αυτό λέγεται απόσβεση των ερεθισμάτων που τροφοδοτούν μια συμπεριφορά, και συμβάλλει στην σταδιακή τροποποίησή της. Αντιθέτως, η θεσμική διατήρηση των επετείων ενθαρρύνει τόσο την διαιώνιση των μετα-αφηγημάτων όσο και των συμπεριφορών που έχουν κριθεί ως προβληματικές και παραβατικές.

Τέλος, επειδή τα φαινόμενα αυτά, όπως έχουμε δει, εκδηλώνονται με σκοπό την αυθαίρετη κατάληψη του αστικού τοπίου και των αστικών λειτουργιών που συντελούνται σ’ αυτό, οι θεσμοί του Κράτους οφείλουν με τη τεράστια ισχύ που διαθέτουν να εμπνεύσουν στον πολίτη τον σεβασμό του χώρου, όχι επισείοντας την προειδοποίηση επιβολής ενδεχόμενων νομικών κυρώσεων, αλλά υπενθυμίζοντάς του πως η ομαλότητα και η κοινωνική γαλήνη συνιστούν αφορμές για δικό του όφελος πρώτα, και έτσι διακύβευμα του ιδίου είναι η διατήρησή τους ενάντια σε όσους επιθυμούν να φέρουν το χάος.