Φοιτητοπολιτικής Δαιμόνια (Μέρος Α)

315

του Βασίλη Τσίκα, φοιτητή Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ

Η ελληνική φοιτητική πολιτική και πολιτικοποίηση και τα διαφανή ή υπερενεργητικά φαντάσματα τους, έχουν κατορθώσει να ρίξουν δυνατούς ιστούς στο αρχιπέλαγος του κοινωνικού φαντασιακού, αλλά ελάχιστες έως καμία απόπειρα πανοπτικού ελέγχου και κριτικής δεν έχουν γραφτεί και γνωστοποιηθεί από φοιτητικό, τουλάχιστον, πόλο. Δεν έχει επιχειρήσει αντιδραστικό νεανικό μυστρί να ξύσει όλες τις αφίσες του Μαΐου, με το ιδιαίτερο μέταλλο που αξίζει στα πεπραγμένα και τις αληθινές και τις φαντασιακές αντιπροσωπεύσεις κάθε μίας. Και αυτό διότι οι μέχρι τώρα νεανικές (και όχι μόνο) πένες και πλήκτρα που θέλησαν να αναλύσουν το φαινόμενο περιορίστηκαν ως επί το πλείστον στις εξής αδύναμες και ανεπαρκείς ερμηνευτικά, πρακτικές και στάσεις:
1) Συστράτευση, δηλωμένη ή πιο πλάγια, με μια παράταξη (απολύτως σεβαστή ως δικαίωμα, δίκαια θεωρούμενη ως εξ ορισμού περιοριστική) στην απονομή μύδρων στους εντός ΔΣ αντιπάλους της, και άρα την εξύψωση του προπαγανδιστικού στοιχείου που καθόλου ασυνήθιστο δεν ήταν ή είναι να διανθίζεται (συχνά και να κυριαρχείται) από εμπνεύσεις ad hominem επιθετικών… διαμαντιών κάθε προέλευσης.
2) Μια γκρίζα, τραχώδη, προληπτική αρνητικότητα a priori της επαφής με τον κόσμο του πολιτικού στα χρόνια των χοντρών συγγραμμάτων και των σπιθοβόλων νυχτών.
3) Μια επιτηδευμένα και επίσης a priori, χαβαλεδίστικη γραφή η οποία είτε δεν προσφέρει στο τέλος τίποτα άξιο διατήρησης είτε εξυπηρετεί μεσοβέζικα μια από τις δύο άλλες στάσεις/πρακτικές και άρα τους στόχους και τους (σε οποιοδήποτε επίπεδο) προσκείμενούς τους, μέσα και έξω από τη σχολή.

Αυτό που (και) σήμερα αποκαλείται φοιτητική πολιτική με όλα τα φαγωματικά δίπολά της εκρέει από τις ουσιαστικά αθέατες, ψυχοπολιτικές τάσεις που δημιουργήθηκαν μετά την κοίμηση (μετά την εκ των συνθηκών κορύφωση) του άλλου χρυσοστεφανωμένου όρου, του Φοιτητικού Κινήματος. Στην σημερινή ελληνική κοινωνική πραγματικότητα οι ομαδοποιήσεις και οι κινητοποιήσεις φοιτητών δεν κατέχουν ούτε τον απαραίτητο όγκο αποφασισμένων αλλά ούτε (κυρίως) και τα φυσιογνωμικά στοιχεία για να κατακτήσουν και να κατοχυρώσουν τον τίτλο και προπάντων την μαγεία της δυνητικής ευρύτητας που κουβαλάει το Κίνημα στο κεφαλαίο του γράμμα. Μερικοί κόκκινοι “συνάδελφοι” με την αυτονοηματοδότηση να κρεμιέται από την υψωμένη τους γροθιά θα μου βγάλουν τη γλώσσα και θα με ψέξουν εδώ, δεδομενου ότι αυτή μου η άρνηση δε γράφεται σε κάποιο έτος μεσουράνησης της “ΔΑΠΑΣΠ” μα στην “εκλογική επικράτηση της Πανσπουδαστικής μετά από 36 χρόνια”. Η αλήθεια είναι όμως ότι ακόμα και με αυτή την αλλαγή της πρωτιάς η εκτίμηση μου για το φυσιογνωμικό έλλειμμα παραμένει .

Ένα Φοιτητικό Κίνημα (όπως οιοδήποτε “- ικό Κίνημα”) πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια ταυτοτική/αναφορική πρωταρχικότητα με ένα κοινωνικοπλαστικό αίτημα που γυρνά γύρω της , η οποία θα μπορεί διαλεκτικά να προσαρτά και τις θεματολογικά και υποστασιακά υπέρτερες και τις θεματολογικά και υποστασιακά υποδεέστερες ιδεολογικές ανθίσεις του αναπνέοντος εσωτερικού της, στην βασική πύρωση. Παράλληλα να έχει την ισχύ και τη διαύγεια να πλάθει δυναμικούς μικροκόσμους που όμως μπορεί να τους πυρπολήσει όταν φτάσει η στιγμή, χωρίς να αλυσοδένει τον υπάρχοντα κι ιδίως τον μέλλοντα αποκρινόμενο στην καταστατική θέση του φοιτητή-νέου, σε μια φετιχιστική τέτοια “οικοδομική”.

Για παράδειγμα, στις μεγάλες και (δίκαια και άδικα) θρυλοποιημένες κινητοποιήσεις των Baby Boomers (αφήνοντας για μια στιγμή τη συνεπειοκρατική κριτική του επί το πλείστον αποδιαρθρωτικού και εκφυλιστικού αέρα που εκπνέει η Ευρώπη μετά την καθεστωτικοποίηση των ηδονοκρατών της Κατειλημμένης Ναντέρ) φανερωνόταν μια κεντρικότητα στην θυμωμένη απαίτηση μιας πληθυσμιακά πολλαπλασιασμένης και βιοτικά ασφαλισμένης νεολαίας να σπάσει με ορμή τα περιοριστικά θεσμικά και οριζοντιακά πλαίσια στα οποία την είχε πετάξει η γέννηση της ° να ανοίξει αποδεσμευμένη το κουτί με τα άπειρα ενδεχόμενα που της έδινε η ιδιαιτερότητα της . Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι το αποδέχονται (μέσα από τα διαφορετικά, προφανώς, γυαλιά αυταξιών τους) ιδεολόγοι εκείνης της γενιάς τα στρατόπεδα των οποίων αντάλλαξαν εντός εκείνου του “ημιενιαίου” συγκρουσιακού κύκλου των Μολυβένιων Χρόνων (Anni Di Piombo 1968~1980) σφαίρες και πτώματα (Μάντακας, Pinelli) , από τον Hobsbawm ως τον Adinolfi . Στις σκληρές οδομαχίες στα περίχωρα των σχολών της Ρώμης που πετάλωσαν το ιταλικό “μακρύ ’68”, οι φοιτητές της FUAN (της φοιτητικής πτέρυγας του MSI) και κυρίως ριζοσπαστικότεροι και αιρετικότεροι αποσχισθέντες από αυτή, σπρώχθηκαν από την ιστορία στην ίδια μεριά των οδοφραγμάτων με τους κομμουνιστές συνομηλίκους τους, με τους μεν να τραγουδούν δυνατά το “all armi siam fascisti” και τους δε να “στολίζουν” ως φασίστες τους καραμπινιέρους στις στιγμές των εκκενώσεων και του πετροπολέμου… Η μυστικιστική φωνή που πρόσταζε να λογχιστεί με καθε τρόπο ο στενός κοσμικός θολός (ο οποίος προσωποποιούταν στους ένστολους καταστέλλοντες της απέναντι πλευράς) μπόρεσε, έστω και βραχυπρόθεσμα, ακόμα και να ενώσει “το κόκκινο και το μαύρο”. Οι δικαιωματιστικές φωνές και οι επ’ αυτού του πεδίου αλλαγές μέσω των τότε νεανικών λαβάρων της “εξέγερσης παραχαϊδεμένων παιδιών ενάντια σε ευνουχισμένους γονείς” (Κονδύλης) δεν ήταν η βάση, όπως θέλουν να πιστεύουν μνημονευτές κι επίδοξοι διάδοχοι , μα εμφανίστηκαν παράλληλα και δέθηκαν με την κεντρική θέση, την κήρυξη του τσακίσματος ενός επιδεικτικά στενού, νεοαστικού κόσμου μέσω του πετυχημένου διαλεκτικού κουμπώματος που προϋπέθεσα παραπάνω.

Στην ελληνική περίπτωση το (κατά το ήμισυ φυσικό και κατά το ήμισυ επιτηδευμένο) ξεφούσκωμα του πρώτου κριτηρίου και η ελευθερία θεοποίησης του (λειψάνου του) δεύτερου, το οποίο δεύτερο κριτήριο αναμειγνυόταν τέλεια με την ιδρυτική αγιογραφία του μεταπολιτευτικού κατεστημένου – τον αθάνατο σπουδάζοντα λουζόμενο με γαρύφαλλα ο οποίος μας αφουγκράζεται και μας εκπροσωπεί απροϋπόθετα όλους στο πριν μας ή στο μετά μας – γέννησαν το στρεβλό άσυλο ° ένα “άσυλο ιδεών” όπου οι ιδέες δεν καθορίζονταν ούτε οι απολήξεις τους περιφράζονταν, φτάνοντας σήμερα στην νομιμοποίηση της “έσχατης νομιμότητας”, της αστυνόμευσης των ΑΕΙ, έστω και με τις ημικωμικά (από όλες τις απόψεις) στημένες ΟΠΠΙ. Διότι ποιά άλλη θα μπορούσε να ήταν η “φιλοσοφική” δικαιολογηση του ασφαλώς πασοκογενούς πανεπιστημιακού ασύλου, αν όχι η μετά κυριαρχικής μέθης αναγνώριση μιας εξαιρετικής (με την μετάφραση του εξαιρετισμού) “πολιτικοποιητικής οντολογίας” για τον δρασκελίζοντα την πανεπιστημιακή πύλη, σε σχέση με άλλες ομάδες και ταυτότητες;

Ισχυρή φοιτητική δράση στην Ελλάδα με τα χαρακτηριστικά που να μπορεί να δεχτεί τον τίτλο Κίνημα ξεκινάει από το 1-1-4 [διότι προφανώς δεν γίνεται να σπρώξω κάτω από τους ιδεολογικούς χρωματισμούς του Μεταπολεμου ή της Μεταπολιτευσης λχ τα Σκιαδικά, ούτε και την “Μεγάλη των Φοιτητών Επιτροπεία”] και λήγει με το “νόμο 815” (1978-79). Κορύφωση φυσικά είναι η αντιδικτατορικη φοιτητική δράση, η Νομική και το Πολυτεχνείο. Από την μετωπική έλευση της κομματοκρατίας από τη δεκαετία του ’80 αυτό χάνεται, με το κεντρικό, πλαισιωτικό αίτημα που το άναψε, τις σκληρές σελίδες αυτού που μπορεί να αποκληθεί Εκδημοκρατισμός, να έχει, βέβαια, εκπληρωθεί. Όλη η ψυχοπολιτική διάσταση του φοιτητικού συνδικαλισμού έκτοτε έγκειται στην διαχείριση της de facto κοίμησης του “φοιτητικού κινήματος” με 3 εσωτερικές τάσεις : το Κίνημα μπορεί και πρέπει να αναβιώσει και να συντονιστεί (ΠΚΣ), το Κίνημα δεν έληξε και δε λήγει ποτέ (ΕΑΑΚ με τα συστατικά, τα συμμαχικά (ξ)αδέρφια και τα αποπαίδια τους) και το κίνημα ως τέτοιο έχει ξεπεραστεί όσο και να τσούζει μερικούς έχοντας χτίσει κάποιους σταθερούς αξιακούς και θεσμικούς κίονες και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε παραπέρα, επισημαίνοντας κατ αρχάς ότι πρώτα σπουδάζουμε και μετά πολτικοποιούμαστε (ΔΑΠ). Η ΠΑΣΠ πάντα έβαινε φιδοσερνόμενη οπορτουνιστικά ανάμεσα σε αυτές τις 3 αυτοθεωρητικές κατευθύνσεις με ποικιλόχρωμα αποτελέσματα (διασπασθέντες της ΣΣΑΚ, κατά τόπους αντιαριστερές συμπράξεις με την ΔΑΠ, αλλά και μερικό φλερτ με τους εαακίτες/αρενίτες σε δικαιωματιστικά θέματα και κηρύγματα). 3,5 νοοτροπιακά κι ανθρώπινα ποτάμια, λοιπόν, με διαρκώς μεταβαλλόμενη στάθμη μέσα σε μια καθόλου στερημένη εκρηκτικών αλλαγών εθνική και διεθνή πραγματικότητα, να σκάνε στο δέλτα κάθε νέου πρώτου έτους. Άπασες οι μάχες μεταξύ των τραπεζακίων, από τους τραυματίες των τριών Χημείων μέχρι την τελευταία σκισμένη αφίσα στο Χαροκόπειο αρδεύονται από τα νερά αυτών των ποταμών επιχειρώντας διεύρυνση των αλωθέντων μυαλών και μπράτσων όσο περισσότερων μελών του ανανεούμενου “φοιτηταριάτου”, σε βάρος των αντιπάλων τους.

Δευτροβάθμια και τριτοβάθμια όργανα φοιτητικής εκπροσώπησης δεν υπάρχουν, αποτελούν μια σκόνη αναθυμίσεων και υποσημειώσεων σε σημείο ο φοιτητής να μην γνωρίζει ούτε την δυνατότητα ύπαρξης τους ούτε και την ιστορία τους. Η μεταδικτατορική ΕΦΕΕ (με πλειοψηφούσες μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980 την ΠΑΣΠ και την ΠΚΣ) επιχείρησε, χρυσοσκονισμένη κι αυτή από το κοινωνικό κομμάτιασμα του παπαδοπουλισμού, να γίνει ξανά η αναζωογονημένη θεσμική έκφραση της κινηματικής κεντρικότητας και να ξανακαταφέρει οι φοιτητές να “οργανώνονται από τα κάτω” όπως το 1960. Όμως η κεντρικότητα των μέχρι τότε ελληνικών φοιτητικών φωνών είχε γίνει το μπηγμένο μεγάλο πετράδι στο νεοπολιτειακό… στέμμα που ήρθε τελικά από πάνω και εκ Παρισίων και, ως εκ τούτου, οι φοιτητικές εκπροσωπήσεις κύλησαν στα στεγανά που αυτό δημιούργησε μετά την κύκνεια κινηματική αναλαμπή . Η ενθαρρυμένη υπερκομματικοποίηση, ραντισμένη με προδομένο ελληνοκυπριακό αίμα, κι οι επιθέσεις από τους κομματικά κινητοποιημένους που κατηγορούσαν την ΕΦΕΕ για βραδυκινησία και αδυναμία (φτάνοντας ως και τη δημιουργία δύο παράλληλων, ξεχωριστών μπλοκ όταν οι συνελεύσεις είχαν παρθεί από πλειοψηφίες “εξωκοινοβουλευτικών” και μέρη της αινιγματικών αφρισμάτων θάλασσας των “ανένταχτων”, όπως το 1987) σήμαναν την αρχή του εξωβελισμού της. Ο βηματισμός προς την εξαφάνιση συνεχίστηκε μέχρι και το 1995, οπότε και πραγματοποιήθηκε το τελευταίο πραγματικό πανσπουδαστικό συνέδριο. Από τότε μέχρι σήμερα, την ΕΦΕΕ θα την ακούσεις ως απαιτούμενη, ξελασπωτική πανάκεια σε αγορεύσεις μιας Γενικής Συνέλευσης με οριακή απαρτία, και φυσικά στην φαρσοκωμωδία της ένθερμης θέλησης κάθε τραπεζιού να την δει να ανασυγκροτείται (αν τους ρωτήσεις όταν δεν είναι μπροστά οι αντίπαλοι), αλλά κανένα κεντρικό γραφείο να μην εκκινεί τον στοχοθετικό διάλογο.

Ο “νόμος που καταργήθηκε στο πεζοδρόμιο” μπορεί να ενταχθεί ως τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα με το 1-1-4 και το “Εδώ Πολυτεχνείο”. Οι μεγάλες μα επιλογικές κινητοποιήσεις του 1978-79 (στο αποτύπωμα των οποίων κάποιοι είπαν ή μάλλον ευχήθηκαν γραπτώς, να καθρευτιστούν οι ενδοπανδημικές πορείες ενάντια στο νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη) ήταν πιο πολύ από όλα η έκρηξη απάληψης αυτού που το τότε φοιτητικό σώμα ένοιωσε ως χυδαία ύβρη προς το ίδιο και τον πρόσφατο ρόλο του. Αντί δηλαδή οι φοιτητές, που είχαν αναλάβει τελικά το πόστο του αποκαθαρτή της αυτοεικόνας ενός ελληνικού λαού που είχε γενικά σκύψει στα τελεσμένα ενός απολυταρχικού καθεστώτος, να δουν τις προφορικές και τραγουδισμένες επευφημίες προς αυτούς να μετουσιώνονται σε απτά προνόμια στη φοίτηση, είδαν τον πρωθυπουργό Καραμανλή (το χθεσινό σύμβολο της δημοκρατικής μετάβασης) να φέρνει ένα νομοσχέδιο που δυσχεραίνει την σπουδαστική τους πορεία. Μην ξεχνάμε ότι οι τότε τελειόφοιτοι και ιδίως οι πολιτικοποιητικής αιτιολογίας “αιώνιοι” ήταν κυριολεκτικά εκείνοι που είχαν προηγουμένως δει απέναντι τους τις ερπύστριες και την Ασφάλεια της 21ης Απριλίου. Ένοιωσαν υποχρέωση να επιβάλλουν απ’ το οδόστρωμα την διαμορφωμένη σημαντικότητά τους.

Αυτό το πλήθος απογοητευμένων γροθιών θα συμβάλλει στην παραγεμισμένη με προσδοκίες εκλογική αυτοδυναμία της “Αλλαγής” λίγο αργότερα. Η γενναία τομή της κυβέρνησης Παπανδρέου στο πανεπιστημιακό γίγνεσθαι ήρθε με τον νόμο 1268/82. Ο πολλαπλά ρηξικέλευθος αυτός νόμος εκτός από την αντικατάσταση του παραδοσιακού συστήματος της έδρας, θεσμοθέτησε επίσημα το (μέχρι τότε εθιμικό) πανεπιστημιακό άσυλο και έκανε τους φοιτητές μια εκ των “θεσμικά κατοχυρωμένων και ισοτίμων ομάδων” μέσα στα πανεπιστήμια με (παγκοσμίως) πρωτόγνωρη ισχύ λόγου και συγκαθορισμού των διαδικασιών εντός των σχολών τους (όπως οι πρυτανικές εκλογές όπου τη δεκαετία του ’80 “το ποσοστό συμμετοχής των φοιτητών υπερέβαινε το 45%,ενω σε καμία χώρα δεν υπερβαίνει – και σωστά- το 18-20%”), σημαντικοποιώντας καίρια τις φοιτητικές εκλογές και εδαφικοποιώντας ουσιαστικά την προγενέστερη κινηματική-αγωνιστική τους ιστορία. Παρά τα περικοπτικά σκαμπανευάσματα που έχει υποστεί στο διάβα των δεκαετιών, το πασοκικό ενδοπανεπιστημιακό status quo δεν έχει ανατραπεί ποτέ στο σύνολο του. Το “πολυτεχνειακό φαντασιακό” επιβραβεύτηκε και ενσαρκώθηκε (προξενώντας τη φυσική εξάτμιση του κεντρικού στοιχείου των ως τότε φοιτητικών αγώνων) κι η στεγανοποίηση της κομματικής/κομματαρχικής φτερούγας ως ρυθμιστή πάτησε πάνω στον εκδημοκρατισμό που έφερε αυτός ο νόμος ° φανερότερα και…φωναχτότερα μέχρι την Κρίση και τον βαρύ τραυματισμό του γαλαζοπράσινου δικομματισμού, πιο συγχυσμένα και σε ταυτοτική και βηματική αναζήτηση από την αυτοτελμάτωση (και) της “ελπίδας που δεν ήρθε” μέχρι σήμερα.

ΠΗΓΕΣ

“Η Εποχή Των Άκρων” – Έρικ Χομπσμπάουμ, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ

“Η Παρακμή Του Αστικού Πολιτισμού” – Παναγιώτης Κονδύλης, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ σελ 279

“Η Ελλάδα Στη Δεκαετία Του ’80” – Συλλογικό (Επιστημονική Επιμέλεια : Παναγής Παναγιωτόπουλος-Βασίλης Βάμβακας), εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ σελ 416-417

“Από Την Εξαχρείωση Στην Εξαθλίωση” – Βασίλης Φίλιας, εκδ. ΛΙΒΑΝΗ σελ 108

https://m.popaganda.gr/sintomi-istoria-tou-fititikou-kinimatos-stin-ellada/

https://www.panorama.it/battaglia-valle-giulia-cronaca-foto

https://thepressproject.gr/istoria-tis-efee/

https://freedomgreece.blogspot.com/2013/03/blog-post_11.html?fbclid=IwAR0rflcAOO3REO8USjPHOE9L20plHqP9ODYTkZDacdl0RI_Wz-x3kLtzu-Y

https://www.efsyn.gr/arheio/fantasma-tis-istorias/129863_i-exegersi-toy-paheos-enteroy?amp

https://www.rizospastis.gr/storyAmp.do?id=711584

https://www.topontiki.gr/2021/02/13/i-istoriki-niki-tou-fititikou-kinimatos-ti-proevlepe-o-nomos-805-pou-katargithike-sto-pezodromio/