Καράτε σημαίνει το άδειο χέρι

314

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Ας εξετάσουμε λίγο τί είναι εκείνο που επιτρέπει σ’ έναν πολίτη του δυτικού κόσμου όταν συμμετέχει σε δημόσιες εκδηλώσεις συλλογικής βίας, δηλαδή σε συμπεριφορές βίας μαζί με άλλους που λαμβάνουν χώρα μέσα στη δημόσια σφαίρα, συνηθέστερα στο αστικό τοπίο, να διαβεί μέσα του κάποια κρίσιμα ψυχικά κατώφλια με βήματα που θα τον περάσουν απ’ τη σύννομη στην παράνομη συμπεριφορά.

Ας δούμε, μ’ άλλα λόγια, γιατί επιλέγει κάποιος σε καιρούς πολιτικής ομαλότητας να συγκρουστεί με τον νόμο και με τα όργανα της επιβολής της τάξης που συνιστά την έκφραση του κράτους του νόμου, εν προκειμένω γιατί να συγκρουστεί με εργαζομένους της ΕΛ.ΑΣ. στους δρόμους μιας πόλης, ρισκάροντας να εμπλακεί σε δικαστικές περιπέτειες και ενδεχόμενες σε κυρώσεις πάνω στην ελευθερία του.

Το κάνει γιατί του παρέχεται ένα κίνητρο που κατά την αντίληψή του είναι ευγενές, και μάλιστα υψηλότερο σε αξία απ’ την υπόσχεση που ο νόμος θεωρητικά του παρέχει, πως εάν τον τηρήσει τότε θα ωφεληθεί ως πολίτης. Το κάνει γιατί δεν αισθάνεται πλέον τη δέσμευση, την ανάγκη, ή την υποχρέωση να τηρήσει τον νόμο, όχι μονάχα διότι δεν έχει θετική προσδοκία απ’ την τάξη που ο νόμος μεριμνά να εγκαταστήσει, αλλά και γιατί δεν προσδοκά ούτε παθητικά ακόμα κάποιο επαρκές κέρδος απ’ την τήρηση του νόμου έστω για λόγους αλληλεγγύης προς τους άλλους πολίτες της κοινωνίας, βάσει της αρχής ότι τηρούμε την έννομη τάξη όχι μόνον για ν’ αποφύγουμε την τιμωρία, αλλά και προκειμένου όλοι οι όμοια συμπεριφερόμενοι πολίτες να εγγυθούμε αλλήλοις την ανεμπόδιστη πρόσβαση στις μέριμνες, προστασίες, τις ελευθερίες, και τα δικαιώματα που πηγάζουν απ’ την τήρηση των νόμων.

Αυτά ενδεικνύουν πως κάποιος θεωρεί τον νόμο, το κράτος του νόμου, και την τάξη που προκύπτει απ’ τον νόμο ως φαύλες εκφράσεις μιας πολιτειακής πραγματικότητας που δεν του παρέχει προσδοκία οφέλους, ενώ παράλληλα πως δεν αισθάνεται μέλος της κοινότητας προς την οποίαν άλλοι αισθάνονται υποχρέωση αλληλέγγυας συμπεριφοράς, δηλαδή δεν αισθάνεται πως χρωστά σε κανέναν να τηρεί ο ίδιος τους νόμους ώστε να επωφεληθούν και οι υπόλοιποι απ’ τη σύννομη συμπεριφορά του.

Τότε, λοιπόν, σε ποιά κοινότητα ανήκει; Ανήκει σε μια νέα κοινότητα που περιχαρακώνεται φαντασιακά και πρακτικά γύρω από μια νέα ταυτότητα που οικοδομείται μέσα από συμπεριφορές, οι οποίες στη συνέχεια επιβεβαιώνουν, ενισχύουν, και διαιωνίζουν την ταυτότητα αυτή και κρατούν ζωντανή και δραστήρια την κοινότητα των προσώπων που τη συγκροτούν.

Με άλλα λόγια, όταν μετέχουμε σε μια συγκεκριμένου χαρακτήρα δημόσια συμπεριφορά, λογουχάρη συμπεριφορά με χαρακτήρα βίας, αυτή η συμμετοχή γεννά ταυτότητες στους συμμετέχοντες και τους οργανώνει αυθόρμητα ή και υποβολιμαία σε κοινότητα προσώπων με κοινές προσδοκίες για το μέλλον, κοινές αντιλήψεις περί του τί είναι αυτό που υπηρετεί η συγκρουσιακή δράση τους, και περί του γιατί είναι απαραίτητο ή γιατί προτιμάται κι επιλέγεται η βία ως μέσον δημόσιας, συλλογικής έκφρασης αυτής της κοινότητας.

Αυτός ο προβληματισμός βοηθά ν’ αντιληφθούμε πως τελικά το κίνητρο για την εκδήλωση συλλογικής βίας στο δημόσιο τοπίο της πόλης κρίνεται απ’ τους δράστες της βίας ως μια επιλογή με αξία που συμβάλλει στην υπαρξιακή και φυσιογνωμική επιβεβαίωση της κοινότητας ως νόρμας ανταγωνιστικής εκείνης της άλλης νόρμας που υπακούει στην τάξη του νόμου. Ακόμα απλούστερα, μέσα σε μια κοινωνία υπάρχουν κοινότητες προσώπων που διεκδικούν με τη δημόσια δράση τους τον έλεγχο του χώρου και των λειτουργιών του αστικού τοπίου ανταγωνιζόμενες άλλες κοινότητες που επίσης θεωρούν πως οι ίδιες συνιστούν τη νόρμα, δηλαδή τη γνησιότερη, αυθεντικότερη, και νομιμότερη όψη της κοινωνίας. Για παράδειγμα, σε συγκεκριμένες γειτονιές μέσα στην πόλη, απ’ τα γκραφίτι της Ρώμης και της Πομπηίας μέχρι σήμερα, βλέπει κανείς συνθήματα στους τοίχους που φανερώνουν ποιά κοινότητα ποδοσφαιρικών οπαδών κυριαρχεί στη συνοικία αυτήν ή στην άλλη, παρομοίως δε συνέβαινε παλιότερα με πολιτικά κόμματα, τότε που είχαμε τα πράσινα και τα γαλάζια καφενεία, κ.ο.κ. Στις πόλεις της ύστερης αρχαιότητας, λογουχάρη στην Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, και αλλού, οι κοινότητες που συγκροτούνταν γύρω απ’ τις θρησκευτικές λατρείες (Εθνικοί, Χριστιανοί, Ιουδαίοι) ή την εθνική καταγωγή (Ρωμαίοι εναντίον Γότθων, για παράδειγμα), ή τους αθλητικούς συλλόγους του ιπποδρόμου που τους λέγαμε «Δήμους» (Πράσινοι και Βένετοι κυρίως) συγκρούονταν συχνά στο αστικό τοπίο διεκδικώντας η καθεμία για την ίδια την επικράτηση έναντι των άλλων. Πριν από έναν αιώνα, στην Αθήνα συγκρούονταν για την Καθαρεύουσα και τη Δημοτική και για τη μετάφραση των Ευαγγελίων στη δεύτερη, και η λίστα με παρόμοιες συγκρούσεις συναισθηματικών κοινοτήτων είναι μακρά για έναν ιστορικό των συναισθημάτων, όπως η ταπεινή μου μετριότητα.

Επιστρέφοντας σε γνωστό περιστατικό των ημερών μας, όπου πολιτευτής συγκεκριμένου κόμματος καταγράφηκε να επιτίθεται σε στέλεχος των ΜΑΤ, μου φαίνεται πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια συναισθηματική κοινότητα που συγκρότησε την ταυτότητά της και την επιτρεπτή ενδεχομένως συμπεριφορά της μέσα από μιαν ιστορική πορεία δεκαετίων παράνομης δράσης και συστηματικής δίωξης απ’ τον νόμο, καταστάσεις που βιωματικά τη συγκρότησαν σε κοινότητα με συγκεκριμένες αντιλήψεις απαξίωσης του κράτους που συντηρούσε και διαιώνιζε ως νόρμα ο νόμος του αστικού κοινοβουλευτισμού, είτε βασιλευόμενου είτε προεδρευόμενου.

Τα μέλη γενικότερα τέτοιων συναισθηματικών κοινοτήτων μοιράζονται τις ίδιες αντιλήψεις για τον εαυτό τους, για τον νοούμενο ως ιστορικό προορισμό ή την αποστολή της κοινότητάς τους, για την αξία της δράσης τους, για την απαξία της δράσης και της ίδιας ακόμα της ύπαρξης των αντιπάλων τους, αλλά και τις ίδιες αντιλήψεις για τη σύγκρουση με τον νόμο ως αναπόφευκτο εργαλείο επίτευξης των στόχων τους κάθε φορά που περιφρονώντας τον νόμο πιστεύουν πως υπηρετούν τις προτεραιότητες της κοινότητας.

Οι προτεραιότητες αυτές αποκτούν υπαρξιακό χαρακτήρα για κείνους, δηλαδή εάν δεν συμπεριφερθούν όπως η κοινότητα εγκρίνει και αναμένει, τότε μήτε η κοινότητα μήτε και οι ίδιοι βλέπουν τους εαυτούς τους ως άξια μέλη της, αλλά ως προδότες του συστήματος αξιών της, και δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους την ταυτότητα που λέγαμε. Εδώ να υπογραμμίσω πως η διαμόρφωση ταυτότητας και αυτοεικόνας βρίσκεται μέσα στον υπαρξιακό πυρήνα του ατόμου, και η διαδικασία διαμόρφωσης περιλαμβάνει μηχανισμούς αυτοπροσδιορισμού όσο καί ετεροπροσδιορισμού, δηλαδή μηχανισμούς με τους οποίους το άτομο καθορίζει την ταυτότητά του αυθόρμητα αλλά και μηχανισμούς με τους οποίους η κοινότητα καθορίζει την ταυτότητα του ατόμου, συμβάλλοντας ας πούμε στην οικοδόμηση του αξιακού του συστήματος, στην κοσμοθεώρησή του, και άλλα.

Η περιφρόνηση λογουχάρη απέναντι στον νόμο των «διεφθαρμένων αστικών πολιτευμάτων της αντίδρασης» δεν αρκεί να διατυπώνεται μονάχα σε θεωρητικό επίπεδο, γιατί οι ατέρμονοι θεωρητικοί διάλογοι είναι το προνομιακό πεδίο της στάσιμης μπουρζουαζίας κατά την (πτωχευμένη και θνήσκουσα) επαναστατική ιδεοληψία μιας αυτοαποκαλούμενης προόδου που τον περασμένο αιώνα απέτυχε να παραδώσει όσα υποσχέθηκε. Αυτή η περιφρόνηση οφείλει να εκδηλώνεται και έμπρακτα, με κάτι που αποκαλείται «αγώνες» απ’ τους ίδιους τους «αγωνιστές», προκειμένου στην οικονομία των δημόσιων χειρονομιών τους συμβολικού χαρακτήρα να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα του προσώπου και η σχέση σύνδεσής του με την κοινότητα που το έχει ενσωματώσει — και κυριότερα, η σχέση εξάρτησής του απ’ τη δογματική ορθοδοξία του «ιερατείου», η οποία του ενισχύει το συναίσθημα πως η ταυτότητα του διατηρεί την αξία της. Και τούτο είναι απαραίτητο, γιατί κανείς δεν αγωνίζεται για κάτι χωρίς να πιστεύει πως είναι ευγενές κι αγαθό και καθόλα άξιο.

Τέτοιου χαρακτήρα πράξη είναι η σύγκρουση με το όργανο που επιτηρεί την αστική ευταξία, πράξη που είναι ενδεχομένως δικαιολογημένη για τη συναισθηματική κοινότητα που διαμόρφωσε την ταυτότητα της μέσα από δεκαετίες δίωξης κι επιβεβλημένης παρανομίας κατά το επαναστατικό δόγμα της. Αυτό συμβαίνει γιατί το όργανο της τάξης έχει εγγραφεί κατά το ορθό δόγμα της κοινότητας μέσα στους προδότες της κοινωνικής τάξης του, επειδή θεωρείται πρόθυμος κι αυτόβουλος υπηρέτης προτεραιοτήτων που ταξικά δεν είναι δικές του αλλά προάγουν τους σκοπούς και τα συμφέροντα των προνομιούχων που ακόμα σφετερίζονται την εξουσία, η οποία πέπρωται να περάσει κάποια στιγμή στα χέρια του προλεταριάτου.

Ο ταξικός προδότης αντιμετωπίζεται μάλιστα με βαθύτερη απαξίωση και περιφρόνηση απ’ τον ίδιο τον προνομιούχο μπουρζουά, αν και πάνω στη στιγμή της σύγκρουσης η ένταση με την οποία εκδηλώνεται ο «αγώνας» εξαρτάται πλέον καί από συμπεριφορικά χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσης του ατόμου, το οποίο ενδεχομένως εντάχθηκε στη συναισθηματική αυτήν κοινότητα προκειμένου να πιστεύει πως υπηρετεί κάτι ανώτερο, ευγενέστερο, αξιότερο, και συλλογικότερο απ’ την απλά ιδιοτελή ροπή του προς τη βία. Ο συλλογικός χαρακτήρας μιας βίαιης σύγκρουσης με τον συνάνθρωπο που έχεις απέναντί σου τείνει να ξεπλένει σαν μέσα από μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ και να θεραπεύει την υποψία πως η βίαιη συμπεριφορά σου είναι απλά μια προσωπική σου ροπή, γιατί σου παρέχει τη δικαιολογία πως δεν συγκρούεσαι με τον συνάνθρωπο — πράξη συνήθως απαράδεκτη στο δυτικό κόσμο — αλλά πως αγωνίζεσαι (ευγενής σύλληψη ήδη απ’ τα ομηρικά χρόνια) εναντίον ενός εχθρού που σαν σκυλί υπηρετεί τον αφέντη του.

Πρόκειται για μια θέαση απανθρώπισης εκείνου που ονομάζεις αντίπαλο κι εχθρό, θέαση που επιτρέπει στη συνέχεια την αυτοσυγχώρεση της βίας μέσα στην ψυχή του δράστη, και καθιστά επιτρεπτή την άσκησή της με τη συλλογιστική του αναγκαίου κακού στον δρόμο για την πρόοδο. Παρόμοια απανθρώπιση του προσώπου προτού το εξοντώσουν διαπιστώνεται σε διάφορες ιστορικές εποχές καί σε διάφορες κοινωνίες, τόσο προβιομηχανικές όσο και νεοτερικές, όπου είτε η φυλετική οργάνωση, είτε ρατσιστικές ιδεοληψίες, είτε πολιτεύματα κολλεκτιβισμού, κ.ο.κ., υπέτασσαν το άτομο στην υπηρεσία μιας απρόσωπης συλλογικότητας που διακήρυσσε πως πραγμάτωνε ιστορικά πεπρωμένα, ή μιας προβαλλόμενης ως ευγενέστερης προτεραιότητας, και βάφτιζαν ως εχθρό όποιον αντιστεκόταν, δεν συμμορφωνόταν, ή απλά είχε διαφορετικές αντιλήψεις που δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτές.

Σκέφτομαι πως μπορείς να βγάλεις τις ταυτότητες απ’ την παρανομία, ας πούμε μ’ έναν νόμο, όμως είναι μια άλλη πρόκληση τις συμπεριφορές που η χρόνια παρανομία κατέστησε έκφραση αξιακού συστήματος, λογουχάρη την περιφρόνηση για την έννομη τάξη του αστικού καθεστώτος, να τις βγάλεις απ’ τις ταυτότητες των προσώπων που έμαθαν να βλέπουν τους εαυτούς τους μέσα απ’ τα μάτια της συναισθηματικής κοινότητας προς την οποία αισθάνονται πλέον αλληλέγγυοι και πιστοί.

Οι άνθρωποι συνηθίζουν στη μακρόχρονη συμπεριφορά και στα προβαλλόμενα ως ευγενή κίνητρά της. Οι κοσμοθεωρίες που τη δικαιολογούν καθίστανται για κείνους οι μόνες ορθές ερμηνείες της πραγματικότητας και του μονοδρομικού ιστορικού πεπρωμένου, κι ας είναι ενδεχομένως πλάνες. Μια τέτοια πλάνη είναι πως η κοινότητά σου βρίσκεται στο πλευρό του δικαίου μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία και πως οι θύραθεν της κοινότητας είναι ταξικοί εχθροί που τους αξίζει η σύγκρουση ακόμα και η βία, ενώ στους νόμους τους αξίζει η περιφρόνηση.