Με αφορμή τα γεγονότα στη Μινεάπολη

406

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

“Why should we love our enemies? The first reason is fairly obvious. Returning hate for hate multiplies hate, adding deeper darkness to a night already devoid of stars. Darkness cannot drive out darkness; only light can do that. Hate cannot drive out hate; only love can do that. Hate multiplies hate, violence multiplies violence, and toughness implies toughness in a descending spiral of destruction.” ~Rev. Dr. Martin Luther King Jr., “Strength to Love” (Harper & Row, 1963) p. 37

Αποδίδω στα ελληνικά: 

«Γιατί πρέπει ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας; Ο πρώτος λόγος είναι ολοφάνερος. Το ν’ απαντάς με μίσος στο μίσος πολλαπλασιάζει το μίσος, προσθέτοντας βαθύτερο σκοτάδι σε μια νύχτα που ήδη της λείπουν τ’ αστέρια. Το σκοτάδι δεν μπορεί να διώξει το σκοτάδι, μόνο το φως μπορεί να τον κάνει αυτό. Το μίσος δεν μπορεί να διώξει το μίσος, μόνο η αγάπη μπορεί να το κάνει αυτό. Το μίσος πολλαπλασιάζει το μίσος, η βία πολλαπλασιάζει τη βία, και η σκληρότητα υπαινίσσεται τον ρόλο της σκληρότητας στην καθοδική δίνη της καταστροφής.»

Το απόσπασμα προέρχεται από μια συλλογή κειμένων του Αιδεσιμότατου Δρος. Μάρτιν Λούθερ Κινγκ του Νεότερου, και για έναν ιστορικό των συναισθημάτων ειδικευμένο στα φαινόμενα της συλλογικής βίας μέσα στο αστικό πεδίο, όπως η αφανεστάτη μετριότητά μου, περιγράφει δυνατά συναισθήματα (αγάπη, μίσος, εχθρότητα) να κινούνται στο ίδιο σύμπαν με τα φαινόμενα βίας, που είναι μια εκδήλωση συμπεριφοράς, όπως και η σκληρότητα, ή ακόμα καλύτερα, η σκαιότητα, που οδηγεί στην καταστροφή, όπως προφήτεψε ο Νομπελίστας Δρ. Κινγκ, ο οποίος μιλώντας για το φως και το σκοτάδι θα είχε ασφαλώς στον νου του το Κατά Ιωάννην 1, 5: «καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν».

Αυτές τις μέρες, έπειτα απ’ την εννιάλεπτη, εν ψυχρώ φόνευση του Τζωρτζ Φλόυντ στη Μινεάπολη, οι ΗΠΑ βυθίστηκαν στην καθοδική δίνη της συλλογικής βίας μέσα στις πόλεις, το κατεξοχήν και θεμελιώδες τοπίο στο οποίο εκφράζεται πληρέστερα το κράτος του νόμου και η ταυτότητα ενός έθνους, αλλά και όπου ανταγωνίζονται οι κοινότητες η μία την άλλη για να κερδίσουν και ν’ αυξήσουν το εμβαδόν τους πάνω στον αστικό χώρο και στις αστικές λειτουργίες, διεκδικώντας τελικά την αναγνώριση πως συνιστούν αυθεντικές και γνήσιες νόρμες και όχι κοινότητες του αποκλεισμού και του περιθωρίου.

Ο βίαιος ανταγωνισμός των κοινοτήτων στο εσωτερικό των κοινωνιών του δυτικού μας κόσμου πάει πίσω στις αρχαϊκές ελληνικές πόλεις του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ., που είχαν φτάσει σε τέτοια αδιέξοδα κοινωνικού χαρακτήρα απ’ την οικονομική ανισότητα και τις θεσμικές στρεβλώσεις των πολιτικών συστημάτων τους, ώστε τελικά κοινή συναινέσει λαός και αριστοκράτες ολιγάρχες του πλούτου αποδέχτηκαν να παραδώσουν έκτακτες εξουσίες σε «νομοθέτες» ή «διαλλακτές» (μεσολαβητές δηλαδή) προκειμένου να νομοθετήσουν εκείνοι νέα πλαίσια λειτουργίας των θεσμών της πολιτείας, των παραγωγικών σχέσεων, και τελικά να φέρουν και την κοινωνική εξυγίανση: αυτοί έμειναν στην Ιστορία ως «Σοφοί», ακριβώς όπως και στα χρόνια μας συγκροτούνται «Επιτροπές Σοφών» για να εξετάσουν σοβαρά ζητήματα και να προτείνουν ορθές λύσεις. 

Ο Σόλων ο Αθηναίος (640-559 π.Χ.) ήταν ένας απ’ τους λεγόμενους «νομοθέτες» και «Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας». Κέρδισε την επιστοσύνη των συμπολιτών του γράφοντας γνωμικές ελεγείες, ποιήματα δηλαδή με σοβαρές τοποθετήσεις του πάνω σε σοβαρά ζητήματα, όπου σχολίαζε την πολιτική επικαιρότητα, την κρίση της πόλης του, την δικαιοσύνη, και φανέρωνε την αγάπη του για την πατρίδα που διαλυόταν απ’ την υπερχρέωση των πολιτών της στ’ αριστοκρατικά γένη που ’χαν βάλει χέρι σ’ όλον τον πλούτο της γης κι έτσι είχαν σκλαβώσει όλους τους υπόχρεους σ’ αυτούς. Εκείνα τα χρόνια, βλέπετε, τα ίδια πράγματα που σήμερα πραγματευόμαστε άτεχνα σε αρθρογραφία τα λέγανε περίτεχνα μέσα από γραμματειακά είδη που εμείς τα κρατάμε γι’ άλλες χρήσεις, ιδιωτικότερες και λυρικότερες. Όμως τότε δεν ματαιοπονούσαν αναζητώντας σαν να μην υπάρχει αύριο την ατομική ευτυχία κάνοντας αρωματοθεραπεία και ζεν διαλογισμό δίπλα σ’ ενεργειακούς κρυστάλλους όταν ο Κρόνος βρίσκεται σε σύνοδο με την Αφροδίτη, αλλά την συλλογική ευδαιμονία μέσα απ’ την ενεργή συμμετοχή τους στον Δήμο, μέσα απ’ το ευμενές πνεύμα (ευ + δαίμων) που θα κουβαλούσε μέσα του ο χρήσιμος πολίτης, και που αντί για θεότητα, όπως στις ανατολικές, μυστηριακές θρησκείες της εποχής, και αργότερα στη διονυσιακή λατρεία του βακχικού ενθουσιασμού (εν + θεός) στον ελληνικό κόσμο ήταν κάτι πολύ πιο πραγματιστικό και προσγειωμένο, αν και μεταφυσικό χωρίς να είναι εξωκοσμικό, παραμένοντας υπερβατικό γιατί ξεπερνούσε το ατομικό, και αυτό ήταν το πνεύμα του συνανήκειν στο σύνολο του Δήμου, στη συλλογικότητα της πόλεως.

Λαός κι ευγενείς ολιγάρχες του πλούτου της αρχαϊκής Αττικής σκοτώνονταν μεταξύ τους σε χαοτικές και σε υποκινούμενες ταραχές που ερήμωναν τα πάντα-όλα μέσ’ απ’ τον κοινωνικό εμφύλιο, και τελικά συναίνεσαν από κοινού να δώσουν έκτακτες εξουσίες νομοθέτησης το 594/3 π.Χ. στον Σόλωνα. Εκείνος διέθετε μια πολύ σαφή και διά τούτο σοφή εικόνα για το δημόσιο κακό, κι έτσι αντίθετα με τον τραγικά ανίκανο Δράκοντα που απλά πρότεινε μέτρα δρακόντειων τιμωριών που καμία λύση δεν έδωσαν—όπως είναι η πρώτη και τελευταία καταφυγή ανίκανων και βλαβερών ανθρώπων με τάσεις τυραννίας—ο Σόλων γνώριζε πως: 

«οὕτω δημόσιον κακόν ἔρχεται οἴκαδ’ ἑκάστῳ
αὔλειοι δ’ ἐτ’ ἔχειν οὐκ ἐθέλουσι θύραι,
ὑψηλὸν δ’ ὑπὲρ ἕρκος ὑπέρθορεν, εὗρε δὲ πάντως,
εἰ καὶ τις φεύγων ἐν μυχῷ ᾖ θαλάμου» (ελεγεία «Ευνομίη»)

Δηλαδή «το κακό της πολιτείας ορμάει στο σπίτι του καθενός, και οι αυλόπορτες να το κρατήσουν δεν μπορούν, γιατί πηδά πάνω από τη μάντρα, και βρίσκει ακόμα κι εκείνον που ’χει κρυφτεί στην πιο βαθιά του κάμαρη». Και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, όπως έλεγε ο κρητικός παππούς μου, ο Στυλιανός, πάλι θα σε βρει.

Τα γράφω αυτά γιατί είδα ένα βίντεο απ’ τη Μινεάπολη, όπου σπαράζει ένας αφροαμερικάνος προς τους αφροαμερικάνους πλιατσικολόγους και εξεγερμένους που του έκαψαν την επιχείρηση: «εγώ την έφτιαξα με τα χέρια μου, κι εγώ από το γκέτο βγήκα σαν κι εσάς, προσπάθησα κάτι να κατορθώσω κι εγώ, γιατί μου το σπάσατε, γιατί δεν το καταλαβαίνετε;» Ο δύστυχος άνθρωπος πιστεύει πως είναι σαν κι εκείνους, πως ανήκει στην ίδια κοινότητα με κείνους που τον έβλαψαν, επειδή βγήκε κάποτε κι ο ίδιος απ’ το γκέτο, όμως ακολούθησε το αμερικάνικο όνειρο, που μοιάζει να είναι πράγματι όνειρο, γιατί μόνο όταν κοιμάται κάνεις μπορεί να το δει, να το ζήσει, και να το πιστέψει. Σε μια κοινωνία που πάσχει συνολικά, όπως η Αθήνα των αρχαϊκών χρόνων, είναι πλάνη του φιλότιμου και δουλευταρά ιδιώτη πως κάποιας λογής ασυλία θα τονε προστατεύσει απ’ την τυφλή ορμητικότητα του δημόσιου κακού, when an unstoppable force meets an immovable object. 

Κατά το παρελθόν, σε μια ραδιοφωνική μας κουβέντα με τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο είχαμε ακροθιγώς αναφερθεί στην πτώση των αυτοκρατοριών, αλλά ποτέ μας δεν φτάσαμε στα ουσιώδη, γιατί τί να πρωτοπεί κανείς σε τέσσερα λεπτά; Ενώ εάν είχαμε σαράντα; 

Η Ρώμη ήταν μια τέτοια αυτοκρατορία που ένα τμήμα της έπεσε κι ένα τροποποιήθηκε κι επιβίωσε για άλλα χίλια χρόνια. Στην εποχή που αποκαλούμε Ύστερη Αρχαιότητα—ονοματοδοσία που οφείλουμε στον Πήτερ Μπράουν—μια τέλεια καταιγίδα από δυσμενείς παράγοντες συνέβαλαν σε μετασχηματισμούς και στην εμφάνιση αναπόδραστων δινών που ολοένα και προδιέγραφαν το τέλος της τέως πανίσχυρης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: η Μεγάλη Μετανάστευση των Λαών που η Ρώμη αδυνατούσε να συγκρατήσει και να ελέγξει, παρά την ασύγκριτη αφομοιωτική της επιρροή που για ένα διάστημα λειτούργησε μέχρι που πια δεν μπορούσε άλλο, η ανεπάρκεια του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας της που απαιτούσε την ανεξάντλητη εισροή δούλων αιχμωλώτων απ’ τους πολέμους—δείτε πώς η γλώσσα διασώζει ψηφίδες των συναισθημάτων του παρελθόντος: σήμερα στα ιταλικά ο κακός λέγεται cattivo, δηλαδή αιχμάλωτος (λατ. captivus), γιατί οι αιχμάλωτοι μισούσαν τους Ρωμαίους, αλλά και όντες παγανιστές θεωρούνταν captivi diaboli, δηλαδή αιχμάλωτοι του διαβόλου που ακόμα δεν τους είχε απελευθερώσει η χριστιανική πίστη—και η αύξηση των περιστατικών διακοινοτικής βίας μέσα στο αστικό τοπίο, που δεν ήταν μικρή λεπτομέρεια, καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα δίκτυο αστικής οικονομίας που ονομαζόταν αυτάρεσκα «Οικουμένη», η κατοικημένη γη.

Ποιά λεπτή κόκκινη γραμμή τα συνδέει όλ’ αυτά μεταξύ τους: την Μινεάπολη του σήμερα, την Αθήνα του Σόλωνα, τη Ρώμη των όχλων που ζούσαν με αιγυπτιακό άρτο και θεάματα στο Κολοσσαίο των Φλαβίων ειδάλλως εξεγείρονταν, την Αντιόχεια του 387 με το σπάσιμο των ανδριάντων του Θεοδοσίου Α΄, τη Θεσσαλονίκη της Σφαγής του 390, την Αλεξάνδρεια της φόνευσης της Υπατίας και του καψίματος του Σεραπείου των Εθνικών, την Κωνσταντινούπολη της Στάσης του Νίκα; Η γραμμή αυτή είναι η συμμετοχή των ανθρώπων των πόλεων σε συλλογικές εκδηλώσεις βίας μέσα στον ίδιο χώρο όπου ζουν και όπου αναγνωρίζουν τα συστατικά των ταυτοτήτων τους. Οι ταυτότητες αυτές αποκτούν νόημα και περιεχόμενο, οικοδομούνται, και στη συνέχεια συμβάλλουν ως συγκολλητική ουσία στην οικοδόμηση κοινοτήτων που αναπτύσσουν μιαν ολόκληρη οικονομία συναισθημάτων και σχέσεων μεταξύ των μελών τους και μεταξύ των ανταγωνιστικών κοινοτήτων που επίσης οικοδομήθηκαν παράλληλα μέσα στον ίδιο χώρο.

Οι κοινότητες πάντοτε συγκροτούνται συγκολλητικά προς το εσωτερικό τους και περιχαρακωτικά προς το εξωτερικό τους, διεκδικώντας με την επιβολή της παρουσίας και της δράσης τους μέσα στο αστικό τοπίο την θέση τους ως αυθεντικής και γνήσιας νόρμας, ειδικά οι κοινότητες όσων ειδάλλως δεν θα διέθεταν φωνή ικανή ν’ ακουστεί. Συχνά, όμως, καταλήγουν να εκδηλώνουν τη βούλησή τους με τους τρόπους της βίας που ως μεμονωμένα άτομα έχουν βιώσει και τα ίδια επάνω τους απ’ την κατεξοχήν κοινότητα της νόρμας, στα χέρια της οποίας ανήκει παραδοσιακά το μονοπώλιο της βίας, ακριβώς διότι το σπάσιμο του μονοπωλίου της βίας αποσκοπεί στο σπάσιμο του μονοπωλίου της ταυτότητας της νόρμας, ακριβώς διότι οι αναδυόμενες κοινότητες θέλουν ν’ ανατρέψουν την κρατούσα προκειμένου να της μοιάσουν μιμούμενες όλα τα σφάλματα που την έφεραν στ’ αδιέξοδά της. Τί έκαναν οι Οστρογότθοι όταν κατέλυσαν οριστικά τη Ρώμη; Ντύθηκαν Ρωμαίοι και περιβλήθηκαν τους τίτλους των πατρικίων της. 

Ειδικά για τα φαινόμενα μαζικής βίας, η συμμετοχή στην κοινότητα των προσώπων που δρώντας συλλογικά παράγουν βία μέσα στο αστικό τοπίο οικοδομεί ταυτότητες που γύρω τους συγκροτούνται αυθόρμητα συναισθηματικές κοινότητες, δηλαδή κοινότητες προσώπων που μοιράζονται τις ίδιες αντιλήψεις σχετικά με την εκδήλωση των συναισθημάτων οργής, αγανάκτησης, μίσους, εχθρότητας, κ.ο.κ. που φαίνονται να κινητροδοτούν τη βία, όπως περιέγραψε στο παράθεμα ο Δρ. Κινγκ.

Οι κοινότητες αυτές συγκροτούνται και διαλύονται γύρω απ’ τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις της βίας, οι ταυτότητές τους όμως παραμένουν ριζωμένες μέσα στα μέλη τους και μετά την διάλυση της συναισθηματικής κοινότητας, γιατί οι ταυτότητες αυτές οικοδομήθηκαν, τροφοδοτήθηκαν, κι ενισχύθηκαν μέσα απ’ την πολύ διαμορφωτική για κείνους εμπειρία της άσκησης βίας ως μέσου επιβολής της συλλογικής βούλησης, στο εσωτερικό της οποίας έσβησε η ασημαντότητα της ατομικής και διά τούτο ασθενούς βούλησής τους, απορροφημένη μέσα στην πολλαπλασιασμένη (λέξη που χρησιμοποιεί και ο Δρ. Κινγκ στο παράθεμα) και ισχυρότερη κοινοτική συλλογικότητα, η οποία δύναται να γεννήσει πραγματικότητες γύρω της εκεί που το μεμονωμέο άτομο αισθάνεται πως αδυνατεί. Είναι μια στρέβλωση εκείνου που έλεγα νωρίτερα για το πώς το άτομο αφομοιώνεται μέσα στον Δήμο κι αισθάνεται πως βρίσκει την ευδαιμονία, πως εμφορείται πλέον από ένα πνεύμα που υπερβαίνει την ατομικότητά του, και δίνει νόημα στην ύπαρξη και στη δράση του.

Η συμμετοχή στην κοινότητα και στις δράσεις της επιτρέπει στο άτομο να πιστέψει πως έχει ξαναπάρει τον χαμένο έλεγχο του πεπρωμένου του στα χέρια του με τρόπο συλλογικά αποδεκτό και θετικά νοηματοδοτημένο από κάτι ανώτερο απ’ το ίδιο το άτομο στην υπηρεσία μιας ευγενούς προτεραιότητας που το υπερβαίνει σε σημασία, κι αυτή είναι μια ταυτότητα που, όταν γεννηθεί, επισκιάζει τις άλλες διδαγμένες ταυτότητες της ευπείθειας απέναντι στην ευταξία που όρισε μια απρόσωπη εξουσία στο μαρμάρινο ανάκτορό της, η οποία φαίνεται να υπηρετεί τις δικές της προτεραιότητες. 

Στις μέρες μας, ο διαρκής κοινωνικός αποκλεισμός που συντηρείται απ’ την οικονομία σχέσεων ανισότητας, οι οποίες γιγαντώθηκαν απ’ το 2000 κι εξής στις ΗΠΑ, συνάμα με την πρόσφατη πρώτη φάση της αποτυχημένης αντίδρασης στην πανδημία, που οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και φτωχοποίηση, έφερε πολύ κόσμο μπροστά στην πραγματικότητα πως απώλεσαν τον έλεγχο της ζωής τους, και αυτό είναι ένα συναίσθημα που κάποτε θ’ αναζητήσει διέξοδο κι εκδήλωση. Όπως άρχισε να κάνει.

Συνδυασμένο με την πάγια τυπολογία των άλλοτε αυθόρμητων κι άλλοτε υποβολιμαίων συλλογικών αντιδράσεων που συνιστούν εδώ και δεκαετίες το αμερικάνικο paradigm φυλοκοινοτικής βίας μέσα στον αστικό χώρο, το αποτέλεσμα συμβλήθηκε σ’ ένα εφιαλτικό σενάριο για την υπερδύναμη: μια θανατηφόρος πανδημία που προήλθε απ’ τον κατεξοχήν οικονομικό ανταγωνιστή της, την Κίνα, μια διεθνής αμφισβήτηση των πρωτείων των ΗΠΑ σε όλες τις γωνίες του πλανήτη, μια ξαφνική ύφεση που διέλυσε το στηριγμένο σε γυάλινα πόδια ολόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης της προεδρίας Τραμπ, μια ανεργία που ξεπέρασε οτιδήποτε είχαμε δει τις τελευταίες δεκαετίες πλήττοντας τους μικρομεσαίους που ζουν paycheck-to-paycheck, μια δικομματική διοίκηση που τρομπάρει αέρα στις φλόγες του διχασμού απ’τη δεκαετία του ’90 παραμένοντας απρόθυμη να εγκύψει πάνω στα προβλήματα των φτωχών που πλήθυναν έκτοτε, ένα απολύτως σκολιό σύστημα απονομής δικαιοσύνης που πάντοτε απαλλάσσει των κατηγοριών τους αστυνομικούς που σκοτώνουν αθώους αφροαμερικάνους στους δρόμους, και ένας πρόεδρος που αντίθετα με τον Σόλωνα δεν διαθέτει σαφή και σοφή αντίληψη των προβλημάτων της κοινωνίας που τον εμπιστεύθηκε να την κυβερνήσει.

Η συμμετοχή, όμως, στις συλλογικές εκδηλώσεις αστικής βίας δεν θεμελιώνει παρά εφήμερες συναισθηματικές κοινότητες, παρά την περιοδικότητα των φαινομένων κάθε φορά που παρέχονται ανάλογες αφορμές. Τούτο φανερώνεται όταν μετά τη διάλυση της συναισθηματικής κοινότητας της βίας η πλειονότητα των μελών της επανέρχεται συμπεριφορικά στην άφωνη, ασυμμετοχική της αφάνεια, όπως είχαν συνηθίσει νωρίτερα. Και τούτο, λοιπόν, θα περάσει, και το βαθύ κράτος των ΗΠΑ θα επανέλθει στην αυτάρεσκη κανονικότητά του—δεν υπάρχει πιο δυσοίωνη φράση απ’ την «επιστροφή στην κανονικότητα» σ’ έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται, διότι η παρελθούσα κανονικότητα είναι πάντοτε μια συνταγή αποτυχίας—και η αυτοκρατορία θα εξακολουθήσει να περιδινίζεται μέχρι που δεν θα υπάρχει πια, είτε γιατί θα ’χει πέσει είτε γιατί θα ’χει μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο, εάν θέλει να επιζήσει γι’ άλλα χίλια χρόνια.

Όσον αφορά την πατρίδα μας, πρέπει ν’ αναρωτηθούμε επιτέλους στα σοβαρά: σε ποιά πράγματα άραγε εμείς εδώ οι ελληνόφωνοι φανερωνόμαστε απόγονοι εκείνων των Ελλήνων του αρχαίου τόπου μας που έδιναν ρηξικέλευθες λύσεις στα υπαρξιακά προβλήματα των κοινωνιών τους; Συμμεριζόμαστε τις πολύ σοφές συλλήψεις τους για το δημόσιο καλό και για την ευνομία, αντιλήψεις ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα; Ή μήπως κοιτώντας τη δουλίτσα μας ιδιωτεύουμε κατά το παραδειγμα όσων αιφνιδιάζονται όταν αναπόφευκτα έρχεται να τους εξοντώσει το δημόσιο κακό που τυφλά σπάει τα πάντα, ερημώνοντας το βιος δικαίων και αδίκων αδιακρίτως;

Σύντομα θα εισέλθουμε κι εμείς σε μια δίνη, και σ’ έναν κόσμο που μετασχηματίζεται γύρω μας, για ν’ ανταποκριθεί στις οξυμένες προκλήσεις. Τί λύσεις θα δώσουμε αντιμέτωποι με τα προβλήματα που η γειτονιά μας αντιμετώπισε τελευταία φορά όλα μαζί συγκεντρωμένα στην Ύστερη Αρχαιότητα;