Ο STEFANOS GERAKARIS και η μαύρη τρύπα του ελληνισμού

404

Ω γνωστόν, ο υψηλός νέκυς της τελευταίας εβδομάδος, Στήβεν Χώκινγκ, δεν ήταν Βρετανός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Στέφανος Γερακάρης και κρατούσε από φημισμένο σόι της Ηπείρου, που ταξίδεψε το φλογοβόλο ελληνικό πνεύμα στα πέρατα της οικουμένης. Ναι, το διαβάσαμε κι αυτό στις σελίδες του εθνολαϊκιστικού διαδικτύου, που ανθεί υπό συνθήκες έντασης με την Τουρκία και τροφοδοτεί με απάτη κι αυταπάτη τον εξαθλιωμένο, πρώην αγανακτισμένο και μετανοιωμένο ψηφοφόρο των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. 

Πολύ συγκινήθηκε ο Έλληνας από τον θάνατο του Χώκινγκ, η αλήθεια. Χαμός στα social media. Σε μια χώρα όπου η μετακίνηση με αναπηρικό αμαξίδιο είναι σχεδόν αδύνατη, κλαίμε γοερά (τσιτάροντας ό,τι να’ναι) έναν λαμπρό επιστήμονα που συμβόλισε, μεταξύ άλλων, τη νίκη του πνεύματος επί του σώματος. Σχεδόν τον αγιοκατατάξαμε κιόλας, επιχειρώντας να πείσουμε ότι ο άθεος Χώκινγκ, δεν μπορεί, κάπου είχε αφήσει ανοιχτό το παράθυρο μιας κρυφής ομολογίας πίστεως εναρμονισμένης με τα ιερά νάματα της ορθοδοξίας.

Λέει πολλά για τον συλλογικό μας ψυχισμό  το γεγονός ότι από αστροφυσική έχουμε μεσάνυχτα, τα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα έχουν καταντήσει στάβλοι βίας και παρακμής, η κοινωνική μας παιδεία βαθμολογείται χαριστικά με μονάδα (μόνο το όνομα πάνω στην κόλλα), ΑΛΛΑ, όταν πεθαίνει κάποιος που ενσάρκωσε τις ακριβώς αντίθετες επιλογές από εκείνες που κάνουμε, ή ανεχόμαστε, τον θρηνούμε μεγαλόστομα λες και μας ανέφερε στη βιβλιογραφία του διδακτορικού του.

Εδώ που τα λέμε, εδώ είναι το θέμα. Για κάποιο λόγο, που μάλλον έχει να κάνει με την αμορφωσιά και την ταυτόχρονη υπεροψία μας (και η οποία προκύπτει εν πολλοίς από το γεγονός ότι μεταχειριζόμαστε ακόμα ξέφτια του γλωσσικού υπερεργαλείου που χρησιμοποιούσαν οι φερόμενοι ως «αρχαίοι ημών πρόγονοι»), θεωρούμε ότι η γνώση παντός του επιστητού είναι μέσα μας κάτι το γκεστάλτ, το σχεδόν εγχάρακτο. Έτσι, ο μέσος νεοέλληνας πιστεύει ότι μπορεί να συλλαμβάνει αναλυτικά κάθε λογής σύνθετη επιστημονική έννοια και να τοποθετείται επ’αυτής δικαιωματικά.

Δυστυχώς, η γλώσσα μιλάει από μόνη της. Ξεκινώντας από την πασοκική ισοπέδωση της μεταγραφής ξένων λέξεων – κυρίως των λατινογενών – στο ελληνικό αλφάβητο, προδίδει τα σκοτάδια μας. «Στίβεν», σου λέει ο νέος κανόνας, ισοπεδώνοντας το ότι το πρώτο e στο Steven προκύπτει από το δικό μας έψιλον, που μεταγράφεται ως ήτα, όπως θά’πρεπε και στις καταλήξεις των ταλαίπωρων, πια, ονομάτων μας – πχ Socrates, όχι Sokratis! «Χόκινγκ», συνεχίζει ο βούρδουλας, καταργώντας την ύπαρξη μακρών φωνηέντων που διαβάζονται-ακούγονται αλλιώς σε τόσες άλλες γλώσσες εκτός από τη δική μας, όπου το «hoc» και το «hawk» τσουβαλιάζονται πλέον σε ένα «χοκ», άσχετα αν η δεύτερη περίπτωση θέλει ω-μέγα καραμπινάτο.

Κατά τα άλλα, σου λέει ο ELLHNAS, «εγώ ειμί το φως του κόσμου» – κι ας μη μπορώ να κλίνω ένα τριτόκλιτο, ή να σκαρώσω μια μετοχή παρακειμένου. Άντε να του πεις, πολλώ δε μάλλον να καταλάβει, ότι οι βραχονησίδες χάνονται χέρι-χέρι με τις λέξεις.