Το σημαντικότερο ιστορικό κειμήλιο των Ελλήνων της Ουκρανίας, το διάταγμα δηλαδή της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης για την (υποχρεωτική) μετοίκησή τους από την Κριμαία στη σημερινή Μαριούπολη, εξαφανίστηκε μετά την κατάληψη της πόλης από τα ρωσικά στρατεύματα και τον βομβαρδισμό του μουσείου όπου φυλασσόταν. «Το έγγραφο ίσως να κάηκε, γιατί βρισκόταν στην υπόγεια κρύπτη με τα σημαντικότερα εκθέματα που πήραν φωτιά. Υπάρχει όμως περίπτωση κάποιος να το πήρε και να το μετέφερε σε ασφαλές μέρος, για να το επιστρέψει αφού τελειώσει ο πόλεμος. Πιθανόν, όμως, και να “μεταφέρθηκε” στη Ρωσία…» λένε οι άνθρωποι του μουσείου.
Ο νυν (προσωρινός) διευθυντής του Μουσείου Τοπικής Ιστορίας της Μαριούπολης όπου φυλασσόταν το κειμήλιο, Αλεξάντρ Γκορέ, ερωτηθείς σε τηλεφωνική του επικοινωνία με την «Κ» επιβεβαίωσε ότι το διάταγμα της Αικατερίνης προς τους Eλληνες της Κριμαίας, γραμμένο στη ρωσική και στην ελληνική γλώσσα, χάθηκε από το μουσείο όπου βρισκόταν ως έκθεμα. «Χάθηκαν τα ίχνη του σπουδαιότερου εκθέματος – θησαυρού του μουσείου μας», τονίζει. «Oταν οι Ελληνες, εξόριστοι στην ουσία από το Χανάτο (αυτόνομη περιοχή) της Κριμαίας, έφτασαν στην Αζοφική, “αφήνοντας” τη χερσόνησο στους Τατάρους, μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1791) έλαβαν, τον Μάιο του 1779, το επίσημο έγγραφο από τη Μεγάλη Αικατερίνη που τους εξασφάλιζε την εθελοντική μετοίκηση και εγκατάσταση στον άγνωστό τους τόπο, στις άγονες ακτές της Αζοφικής Θάλασσας».
Σύμφωνα με τον κ. Γκορέ, το Διάταγμα για «όλους τους εν Κριμαία χριστιανούς» περιγράφει λεπτομερώς όλα τα προνόμια που παραχωρούνταν δι’ αυτού στους Ελληνες από την αυτοκρατορική καθέδρα στην «Αγία Πετρούπολη». Οπως αναφέρεται, οι Ελληνες μπορούσαν να απολαμβάνουν εκτός από θρησκευτική ελευθερία και «πνευματική διοίκηση υπό τον πανιερότατο μητροπολίτη Ιγνάτιο», την «ελεύθερη άσκηση εμπορίου εκτός και εντός της επικράτειας», όπως επίσης και το δικαίωμα να κατασκευάζουν εμπορικά πλοία και να λειτουργούν μηχανουργεία, να ανοικοδομούν κ.λπ. Το διάταγμα όριζε ότι «οι πόλεις Αικατερινοσλάβ (σημερινό Ντνίπερ) και Μαριανόπολ της Αζοφίου θαλάσσης» θα είναι εκείνες που θα κατοικηθούν από τους «από Κριμαίας αποίκους», αναφέρει ο Αλεξάντρ Γκορέ και συνεχίζει: «Το έγγραφο αυτό ήταν όχι μόνο επίσημο ντοκουμέντο αλλά έργο τέχνης, στη φιλοτέχνηση του οποίου συνέβαλαν γνωστοί ζωγράφοι και γραφίστες της εποχής. Με αυτόν τον τρόπο η τσαρίνα ήθελε να υπογραμμίσει την απόλυτη και αιώνια ισχύ του εγγράφου. Το διάταγμα επιβεβαίωνε όχι μόνο την παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή, αλλά και το γεγονός ότι ήταν η πρώτη εθνική ομάδα που εγκαταστάθηκε στα παράλια εκείνα της Αζοφικής».
Βόμβες στο μουσείο
Τώρα που οι βόμβες των Ρώσων μετέτρεψαν σε ερείπιο το μουσείο κανείς(;) δεν ξέρει τι απέγινε το διάταγμα της τσαρίνας. Αν δεν έχει καεί δεν αποκλείεται να εμφανιστεί αργότερα σε κάποιο παζάρι ή μουσείο στη Μόσχα και ακόμη χειρότερα στη συλλογή κάποιου Ρώσου μεγιστάνα. Η πρώην διευθύντρια του Μουσείου Τοπικής Ιστορίας της Μαριούπολης, Ολγα Τσαπλίνσκαγια, μας είπε: «Το διάταγμα ήταν ένα από τα βασικά εκθέματα του μουσείου μας και πιστοποιούσε την ελληνικότητα της περιοχής της Αζοφικής. Πάντως, όταν μάθαμε ότι χάθηκε, οι πρώην και νυν υπάλληλοι του μουσείου υποστήκαμε σοκ. Μετά τους βομβαρδισμούς και την καταστροφή της Μαριούπολης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οι πολίτες έγραψαν ότι “Τα μουσειακά εκθέματα κάνουν βόλτα στους δρόμους της Μαριούπολης”».
Οι διωγμοί
Το ιστορικό ντοκουμέντο τέθηκε αρχικά υπό τη φύλαξη του Ελληνικού Δικαστηρίου – ένα όργανο διοίκησης της ελληνικής κοινότητας που αφορούσε όχι μόνο την πόλη της Μαριούπολης αλλά και τα πέριξ αυτής είκοσι ελληνικά χωριά. Το δικαστήριο αυτό υπήρχε μέχρι το 1860 –ογδόντα ένα χρόνια–, ως βασικό όργανο διοίκησης και διαχείρισης των υποθέσεων της ελληνικής κοινότητας. Οι Ελληνες φύλασσαν το ιστορικό ντοκουμέντο στην εκκλησία τους στη Μαριούπολη θέτοντάς το υπό την «προστασία της Παναγίας». Οταν όμως ενέσκηψε ο εφιάλτης “Μεγάλου Τρόμου”, οι Ελληνες βρέθηκαν και αυτοί υπό τον απηνή διωγμό του Στάλιν. Μέσα σε ένα χρόνο (1937-1938) εκτοπίστηκαν ως «εχθροί του λαού» 3.628 Ελληνες εκ των οποίων εκτελέστηκαν οι 3.470! Ο,τι είχε σχέση με τα «άγια των αγίων» τους και την εθνική τους υπόσταση τέθηκε στο στόχαστρο των σταλινικών μηχανισμών καταστολής (NKVD): εκκλησίες και σχολεία καταστράφηκαν, βιβλία και περιοδικά ερρίφθησαν στην πυρά, πολιτιστικές δραστηριότητες, ακόμη και παραδοσιακά πανηγύρια, απαγορεύτηκαν. Διαισθανόμενοι τον κίνδυνο καταστροφής ή και αρπαγής του επίσημου αυτοκρατορικού εγγράφου που κατοχύρωνε(;) την παρουσία τους στις νέες εστίες, οι Ελληνες φυγάδευσαν το κειμήλιο προτού οι υπηρεσίες του Στάλιν γκρεμίσουν την εκκλησία και το έκρυψαν σε ασφαλές μέρος για να το εμφανίσουν πολύ μετά τον πόλεμο στο Μουσείο Τοπικής Ιστορίας της Μαριούπουλης, ως το κορυφαίο του έκθεμα.