Όπως αναλυτικά πραγματεύθηκε ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος (εδώ), γεννά απορίες το γεγονός πως η ίδια χειρονομία δεν τάραξε κανέναν στην EBU, που διοργανώνει τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision, όταν την σχημάτισε η τραγουδίστρια Ελένη Φουρέιρα.
Το κλειδί της υπόθεσης βρίσκεται στην αρένα εντός της οποίας ένα ακροατήριο, διαφορετικό σε καθεμία περίπτωση, παρακολουθεί κι αποκωδικοποιεί τις δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα.
Κάθε ακροατήριο συνιστά μια συναισθηματική κοινότητα που συγκροτείται και διαλύεται αυθορμήτως γύρω από κάτι που συμβαίνει μπροστά στα μάτια του, και της οποίας τα μέλη που τη συνθέτουν μοιράζονται τις ίδιες πάνω κάτω αντιλήψεις για το τί είναι παραδεκτό κι απαράδεκτο, καλό ή κακό, άξιο ή ανάξιο, κ.ο.κ., όπως και για το πώς οφείλουν στην συνέχεια να εκφράζουν δημοσίως τα συναισθήματά τους απέναντι σ’ ό,τι παρακολουθούν να συμβαίνει.
Οι δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα που ’ναι δυνατόν να προκαλέσουν συναισθήματα οργής κι αγανάκτησης σ’ ένα ακροατήριο, κι έτσι να το ωθήσουν στην έκρηξη συλλογικής δημόσιας βίας, δεν ειν’ απαραίτητο να ερμηνευθούν ως άξιες τέτοιας αντίδρασης από ’να άλλο ακροατήριο.
Τούτο φαίνεται πως δεν διέλαθε την προσοχή της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, που παίρνει στα σοβαρά κάτι τέτοια, κι η οποία στα δικά μου μάτια βρέθηκε ενώπιον μιας κρίσης παρόμοιας με κείνες που θορυβούσαν κατά καιρούς τις Αρχές της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Θεσσαλονίκης, και της Αντιόχειας στη ύστερη αρχαιότητα, κάθε φορά δηλαδή που έβλεπαν φίλαθλους όχλους του οικείου ιπποδρόμου να ξεχύνονται κατόπιν στους δρόμους της πόλης τους ρημάζοντας τα πάντα έπειτ’ από κάποιο περιστατικό που πυροδοτούσε την έκρηξη δημόσιας βίας. Γενικά ο πονοκέφαλος κάθε σώφρονος άρχοντος ήταν πώς να διαχειριστεί το ενδεχόμενο ένα πλήθος να συγκεντρωθεί σε μιαν αρένα και στη συνέχεια να εκτραπεί σ’ επεισόδια χωρίς πάντοτε να υπάρχει αφορμή σχετιζόμενη με το αθλητικό αγώνισμα.
Το 387 ο λαός της Αντιόχειας τσάκισε τους ανδριάντες του αυτοκράτορα Θεοδοσίου μ’ αφορμή φορολογικά ζητήματα, ενώ τρία χρόνια αργότερα, το 390, οι Θεσσαλονικείς στασίασαν έπειτ’ απ’ την απόφαση του Γότθου φρουράρχου Βουθερίχου να φυλακίσει έναν δημοφιλή αρματηλάτη, παρεμβαίνοντας έτσι στα πεπρωμένα των ιπποδρομιών που πλησίαζαν αλλά και στον στοιχηματισμό των φιλάθλων, ίσως όμως και διότι οι Ρωμαίοι δυσφορούσαν με τους Γότθους της φρουράς της πόλης, τους οποίους οι ίδιοι ήσαν υποχρεωμένοι να συντηρούν—μόλις δώδεκα έτη μετά την φονικότατη ρωμαϊκή ήττα στη Μάχη της Αδριανούπολης απ’ τους Γότθους.
Απέναντι στους μεν Αντιοχείς ο Θεοδόσιος έδειξε επιείκεια—και σε τούτο συνέβαλαν η πρεσβεία του γηραιού Επισκόπου Φλαβιανού Αντιοχείας, η άλλη του εθνικού ρήτορα Λιβανίου, όσο κι οι είκοσι μία «Εις τους Ανδριάντας» ομιλίες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου—τους δε Θεσσαλονικείς έριξε όμως στα ξίφη του στρατού του, φονεύοντας επτά ή δεκατέσσερις χιλιάδες εξ αυτών, γιατί έως πότε άλλωστ’ ένας πολεμιστής Ρωμαίος αυτοκράτωρ να συγχωρεί;
Οι δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα εκδηλώνονται απ’ τα δημόσια πρόσωπα ακριβώς ώστε το περιεχόμενό τους να αποκωδικοποιηθεί απ’ το στοχευμένο ακροατήριό τους, κι έτσι ν’ αποκτήσει ειδικό νόημα που θα ’χει επίδραση στη συμπεριφορά του τελευταίου—γι’ αυτό άλλωστε σήμερα μιλάμε και για «influencers». Αυτό άλλωστε το χαρακτηριστικό είναι που ωθεί τα δημόσια πρόσωπα, τα πρόσωπα δημόσιας προβολής κι αναγνώρισης δηλαδή, να επιδιώκουν τη διατήρηση της προβεβλημένης θέσης τους μέσα σε μια κοινότητα ανθρώπων.
Κι ειν’ ωφέλιμο να το θυμόμαστε: το γεγονός δηλαδή πως η προβεβλημένη θέση είναι μια μορφή εξουσίας που διατηρείται μονάχα με την συνειδητή κι άοκνη προσπάθεια εκείνου που την κατέχει, διότι ο συμβολικός διάλογος των χειρονομιών μ’ ένα ακροατήριο αποσκοπεί στην τελική ανάλυση στην επιβεβαίωση και στην ενίσχυση των ρόλων «δημοσίου προσώπου» απ’ την μια μεριά και «ακροατηρίου» απ’ την άλλη, πομπού και δέκτη αντίστοιχα, ή άρχοντα κι αρχόμενου.
Ιδιαίτερα σε χώρους όπου συγκεντρώνονται πλήθη που αποζητούν μέσω της παρακολούθησης μιας αθλητικής εμπειρίας να βράσει το αίμα τους απ’ το εθιστικό ορμονικό μίγμα της αδρεναλίνης και της ντοπαμίνης—και τέτοιοι χώροι ειν’ απ’ την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας τα γήπεδα των αθλητικών αγώνων κι οι αρένες των δημοσίων θεαμάτων—τέτοιες χειρονομίες αντηχούν μ’ ενισχυμένη ένταση, καθώς τα πλήθη αυτά συγκροτούν μια συναισθηματική κοινότητα που βιώνει κι ερμηνεύει τα περιστατικά ωσάν να ήσαν όχι πολλοί αλλά ένας άνθρωπος, με μία συνείδηση, και μ’ ένα μονάχα ιδεολογικό λεξιλόγιο, ενώ στη συνέχεια εκδηλώνουν αυθορμήτως μία, την ίδια, συναισθηματική αντίδραση κατά τον τρόπο που μιαν ολόκληρη ζωή έχουν διδαχθεί πως ειν’ αναμενόμενο να αντιδράσουν, κι αυτή ’ναι πολύ συχνά η καταφυγή στη συλλογική βία.
Η προθυμία με την οποία τα δημόσια πρόσωπα προβαίνουν σε χειρονομίες λέγει πολλά για την πνευματική τους συγκρότηση και για τις προσωπικές τους προτεραιότητες, όμως δύναται να ’χει πολύ απτές κι απρόσμενες συνέπειες ως τμήμα του συμβολικού διαλόγου στον οποίον εισέρχονται με το ακροατήριό τους. Το κλειδί για την κατανόηση του ποιά επίπτωση μπορεί να έχει αυτή ή η άλλη χειρονομία βρίσκεται στη φύση του ίδιου του ακροατηρίου που κάθε φορά γίνεται μάρτυρας της χειρονομίας. Κάποτε, όπως στην Αντιόχεια του 387, μια σειρά από χειρονομίες μπορεί να οδηγήσει μια συναισθηματική κοινότητα στην παρεκτροπή, αλλ’ είναι δυνατόν να μην φτάσουμε και στον αφανισμό της. Άλλοτε πάλι όμως, όπως στη Θεσσαλονίκη του 390, η λύση του δράματος ειν’ η τραγωδία.
Πολύ συχνά η άνεση των προβεβλημένων προσώπων να προβαίνουν σε δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα είναι μια συμπεριφορά που ανέχθηκε η ίδια η συναισθηματική κοινότητα που τα παρακολουθεί στην αρένα, και την τροφοδότησε επιτρέποντας κάθε τόσο να διατυπώνεται το περιεχόμενό τους, ίσως γιατί κι η συμπεριφορά της αρένας να διαπνέεται απ’ τις ίδιες ιδέες, ή γιατί απλούστερα τ’ αντανακλαστικά της δεν νοηματοδοτούν μια τέτοια χειρονομία ως σπουδαία ή βαρύνουσα.
Ας αναρωτηθούμε, όμως: υπάρχει άραγε αυτό το «απλούστερα»; Δεν υπάρχει καμία δημόσια χειρονομία χωρίς ηθελημένα εκφρασμένο περιεχόμενο, όπως δεν υπάρχει καμία επιλογή χωρίς συνέπειες κι ευθύνη του ενεργούντος προσώπου, κι έτσι κάπως αμφιβάλλω εάν υπάρχει και το «απλούστερα». Γι’ αυτό και σφάλλει η αρένα.