Οι ζαριές του εθνοανίδεου

535

του Βασίλη Τσίκα, φοιτητή Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ

Ο εννοιακός αστερισμός που αποκαλούμε “τυχαιότητα” περιγράφει τις πράξεις και τις καταστάσεις εκείνες οι οποίες δεν μπορούν να ταιριάξουν στα υπάρχοντα και εμπεδωμένα επεξηγητικά σχήματα. Την κατάσταση όπου τα υπαρκτά και εγνωσμένα εξελίσσονται ή (ανά)διατάσσονται με τρόπο που δεν έχει και δεν μπορεί να προερμηνευτεί και άρα να μπει σε σταθερούς  πίνακες ιστορίας και κατηγοριοποίησης° τα στοιχεία τα μέχρι χθες καθορισμένα και διάδοχα μιας πορείας, που ξεριζώνονται ανομικά και κύριοι τους γίνονται οι άνεμοι της ακαθοριστίας. Δεν μιλήσαμε ποτέ για κάποια χαράδρα πεζού, εναρκτήριου σκότους  η οποία κυνικά  μουτζουρώνει με “εξήγηση” όσα μας δυσκολεύουν να τα θεαθούμε. Αυτός  που θα αποκαλέσεις άτυχο είναι εκείνος που η καταστατική δίνη στην οποία έχει περιέλθει δεν μπορεί να ερμηνευτεί ή να καταπολεμηθεί με τα (επαρκώς) χαρτογραφημένα και δοκιμασμένα μέσα. Έτσι ο χαρακτηριζόμενος αφήνεται να απεικονιστεί ως  απογυμνωμένος από τα πραξιακά φίλτρα εκείνα που (θα) τον εμπόδιζαν να υποβιβαστεί στην εικόνα του έρμαιου των μαριονετικών σχοινιών ενός χεριού που ποτέ δε θα μπορέσουμε να επεξεργαστούμε. Αυτός  ο  χωροκατακτητικά υπέρτερος μαριονετίστας που ονοματίσαμε τύχη, η δυνατότητα να εξωθηθούμε τελικά σε αυτόν για να δικαιολογήσουμε, μπορεί να εμπεριέχει, πρέπει να πούμε από την άλλη πλευρά , και την γλυκιά γεύση  των a priori κονιορτοποιημένων επερωτήσεων στο πεδίο του Ταυτοτικού Πολέμου. Συνεπώς, όποια πτυχή οργανική, ανθρωποκοινωνική, καταφέρει ο μεταμοντέρνος “εθνοανίδεος” ιδεολόγος  να στενέψει ως “τυχαία” θα είναι παραδομένο, άκοπο κέρδος για τον σκοπό του ελευθεριακού αεθνικού παιδότοπου που εκείνος νομίζει πως θα ξεβραστεί μαγικά και μαγευτικά, στη θέση των μαλακών συντριμμιών του “παλαιού”.

Το σημείο της γαλανόλευκης οργανικότητας που διαπιστώνεται ότι έχει γρατζουνιστεί περισσότερο από τις σκαιές σαΐτες της “τυχαιοποίησης” είναι η εθνική καταγωγή, η εθνική γέννα, που αποτελεί το  επαναλαμβανόμενο άλφα της εθνοταυτοτικής δόμησης και συνέχειας. “Πώς μπορείς να είσαι υπερήφανος για το αποτέλεσμα μιας τυχαίας διεργασίας ;” ρωτάει από το άνετο βαθούλωμα της πολυθρόνας του ο προοδευτικός ενώ διαλέγει το εφέ της φωτογραφίας που θα ποστάρει. Όμως η γέννηση μας δεν είναι επουδενί προϊόν κανενός ανεξήγητου, τυχαιακού στροβίλου αλλά αποτέλεσμα της συνειδητής αναπαραγωγικής επαφής της γονεακής γενιάς μας που με τη σειρά της επήλθε από την επιτυχή  συνουσία των προηγούμενων ° ακολουθία γενεών που συνδημιουργεί το τσιμέντο της πολιτισμικής, εθνοκοινοτικής, διαμορφωτικής  μόνωσης εντός του οποίου οι πιο πρόσφατοι ήρθαν στον κόσμο και που εμπεριέχει ασφαλώς και πρωτίστως  το εκάστοτε χυμένο  αίμα εκείνων που πέφτοντας αυτοθυσιαζόμενοι εξαιρέθηκαν από την άμεση συρραφή σε αυτή την ακολουθία, για να μπορέσει να παραμείνει ζωντανή και ελεύθερη (για να την συνεχίσει) η λοιπή κοινότητα. Ακόμα και αν διέσωσαν και τον πρόγονο αυτών που σήμερα ελαφρά τη καρδία μηδενίζουν ως ευτελή και τυχαία την συνέχεια  και την περηφάνια. Σε κανένα σημείο  αυτής της πορείας δεν εντοπίζεται ένα ακατανόητο κι απρόσιτο υπόστρωμα που θα δικαιολογούσε το κάλεσμα των χειμάρρων της φιλοσοφικής τυχαιότητας να καταβυθίσουν  τις αντιπροοδευτικές αμφιβολίες και αντιρρήσεις του εθνικιστή.

Συν τοις άλλοις, η οποιαδήποτε σκέψη  “παγκόσμιας κοινότητας” θα ξεκινήσει μοιραία  από το ιστορικά  σφυρηλατημένο εθνοπλουραλιστικό πάτωμα και όχι από το ανθρωποειδές ταβάνι ° κάθε δόξα υπέρβασης στερούμενη χθεσινά απώτατων  σταδίων δεν έχει νόημα. Τα απαιτούμενα υλικά για τη σύνθεση  του υποτιθέμενου  οράματος των εθνομηδενιστών είναι πραγματικά  οι αποκεφαλιστές των συνθημάτων τους καθώς διαφορετικά αιωρούμαστε στο ζωοποιητικό μακροεπίπεδο ανάλυσης της ισχύος του (παν)ανθρώπινου σπέρματος. Ως εκ τούτου, η  πολυπαινεμένη τους “ανθρωπότητα” αποξηρένεται, ξεβάφεται από ιστορία και επανορίζεται ως “μια ζωολογική έννοια ή μια λέξη κενή περιεχομένου” (Oswald Spengler  ,Η Παρακμή της Δύσης Α Τόμος -σελ 42). Η ομορφιά της εθνικής αυτοδιάθεσης βρίσκεται στην κατάκτηση του συνειδησιακού σθένους του να μπορέσεις να κοιτάξεις  ανάστροφα την εγγενή δραματικότητα που υπάρχει μέσα στο πεπερασμένο. Η συλλογική  συνειδητοποίηση του μη ανταλλάξιμου που σε φωτίζει εντός του εθνοπολιτικού (αλλά ασφαλώς όχι του διεθνιστικού) πλαισίου γεννάει τον ταυτοτισμό. Τα έθνη (και κυρίως τα “κουντεριανά έθνη” με το σημερινό ελληνικό να είναι από γεωπολιτικη, δημογραφική και ιστορικοσυμβολική άποψη το κατεξοχήν τέτοιο) μετατρέπουν σε σκόνη συνοχής, σε πολιτική φλόγα, σε εκφραστική τέχνη και σε στοχαστική εμβάθυνση την (κοινοτισμένη) περατότητα, το κάθε ένα με τον μοναδικό του τρόπο. Αντίθετα όποιος  διεθνιστικά (κι όχι οικουμενικά) ανήκει παντού δεν ανήκει πουθενά και όσοι (μάλλον όχι και τόσο περιέργως, μόνο δυτικοί) έχουν ανάγκη όλη την περιστρεφόμενη υδρόγειο ως αναφορά για να εισπνεύσουν νόημα, δείχνουν ακριβώς το πόσο δεν τους έχει ανάγκη  εκείνη και οι λοιποί λαοί της για να νοηματοδοτηθούν και να συνεχίσούν να υπάρχουν. Το τυχαίο και η  προεγκατεστημένη “καθηκοντοφοβική”  ευτέλεια που το συνοδεύει, περισσότερο  ανήκει στους ίδιους τους  θιασώτες του overview effect και της Γης-Πατρίδας για την αυτοεπιβεβαίωση τους κι όχι σε εμάς. Ανήκει σε εκείνους τους προοδευτικούς το στομάχι των οποίων έχουμε βεβαιωθεί ότι δεν είναι ικανό  να χωνέψει τα παραπάνω, έχοντας μάλλον καλοσυνηθίσει, για μια διαμορφωτικά κρίσιμη μάζα δεκαετιών, στα ιδεολογικά ζαχαρωτά εισαγωγής.

Ο Ernest Renan, εκ των σημαινόντων παλαιοθεωρητικών της εθνικής ανάδυσης εξαίρει και θέτει στο επίκεντρο την έννοια της Θυσίας στην ωρίμανση της εθνικής συνείδησης και στο άναμμα των πυρσών της ενοποίησης και της εν συνόλω εξύψωσης. Παρότι αμφισβητεί τα ανιχνευτικά  κριτήρια των Γερμανών ρομαντικών (φυλετικό, γλωσσικό, θρησκευτικό) και τονίζει αρκετά μάλιστα την δύναμη της “λησμονιάς” για το ευεργετικό σβήσιμο, συν τω χρόνω, των πιθανών  βίαιων στιγμών που θα ενυπήρχαν  στο μεγάλο ιστορικό της εθνικής συγκρότησης, δεν υπονοεί σε καμία περίπτωση κάποια αρνητικά  πανανθρώπινη χοάνη τυχαία παραγμένων και συνεπώς αφυδατωμένων και αφετηριακά και τελολογικά κορμιών, χωρίς παρελθόν ή ενοποιητικές σπίθες  παρόντος και μέλλοντος. Ο διαδεδομένος και  μεγαλεπήβολος ρενανικός  συμβολισμός του “καθημερινού δημοψηφίσματος” για το έθνος βασίστηκε σε πολλές πλατιές εννοήσεις με την τυχαιότητα να μην είναι μια από αυτές.

Κανένα λοιπόν  πρωτογενές “ανθρωπομάζωμα” που οι μονάδες του προήλθαν από πόδια που άνοιξαν  ακανόνιστα και τυχαία, δεν μπόρεσε να επανασυναρμολογηθεί υψωτικά σε έθνος. Οι ξαναζωντανεμένες από τις ιστορικές  περιγραφές του Τάκιτου εικόνες δείχνουν μια αρχαία Αγγλία όπου  κατοικούταν από κέλτικες υποεθνικές ομάδες πολλές εκ των οποίων φαίνεται να αναπαράγονταν  ενστικτωδώς, ανεξέλεγκτα και άρα  αιμομικτικά, ενσαρκώνοντας το ακατέργαστο της  διατύπωσης του “τυχαίου έθνους”. Συλλογικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα με ικανότητα να χαραχτούν στην διαχρονία (και ίσως να αποσπάσουν  ακόμα  και το ενδιαφέρον  και το θαυμασμό  του ίδιου του  υποδουλωτή των κτιστών τους) απουσίαζαν. Λογικό για όποιον μπορεί να κατανοήσει ότι το πλάσιμο αυτών αποτελεί την εξωτερίκευση της μοναδικής δύναμης του  αιμοπότιστου και μεστωμένου Volksgeist του κάθε λαού. Η πανεθνικής έκτασης κατανόηση των κοινών ριζών συνθέτει και σκληραίνει τον συλλογικό κορμό που μπορεί να αντέξει τις εχθρικές σπαθιές και να κατακτήσει και την ομοιογενειακή ενότητα και την διαφοροποίηση. Η πνευματοκαλλιτεχνική εξωτερίκευση βλαστίζει ως ο πολύχυμος καρπός της εθνικής ωρίμανσης πετυχαίνοντας διπλή προσφορά. Αφενός γκρεμίζει ένα πρώτο τείχος στην αντιπαράθεση με τον χρόνο και την αυτοτελή συντριπτικότητά του.  Αφετέρου λειτουργεί ανατροφοδοτικά, ενάντια σε πιθανές παντοειδείς υπνώσεις στις οποίες μπορεί να εκπέσει το έθνος (το συνειδητοποιητικό μπαρούτι για την έκρηξη της Εθνεγερσίας του 1821 δε θα είχε συσσωρευτεί δίχως τις προοθωμανικές, αγιογραφημένες εκκλησίες σε κάθε ελληνικό χωριό)  ακριβώς όπως οι κυριολεκτικοί καρποί κρύβουν  μέσα τους το δυνάμει νέο δάσος.

Η ιστορικά αξιοθαύμαστη προσπάθεια και θάρρος  της Βοαδίκειας, το εκ του πολέμου τίναγμα των φλεβών των  (οχλικά) συνενωμένων μαχητών της, δεν είχε επαρκή υπερβατικά και εθνοολοκληρωτικά στοιχεία.  Η κατάληξη δεν ήταν παρά η συντριβή από τους αριθμητικά υποπολλαλάσιους  Ρωμαίους  καταμεσής θορύβων και θανάτου. Ρωμαίοι οι οποίοι τότε βρίσκονταν σε μια προχωρημένη αυτοκρατορική επέκταση και (κυριότερα για το περί εθνικής αντοχής ερώτημα) σε μια βαθεμένη ιταλιώτικη ενότητα (μετά τη λήξη του Συμμαχικού ή Κοινωνικού Πολέμου το 88 πΧ) στο όλο μήκος της αρχικής  χερσονήσου που τους γέννησε. Βήματα εθνικώς αυτογνωσιακά και, ως ύστερα  αποδείχθηκε, κοσμοκρατορικά που δεν νομίζω ότι η πραγματοποίηση και η δύναμη τους είχαν ριχτεί  στα ζάρια…

Ύστατο καρφί του φερέτρου του αποδομιστή είναι οι αναθυμιάσεις ατόφιας υποκρισίας κι αντιφάσεων που θα αναδυθούν από τις υποθέσεις εργασίας του.  Η “καταγωγική τυχαιότητα” ουσιαστικά ρίχνει τον  υποστηρικτή της, αναπόδραστα, στην υπονόηση μιας ψυχής προεθνικά και προανθρώπινα δημιουργηθείσας, κάπου, σε ένα  εξωκόσμιο (χρονικά, υποστασιακά και ενεργητικά) κέντρο  και η οποία με κάποιο τρόπο απλώς μετοικίζει κατά βούληση και κατ’ επανάληψη στα κυοφορούμενα σώματα των πέντε ηπείρων. Αυτή η τρύπια θεώρηση στην οποία αναγκαστικά απολήγει  η υπόθεση εργασίας του τυχαία γεννημένου, προσκρούει  και ναυαγεί πάνω στις συνειδησιακές δηλώσεις του συντριπτικού μέρους των εκφραστών της που δηλώνουν άθρησκοι, άθεοι και εν γένει διαζευγμένοι με τις μεταφυσικές εξηγήσεις για φαινόμενα του βίου και της φύσης, καλύπτοντας παράλληλα τους κοσμοθεωρητικούς ενάντιούς τους με περιγραφικούς  χιτώνες “ψεκασμένων”, “οπισθοδρομικών”, “παλαβών” και “σκοταδιστών”. Οι ουτοπιστικές, ανθελληνικές χαράξεις έχουν ανάγκη μια κοσμική συνθήκη στην οποία η αόριστη, παραμυθική κοιτίδα φωτός στέλνει ανιστορικά τους πελαργούς της να κουβαλούν και να ρίχνουν από τα ράμφη τους τα μωρά  στις αγκαλιές των (υποθέτω, εξίσου ουρανόφερτων) γονιών. Έτσι ώστε, η μόνη συνειδητά συντεθειμένη οικογένεια να είναι εκείνη που θα σχηματιστεί από άπαντες (πλην βεβαίως των “-ιστών”), στους αγρούς του ελευθερισμού, κόντρα στην ιστορία, την λογική και τις καρδιές της πραγματικής, αιμάσσουσας πλειοψηφίας.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

“Η Παρακμή της Δύσης (Ά τόμος)” – Όσβαλντ Σπένγκλερ, εκδ. ΤΥΠΩΘΗΤΩ/ΔΑΡΔΑΝΟΣ σελ 42

 

“Τι Είναι Έθνος;”- Έρνεστ Ρενάν, εκδ. ΡΟΕΣ

 

“Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες” – Ίων Δραγούμης , εκδ. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ

 

“Τάκιτος” – Τάκιτος Πόπλιος Κορνήλιος, εκδ. ΜΙΕΤ(Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)

 

“Η Αρχαία Πόλη”- Φιστέλ Ντε Κουλάνζ, εκδ. OCTAVISION MEDIA

 

https://www.newyorker.com/magazine/2007/01/08/die-weltliteratur

 

Volksgeist: spirit of the people: culture from native roots