But are they Common People?

256

Του Στέλιου Ιατρού
Τσίπρας, Αχτσιόγλου, Χαρίτσης, Τσακαλώτος, Τζανακόπουλος στην παρουσίαση του
προγράμματος του Σύριζα και πίσω τους να παίζει το Common People των Pulp.
Κυριολεκτικά δεν θα μπορούσαν να παντρευτούν εικόνα και μουσική πληρέστερα. Τί
εννοώ;
Μοιάζει σαν να βρίσκεται σε αρμονία με το αφήγημα του Σύριζα πως συντάσσεται με
τους «πολλούς», δηλαδή με τα λαϊκά στρώματα, όμως ο τίτλος και οι στίχοι του
τραγουδιού γίνονται κατανοητοί μονάχα από κάποιον που έχει ζήσει στο ταξικό
περιβάλλον του Ηνωμένου Βασιλείου, κι έτσι η χρήση του απ’ τον Σύριζα με τα
συγκεκριμένα πρόσωπα στο πλάνο συνιστά σαρκασμό σε πολλαπλά επίπεδα. Γιατί;
Διότι Common People σημαίνει τον λαουτζίκο, τον κοσμάκη, αλλά όχι με διάθεση
ταξικής περηφάνιας, όσο ιδωμένο απ’ την πλευρά των πλουσίων, περίπου σαν
γραφικό τουριστικό αξιοθέατο. Μάλιστα το τραγούδι μιλάει για μια πλούσια
ελληνίδα φοιτήτρια εικαστικών που αποφασίζει κι αυτή μια φορά να ζήσει σαν τον
απλό κοσμάκη, διατηρώντας πάντοτε συνείδηση πως δεν είναι μέρος αυτού του
λαουτζίκου. Στην Αγγλία, θ’ ακούσεις κι άλλους συγκαταβατικά «χαριτωμένους»
αλλά στην ουσία άκρως υποτιμητικούς όρους όπως “working class”, σκέτο
“common”, και “chav” ειδικά για τα λαϊκά παιδιά που εδώ στην Ελλάδα τους λέμε
«κάγκουρες» και χιουμοριστικά «τίμια, λαηκά πεδιά», αλλά εκεί ο όρος προδίδει
βαθύτερο ταξικό περιεχόμενο πέραν της περιγραφής της εξωτερικής εμφάνισης και
συμπεριφοράς.
Το τραγούδι μιλάει για μια πρακτική εφήμερης ταξικής περιήγησης ενός πλούσιου
στον κόσμο της εργατικής τάξης, συμπεριφορά που έχει κι όνομα. Λέγεται class
tourism ή slumming, και περιγράφει το πώς κάτι πλούσιοι και προνομιούχοι πάνε και
ζουν συνήθως στα κολλεγιακά τους χρόνια ανάμεσα στους φτωχότερους συμφοιτητές
τους σαν ένιοι εξ αυτών, κάνοντας δηλαδή τουρισμό στις κατώτερες, εργατικές
τάξεις, όπως παλιότερα κάτι Άγγλοι αποικιοκράτες ζούσαν απλοϊκά για λίγο στις
καλυβουπόλεις ειδικά της Ινδίας, που λέγονται ακόμα και σήμερα slums — θυμηθείτε
την ταινία του Danny Boyle “Slumdog Millionaire”, όπου κι εκεί συναντώνται παρά
προσδοκίαν οι δύο ταξικοί πόλοι: το παιδί απ’ τα slums που γίνεται εκατομμυριούχος.
Παλιότερα, το να ζουν έτσι χίπικα και φτωχικά ήταν περίπου μόδα μεταξύ
πετυχημένων μουσικών και εικαστικών, κι έτσι βλέπαμε συγκροτήματα όπως οι
Μπιτλς και οι Λεντ Ζέπελιν να διαμένουν για λίγο στην Ινδία, να βαυκαλίζονται πως
εισδύουν τάχα μέσα στην πλούσια κουλτούρα του φτωχού λαού, και τα παρόμοια.
Το Common People ήταν ο tongue-in-cheek σαρκασμός των Pulp απέναντι στην
ταξικότητα πίσω απ’ αυτήν την πολυτελή θέαση των φτωχών απ’ τους πλούσιους, οι
οποίοι επιλέγουν να κάνουν μια ταξική θα λέγαμε δίαιτα ώστε να αισθανθούν για
λίγο κι αυτοί πώς ζει στερημένος και καταπιεσμένος ο κοσμάκης στην ταξική
κοινωνία του Η.Β., και συνάμα ήταν η αφήγηση μιας πραγματικής εμπειρίας που είχε
ο στιχουργός και συνθέτης Τζάρβις Κόκερ γνωρίζοντας μια συγκεκριμένη ελληνίδα

εικαστικό, φοιτήτρια τότε στο Central Saint Martin’s College του University of the
Arts London.
Όπως παρατήρησε σωστά ο Κωνσταντίνος Γκράβας σε στιχομυθία μας στο
Facebook, το μάρκετινγκ σταμάτησε στον τίτλο. Θα συμπληρώσω πως η οπτική
σύνθεση των πέντε προσώπων υπογράμμισε τον στιχουργικό σαρκασμό, όμως
εκείνος εστράφη προς τον λαό κι όχι προς τους πλούσιους των στίχων, γιατί αυτήν τη
φορά η tone deaf αυτοπροβολή τους πως δήθεν είναι σαν κι εμάς αυτοί οι πέντε
φανέρωσε πόσο μακριά βρίσκονται απ’ την πραγματικότητα, η δε πολυτελής
συγκατάβαση των προνομιούχων ν’ αυτοπαρουσιάζονται ως λυτρωτές και
υπερασπιστές των αδυνάμων πολλών μόνο ως σαρκασμός μπορεί να λειτουργήσει.