Για τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη

798

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού

Α. Πώς φτάσαμε στο νέο στρατηγικό δόγμα

Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου 2021, ο Πρόεδρος Μπάιντεν τηλεδιασκέφτηκε, ένεκα πανδημίας, με τους G7. Ήταν η πρώτη του επαφή ως προέδρου της Υπερδύναμης με τους ηγέτες των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά και οικονομικά χωρών (πλην Κίνας), κατόπιν δε τουΐταρε το εξής:

“This morning, I met with my fellow G7 leaders for thefirst time as president. I made clear that America is backat the table — and I’m committed to working with them to control the pandemic and address the shared challenges we face.” [μτφρ. «Σήμερα το πρωί, συνάντησα τους ομολόγους μου ηγέτες των G7 για πρώτη φορά ως πρόεδρος. Ξεκαθάρισα πως η Αμερική επέστρεψε στο τραπέζι — και δεσμεύομαι να εργαστώ μαζί τους για να ελέγξουμε την πανδημία και ν’ ανταποκριθούμε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε από κοινού»]

Την επομένη, ο Υπουργός των Εξωτερικών του, Άντονι Μπλίνκεν, δήλωσε:

“America is back and is fully engaged in helping resolve issues including the pandemic, climate change and Iran’s nuclear ambitions.” [μτφρ. «Η Αμερική επέστρεψε και καταγίνεται πλήρως συμβάλλοντας στην επίλυση προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής, και των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν»]

Οι δύο δηλώσεις θρυμμάτιζαν το δημαγωγικό, λαϊκιστικό φληνάφημα που πλάσαρε στα μίντια ως τάχα νέο δόγμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ο πορτοκαλί, καιροσκόπος φαυλοφλάβιος Ντόναλντ Τραμπ, εκείνο το αποξενωτικό “America First”.

Στην πράξη, το δόγμα τούτο δεν έλαβε ποτέ υπόσταση ως κάτι απτό και εφαρμοσμένο έξω απ’ τη ρητορική του τέως προέδρου στα “MAGA Rallies” του. Ήδη απ’ το τελευταίο εξάμηνο της προεδρίας Τραμπ, ο Υπ. Εξωτερικών Μάικ Πομπέο περιόδευε σε επίλεκτες συμμαχικές πρωτεύουσες βολιδοσκοπώντας τί μπορούσε να περισωθεί για την επόμενη προεδρία.

Ο Πομπέο προώθησε τότε για τη γειτονιά μας την Πρωτοβουλία 3+1, όπου Ισραήλ, Κύπρος, και Ελλάδα αναβαθμίζονταν στην ζώνη της Ανατολικής Μεσογείου στο κλίμα των Αβρααμικών Συμφωνιών που επίσης επέπρωτο να επαναδιαμορφώσουν την την ευρύτερη περιοχή.

Εντούτοις, και μόνο η εκρηκτικά στομφώδης εκφορά του δόγματος σε κάθε δημόσια ευκαιρία πλήγωνε σοβαρά τις σχέσεις των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους συμμάχους της, ανατρέποντας έτσι τον πυρήνα της μεταπολεμικής αμερικανικής πλανηταρχίας, η οποία διέφερε θεμελιωδώς απ’ τον σοβιετικό τρόπο, που ήταν η επιβολή διά της εισβολής και κατοχής των χωρών, οι οποίες με διορισμένες στο εξής κυβερνήσεις εισάγονταν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, μοντέλο που εφαρμόζει ο Πούτιν σήμερα σε διάφορες κατεχόμενες, ημικατεχόμενες, κι εξαρτημένες γειτονικές του χώρες.

Τα δομικά εργαλεία της αμερικανικής μεθοδολογίας που ανέτρεπε ο Τραμπισμός ήταν παραδοσιακά η συγκρότηση υπό τις ΗΠΑ και η επιμελής διατήρηση συμμαχιών και συνασπισμών εταίρων και προθύμων, είτε μακράς πνοής είτε ad hoc, πρακτική που διασφάλιζε το πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος ασφαλείας στον Δυτικό Κόσμο.

Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, ο τελευταίος σοβαρός πρόεδρος των ΗΠΑ με επαρκή έως βαθιά αντίληψη της γεωπολιτικής, ο Τζωρτζ Μπους ο πρεσβύτερος, διέκρινε την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του σκοπού και των εργαλείων του συστήματος ασφαλείας, μεταξύ των οποίων καί το ΝΑΤΟ που ξαφνικά έμενε χωρίς αποστολή, αλλά ήταν αντιπαθής εκεί που ο Μπιλ Κλίντον έγινε συμπαθέστερος υποσχόμενος στροφή προς την εσωτερική, οικονομική ακμή. Ο Μπους έχασε τις εκλογές, και τα σχέδια για συνολική αναδιοργάνωση του συστήματος παρέμειναν κλεισμένα σε συρτάρια δεξαμενών σκέψης.

Ακολούθησαν τρεις δεκαετίες κατά τις οποίες σε Αμερική και Ευρώπη, στους πυλώνες δηλαδή του συστήματος ασφαλείας — που δεν ήταν μονάχα αμυντικό, όπως πλανώνται πολλοί, μα τροφοδοτείτο απ’ την πολιτική και οικονομική ακμή και σταθερότητα της Δύσης — εξέλιπαν οι ηγέτες της συνετής εποχής (τύπου Ρέιγκαν, Θάτσερ, Μιτεράν, ακόμα και Κολ), εξέλιπαν ή ατόνησαν οι κανόνες, και όσοι κανόνες απέμειναν ήταν γιατί αξιοποιήθηκαν υπηρετώντας μάλλον φαύλες προτεραιότητες, όπως:

• η εργαλειοποίηση της στρατιωτικής ισχύος του ΝΑΤΟ σε προβληματικές στρατιωτικές παρεμβάσεις,
• η στρεβλή και μονόπλευρη παγκοσμιοποίηση που αποβιομηχάνισε τη Δύση υπέρ της Άπω Ασίας, κυρίως της Κίνας,
• ο εκτροχιασμένος πλουτισμός υπερδισεκατομμυριούχων της τεχνολογικής παραγωγής, των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και ενέργειας, των ΜΜΕ, και κρισιμότερα,
• η λεηλασία του εσωτερικού, κατακτημένου με θυσίες πλούτου της μεσαίας τάξης, της οποίας η ακίνητη περιουσία και τα συνταξιοδοτικά ταμεία βρέθηκαν στο στόχαστρο χρηματοπιστωτικών γερακιών, κι εξανεμίστηκαν.
Αποτελέσματα:

• διευρύνθηκαν οι εισοδηματικές ανισότητες στη Δύση, χωρίς σοβαρή προσπάθεια θεραπείας ακόμα και μετά την Κρίση του 2008,
• διασώθηκαν οι ελίτ με το χρήμα των πτωχευμένων μεσαίων και σκληρά εργαζόμενων,
• χάθηκαν για πάντα περιουσίες, συνθλίβοντας την τέως πιστή, κοινωνική ραχοκοκαλιά του φιλελεύθερου δημοκρατικού κεκτημένου,
• γεννήθηκε βαθιά δυσαρέσκεια και καχυποψία μεταξύ αρχομένων και αρχόντων,
• προετοιμάστηκε το έδαφος για την υπονόμευση της σταθερότητας των δυτικών κοινωνιών απ’ τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία, στην οποίαν υπέκυπταν καί παραδοσιακά κόμματα προσαρμοζόμενα σε νέες μόδες, αντί να κοιτάξουν το χρέος τους.
Ειδικότερα στις ΗΠΑ κυβέρνησαν οι Μπ. Κλίντον (απορρύθμιση χρηματοπιστωτικής οικονομίας, με εκβολή δέκα χρόνια αργότερα στην Κρίση του 2008, θάνατος κουλτούρας διακομματισμού στην Ουάσιγκτον, τεχνητή οικονομική ακμή, θέριεμα της κινεζικής παγκοσμιοποίησης), Τζωρτζ Γ. Μπους (Β΄ Πόλεμος του Κόλπου, Αφγανική εκστρατεία, συνέχεια απορρύθμισης, σκιώδης προεδρία Τσέινι, παράδοση δημόσιου πλούτου στους εργολάβους, Κρίση του 2008), Ομπάμα (διάσωση των ελίτ, όξυνση του διχασμού λόγω πολέμων ταυτοτήτων και ορθοπολιτικότητας, κανένα γεωπολιτικό ενδιαφέρον, οριστική διάλυση του διακομματισμού στην Ουάσιγκτον), Ντ. Τραμπ (απόγειο δημαγωγίας, θεσμικό ξήλωμα, υπονόμευση του πολιτεύματος έως και απόπειρα ανατροπής του).

Στον ευρωπαϊκό πυλώνα του συστήματος, ο γαλλογερμανικός άξονας έγινε γερμανική ηγεμονία, με αποκορύφωμα τις αποτυχημένες προεδρίες Σαρκοζί και Ολάντ, που παρέδωσαν τα κλειδιά της Ευρώπης στην Καγκελαρία, η δε Ένωση μετατράπηκε σ’ ένα τεράστιο λογιστήριο, όπου η νομισματική ειρήνη κατέστη οεπιβλητικός μοχλός για την ανατροπή των θεσμικών ισορροπιών του κοινού ευρωπαϊκού εγχειρήματος, προκειμένου το Βερολίνο να ακμάσει απ’ την παρακμιακή εξάρτηση των εταίρων του. Κοντά σ’ αυτό, η Εποχή Μέρκελ εξάρτησε την ΕΕ απ’ τον ίδιο της τον γεωπολιτικό εχθρό, τη Μόσχα, αναβαθμίζοντας το Κρεμλίνο σταδιακά σε έναν ρόλο που εκείνο είχε ιστορικά απολέσει.

Το σύστημα ασφαλείας έχασε οριστικά τον σκοπό του, οι μηχανισμοί του επιβραδύνθηκαν, και κατέστησαν γραφειοκρατικά διακοσμητικοί, τις ανεπάρκειες και τα κενά του γέμισαν η αδηφάγος Κίνα και οι πλάνες για αυθόρμητη, ακαθοδήγητη ένταξη της Ρωσίας, την οποίαν οι Δυτικοί εγκατέλειψαν στον μεθυσμένο της αυτόματο πιλότο της δεκαετίας Γέλτσιν, και στον αστόχαστο κατευνασμό κατά την υπερεικοσαετία Πούτιν.

Ευρώπη και Αμερική κοίταζαν η καθεμία τη δουλειά της όχι μονάχα στην άμυνα, μα κατεξοχήν στην οικονομία. Στα χρόνια Ομπάμα, μια σειρά ικανών στελεχών με γεωπολιτική εποπτεία παρέμεναν εκτός Οβάλ Γραφείου, αφού ο Μπαράκ δεν ανεχόταν κανέναν που είχε διαφορετική θεώρηση απ’ τον ίδιο, πράγμα που οδήγησε σε κάποιες κακές διεθνείς συμφωνίες που επέτρεψαν στον διάδοχο, τον Τραμπ, να τις ανατρέψει χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση απ’ το κατεστημένο.

H πολιτική Τραμπ δεν ήταν, όμως, πραγματικά πολιτική Τραμπ, αλλά έφερε την υπογραφή ενός απ’ τα σπουδαιότερα ονόματα που δεν ακούμε συχνά στα ΜΜΕ, του US Trade Representative Robert Lighthizer, αξιωματούχου της εποχής Ρόναλντ Ρέιγκαν και συντάκτη του εγχειριδίου του WTO, που είχε τότε επανασχεδιάσει την παγκόσμια τάξη πραγμάτων στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ, και τον οποίον επανέφερε ο Τραμπ για να τις ξανασχεδιάσει.

Εδώ θα βάλουμε μια σημαδούρα με καμπανάκι και ηλεκτρικό φάρο στην ιστορική αναδρομή της εισαγωγής, γιατί απ’ τα πιο απίθανα πρόσωπα της θητείας Τραμπ είναι που εδώ ξεκινά η επιστροφή των ΗΠΑ, κι όχι απ’ τον Φεβρουάριο του 2021.

Θα αιφνιδιάσω τον αναγνώστη μου, μιας και μιλούσα για το μεταπολεμικό σύστημα ασφαλείας υπό τις ΗΠΑ, όταν θα πω ότι δεν το είχαν στήσει για τις ίδιες, κι ας το περιφρουρούσαν με την τεράστια πολεμική τους μηχανή, αλλά για την ευημερία των εταίρων, συμμάχων, και εξαρτημένων τους, γνωρίζοντας πως η ωφέλεια και η ακμή τους θα ενίσχυε τελικά τις ίδιες, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για μιαν αυλή μονάχα πέντε εταίρων, ενώ μεριμνούσαν για την ομαλότητα και στον υπόλοιπο πλανήτη προκειμένου ν’ αποτρέψουν την αύξηση επιρροής των ανταγωνιστών τους, και την ανωμαλία στην Ευρώπη, που θα τους παρείχε προβλήματα.

Ο Λάιτχαϊζερ ασχολήθηκε, λοιπόν, με τις γεωστρατηγικές συμφωνίες που πραγματικά ενδιέφεραν την Ουάσιγκτον: με Νότια Κορέα, Μεξικό, Καναδά, Ηνωμένο Βασίλειο, και Ιαπωνία. Για να σας δώσω να καταλάβετε πώς έγιναν οι συνομιλίες με την Ιαπωνία, στη συνάντηση με τους Ιάπωνες, ο Λάιτχαϊζερ εκφώνησε την τοποθέτησή του με τις θέσεις των ΗΠΑ, κατόπιν έβγαλε τ’ ακουστικά της απαραίτητης διερμηνείας όσο απαντούσαν οι Ιάπωνες σε γιαπωνέζικα, τα ξεβίδωσε μπροστά τους, τα ξαναβίδωσε όταν τελείωσαν χωρίς να έχει ακούσει λέξη της διερμηνείας, τα φόρεσε, και τους είπε πως ήσαν πολύ ενδιαφέροντα όσα μόλις είχαν απαντήσει στις αμερικανικές θέσεις, αλλά τα πράγματα θα γίνονταν όπως εκείνος τα είχε περιγράψει.

Παρόμοια, ο Κινέζος Πρόεδρος Ζι δοκίμασε μιαν ανάλογη εμπειρία όταν συναντήθηκε με την αποστολή στην οποία περιλαμβανόταν και ο Λάιτχαϊζερ. Ό,τι συντελέστηκε στις εμπορικές σχέσεις προς ΗΠΑ και ΕΕ, και προς άλλους, επί θητείας Τραμπ, αυτό παρέμεινε αμετάβλητο καί στην εποχή Μπάιντεν — με εξαίρεση τη βλαβερή για τις ΗΠΑ, αυτοεξυπηρετική για τον Όμιλο Τραμπ επαναπροσέγγιση με την Κίνα την παραμονή της πανδημίας (τέλη Ιανουαρίου 2020) — διότι, καθώς προκύπτει, ανήκε στους σχεδιασμούς μακράς πνοής των ΗΠΑ.

Το Πεκίνο δεν είχε μείνει με δεμένα χέρια απ’ τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου κι έπειτα. Ανέπτυξε τρία εργαλεία γεωπολιτικής επιρροής την τελευταία εικοσαετία.

Το πρώτο ήταν μια εκτενής σειρά από λεόντειες συμφωνίες κάθε λογής με ασθενή και εμπερίστατα κράτη του τέως Τρίτου Κόσμου, που σήμερα τον αποκαλούμε«Αναδυόμενες Οικονομίες», σε Αφρική, Ασία, και Λατινική Αμερική. Οι συμφωνίες προβλέπουν πολλές ρυθμίσεις, αλλά τρεις είναι οι πάγιοι στόχοι τους:

α) οι χώρες αυτές να παρέχουν τις πρώτες ύλες τους κατά προτεραιότητα, φτηνά, και αδιάλειπτα στην Κίνα, κόντρα στα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα,

β) να στηρίζουν τις διεθνείς επιλογές της Κίνας στους διεθνείς οργανισμούς, και τέλος

γ) να μην αναγνωρίσουν την Ταϊβάν, αλλά και να παρεμποδίζουν τις διεθνείς επαφές της.

Το δεύτερο εργαλείο ήταν η εξάπλωση ενός χερσαίου και θαλάσσιου συγκοινωνιακού και επενδυτικού δικτύου άνευ προηγουμένου. Επρόκειτο για την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη Ένας Δρόμος» προϋπολογισμού άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, που θα ξεκλείδωνεπρονομιακά για την Κίνα όλη την αχανή Ασία μέχρι την Ευρώπη.

Τέλος, εξερεύνησε τη σύμπηξη δύο διεθνών οργανισμώνμε την ίδια σε ηγεμονική θέση, και ανταγωνιστικών σε δυτικούς οργανισμούς:

α) των BRICS (Brazil, Russia, India, China, SouthAfrica, Ιούνιος 2009), κάπως σαν ΔΝΤ και επενδυτική τράπεζα για τις Αναδυόμενες, όμως δεν περπάτησε, παρά την πρόσφατη απόπειρα νεκρανάστασής της πρωτοβουλίας με την αίτηση εισδοχής του Ιράν (το οποίο έχει αγοράσει η Κίνα για 25 χρόνια). Τούτο γιατί, ασφαλώς, ένα χάσμα εχθρότητας κι ανταγωνισμού χωρίζει την Κίνα απ’ την Ινδία, ενώ συνολικά οι πέντε δυνάμεις δεν μοιράζονται οργανικά συγγενείς γεωπολιτικές προτεραιότητες που ιστορικά θα είχαν μεστώσει παράγοντας κάτι ουσιαστικό εντός του φόρουμ.

β) την Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Οικονομική Συνεργασία (Regional Comprehensive EconomicPartnership, RCEP, Νοέμβριος 2020), που εκτείνεται σε Ασία και Ειρηνικό, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της Κίνας, ένα καινούργιο μπλοκ που αναλογεί σε παραπάνω απ’ το 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ και πάνω από 2 δισεκατομμύρια του παγκόσμιου πληθυσμού, όπου τρεις δεκαετίες τώρα επιχωριάζει και το δυναμικότερο παραγωγικά στοιχείο του πλανήτη. Μαζί με την Κίνα, στην πρωτοβουλία είχαν προσέλθει οι: Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Μιανμάρ, Ταϊλάνδη, Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος, Μπρουνέι. Απείχαν η Ινδία και το Πακιστάν, ασφαλώς δε και η σημαντικότερη δύναμη του Ειρηνικού, οι ΗΠΑ.

Μήτε και η RCEP περπάτησε, γιατί με περίπου καμία χώρα το Πεκίνο δεν έχει υγιείς εταιρικές σχέσεις:

• ειδικά με την Αυστραλία έχουν διακοπεί οι διπλωματικές σχέσεις έκτοτε,
• με την Ινδία τα ξέρετε,
• η Ν. Κορέα διακρίνει την υποστήριξη της Κίνας στη Β. Κορέα, που την απειλεί μονίμως, και κάθε βράδυ ερωτάται σχετικά ο Νεντ Πράις του StateDepartment στην ενημέρωση Τύπου,
• απ’ όλη την Νοτιοανατολική Ασία η Κίνα έχει αρπάξει το 90%+ της ΑΟΖ στην Νότια Σινική Θάλασσα κατά παράβαση της UNCLOS 1982,
• οι Φιλιππίνες επανέρχονται με τον νέο πρόεδρο Μάρκος στο πλευρό των ΗΠΑ,
• η Ιαπωνία καθόλου δεν εκτιμά τις περατζάδες του κινεζικού στόλου στ’ ανοιχτά της, συνοδεία πλέον καί ρωσικών πολεμικών σκαφών,
• τη Νέα Ζηλανδία την απειλούν οι σχέσεις της Κίνας με τα νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού (βλ. προσφάτως με τα Νησιά του Σολομώντα), που παρέχουν στο Πεκίνο το έδαφός τους για στρατιωτικές βάσεις αεροπορίας, ναυτικού, και πυραύλων,
• και γενικά όλο αυτό, όπως καί οι ρωσικοί ιστορικοί συνασπισμοί ήσαν φενάκη για να μασκαρευτεί η αξίωση υποταγής στην κινεζική ηγεμονία.
Αμέσως μόλις ορκίστηκε ο Τζο Μπάιντεν, οι ΗΠΑ απέστειλαν στην ευρύτερη ζώνη της Νότιας Σινικής Θάλασσας και στον Ινδοειρηνικό ένα δυο carrier strike groups, μεταξύ των οποίων και εκείνο του ολοκαίνουργιου και ισχυρότερου υπεραεροπλανοφόρου τους, του USS Gerald R. Ford (CVN-78), που ασφαλώς δεν χρειάζεται να εμφανιστεί στ’ ανοιχτά της Ταϊβάν για να επιχειρήσει στην περιοχή.

Συνάμα, ο Λευκός Οίκος της Κυβέρνησης Μπάιντεν εργάστηκε άοκνα για να στήσει ένα ασφυκτικό πλέγμα δυτικόστροφων συμφερόντων γύρω απ’ την Κίνα, και είναι έπειτα απ’ αυτό το διπλωματικό momentum που πρέπει να διαβαστεί η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη.

Πρώτα ήρθε η AUKUS (Australia, United Kingdom, United States, Σεπτέμβριος 2021), με την οποία οι ΗΠΑ προσέγγισαν την Αυστραλία, ναι, εξοβελίζοντας τη μάλλον παραγωγικά ράθυμη γαλλική αμυντική βιομηχανία, η οποία δεν είχε κόψει μήτε το φύλλο χάλυβα για τα νέα υποβρύχια που της είχαν παραγγείλει. Ρητορικά, είχαν προηγηθεί επαφές επί Τραμπ, μα ο Ντόναλντ δεν επιθυμούσε να δυσαρεστήσει εμπράκτως την Κίνα, όπου ο Όμιλός του και της θυγατέρας του έχουν μπίζνες. Είχε αποσύρει, άλλωστε, τις κυρώσεις του.

Κατόπιν, στις 12-13 Μαΐου 2022, ο Πρόεδρος Μπάιντενφιλοξένησε στην Ουάσιγκτον τη Σύνοδο Κορυφής US-ASEAN (Association of Southeast Asian Nations). Στην ένωση αυτή ανήκουν το Μπρουνέι, η Καμπότζη, η Ινδονησία, το Λάος, η Μαλαισία, η Μιανμάρ, οι Φιλιππίνες, η Σιγκαπούρη, τη Ταϊλάνδη, και το Βιετνάμ.

Μετά και σε αντικατάσταση της μάλλον κακής Trans-Pacific Partnership (ΤΡΡ), απ’ την οποία οι ΗΠΑ είχαν αποσυρθεί το 2017, ήρθε στις 23 Μαΐου 2022 η σπουδαιότερη αμερικανική δέσμευση στον Ειρηνικό, με την ίδρυση του Ινδο-Ειρηνικού Οικονομικού Πλαισίου (Indo-Pacific Economic Framework, IPEF). Σ’ αυτό μετέχουν οι: Αυστραλία, Μπρουνέι, Νησιά Φίτζι, Ινδία, Ινδονησία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Μαλαισία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, ΗΠΑ, και Βιετνάμ, με προσκλήσεις να εκκρεμούν για άλλες πρόθυμες χώρες. Πεδία της συνεργασίας είναι:

α) η ανάπτυξη ανθεκτικού και βιώσιμου εμπορίου βάσει δίκαιων κανόνων,

β) η ανάπτυξη ανθεκτικών και βιώσιμων εφοδιαστικών γραμμών,

γ) η ανάπτυξη υποδομών, προώθηση καθαρής ενέργειας, και αποανθρακοποίηση, και τέλος,

δ) η ανάπτυξη φορολογικού πλαισίου και πάταξης της διαφθοράς.

Θα προσέξατε πως η IPEF αναίρεσε ουσιαστικά την κινεζική RCEP, την οποία και υπερβαίνει σε μέγεθοςΑΕΠ.

Την επομένη, 24 Μαΐου, ο Τζο Μπάιντεν παρευρέθη στη 2η, δια ζώσης αυτή τη φορά συνάντηση της QUAD στο Τόκυο (1η ήταν με τηλεδιάσκεψη στις 24 Μαρτίου 2021), που είναι ένα φόρουμ των ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Ινδίας, και Αυστραλίας, όπου συζητούνται περιφερειακά και διεθνή θέματα οικονομικού και γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος, συνεργασίας, και συντονισμού, εξαρχής με έναν αέρα ανταγωνισμού απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία. Η QUAD αντιστοιχεί το μισό ΑΕΠ του πλανήτη.

Στη συνέχεια, κι ενώ είχε ξεκινήσει η Τουρκία να ενίσταται στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ο Πρόεδρος Μπάιντεν δεν καταπιάστηκε με τον Ερντογάν, αλλ’ ασχολήθηκε με την Summit of theAmericas (Λος Άντζελες, 6-10 Ιουνίου 2022), σύνοδο κορυφής των κρατών της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής, την οποία σνόμπαρε ο Βραζιλιάνος Πρόεδρος Μπολσονάρου, εκπρόσωπος του τραμπισμού, αποστέλλοντας υφυπουργό του.

Κι αφού ολοκληρώθηκαν όλα αυτά, έλαβε χώρα στο Έλμαου της Βαυαρίας η Σύνοδος των G7 (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Ιαπωνία, συν ΕΕ, 26-28 Ιουνίου), όπου προσκλήθηκαν από κοντά οι ηγέτες της Αργεντινής (ας πρόσεχες, Βραζιλία των BRICS), πάντοτε της Ινδίας, ακόμα της Ινδονησίας, της Σενεγάλης (Γαλλική επιρροή, ρωσική παρουσία εκεί), της Νότιας Αφρικής (BRICS?), και της Ουκρανίας με βιντεοκλήση.

Β. Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ (29-30 Ιουνίου 2022)

Μετά την πρόχειρη, ομολογώ βιαστική, και μη εξαντλητική αυτή αναδρομή, διατείνομαι πως η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ δεν ωφελεί να αξιολογηθεί ως ακόμα μια διεκπεραιωτική συνάντηση βαρετούληδων ηγετών.

Ήταν μια επανιδρυτική και διαμορφωτική σύνοδος, όχι μονάχα λόγω της πολεμικής περίστασης στην Ουκρανία, μα γιατί οργανικά ανήκει σε μια σειρά από εξελίξεις που κατέστησαν αναγκαίες και επωφελείς:

1. την επανανοηματοδότηση της Συμμαχίας,
2. την επικαιροποίηση της αποστολής της,
3. την επέκταση και ενίσχυση του χώρου ευθύνης κι επιρροής της,
4. τον γεωστρατηγικό αναπρογραμματισμό της σκέψης της,
προκειμένου η Συμμαχία να προσαρμοστεί στον νέο αιώνα, ειδάλλως να καταλήξει όντως εγκεφαλικά νεκρό, καθώς είχε ορθώς τότε ισχυριστεί αγανακτισμένος ο Εμανουέλ Μακρόν.

Εγγράφεται ομαλά όσο και υποχρεωτικά για κάθε ορθή αναλυτική κι ερμηνευτική προσέγγιση μέσα στην αλυσίδα των αναδιοργανωτικών πρωτοβουλιών του συστήματος που σκιαγράφησα ανωτέρω, το οποίο είχε ατονήσει και εξασθενήσει μεταψυχροπολεμικά τόσο με αμερικανική υπαιτιότητα κοντόφθαλμης αποδρομής, ειδικά κατά τις καταστροφικές θητείες Ομπάμα και Τραμπ, όσο καί με ευρωενωσιακή ευθύνη.

Νομίζω πως, τεκμηριωτικά, ωφελεί να υπενθυμίσει κάθε αναλυτής πως στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, το οποίο μέχρι πρότινος παραδοσιακά ασχολείτο με την ασφάλεια και την αμυντική επιστασία του Βορειοατλαντικού χώρου, προσκλήθηκαν για πρώτη φορά καί οι εταίροι απ’ τον Ινδο-Ειρηνικό, δηλαδή η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία, και η Νότια Κορέα, ενώ είχε προηγηθεί και η επαφή με την Ινδία μέσω της G7. Αυτό αποτελεί απείκασμα του διπλωματικού πυρετού των ΗΠΑ που περιέγραψα νωρίτερα στον Ινδο-Ειρηνικό.

Ακόμα, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ διά της εισδοχής των δύο νορδικών χωρών, Σουηδίας και Φινλανδίας, δεν εξαντλήθηκε εκεί, στον χάρτη του βαλτικού χώρου, μα καί επεκτάθηκε στη λίστα των προτεραιοτήτων που συζητήθηκαν και πάνω στις οποίες τα κράτη μέλη έλαβαν θέση ή εξέφρασαν ανησυχίες και προβληματισμούς, όπως η ανταγωνιστική δράση της Κίνας στο δικό της ημισφαίριο που φτάνοντας μέχρι το δικό μας υπονομεύει τα Δυτικά συμφέροντα, κι έτσι, αποκτώντας συνείδηση της κοινότητας συμφερόντων της σε μια γκάμα επειγόντων θεμάτων, η Δύση πλησίασε ακόμα ένα βήμα πιο κοντά αυτό το διήμερο στο να συγκροτηθεί σε οντότητα, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Με όρους Ψυχρού Πολέμου, θα το λέγαμε power block.

Όταν βλέπουμε το σύστημα ν’ αναδιοργανώνεται τόσο εμφανώς — διεργασία που ξεκίνησε απ’ τον Νοέμβριο του 2019 με μιαν ομιλία του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς όπου η Κίνα κατονομαζόταν ως εχθρός των αμερικανικών συμφερόντων και της Δύσης, κι επιταχύνθηκε απ’ την επομένη της εκλογής Μπάιντεν με λειτουργό της τον Μάικ Πομπέο — αυτό μπορεί να γεννήσει προσδοκία ότι ίσως να επαρκέσει για την αποτροπή ενός παγκόσμιου πολέμου, είτε την προσδοκία πως επειδή οι ηγέτες ιστορικά ενδίδουν στον πειρασμό της θερμής σύρραξης, τουλάχιστον θα εισέλθουμε σ’ αυτήν που έρχεται καλύτερα οργανωμένοι.

Στην πράξη, κανείς ποτέ δεν ενεπλάκη πλήρως προετοιμασμένος για το άφατο δεινό που είναι ο πόλεμος, μήτε καν οι Γερμανοί που είχαν την πρωτοβουλία έναρξης δύο παγκόσμιων πολέμων, γιατί οι ανάγκες του πολέμου γοργά εξανεμίζουν τα πλεονεκτήματα της προπαρασκευής, εξαντλώντας assetsκαι resources.

Πάντως, είναι μια διετία τώρα, που συνέπεσε με την πανδημία, που μεγάλες και αναδυόμενες δυνάμεις εξοπλίζονται μανιασμένα, όμως το ΝΑΤΟ παραμένει παρασάγγας η δεινότερη πολεμική μηχανή, γιατί οι ΗΠΑ είναι πολλαπλάσια απαράμιλλες σε σύγκριση με τη δεύτερη ή την τρίτη δύναμη. Τούτο δεν αρκεί από μόνο του για την παγκόσμια Δυτική άμυνα, γιατί η Ευρώπη αμέλησε πολλά χρόνια, και τώρα τρέχει να προλάβει.

Όποιος ξαναδιαβάσει τη λίστα των κρατών-μελών καθενός απ’ τα διεθνή όργανα που ανέφερα θα προσέξει επικαλύψεις μα και αποτυχημένα φλερτ για τα ίδια κράτη μέλη απ’ την Κίνα και τη Ρωσία. Μοιάζει σαν κάποια εξωνατοϊκά κράτη μακρινών γεωγραφικών συντεταγμένων να έχουν επιλέξει πλευρά ή να κλίνουν προς τον Δυτικό Συνασπισμό, ή να έχουν απομακρυνθεί απ’ τον πειρασμό της Κινεζικής Ηγεμονίας, και άλλες ενδιάμεσες αποχρώσεις συσχετισμού κι αποσυσχετισμού τους με power blocks.

Απουσιάζει η Αφρική απ’ τις Δυτικές επαφές, με εξαίρεση τη Σενεγάλη και τη Νότια Αφρική, που είναι μια περίπτωση κάπως εξαιρετική όσο και η Αίγυπτος ή η Αιθιοπία για την ήπειρο. Η Αφρική έχει προσδεθεί στην Κίνα με συμφωνίες, αλλά τούτο δεν σημαίνει πως σε περίπτωση πολέμου θα δούμε αποβατικά σώματα απ’ το Σαχέλ στη Σικελία. Τα προβλήματά της είναι πολλά, με το επισιτιστικό να πλησιάζει απ’ όσο φαίνεται ανεμπόδιστο πια.

Απ’ αυτήν την άποψη — κι έχω ξαναγράψει πρόσφατα για τις μομφές από Κίνα, Ρωσία, και Τουρκία, σε βάρος της Δύσης για αποικιοκρατικό ύφος — το να συζητάμε για τα πεπρωμένα της Αφρικής στα δικά μας όργανα δίχως την εκτενή δική της εκπροσώπηση μοιάζει σαν επανάληψη του Συνεδρίου του Βερολίνου για τη Δυτική Αφρική (Westafrika-Konferenz ή Kongokonferenz, Νοέμβριος 1884 – Φεβρουάριος 1885).

Όταν ο Μπάιντεν με τον επί εικοσαετία στενό του σύμβουλο στις εξωτερικές υποθέσεις, Τόνι Μπλίνκεν, διακήρυξαν στην αρχή της προεδρικής θητείας πως η Αμερική επέστρεψε, το εννοούσαν, και το θεμελίωσαν με εργώδη προσπάθεια 24/7, που απέδωσε ένα πλέγμα οργάνων, συναντήσεων, επαφών, συμφωνιών, φόρουμ, κ.ά., για την παραγωγή μιας διπλωματικής ισχύος που θα επαναπροσδιόριζε πολύ γρήγορα τους όρους και τα πεδία συνεργασιών και συνεταιρισμών με θετική ατζέντα, όσο και αναπόδραστα, με ατζέντα περιορισμού (containment) της επιρροής των ανταγωνιστών τους, Κίνας και Ρωσίας, των οποίων οι ανάλογες απόπειρες συγκρότησης νέων power blocks είχαν πολύ ασθενέστερα και μάλλον θνησιγενή αποτελέσματα.

Γ. Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της Συνόδου

Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ υπήρξε επιτυχής για τη Συμμαχία.

Πρώτον, ενέκρινε την παροχή πρόσκλησης για ένταξη σε δύο νέα κράτη μέλη που κατέχουν κρίσιμη γεωγραφική θέση και αξιόμαχα στρατεύματα, και το έκανε αυτό μέσα σε κλίμα συναίνεσης και όχι επιβολής.

Κάποιος θα ενίστατο πως «ναι, αλλά οι δύο χώρες μας μπλέκουν σε μπελάδες, γιατί βρίσκονται σε νευραλγική θέση μέσα στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Ρωσίας, και για ποιά συναίνεση μιλάς, όταν τους επεβλήθη το Τριμερές Μνημόνιο;»

Θ’ απαντούσα πως ούτως ή άλλως έχουμε μπλέξει με τη Ρωσία, και ο κατευνασμός ποτέ δεν λειτούργησε, όπως και η λογική πως για να μην καταλάβει σε βάρος μαςγεωπολιτικό χώρο και επιρροή ο αντίπαλος μας, ας του παράσχουμε εμείς λίγο ακόμα γεωπολιτικό χώρο κι επιρροή απορρίπτοντας την ένταξη των δύο χωρών που με τη θέλησή τους προσχώρησαν.

Όσον αφορά το Τριμερές, εάν και στο βαθμό που θα εφαρμοστεί, λειτουργεί ως ένα κυνικό τελετουργικό διάβασης απ’ τον κόσμο της ουδετερότητας προς την ενηλικίωση των δύο χωρών μέσα στον κόσμο των υπεύθυνων αποφάσεων που δεν αστειεύεται.

Ακόμα κι αυτό φανερώνει συναίνεση, ευελιξία, λειτουργία των διπλωματικών διαδικασιών, και παρά το πολύ δυσάρεστο περιεχόμενό του, εξασφάλισε για το μέλλον των χωρών και της Συμμαχίας κάτι επειγόντως πολύτιμο ενώπιον μιας απειλής που μόνες τους δεν θα μπορούσαν να διαχειριστούν, με αντιστάθμισμα κάτι που μπορούν να το διαχειριστούν θεσμικά έναντι ενός χαμηλότερης έντασης αντιπάλου. [Προσέγγιση των διεργασιών για το Τριμερές Μνημόνιο και την Ελλάδα έκανα εδώ, σε ανάρτησή μου]

Συνάμα, οι ΗΠΑ απέφυγαν να παράσχουν ανταλλάγματα που δεν είχαν ήδη παράσχει, κι έτσι κράτησαν τη διαδικασία στο επίπεδο τριμερούς συνεργασίας με διαμεσολαβητή τον Γ.Γ. Στόλτενμπεργκ, με την προεδρική παρέμβαση να έρχεται αφού πρώτα είχε διανυθεί η διπλωματική απόσταση, και έτσι δεν μπλέχτηκαν σε ανατολίτικα παζάρια με τον Σουλτάνο, του οποίου τα τεχνάσματα δεν απέδωσαν το απώτερο που επεδίωκε.

Για τα F-16, υπενθυμίζω πως το State Department είχε ήδη αποστείλει ευμενή επιστολή στο Κογκρέσο, κι έτσι ο Λευκός Οίκος δεν προχώρησε ούτε ίντσα πιο πέρα απ’αυτό, επομένως ο Ερντογάν δεν πήρε τίποτα νέο απ’ τις ΗΠΑ που δεν του είχε ήδη ανοιχτεί ως ενδεχόμενο. Είναι προβληματικό, βέβαια, που ο Γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας, δήλωσε έπειτα από ταξίδι του στην Τουρκία πως θα κάνει ό,τι περνά απ’ το χέρι του για να πάρει η Άγκυρα τα F-16 που ζήτησε. Σε τούτο εναρμονίζεται με τον Λευκό Οίκο, αλλά και προμηνύει τί θ’ ακολουθήσει όταν ο ίδιος διαδεχθεί τον Ιανουάριου του 2023 στην προεδρία της Επιτροπής τον Γερ. Μπομπ Μενέντεζ, στον οποίον τόσα πολλά έχουν εναποθέσει πολλοί εθελότυφλοι εδώ στην πατρίδα μας για να μπλοκάρει τα προς Τουρκία αμερικανικά εξοπλιστικά. Η αλλαγή αυτή θα προκύψει εάν, καθώς φαίνεται, οι Ρεπουμπλικανοί κερδίσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία στις mid-terms του ερχόμενοι Νοεμβρίου. Μια προσπάθεια μπλοκαρίσματος έγινε χθες, Τρίτη 5 Ιουλίου, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου δέκα βουλευτές προσέθεσαν μια σχετιή ρύθμιση στο σχέδιο του προϋπολογισμού, κίνηση που δεν υπόσχεται πολλά κι οριστικά, καθώς προστίθενται και αφαιρούνται οι τροπολογίες μέχρι να ψηφιστεί το σχέδιο.

Δεύτερον, το ΝΑΤΟ επαναπροσδιόρισε τις προτεραιότητες του επικαιροποιώντας τες στα σημερινά και μεσοβραχυπρόθεσμα δεδομένα. Το έκανε όχι με επιβολή, αλλά με ελεύθερη βούληση όλων των κρατών μελών, και αποδέχτηκε την αμερικανική ηγετική θέση ασμένως, θεραπεύοντας το κλίμα ρήξης επί Τραμπ.

Η δε πρακτική εφαρμογή του επαναπροσδιορισμού στοχοθεσίας θα ενισχύσει με αυξημένη στρατιωτική παρουσία την άμυνα κι αποτρεπτική ισχύ του βαλτοαλαβικού κλάδου της Συμμαχίας, που άλλωστε άμυνα κι αποτροπή είναι ο θεμελιώδης σκοπός της, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να προβούν εμπράκτως στις αναβαθμίσεις των στρατευμάτων τους με δαπάνες τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τους, κάτι που είναι θετικό για τη Συμμαχία, την προβολή ισχύος της, την ασφάλεια, τη σταθερότητα, καί την οικονομία.

Για την Τουρκία

Το διπλωματικό παιχνίδι του Ερντογάν αφέθηκε να εκταθεί ακριβώς μέσα στα χρονικά όρια που του είχαν επιτραπεί. Υπενθυμίζω πως το State Department πολύ ψύχραιμα έως προκλητικά απαθώς ισχυριζόταν πως ήταν αισιόδοξο ότι θα ξεπεραστούν τα εμπόδια μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής, πράγμα που έγινε, φανερώνοντας πως τίποτα δεν βγήκε εκτός σχεδιασμού.

Παίζοντας τον ταραχοποιό και δυσάρεστο, ο Ερντογάνκατέκτησε συμβολικές νίκες που η Ουάσιγκτον έκρινε πως δεν βλάπτουν ούτε διαταράσσουν ισορροπίες —αυστηρή προτεραιότητα αυτή — αξιοποιήσιμες στο εσωτερικό της χώρας και στο πλαίσιο του προεκλογικού σκηνικού της.

Ο Ερντογάν δεν αναβαθμίστηκε σε ισότιμο συνομιλητή του Μπάιντεν, καθώς επιθυμούσε, δεν κατάφερε να του στρίψει το χέρι, ουδέποτε ο Λευκός Οίκος έχασε τον έλεγχο των διεργασιών, η δε παραχώρηση της συνάντησης 70’ φανέρωσε τη ροή της ισχύος, απ’ τον ισχυρότερο στον υποδεέστερο.

Εντούτοις, η Τουρκία συνολικά αναβαθμίστηκε αν όχι ως ισότιμη συνομιλήτρια των ΗΠΑ, όπως είναι προτεραιότητα του Ερντογάν, τουλάχιστον ως εξαιρετική περίπτωση μέσα στις Δυτικές συμμαχίες και σχέσεις—κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην αρθρογραφία των ΗΠΑ, όπως του Ναυάρχου ε.α. Τζέιμς Σταυρίδης, που τον έχουμε για γεωπολιτικό γκουρού στην ελληνική τηλεόραση, ο οποίος υποστήριξε να δώσει η Ουάσιγκτον ό,τι είναι εφικτό προκειμένου να ικανοποιήσουν τον Τούρκο Πρόεδρο. Αυτά όλα χωρίς να έχουν ξεπεραστεί τα παλιά εμπόδια στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις(S-400, κυρώσεις Νόμου CAATSA), και οπωσδήποτε δεν έχει απομονωθεί, καθώς γράφουν πολλά μίσθαρνα όργανα της παραπληροφόρησης στην πατρίδα μας. Αντιθέτως, έλαβε επαίνους για τις ψευδοϋπηρεσίες που τάχα προσφέρει στ ζήτημα της μεταφοράς του ουκρανικού σταριού, καθώς και την προρρηθείσα διαβεβαίωση Μπαίντεν για τον στόλο των μαχητικών της αεροσκαφών.

Το Τριμερές Μνημόνιο είναι par excellence ο τύπος του κειμένου που προτιμά η Τουρκία (βλ. το Τουρκολιβυκό, και τα πολλά μνημόνια της Τουρκίας με τις χώρες του Μαγκρέμπ, του Σαχέλ, του Κέρατος της Αφρικής, της Ερυθράς, της Κεντρικής Ασίας).

Τα μνημόνια είναι οιονεί δεσμευτικά κείμενα κατανόησης και συνεργασίας που ταιριάζουν στο προφίλ διπλωματίας του Ερντογάν, ο οποίος αγνοεί το διεθνές δίκαιο και τις αρχές του, προτιμώντας την ad hocεπανασχεδίαση μιας πραγματικότητας στις σχέσεις των συμβαλλομένων χωρών στο επίπεδο της συμφωνίας κυρίων.

Έτσι, τα μνημόνια συνιστούν επιστροφή στην BelleÉpoque, παρέχουν όμως μιαν αιρεσιμότητα κι ευελιξία στα συμβαλλόμενα μέρη, γιατί κρύβονται πίσω απ’ το προσωπείο της συναινετικής υπογραφής, και της κατοπινής υποχρέωσης κάθε μέρους να εξετάσει πώς θα εφαρμόσει τα συμφωνημένα εντός των θεσμικών του δυνατοτήτων, είτε που υπάρχουν είτε που θα θεσπίσει.

Η Τουρκία αξιοποιεί τα μνημόνια για να προβάλει πως δεν επιβάλλει κάτι, αλλά πως συμφωνεί ισότιμα και συναινετικά με τον άλλον, θέση με την οποία θα διαφωνούσαν οι μαγκρεμπίνοι εταίροι της, και όποιος διαβάσει τους εκπληκτικούς όρους του Τριμερούς, που προέκυψε χωρίς πολεμική ήττα της Σουηδίας και της Φινλανδίας, μα θα πίστευε κανείς πως παίχτηκε κάτι τέτοιο.

Όπως έγραψα και στην ανάρτηση που παρέπεμψα ανωτέρω, θα δούμε σε ποιόν βαθμό οι πολιτειακοί θεσμοί των χωρών αυτών θα διευκολύνουν ή θα παρεμποδίσουν την εφαρμογή του, μα παραμένει ένα κακό προηγούμενο ως διπλωματική πράξη. Εντούτοις, πολεμικές εξελίξεις που θα ανακύψουν στην αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία ίσως να καταστήσουν το Τριμερές μια ανάμνηση, και δεν θα ήταν η πρώτη διεθνής υπογραφή που δεν εφαρμόστηκε.

Ασφαλώς η Τουρκία είναι η 2η σε όγκο στρατού χώρα της Συμμαχίας, η δε θέση της γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά πολύτιμη, οπότε είναι ευσεβοποθισμός και άστοχη ακρότητα να ελπίζει κανείς σε χαστούκια κι απομόνωσή της, καθώς βλακωδώς γράφεται στα ελληνικά μέσα. Της υπενθυμίζονται όμως διαρκώς τα όρια, κι εκείνη, όσο κι αν δεν το πιστεύουμε παρασυρμένοι απ’ τα πάθη μας, συμμορφώνεται.

Για τη Ρωσία και την Κίνα

Η Ρωσία κυκλοφόρησε ήδη μιαν αντίδραση πως θα απαντήσει δεόντως στη νατοϊκή επέκταση, και μπλα μπλα μπλα. Αυτά που θα κάνει τα σχεδίαζε ήδη, και θα μας έρχονταν ανεξάρτητα απ’ τις νατοϊκές αποφάσεις, αφού δεν έχει διαλάθει σε κανέναν ο διαρκής της πολεμικός επεκτατισμός.

Περισσότερα δεν θα γράψω εδώ, γιατί έχω γράψει τόμους με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ομοίως, δεν θα γράψω κι άλλα για την Κίνα, με την οποία ασχολούμαι συχνά, όπως και παραπάνω.

Σε κάθε περίπτωση, μόνο δυσμενείς ειδήσεις παρήγαγε η Σύνοδος για τις δύο αναθεωρητικές δυνάμεις, και μάλλον δεν υπάρχει τώρα προσεχώς θεραπεία στις σχέσεις της Δύσης μαζί τους, άνευ εξωφρενικής μεταβολής της στάσης τους.

Για την Ελλάδα

Στην πατρίδα μας, περίπου όλες τις γεωπολιτικές εξελίξεις είτε τις αντιλαμβανόμαστε ελληνοκεντρικά, είτε τις ακυρώνουμε ως αδιάφορες, πως δεν μας ακούμπουν και δεν επηρεάζουν τα πράγματα στη γειτονιά μας, επειδή ασφαλώς, όπως απέδειξε και η σχετική δήλωση του πρωθυπουργού για το Τριμερές Μνημόνιο, ο επαρχιωτισμός δεν επιχωριάζει μονάχα γύρω απ’ τα καμπαναριά της αγροτοκτηνοτροφικής μας περιφέρειας.

Εάν πιστέψουμε τα φιλοκυβερνητικά δημοσιεύματα και ρεπορτάζ, ο πρωθυπουργός μετέβη περίπου σαν ντοπαρισμένος μονομάχος ν’ αναμετρηθεί με τον Ερντογάν, κάτι που ποτέ δεν ανέκυψε, και θα περίττευε εάν ο Τούρκος πρόεδρος το αποτολμούσε, γιατί είχε ήδη λάβει το μνημόνιο και άλλη χάρη δεν θα του γινόταν.

Στην πραγματικότητα, η ελληνική υπόθεση είχε εκτεθεί διεξοδικά κι επιτυχώς στο πρόσφατο ταξίδι του στις ΗΠΑ, είχε δε για πέντε χρόνια αναπτυχθεί ευμενώς στις αναφορές του Αμερικανού τ. πρέσβη Τζέφρι Πάιατ προς το State Department, και είχε αποτυπωθεί στη συνεργασία μας με την Ουάσιγκτον σε σειρά εγγράφων, απ’ τη Συνθήκη των Πρεσπών κι εξής.

Για την ανάγνωση που έκανε ο πρωθυπουργός σχετικά με το Τριμερές, ήταν ρηχή, εσφαλμένη, και πολλαπλώς προβληματική, όμως θα λησμονηθεί κι αυτή, γιατί ο Κυριάκος είναι σαν τον Ανδρέα σε κάτι τέτοια, φτιαγμένος από teflon: δεν του κολλάει τίποτα.

Η Ελλάδα έχει μια πενταετία τώρα που για πρώτη φορά συμπεριφέρεται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ όπως θα έπρεπε από την ένταξή της στη Συμμαχία. Συνεργάζεται, δεν είναι σπαστική, δεν προκαλεί προβλήματα, συντάσσεται και συμπαρατάσσεται με τις ναυτικές δυνάμεις, μιλάει—έστω και αφαιρετικά, όπως ο Κυριάκος εχθές, που κακώς υπήρξε τόσο αινιγματικός στις δύο παρεμβάσεις του, πρέπει να τα λέμε ευθέως αν θέλουμε να μας υποστηρίζουν—και διεκδικεί χωρίς κραυγές εκεί που πραγματικά ακούγονται και οι ψίθυροι.

Επειδή, όμως, ο Ερντογάν ακολουθεί την άνευ κανόνων διπλωματία κυρίων που ανέφερα, καθίσταται έξτρα ωφέλιμο να επιστρέψουμε σε μια διπλωματία όχι των ηγετών και των συμβούλων («Χανούμ Ελένη – Ιμπραήμ Καλίν»), αλλά των θεσμικών υπηρεσιών, δηλαδή του Υπουργείου των Εξωτερικών, που θα μεταφέρει τις συζητήσεις στη βάση του διεθνούς δικαίου και των πάγιων συμφερόντων της πατρίδας μας, μακριά απ’ το ναρκοπέδιο των ξαφνικών grand gestures, στις οποίες μπορεί να φτάσει ένας ηγέτης.

Τα υπόλοιπα τα μονομαχικά μου ακούγονται για εσωτερική κατανάλωση.