ΓΣΕΕ: Ζητάει αύξηση κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ λόγω ανατιμήσεων

262

Συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης πάνω από 600.000 εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό προκαλούν οι συνεχείς ανατιμήσεις σε βασικά είδη διατροφής, καθώς και σε ενέργεια και πετρέλαιο. Τον Ιανουάριο, με τον πληθωρισμό να ανέρχεται σε 6,2%, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού μειώθηκε κατά 14%. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) στη διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό που βρίσκεται σε εξέλιξη, πρότεινε την αύξηση των κατώτατων αποδοχών στα προ μνημονίων επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ.

Αναλυτικά, σύμφωνα με τους επιστημονικούς συνεργάτες της συνομοσπονδίας των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, τον Ιανουάριο του 2022 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε 6,2% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή είναι η μεγαλύτερη από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έως σήμερα και ταυτόχρονα η υψηλότερη των τελευταίων 25 ετών. Το κύμα ακρίβειας μειώνει τους πραγματικούς μισθούς και την αγοραστική δύναμη ειδικότερα των χαμηλόμισθων.

Η κύρια πηγή αύξησης των τιμών, οι ανατιμήσεις στην ενέργεια, διαχέονται πλέον σχεδόν σε όλα τα υπόλοιπα είδη που απαρτίζουν τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ). Εστιάζοντας το ΙΝΕ ΓΣΕΕ στις τρεις κύριες κατηγορίες δαπανών των νοικοκυριών, δηλαδή στα είδη διατροφής και μη αλκοολούχα ποτά, στις δαπάνες στέγασης και τις δαπάνες μεταφορών, διαπιστώνει ότι η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού συνεχίζεται αμείωτη το 2022, παρά τη μικρή ονομαστική αύξησή του κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου 2022.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, το κύμα ακρίβειας οδηγεί σε διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού, η οποία από 4,5% τον Αύγουστο του 2021 ανήλθε τον Δεκέμβριο σε 10,4%. Τον Ιανουάριο του 2022 η προγραμματισμένη μικρή όσο και καθυστερημένη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% περιόρισε σε μικρό βαθμό την απώλεια αγοραστικής δύναμης, η οποία όμως ανήλθε τελικά σε 12,1%.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού περιόρισε την απώλεια αγοραστικής δύναμης μόλις κατά 0,2%, αφού χωρίς αυτήν η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ήταν 12,3%. Μάλιστα, οι υπολογισμοί αυτοί αφορούν τον μεικτό κατώτατο μισθό. Αν αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, τότε τον Ιανουάριο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του καθαρού κατώτατου μισθού ξεπέρασε το 14% έναντι του Ιανουαρίου του 2021, όταν η αντίστοιχη ετήσια απώλεια τον Δεκέμβριο του 2021 ήταν 12,1%.

Οπως επισημαίνει η ΓΣΕΕ, σε επίπεδο Ε.Ε. η χώρα μας έχει την 7η χαμηλότερη επίδοση αναφορικά με την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχέση με χώρες στις οποίες έγινε χρήση μνημονίων, όπως είναι η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, η διαφορά είναι 5% και 45%, αντίστοιχα. Κάτω από την Ελλάδα είναι μόνο ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία και Βουλγαρία). Αυτό σημαίνει ότι «ανοίγει η ψαλίδα» της χώρας μας με εκείνες της βόρειας, δυτικής, αλλά και νότιας Ευρώπης.

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. (46%), στους μισθωτούς που ζουν σε συνθήκες υλικής υστέρησης, επειδή αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Ακολουθεί με 10 μονάδες απόσταση η Ρουμανία, ενώ η Πορτογαλία είναι 35 μονάδες μακριά.