Μεταξύ mea culpa, «ευχαριστώ τους Αμερικανούς» και απέραντου φρενοκομείου

917

Γράφει ο Γιάννης Κίτσος.

Το 1988, ο Ανδρέας Παπανδρέου στην προσπάθεια του να μειωθεί η ένταση σε σχέση με την Τουρκία και να αποφευχθεί η σύγκρουση κηρύττει την περίοδο του «Μη Πολέμου». Tο Νταβός συνδέεται με μια υποχώρηση επιζήμια για τα εθνικά μας συμφέροντα. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε απέναντι στην Τουρκία, ότι θα απέχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, αν κάνει το ίδιο και η Τουρκία, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Το δε κυπριακό, κατά την ορθή κριτική που του ασκεί στη βουλή ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μένει στο «ράφι». Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο Ανδρέας Παπανδρέου είπε το περίφημο «mea culpa». Το δε 1989 και εν μέσω της πολιτικής κρίσης που περνούσε η χώρα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είπε την περίφημη φράση: «η χώρα μετεβλήθη σε ένα απέραντο φρενοκομείο».

Μετά του «mea culpa», έρχεται η εθνική υποχώρηση του «ευχαριστώ» όταν κατά την διακυβέρνηση του ο Κώστας Σημίτης, για την εξομάλυνση της κρίσης των Ιμίων, βγαίνει στο κοινοβούλιο και λέει το περίφημο «ευχαριστώ τους Αμερικανούς». Με τη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997, η γενική και αόριστη αναφορά στη συμφωνία για σεβασμό στην κυριαρχία των δυο κρατών, χωρίς τη διευκρίνηση της αποδοχής των υφιστάμενων συνόρων από την Τουρκία, έχουν οδηγήσει στις γκρίζες ζώνες, αόριστη υφαλοκρηπίδα, εναέριους χώρους, κ.λπ. και την αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας από την πλευρά της Τουρκίας. Αν εξαιρέσεις την περίπτωση που ο Α. Παπανδρέου στάθηκε απέναντι στο Σισμίκ, κανένας από τους δυο δεν κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του όλους τους Έλληνες. Και οι δυο άφησαν την Ελλάδα, αν όχι μικρότερη από ότι την βρήκαν, τουλάχιστον σε πολύ δυσμενέστερη θέση εθνικά. Αν το 1989 ο Καραμανλής μιλάει για απέραντο φρενοκομείο, φανταστείτε το 1997 τι θα έλεγε!   

Από την έναρξη της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη παρατηρώ μια ειλικρινής προσπάθεια να συσπειρώσει γύρω του όλους τους Έλληνες. Η γενικότερη φρασεολογία του αλλά κυρίως η απόφαση του να κυβερνήσει με εξωκοινοβουλευτικούς και δη προερχόμενους από την κεντροαριστερά, να στηρίξει για πρόεδρο ένα πρόσωπο γνωστό για τις αριστερές του απόψεις και πεποιθήσεις, να διατηρήσει και σε πολλές περιπτώσεις να ενισχύσει την παρουσία κεντροαριστερών στην διοίκηση του κράτους και να αποφύγει να μεταρρυθμίσει σοβαρά την χώρα αποφεύγοντας την ευθεία αντιπαράθεση με συνδικαλιστές και αριστερό κατεστημένο, αυτό ακριβώς δείχνει. 

Ακόμα και σε ευαίσθητα εθνικά ζητήματα η εμπιστοσύνη του σε πρόσωπα και πρακτικές προερχόμενα από τον κεντροαριστερό χώρο συναινούν σε αυτό. Γενικότερα, παρατηρείται μια διαρκής ταλάντωση ανάμεσα στην αριστερά και την δεξιά και τούμπαλιν με μεγάλο κερδισμένο την αριστερά. Φοβία και υποχώρηση. Τόσο απέναντι στην κεντροαριστερά όσο και Τούρκους. Με μικρές δεξιές αναλαμπές και διαλλείματα, άλλοτε παραπέμπει σε πολιτικές Παπανδρέου και άλλοτε σε πολιτικές Σημίτη με κύριο δόγμα του, όπως και δυο αυτοί προκάτοχοι του, όχι την γεωστρατηγική και εθνικά συμφέροντα, αλλά την χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις και εθνικό όραμα ημισοβιετική οικονομία.   

Παρά την φιλότιμη προσπάθεια του ούτε και ο σημερινός έλληνας πρωθυπουργός έχει καταφέρει να συσπειρώσει τους Έλληνες γύρω του, αλλά με τον τρόπο που έχει επιλέξει ούτε και πρόκειται να το πετύχει αυτό. Να θυμίσουμε ότι ο μόνος στην χώρα ιστορικά που το κατάφερε, και αυτό όχι πάνω από ενάμιση χρόνο, ήταν στις 18 Αυγούστου 1928, ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν μαζί με μικρότερες ομάδες που είχαν διασπαστεί από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, κέρδισε τις 223 από τις 250 έδρες στη Βουλή, την πιο σαρωτική νίκη στην εκλογική ιστορία της Ελλάδας. Το μεγαλύτερο εκλογικό ποσοστό της μεταπολίτευσης το λαμβάνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 17 Νοεμβρίου 1974 όταν κερδίζει τις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της χούντας. Το νεοϊδρυθέν κόμμα του, η Νέα Δημοκρατία, λαμβάνει 54,37% των ψήφων και 219 έδρες στη Βουλή. 

Διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες αλλά ας τα θεωρήσουμε ορθά, ακόμη και τα δημοσκοπικά ποσοστά του σημερινού έλληνα πρωθυπουργού απέχουν διαστημικά από τα ποσοστά του Καραμανλή πολλώ δε μάλλον του Βενιζέλου. Θα μου πείτε τώρα άλλη η τότε ιστορική πραγματικότητα, παρόλα αυτά ο στόχος παραμένει η συσπείρωση όλων των ελλήνων. Αν ο σημερινός έλληνας πρωθυπουργός πιστεύει ότι η σημερινή πραγματικότητα δεν ευνοεί την συσπείρωση θα όφειλε να την είχε εγκαταλείψει ως στόχο. Για να επιμένει όμως κάτι θα ξέρει…  

Εγώ λοιπόν πιστεύω ότι δεν είναι θέμα ιστορικής πραγματικότητας αλλά απουσίας εθνικού οράματος. Ο Βενιζέλος παρά τις ήττες του ποτέ δεν εγκατέλειψε το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας. Οι μεταρρυθμίσεις του, ακόμη και μετά την συνθήκη της Λοζάνης, σκοπό είχαν να κάνουν την Ελλάδα μεγάλη. Για τον Καραμανλή η βάση για την πραγματοποίηση του εθνικού οράματος ήταν η Ε.Ε.. Το όραμα του ήταν να κάνει την Ελλάδα μεγάλη μέσα από την σύνδεση της με την Ε.Ε.. Πότε δεν το εγκατέλειψε ούτε και αυτός. Και οι δυο άφησαν την Ελλάδα μεγαλύτερη εθνικά από ότι την βρήκαν. Ελευθέριος Βενιζέλος και Κωνσταντίνος Καραμανλής δικαιούνται και οι δυο τον χαρακτηρισμό του Εθνάρχη.    

Μπορεί να σας φαίνεται παράδοξο, και όντως είναι, αλλά για να συσπειρώσουν τον κόσμο τους εθνικό όραμα έχουν μέχρι και οι κομμουνιστές. Στα τέλη του 18ου αιώνα, η ρωσική κρατική πολιτική μετατοπίστηκε, από την υποστήριξη στους ορθόδοξους πληθυσμούς της ανατολικής Ευρώπης, στην υποστήριξη στους λαούς που μιλούσαν κάποια σλαβική γλώσσα. Έτσι γεννήθηκε ο πανσλαβισμός. Μέχρι το 1935 η Κομιντέρν, επειδή ακριβώς διατηρούνταν η επιρροή του ρωσικού πανσλαβισμού του προηγούμενου αιώνα, υποστήριζε ανοιχτά όλους τους Σλάβους, μέχρι και τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους για τους «Σλαβομακεδόνες» των βόρειων περιοχών της Ελλάδας. Η Κομιντέρν μπορεί να υποστήριζε ανοικτά την απόρριψη των εθνών και του εθνικισμού, αλλά μόνο για να καταφέρει να υλοποιήσει το όραμα του δικού της εθνικισμού, δηλαδή του πανσλαβισμού. Οι Λένιν και Στάλιν θεωρούνται εθνικοί ηγέτες της Ρωσίας. Ο Μάο θεωρείται εθνικός ηγέτης της Κίνας.

Και στην Ελλάδα, όμως, κομμουνιστές πολέμησαν για ένα εθνικό όραμα. Αυτοί μάλιστα δεν δίστασαν να το πάνε ακόμα πιο πέρα. Η διάσημη ομιλία του Άρη Βελουχιώτη στη γενέτειρα του Λαμία αμέσως μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 κάθε άλλο παρά διεθνιστή θυμίζει. Αρχίζει, ο ομιλητής λέγοντας: «Κάποτε η γωνιά αυτής της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήταν δοξασμένη και ευτυχισμένη κι είχε έναν πολιτισμό που επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ’ όλο τον κόσμο […] Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη»… Και η ομιλία συνεχίζεται: «Θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας». 

Ο Βελουχιώτης, μυημένος στην προπαγάνδα, με την ομιλία του επαναφέρει έμμεσα τους ψαλμούς από το Βυζάντιο «Τη υπερμάχω» και «Σώσον Κύριε τον Λαό Σου» που συνδυάζουν πατριωτισμό και θρησκεία. Η ομιλία του είναι έμμεσα δηλαδή ταυτόχρονα θρησκευτικός ύμνος και πολεμικό-πατριωτικό τραγούδι. Και αυτό το κάνει γιατί γνωρίζει πως δεν μπορεί να συσπειρώσει με το μέρος του διαφορετικά τον κόσμο. Ως προς το Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, αφού τα βρήκε με τα πρώτα δυο, φαντάζομαι ότι δεν τον χαλούσε καθόλου και η οικογένεια. Πολύ αμφιβάλω αν θα μπορούσε ποτέ να συσπειρώσει ο Βελουχιώτης τον κόσμο να πολεμήσει γύρω του χωρίς το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Σε αντίθεση με σήμερα που φοβούνται ή και ντρέπονται να πούνε ότι είναι Έλληνες, οικογενειάρχες πολλώ δε μάλλον χριστιανοί, ο τρόπος σκέψης της μεγάλης πλειοψηφίας των υποστηρικτών της ελληνικής αριστεράς είχε βαθιά και γεμάτη σεβασμό αίσθηση της κοινής ταυτότητας των Ελλήνων.

Και εμείς στη σύγχρονη Ελλάδα το εθνικό όραμα που εκφράζεται μέσα από τον Αντώνη Σαμαρά ο οποίος έθεσε και τις βάσεις ενός νέου Εθνάρχη το αποκαλούμαι υποτιμητικά «ακροδεξιά». Ας αφήσουμε, όμως τον Αντώνης Σαμαρά. Αν ζούσαν σήμερα Ελευθέριος Βενιζέλος και Κωνσταντίνος Καραμανλής τα εθνικά τους οράματα υποτιμητικά «ακροδεξιά» θα τα λέγαμε κι αυτά; Δεν θα γινόντουσαν δηλαδή Εθνάρχες;

Θεωρώ τις προθέσεις του  Κυριάκου Μητσοτάκη για συσπείρωση όλων των Ελλήνων ειλικρινείς κι αν ξεπεράσει τους φόβους του, τις ουτοπίες και τις αναστολές του έχει όλα τα χαρακτηριστικά και προσόντα που μπορούν να τον κάνουν Εθνάρχη κι αυτόν. Εξού και η στήριξη και εμπιστοσύνη μου στο πρόσωπο του. Ο Αντώνης Σαμαράς έθεσε τις βάσεις για τον Εθνάρχη που θα μας βγάλει από την μεταπολίτευση και τη δεδομένη στιγμή είναι ο μοναδικός του σύμμαχος αν επιθυμεί να το πετύχει αυτό. Ο δρόμος και πολιτική που έχει επιλέξει, όμως, ο σημερινός πρωθυπουργός, όχι μόνο απέχουν μίλια – για να χρησιμοποιήσουμε και ένα όρο που του αρέσει τελευταία – από το να το πετύχει αυτό, αλλά πολύ φοβάμαι, και δεν είμαι ο μόνος, ότι βρίσκεται μεταξύ mea culpa, «ευχαριστώ τους Αμερικανούς» – μπορεί και Γερμανούς – και απέραντου φρενοκομείου. Μακάρι να με διαψεύσει γιατί πραγματικά έχω πίστη σε αυτόν!