Ο Πάνος, βέβαια, δεν είναι Καίσαρας

407

Του Στέλιου Ιατρού
Στην προχθεσινοβραδινή του ομιλία στο ελληνικό Κοινοβούλιο, και την επομένη στο
πραγματικό κοινοβούλιο, που ’ναι ασφαλώς το Τουΐτερ, ο πρόεδρος των
Ανεξαρτήτων Ελλήνων, Πάνος Καμμένος, εξέφρασε την απογοήτευσή του για το πώς
του φέρθηκ’ έτσι σκάρτα ο Αλέξης Τσίπρας, τέως κυβερνητικός του εταίρος για μια
τετραετία. Αισθάνθηκε προδομένος, και φανέρωσε με τα λόγια του και τον τόνο της
φωνής του πως δεν περίμενε τέτοιαν μπαμπεσιά στην πολιτική τους σχέση. Κατόπιν
τουΐταρε κάτι σχετικό με διάπραξη προδοσίας κι εγκλημάτων, κι έτσι διατύπωσε
κατηγορηματικά τα όσα είχε υπονοήσει από βήματος της Βουλής, όταν μιλούσε για
έξι Εφιάλτες.
Οι ιστορικοί είμαστε μεγάλοι κουτσομπόληδες, γιατί δεν αφήνουμε σε ησυχία
ανθρώπους που πεθάνανε προ πολλού καιρού και υποβάλλουμε σε σχολιασμό τις
ζωές τους. Έτσι, λοιπόν, βλέπουμε πως δεν είναι η πρώτη φορά στην γραμματεία του
Δυτικού μας Κόσμου που ένας πολιτικός άνδρας εκφράζει έκπληκτος την
απογοήτευσή του για την απροσδόκητη προδοσία που υπέστη στα χέρια ενός μέχρι
πρότινος φίλου και πολιτικού συμμάχου. Ο Πάνος, βέβαια, δεν είναι Καίσαρας, αλλά
έχουν μείνει εμβληματικά τα λόγια του Γάιου Ιουλίου Καίσαρα μέσα στη Ρωμαϊκή
Σύγκλητο, στας Ειδούς του Μαρτίου του 44 π.Χ. (Idus Martii ή Martiae, η 15η μέρα
του Μαρτίου).
Εκείνην την αποφράδα μέρα, ο Καίσαρας, δικτάτορας (δηλαδή κυβερνήτης ενιαύσιας
θητείας μ’ έκτακτες εξουσίες, τις οποίες όμως δεν παρέδωσε για πολλά έτη),
θριαμβευτής στρατηγός με πιστές σε κείνον λεγεώνες, και αδιαμφισβήτητος
ρυθμιστής της ρωμαϊκής res publica, δέχθηκε συντονισμένη δολοφονική επίθεση από
μερίδα Συγκλητικών που, όπως αργότερα διακήρυξαν, επιθυμούσαν να δώσουν τέλος
στην τυραννίδα του και να επαναφέρουν μια ομαλότητα στην πολιτεία. Μεταξύ τους
ήταν κι ο Ιούνιος Βρούτος, πολιτικός σύμμαχος και νεαρός προστατευόμενος του
Καίσαρα, μολονότι το γένος των Ιουνίων ήταν αρχαιότερο κι ενδοξότερο των Ιουλίων
και η συμμαχία δεν ήταν δίχως όφελος για τον Γάιο Ιούλιο. Αρχικώς ο Καίσαρας
αντιστάθηκε κι απώθησε ορισμένους μάλλον ακόμα περιδεείς Συγκλητικούς, αλλά
ξαφνιάστηκε απ’ την επίθεση του Βρούτου, και τότε είπε ή δεν είπε κάτι.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος που αφηγείται το γεγονός ενάμιση αιώνα αργότερα
μας λέγει πως ο Καίσαρας δεν είπε τίποτα καθώς έπεφτε νεκρός, αλλά πως έτεροι
παρέδιδαν ότι οι τελευταίες του λέξεις ήσαν η γνωστή ελληνική φράση «καὶ σὺ,

τέκνον», που σημαίνει «κι εσύ, νεαρέ μου» ή «και σύ, παιδί μου». [C. Suetonii
Tranquilli, De Vita XII Caesarum, Liber I, Divus Iulius, LXXXII.ΙΙ (82.2): “Atque ita
tribus et viginti plagis confossus est uno modo ad primum ictum gemitu sine voce
edito; etsi tradiderunt quidam Marco Bruto irruenti dixisse «καὶ σύ, τέκνον»”. Δεν
χρειάζεται ν’ αποδώσω, Ρωμιοί είμεθ’ άλλωστε, όλοι μας μιλούμε λατινικά. Τί, όχι;]
Ο Πλούταρχος (ο αρχαίος συγγραφέας, όχι ο θεός της πίστας) επίσης παραδίδει πως ο
κατακτητής της Γαλατίας κι έναν καιρό εραστής της Κλεοπάτρας Ζ΄ δεν είπε κάτι,
αλλά πως καθώς τον πλησίαζε ο Βρούτος θα συνειδητοποίησε πως κανείς δεν θα τον
έσωζε, κι απλώς τράβηξε την τήβεννό του πάνω απ’ το πρόσωπό του, ώστε να κρύψει
τους μορφασμούς πόνου που αυθορμήτως θα έκανε το πρόσωπό του και θα
συνιστούσαν ντροπιαστικό δημόσιο θέαμα για την υστεροφημία του, κατά τις
αντιλήψεις του αρχαίου κόσμου (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι. Βίος Καίσαρος 69.9).
Τη σκηνή μεταφέρει ο Γουίλιαμ Σέξπιρ στην τραγωδία του Julius Caesar (1599),
όμως η φράση αποδίδεται εκεί στα λατινικά και με ερωτηματικό ως “Et tu, Brute?”
(Πράξη 3η, Σκηνή 1η, στίχ. 77) ακολουθώντας τη μορφή στην οποία βρισκόταν ήδη
σε κυκλοφορία στη μεσαιωνική και πρώιμη νεότερη ευρωπαϊκή λογιοσύνη,
λογουχάρη στο μη σωζόμενο σήμερα έργο του Ρίτσαρντ Ίντεν Caesar Interfectus
(1582) που όμως ήταν γραμμένο στα λατινικά. Ο ίδιος ο Σέξπιρ είχε χρησιμοποιήσει
τη φράση στην τραγωδία του The True Tragedie of Richard Duke of Yorke, and the
death of good King Henrie the Sixth (1595), που ήταν η παλαιότερη έντυπη έκδοση
του Μέρους Γ΄ του «Ερρίκου ΣΤ΄».
Σ’ αυτήν την νεότερη επεξεργασία απ’ τον Βάρδο οφείλουμε ουσιαστικά τη διάχυτη
σήμερα ερμηνεία πως ο Καίσαρας εκστόμισε τη φράση ως εκδήλωση έκπληξης κι
απογοήτευσης για την προδοσία απ’ το χέρι ενός φίλου. Μολονότι ήταν γνωστός (και
δικαιολογημένα) για την έπαρσή του, και πως μεριμνούσε διαρκώς για τη δημόσια
εικόνα του, εκτιμώ πως θα ’ταν κάπως προωθημένο εκ μέρους του να βρει βολική την
ευκαιρία να επιδείξει τη λογιότητά του εκφέροντας τις τελευταίες λέξεις του στη
γλώσσα της ελίτ, που και τότε ήταν τ’ αρχαία ελληνικά. Δεν το ’χω γι’ απίθανο, αλλά
τόση αφοσίωση στο θεαθήναι μέχρι τελευταία στιγμή;
Τί τρέχει λοιπόν με το “και σύ, τέκνον”;
Ο Φρέντερικ Μπρενκ* εξέτασε τη συχνή και πάντοτε εντός συγκεκριμένων
συμφραζομένων εμφάνιση της φράσης «και συ» σ’ επιγραφές που βρίσκουμε σε
πλήθος από στήλες των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, φράση που άλλοτε
εύχεται τη συμμετοχή ενός προσώπου στην αγαθή τύχη κι άλλοτε του ρίχνει μια
κατάρα, όπως συμβαίνει σ’ επιγραφικό υλικό προερχόμενο απ’ την Αίγυπτο, όπου

χρησιμοποιείται για να ρίξει σε κάποιον το Κακό Μάτι του Απέπ (ο Απόφις). Στην
Αίγυπτο που είχε ζήσει στο πλευρό της Κλεοπάτρας ο Ιούλιος Καίσαρας.
Ο Μπρενκ προτείνει — και το βρίσκω πειστικότερο — ότι ο Καίσαρας δεν
παραπονέθηκε έκπληκτος για την προδοσία εκ μέρους του Βρούτου, αλλά τον
καταράστηκε «θα/να πάθεις κι εσύ τα ίδια, κωλόπαιδο!», ενώ την ερμηνευτική
πρόταση της κατάρας ή της προφητείας ενός μελλοθάνατου συναντάμε καί στον
Γούντμαν (βλ. A. J. Woodman, “Tiberius and the Taste of Power: The Year 33 in
Tacitus”. στο Classical Quarterly. 56.1 (2006), σσ. 175–189 — πβλ. και του ιδίου,
The Annals of Tacitus: Books 5–6, τ. 55 του Cambridge Classical Texts and
Commentaries, Cambridge University Press, 2016).
Η ταπεινή μου μετριότητα συμπληρώνει εξηγητικά πως ο Καίραρας μάλλον επέλεξε
να πει τη φράση στα ελληνικά πιθανότατα για να σεβαστεί τη μαγική αξία και
λειτουργία της ως στερεότυπης φράσης στα μαγικά κείμενα της εποχής του, εποχής
συγκρητισμού των θρησκευμάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Τουτέστιν μια αρά
στον αρχαίο κόσμο δεν ήταν απλώς η συνάρτηση λέξεων σε μια φράση αλλά των
σωστών λέξεων με τη σωστή σειρά και με τον σωστό ήχο, εκφερόμενα δηλαδή
φωνητικά κατά πως είθισται, γεγονός που δεν ξενίζει ακόμα και στη σημερινή λαϊκή
μαγεία ή λόγια, λατρευτική αποκρυφιστική παράδοση.
Επομένως, συμφωνώντας με τους ανωτέρω και μ’ άλλους ερευνητές που έχουν
αποθέσει — θαρρώ πια στην πλειονότητά τους — την ερμηνεία της έκπληξης, εκτιμώ
πως ο Καίσαρας καταράστηκε ή προφήτεψε με τη φράση του το βίαιο τέλος του
Βρούτου. Στην αρχαία γραμματεία συνηθιζόταν αυτός ο «κοινός τόπος», της κατάρας
που έπιανε όταν την εκστόμιζε κάποιος στο κατώφλι του θανάτου.
Εάν αποτολμούσα και μιαν ερμηνεία πιο κοντά στην ψυχοσύνθεση του Καίσαρα,
γιατί είμαι και ιστορικός των συναισθημάτων, θα ’λεγα πως για έναν αριστοκράτη
που σνόμπαρε τους θρονιασμένους στη Ρώμη απόλεμους πατρικίους, μιας κι ο ίδιος
είχε περάσει το τρανότερο τμήμα του βίου του στα στρατόπεδα, τις πορείες, τις
εκστρατείες, και τις μάχες, συγχρωτιζόμενος πληβείους στρατιώτες, τρώγοντας και
κοιμόμενος δίπλα τους (όχι ανάμεσά τους και μαζί τους σαν τον Αλέξανδρο, βέβαια),
θα τον φανταζόμουν με τις τελευταίες του κουβέντες, που ίσως μείναν ημιτελείς
καθώς του κόπηκε η ανάσα, όχι μονάχα να καταριέται αλλά και να βρίζει τον Βρούτο
όπως θα τον έβριζαν οι λαϊκοί τύποι που ’χε συναναστραφεί για δεκαετίες: «και σύ,
τέκνον (πόρνης)» ή έστω στα λατινικά “et tu, fili (scorti/meretricis)” αλλ’ αυτό ίσως
να ’ταν μια κάπως γουστόζικη αμερικανιά εκ μέρους μου.
Εσείς τί λέτε; Ο Πάνος τί να λέει από μέσα του για τον Αλέξη;

*βλ. Frederick E. Brenk, “Caesar and the Evil Eye or What to Do with ‘και συ
τέκνον’”, στο G. Schmeling and J. D. Mikalson (eds.), Qui Miscuit Vtile Dulci.
Festschrift Essays for Paul Lachlan MacKendrick, Chicago 1998, σσ. 31–49
(ανατυπώθηκε στο F. E. Brenk, Clothed in Purple Light. Studies in Vergil and in
Latin Literature. Including Aspects of Philosophy, Religion, Magic, Judaism, and the
New Testament Background, Stuttgart 1999, σσ. 197–210.) — πβλ. του ιδίου, “The
και συ Stele in the Fitzwilliam Museum, Cambridge”, στο Zeitschrift für Papyrologie
und Epigraphik 126 (1999), σσ, 169–174.