Σ΄ εκατόν πενήντα χρόνια από τώρα

353

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Ήταν Μεγάλη Πέμπτη, αν θυμάμαι καλά, που ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είχε την καλοσύνη να με προσκαλέσει να τα πούμε για λίγα λεπτά στη ραδιοφωνική του εκπομπή, Mea Culpa, στα Παραπολιτικά 90.1 FM, και κει με ρώτησε τί θα συμπεράνει ο ιστορικός του μέλλοντος σ’ εκατόν πενήντα, διακόσια χρόνια από τώρα για την εποχή μας και ειδικότερα για την πανδημία αυτή που μας ταλαιπωρεί

Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί ν’ απαντηθεί χωρίς ρίσκο να προδώσω την επιστήμη μου, τόσο για μεθοδολογικούς λόγους που υποχρεώνουν την Ιστορία ν’ ασχολείται με το αντικείμενό της, που είναι η εικόνα του παρελθόντος και οριακά του παρόντος, μα και διότι μήτε και η εποχή μας έχει βγάλει ακόμα συμπέρασμα, κι ας παρέχονται στον επιστήμονα διαθέσιμα πλήθος από τεκμήρια που θα ζητούσε η ψυχή του.

Του απάντησα όμως επιγραμματικά — και δυστυχώς δεν μας δόθηκε έκτοτε χρόνος να τα ξαναπούμε, ώστε να εξηγήσω αναλυτικότερα — ότι μπορούμε να εικάσουμε εύλογα ορισμένα μοτίβα στη σκέψη του ανθρώπου του μέλλοντος που θα τον απασχολήσουν όταν βαλθεί να προσεγγίσει την εποχή μας. Τούτο είναι δυνατόν εάν διερωτηθούμε κατ’ αναλογίαν προς το τί συμβαίνει σήμερα, τί δηλαδή μας απασχολεί σήμερα για την εικόνα του παρελθόντος.

Από κει ας ξεκινήσω, λοιπόν, λεγοντας πως η κάθε εποχή ρίχνει ένα δικό της φως πάνω στα τεκμήρια του παρελθόντος που της είναι διαθέσιμα, που θα τα διαχειριστεί, θα τα επεξεργαστεί, θα τ’ αναλύσει, θα τα συνθέσει, θα τα διασταυρώσει, και θα εξαγάγει συμπεράσματα, όσο γίνεται, συγκροτώντας την εικόνα του παρελθόντος απ’ τις ψηφίδες που έχουν φτάσει στα χέρια της. 

Κάθε μελλοντικός ερευνητής θα βάλει πάνω στο χαρτί τα ερωτήματα που τον απασχολούν, και που απασχολούν την εποχή του, και θ’ ανατρέξει στο παρελθόν να φωτίσει τα ίδια τεκμήρια που ήσαν διαθέσιμα και σε παλιότερους ιστορικούς, τα οποία έφτασαν μέχρι τα χρόνια του, αλλά τώρα θα επιχειρήσει ν’ απαντήσει στα δικά του ερωτήματα επεξεργαζόμενος τα σχετικά δεδομένα. Η ίδια η επιλογή των ερωτημάτων ορίζει έτσι και τη φύση των τεκμηρίων που θα κριθούν σχετικά με τα ερωτήματα. 

Ας πούμε, τον απασχολούν οι σχέσεις άρχοντα κι αρχόμενου (πολύ συχνό ερώτημα) ή το φαινόμενο της ανάδειξης ενός ηγέτη ως μεσσιανικής φυσιογνωμίας που αναμετράται με μια σαρωτική θανάσιμη απειλή (όπως λογουχάρη γίνεται στις ΗΠΑ με τον Τραμπ που διάφοροι Ευαγγελικοί μεγαπάστορες τον χαιρετίζουν ήδη ως τον Εκλεκτό του Θεού); 

Τον ενδιαφέρει να δει ποιοί μηχανισμοί κινητοποιήθηκαν για το χτίσιμο αυτής της ειδικής υπόληψης με την οποία επενδύθηκε η ενός ανδρός αρχή και ποιοί συλλογικοί μηχανισμοί αντιστάθηκαν στην πλάνη, πώς, πότε, γιατί, ή απ’ την άλλη μεριά γιατί εσιώπησαν; 

Τον απασχολεί να εξετάσει τη διάσταση της ελευθερίας του πολίτη έναντι της επιβολής του κράτους διά της ισχύος; Ας πούμε, τί απέγινε το «ελευθερία ή θάνατος» και τί το “Liberté, égalité, fraternité”, τί απέγιναν μέσα στην κρίση οι στομφώδεις διακηρύξεις των καιρών της αφθονίας και της πολυτέλειας για αλληλεγγύη των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πώς αυτή από Ευρώπη των Λαών κατέστη κάτι άλλο που προθυμότερα εξυπηρετεί τις τράπεζες απ’ τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Γάλλους, τους Βέλγους, τους Γερμανούς πολίτες της που πεθαίναν σαν τα κοτόπουλα, και είναι απλά Πέμπτη; 

Ο ιστορικός του μέλλοντος μπορεί να αναρωτηθεί τί λογής προτεραιότητες η κοινωνία του 2020 είχε θέσει που ήσαν διαφορετικές από παλιότερες εποχές, και γι’ αυτό η μία κοινωνία έλαβε αυτά τα μέτρα, η άλλη εκείνα, μια τρίτη κοινωνία κάποια άλλα, και τί τελικά λειτούργησε, με ποιό όφελος και ποιές ζημίες ή διαρκείς βλάβες; Τί λογής μετασχηματισμοί είχαν επισυμβεί στο πέρασμα των δεκαετιών ώστε να φτάσουμε εκεί; 

Τον απασχολεί, λογουχάρη, να εξετάσει συγκριτικά με άλλες πανδημίες τη δική μας ανταπόκριση στην πρόκληση; Να διαγνώσει παθογένειες που βγήκαν στην επιφάνεια και αρετές που έσωσαν την παρτίδα; Να διακρίνει μεταβολές στα πολιτικά και κοινωνικά ήθη ένεκα της πανδημίας και της νέας οικονομίας σχέσεων που αυτή μας υποχρέωσε να στήσουμε, εγκαταλείποντας την προηγούμενη οικονομία που όσο ίσχυε την λέγαμε κανονικότητα; Τον ενδιαφέρει να δει γιατί κάποιες κοινωνίες κατέρρευσαν, άλλες στάθηκαν προς στιγμήν στα πόδια τους, και στη συνέχεια ακολούθησαν τις πρώτες στην κατρακύλα έπειτα από κάποιες ασύνετες επιλογές ή υποτασσόμενες σε ανελαστικές αναγκαιότητες; 

Είναι ανεξάντλητα τα πιθανά ερωτήματα που θα θέσει ο ερευνητής του μέλλοντος, αλλά κυρίως θα είναι ποιός έκανε τί, γιατί το έκανε, πότε το έκανε, με τί μέσα και τί κόστος, τί είχε στον νου του να πετύχει, τί πέτυχε, γιατί δεν έκανε κάτι άλλο, τί τον εμπόδισε, πότε και πώς χάθηκε το παιχνίδι, πότε και πώς κερδήθηκε η μάχη, αλλά γιατί και πώς χάθηκε ο πόλεμος, ποιός έχει την ευθύνη γι’ αυτό, πώς συγκαλύφθηκε η ευθύνη, πού και πώς επιρρίφθηκε ή μετακυλίσθηκε, τί πλάνες διαδόθηκαν που επισκίασαν την αλήθεια, η οποία είναι πάντοτε το πρώτο θύμα ενός πολέμου, τί κέρδισε ο ίδιος ο πρωταγωνιστής και τί θυσίασε επιτρέποντας εκατόμβες θυμάτων προκειμένου να εξασφαλίσει τί άραγε, εάν αυτό άξιζε τον κόπο, τί μπίζνες έκανε κάτω απ’ το τραπέζι για τον ίδιο, την οικογένειά του, τον όμιλο των επιχειρήσεών του, τα ξενοδοχεία και τα γκολφ κλαμπς του, τί στερήθηκε και τί έχασε για πάντα η κοινωνία, τί τραύματα της άφησε η κρίση και η διαχείρισή της, τί αποδέχθηκε ως νέα κανονικότητα, τί απαρνήθηκε για πάντα, τί αλλαγές υπέστη το πολίτευμα, οι νόμοι, ο ηθικός και νομικός πολιτισμός της εποχής, ποιοί πλήρωσαν το μάρμαρο, τί μπορεί να μάθει μια μελλοντική κοινωνία απ’ τα σφάλματα και απ’ τα κατορθώματα των κοινωνιών του παρελθόντος, εάν γενικά υπάρχει διάθεση σε μια κοινωνία να μάθει κάτι απ’ το παρελθόν, πώς περάσαμε απ’ το ένα paradigm στο άλλο, ποιός πρόδωσε τον ρόλο και το καθήκον του, και ποιός ήταν ο ήρωας για τον οποίον δεν γράφτηκαν τραγούδια όσον καιρό ψάλλονταν έπαινοι και πλέκονταν εγκώμια για κακοποιούς, και τόσα άλλα.

Αυτά όλα τα είπα για να δείξω πως το τί συμπέρασμα θα βγάλει ο ερευνητής του μέλλοντος εξαρτάται απ’ το τί απαντήσεις θα λάβουν τα ερωτήματά του, και οι απαντήσεις εξαρτώνται απ’ το τί ερωτήματα θα θέσει.

Το να θυμάσαι, όμως τα γεγονότα του παρελθόντος δεν ισοδυναμεί με το να τα θυμάσαι όπως ακριβώς έγιναν, μήτε στην ποσοτική μήτε στην ποιοτική τους διάσταση, και αυτός ο περιορισμός ισχύει και για το ζήτημα του πώς συνθέτεις την εικόνα γεγονότων που εσύ δεν έζησες, το οποίο δεν ισοδυναμεί με το πώς πραγματικά τα έζησαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης. 

Η επιστήμη μας υποχρεωτικά αποδέχεται πως κενά θα υπάρξουν όταν συνταχθεί σε αφηγηματικό λόγο το σύνολο των πορισμάτων της, και στη συνέχεια αυτό ολοένα και θα εμπλουτίζεται με προσθήκες, όμως φανταστείτε το κάπως έτσι: καθώς συνθέτεις ένα παζλ, αρχίζεις να βλέπεις πως απεικονίζει ένα πουλάκι, και βλέπεις ένα κόκκινο ράμφος, λίγο κίτρινο χνουδωτό πτέρωμα εδώ, λίγο πιο πέρα, μετά δυο ποδαράκια με νηκτική μεμβράνη, και σταδιακά καταλαβαίνεις πως μάλλον συνθέτεις την εικόνα από ένα παπάκι, όχι το ίδιο το παπάκι, μα την εικόνα του, και κάποια στιγμή συνειδητοποιείς πως απ’ το κουτί έλειπαν και πολλά κομμάτια, αλλά νά το, έχεις σχηματίσει ένα παπάκι, έστω κι ελλιπές, το βλέπεις μπροστά σου, κι όχι ας πούμε ένα τροχόσπιτο. Είναι παπάκι αυτό.

Ξεκινάς να ρωτάς, λοιπόν: γιατί η εταιρεία των παζλ απεικόνισε ένα παπάκι; Ποιάν αξία είχε το παπάκι ανάμεσα στις τόσες άλλες εναλλακτικές επιλογές των θεμάτων ενός παζλ; Ποιάν αξία δίνει ο καταναλωτής σε μια τέτοια εικόνα ώστε να την αγοράσει και να δαπανήσει χρόνο συνθέτοντας το παζλ; Τί λέει αυτό για την κοινωνία και τις προτεραιότητές της; Τι συμβολίζει το χνουδωτό αυτό ζωάκι; Τί συναισθήματα γεννά σ’ όποιον το αντικρίζει ώστε η εικόνα του ν’ αναπαράγεται σ’ εμπορικά προϊόντα προοριζόμενα για κατανάλωση; Και ούτω καθεξής.

Κάπως έτσι λειτουργούμε στην Ιστορία, που είναι μια επιστήμη θέσεων κι όχι επιθυμιών. Αφού τώρα σχημάτισες το παπάκι, κάτι πρέπει να κάνεις μ’ αυτό. Πρέπει να το ερμηνέψεις, παναπεί να βγάλεις νόημα ανιχνεύοντας τα νοήματα της εικόνας, και ερμηνεύοντας το παρελθόν να φτάσεις να κατανοείς καί το παρόν. Θυμόμαστε τα νοήματα που σχηματίσαμε στο μυαλό μας όταν ερμηνεύαμε τις όψεις των περιστατικών του παρελθόντος, τις οποίες όψεις, όμως, πρέπει πρώτα να είμαστε σε θέση να τις συλλάβουμε ως ενότητες καθώς αναδιφούμε μέσα στο αρχειακό μας υλικό. Ωφελεί να θυμάται κανείς πως το αρχειακό υλικό που έχουμε διαθέσιμο δεν φτιάχτηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και τα ερωτήματα τα δικά μας, των εκατόν πενήντα ετών μετά τα γεγονότα, αλλά τους ανθρώπους των περιστάσεων εκείνων, και έτσι πολλά απ’ όσα εκείνοι γνώριζαν θα λείπουν, γιατί ήσαν τόσο διάχυτα και διαδεδομένα ως αυτονόητες αλήθειες, ώστε κανείς να μην καθίσει να τα καταγράψει. 

Διαβάζουμε την ιστορία του παρελθόντος για να εξασκηθούμε στο πώς θα διαβάσουμε επαρκώς, ορθώς, και αληθώς το μέλλον όταν αυτό γίνει πια παρόν, όταν το μέλλον μάς φτάσει, κι έτσι, σκεπτόμενοι αντίστροφα μπορούμε να εντοπίσουμε ορισμένα μοτίβα που ο παρατηρητής του μέλλοντος θα ’χει εκπαιδευθεί να προσέξει και στις δικές μας υποθέσεις, όπως εμείς τα προσέχουμε όταν μελετάμε ας πούμε την Ελληνική ή τη Ρωμαϊκή Ιστορία και πίσω απ’ αυτά βλέπουμε όψεις του παρόντος μας.

Πρώτο μοτίβο είναι η “urbs capta”, η «αλωθείσα πόλη», που αναφέρεται σε όλην την πλούσια, αφηγηματική εικονολογία των μικρών και μεγάλων τραγωδιών που συμβαίνουν σε μια κοινωνία εν μέσω πολέμου, πανδημίας, ή άλλης φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής. 

Τέτοιες συναισθηματικά φορτισμένες περιγραφές, αφηγήσεις, και συγκινητικές αποτυπώσεις ξεκινούν στον Δυτικό μας κόσμο με τον λεγόμενο Επικό Κύκλο ή Κύκλια Έπη που μαζί με τα Ομηρικά αφηγούνται τα περιστατικά του Τρωικού Πολέμου, πλαισιώνονται δε απ’ τα Ησιόδεια και απ’ τα Ρωμαϊκά, και οι εν λόγω εικόνες τους οργανώνονται πάνω σε μοτίβα που περιγράφουν συνήθως το αναπόδραστο του θανάτου, τη μαύρη μοίρα των θνητών που δεν μπορούν να τα βάλουν με τη βούληση των θεών — παρά μονάχα εάν είναι ισόθεοι ήρωες, όπως ο Αχιλλέας — μοτίβο που συνδέεται με το “memento mori”, το «να μην λησμονείς πως είσαι θνητός» αλλά «να θυμάσαι τον θάνατο» ακόμα και πάνω στην κορύφωση της ευδαιμονίας σου, καθώς και με τον πυρήνα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που σχεδόν χωρίς εξαίρεση αφηγείται την παρακμή και πτώση των ένδοξων Οίκων, τον τρανών αρχόντων που με οίηση ρίφθηκαν ν’ αναμετρηθούν με το πεπρωμένο τους, και η ύβρις τους τούς έφερε την άτη, την τύφλωση δηλαδή, τη νέμεση, την απονομή της δικαιοσύνης κατά τον αιώνιο νόμο, και την τίσιν, την τιμωρία, η οποία συμπαρέσυρε μαζί με τους ίδιους καί τον αρχόμενο λαό στον όλεθρο. Ο κλασικός κόσμος έβλεπε το πρόσωπο ως τμήμα μιας κοινότητας, και η ευδαιμονία του όπως και η δυστυχία του ήσαν εξαρτημένες σε κάθετη γραμμή απ’ την κορυφή της πόλης. 

Απ’ την Τροία, περάσαμε σε περιγραφές αλώσεων ή φυσικών καταστροφών στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή βυθίσεων ολόκληρων κοινωνιών στο χάος και στην αντίξοη μοίρα μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, παράλληλα δε με ιστορικούς της κλασικής, της ελληνιστικής, της ρωμαϊκής, και της ύστερης αρχαιότητας, που μιλούσαν για την Αθήνα, τη Θήβα, την Περσέπολη, την Ιερουσαλήμ, τη Ρώμη, την Καρχηδόνα, την Αλεξάνδρεια, τη Θεσσαλονίκη, για πολλές μικρότερες και λιγότερο σήμερα γνωστές πόλεις και τοπικές κοινωνίες που όταν ενέσκηψε μια συμφορά εξαφάνισε όλον τον πλούτο, την ομορφιά, την εφήμερη δόξα τόσο των ισχυρών και μέχρι τότε άτρωτων στα οχυρά τους ανάκτορα, όσο και των ταπεινών που ζούσαν στις καλύβες, εξανεμίζοντας ζωές και βιός σαν στάχτη στον αγέρα, βλ. για παράδειγμα το 18ο κεφάλαιο της Αποκάλυψης, που απηχεί στίχους των Παραλειπομένων του προφήτη Ιερεμία, για το πώς οι βασιλείς και οι έμποροι της Γης θαύμασαν με την πτώση της παντοδύναμης και αδιαφιλονίκητης Βαβυλώνος — «ἔπεσεν, ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη […] οὐαὶ οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά, ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου […] ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη» — απόρησαν δηλαδή «κλαίοντες καὶ πενθοῦντες», πώς συνέβη και τόσο γρήγορα, σε μια ώρα λέει η Γραφή, όλες οι υποθέσεις των ένδοξων, εγκόσμιων βασιλείων έσβησαν από μια ξαφνική, απρόσμενη καταστροφή, η οποία σε πολλές αφηγήσεις των παλαιότερων εποχών συνδέεται με την οργή των Θεών ή του Θεού, που σήμερα την λέμε «θεομηνία», και που την επικαλούνται κάποιες φορές διάφοροι αποτυχημένοι περιφερειάρχες ευρεθέντες απολογούμενοι ενώπιον των δικαστηρίων, επιχειρώντας ν’ αποδώσουν στην μήνιν του Θεού τις δικές τους ανεπάρκειες. 

Μέσα στα συνθετικά μέρη του μοτίβου αυτού ανήκει και κάτι που βλέπουμε να επανέρχεται στις αφηγήσεις πολιορκιών, κρίσεων, και θανάσιμης απειλής για μια κοινωνία ήδη απ’ τον αρχαίο κόσμο και τον μεσαιωνικό, και είναι η αισχοκέρδεια όσων βάζουν το δικό τους συμφέρον πάνω απ’ της κοινότητας που πλήττεται αβοήθητη απ’ τις αντιξοότητες, μιας και οι κρίσεις διαχρονικά πλήττουν αδυσώπητα τους φτωχούς.

Διαβάζουμε για παράδειγμα στη «Β΄ Συλλογή των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου», μια πηγή του τέλους της ύστερης αρχαιότητας ιδαίτερα χρήσιμη σε όποιον ερευνά σχετικά με τους πολεμικούς κινδύνους που αντιπαρήλθε εγκαταλελειμμένη απ’ την πρωτεύουσα η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη πολιορκούμενη από Αβάρους και Σλάβους, πως όταν κατά το θέρος του 672 η πόλη αποκλείστηκε από Σλάβους επιδρομείς, ενέσκηψε «άφατος λιμός», απερίγραπτος δηλαδή κατά πώς τον αποκαλεί ο συντάκτης της Συλλογής που συνεχίζει λέγοντας, «όπως απέδειξαν τα αληθινά γεγονότα, ήταν κυρίως η πλεονεξία και η κερδοσκοπία που συνετέλεσαν, ώστε να ενσκήψει ο λιμός στην πόλη. Έτσι, παρόλο που ο πιστός εκείνος βασιλεύς που ασκεί την πρόνοιά του για τα πάντα είχε ορίσει με γραπτές του εντολές να ληφθεί μέριμνα να υπάρχουν αποθηκευμένα τρόφιμα στην πόλη, και μολονότι υπήρχε μια όχι ασήμαντη ποσότητα σταριού στις δημόσιες αποθήκες, εκείνοι που έλαχε τότε νά ’χουν τη διοίκηση της πόλης ξεπούλησαν το στάρι αυτό σε ξένα πλοία έναντι της τιμής των επτά μοδίων ανά χρυσό νόμισμα. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι είχαν προειδοποιηθεί για τις εχθρικές κινήσεις των βαρβάρων. Κατάφεραν, λοιπόν, ακριβώς το βράδυ της προηγούμενης απ’ την επίθεση ημέρας να ξαποστείλουν τα φορτωμένα με το στάρι πλοία απ’ το λιμάνι μας, μολονότι μέχρι τότε δεν είχε γίνει ποτέ τέτοια παράνομη εξαγωγή απ’ τα δικά μας μέρη». 

Αυτή η περίπτωση ανήθικης και παράνομης συμπεριφοράς των ισχυρών της μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης προκειμένου να κερδοσκοπήσουν υπηρετώντας δικές του προτεραιότητες και συμφέροντα, για τους οποίους προφανώς ίσχυαν άλλοι κανόνες από κείνους που ίσχυαν για τους ταπεινούς, θα θυμίζει ενδεχομένως σε πολλούς από σας μιαν άλλη, δική μας αυτή τη φορά, πρόσφατη εμπειρία, τη νυχτερινή φυγάδευση των κεφαλαίων διαφόρων πλουσίων και ισχυρών απ’ τις ελληνικές τράπεζες εν μέσω της οικονομικής κρίσης προς φορολογικούς παραδείσους, ώστε ν’ αποφευχθεί ο φημολογούμενος κίνδυνος του κουρέματός τους, πρακτική που ίσως επαναλήφθηκε και τις πρώτες ώρες των capital controls, όπως ήθελαν άλλες φήμες που κυκλοφόρησαν τότε, ότι πολλοί μεγαλοκαταθέτες μετέφεραν κρυφά έξω τις καταθέσεις τους με εμβάσματα ή και σε βαλίτσες. 

Στις μέρες μας, η υπόθεση με την υποχρεωτική χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους, που πριν από δεκαπέντε μέρες δεν συνιστώνταν αλλά τώρα επιβάλλονται, γεγονός που συνέπεσε με την απαρχή ελληνικής γραμμής παραγωγής μασκών, αφήνει περιθώρια σε πολλούς ν’ ανησυχήσουν πως εάν δεν παρέμβει σπλαχνικά το κράτος υπέρ του τόσο ταλαιπωρημένου πολίτη, του οποίου η ελπίδα για ανόρθωση και προστασία στήριξε με αυτοδυναμία την παρούσα κυβέρνηση, είτε επιβάλλοντας διατίμηση του υποχρεωτικού πλέον αγαθού είτε με δωρεάν παροχή προς τον πολίτη ενός αριθμού μασκών για τους πολλούς μήνες διάρκειας του μέτρου, όπως συμβαίνει αλλού στην Ευρώπη, τούτη η νέα επιβολή υπό την σκαιά και άδικη μάλιστα απειλή δυσβάσταχτου προστίμου εν μέσω πανδημίας, ύφεσης, και ανεργίας, θα οδηγήσει σε φαινόμενα αισχροκέρδειας απ’ την κερδοσκοπία που όχι αδικαιολόγητα αναμένεται ν’ αναπτυχθεί στο λιανεμπόριο, αλλά και ανθυγιεινών συμπεριφορών όσων αδυνατούν να προμηθεύονται δεκάδες μάσκες κάθε βδομάδα αλλά θα τρέμουν το εξοντωτικό πρόστιμο. Η αντικανονικά επαναχρησιμοποιούμενη μάσκα θα καταστεί γρήγορα η υπερεπικίνδυνη νόρμα που θα ακυρώνει το νόημα πίσω απ’ την επιβολή χρήσης της, και δεν θα προστατεύει απ’ τον ιό αλλ’ απ’ τα πρόστιμα, που θά ’χουν καταστεί απειλή φοβερότερη απ’ τη μόλυνση. Θα μας θυμίζει λίγο εκείνο που είπε η Ερμιόνη Γκρέιντζερ στον Χάρρυ Πόττερ, έχοντας μπερδέψει την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της: «εάν παραβούμε τους κανόνες μπορεί να σκοτωθούμε, ή ακόμη χειρότερα, ν’ αποβληθούμε απ’ τη σχολή!» 

Εάν κάτι τέτοιο επιτραπεί να περάσει ανεξέλεγκτα, because: free market, με βεβαιότητα θα επισημανθεί απ’ τον συνάδελφο ιστορικό του μέλλοντος ως ανεξίτηλος σπίλος και στίγμα πάνω στο επιτυχές κατά τ’ άλλα ελληνικό εγχείρημα. Εδώ θα έχουμε ένα άλλο μοτίβο συνδέομενο με τις περιόδους κρίσης, που είναι γνωστό ως “tyranni scelera”, δηλαδή τα «κρίματα του τυράννου» ήγουν του ηγεμόνα που καταλήγει να βλάπτει το κράτος του αδιαφορώντας για τον πολίτη του — που ελπίζω να μην καταστεί πραγματικότητα στη σημερινή μας περίσταση — και συνοδεύεται από ένα τρίτο, στερεότυπο αφηγηματικό μοτίβο: του άδοξου τέλους του κακού ηγεμόνα (ignominious death), όπως λογουχάρη του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Καρακάλλα που παραδίδεται πως φονεύτηκε απ’ τον πραιτωριανό φρουρό του ενώ είχε αφιππεύσει για να ουρήσει στην άκρη του δρόμου. Η πρόβλεψή μου αυτή για την επισήμανση του ιστορικού του μέλλοντος δεν προκύπτει γιατί τάχα διαθέτω κάποιο κληρονομικό μαντικό χάρισμα, μα απλώς εποπτεία της ιστοριογραφίας: κανείς ποτέ ιστορικός δεν αγνόησε και δεν παρασιώπησε τις ευθύνες όσων επέτρεψαν την κερδοσκοπία να εξουδενώσει τον απλό και ταπεινό, αδύναμο συνάνθρωπο, ειδικά αυτόν που έχει υπομείνει τόσα δεινά μέχρι σήμερα, και που σήκωσε στους ώμους του το βάρος των ευθυνών τόσων αποτυχημένων τυχοδιωκτών που έριξαν τη χώρα στα βράχια, κι επομένως ούτε και σε εκατόν πενήντα χρόνια από τώρα θα περάσει απαρατήρητο.

Το μοτίβο της urbis captae συνάρπαζε πάντοτε τον αναγνώστη, και το βλέπουμε πίσω απ’ την κάπως νοσηρή γοητεία που εξακολουθεί ν’ ασκεί πάνω μας η ιστορία της βύθισης του Τιτανικού, όπου και κει διακρίνουμε το “oh, how the mighty have fallen!” αλλά καί στην τραγική κατάληξη του τέως power couple Κλεοπάτρας Ζ΄ και Μάρκου Αντωνίου, που έγινε σαιξπηρική τραγωδία και θέμα γι’ αμέτρητες ταινίες, σειρές, πίνακες ζωγραφικής, μουσικά έργα, περνώντας έτσι αρχετυπικά πια τόσο στη λόγια όσο και στη δημώδη κουλτούρα για να συμβολίσει την κοινή μοίρα των ισόθεων και ενδόξων ισχυρών όπως και των φτωχών και ασήμων, που είναι η υποταγή όλων στον θάνατο. Ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει μια ψύχωση με την ιδέα της υπέρβασης του θανάτου, με την άρνηση του κράτους του, με την άρση της ισχύος του, με την επιβίωση μετά τον θάνατο, και η «αλωθείσα πόλη» — που αναφέρεται, όπως είπα, σε κάθε κοινωνία ενώπιον ή εν μέσω θανάσιμης απειλής — προσφέρει πλούσια και ελκυστική εικονολογία. Εάν μας διδάσκει κάτι η επαναληπτικότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όσοι θα μας παρατηρήσουν στο μέλλον θα επηρεαστούν απ’ αυτό το μοτίβο.

Ένα δεύτερο κεντρικό μοτίβο που θα καθοδηγήσει τη θέαση της εποχής μας απ’ τον παρατηρητή του μέλλοντος, είναι εκείνο της παρακμής και πτώσης των κρατών, των αυτοκρατοριών, των ισχυρών δυνάμεων, μέσω της διαδοχής τους από άλλες που ανταποκρίθηκαν πληρέστερα κι αποτελεσματικότερα σε μια γενικευμένη κρίση.

Μνημειώδες και επιδραστικό παραμένει το εξάτομο έργο του Edward Gibbon, The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, που συναρπάζει και σήμερα τον αναγνώστη, αν και η επιστήμη έχει προχωρήσει σε νέους προβληματισμούς και αναζητήσεις προοπτικού βάθους. Στον Δυτικό μας κόσμο, το μοτίβο της διαδοχής των αυτοκρατοριών πρωτοεμφανίζεται στο διδακτικό έργο του Ησιόδου Έργα και Ημέραι (περ. 700 π.Χ.), όπου ο ποιητής αφηγείται την Ιστορία ως τη διαδοχή πέντε Γενών, του χρυσού, του αργυρού, του χάλκινου, του ηρωικού, και του σιδερένιου, απ’ τους ανώτερους προς τους βαθμηδόν κατώτερους και ταπενότερους. 

Το ίδιο μοτίβο με τα πολύτιμα και ευτελέστερα μέταλλα να διαδέχονται το ένα το άλλο συμβολίζοντας τη διαδοχή των αυτοκρατοριών, συναντά ο αναγνώστης στο β΄ κεφάλαιο του Βιβλίου του Δανιήλ στην Παλαιά Διαθήκη (περ. 580 π.Χ.), κείμενο που με την επικράτηση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη κατέστη εξίσου εμβληματικό, γιατί ο προφήτης Δανιήλ συνδέεται με οράματα εσχατολογικού χαρακτήρα, και όπως είπα νωρίτερα, η ιδέα του τέλους και του θανάτου κατέχει κεντρική θέση στην ανθρώπινη διανόηση. Στο κεφάλαιο αυτό, ο ένδοξος βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ της πανίσχυρης Βαβυλώνος βλέπει ένα όνειρο που τον συνταράσσει, αλλά ξυπνώντας δεν το θυμάται πια, και καλεί τους σοφούς, μάγους, αστρολόγους, και κάθε λογής Χαλδαίους να του φανερώσουν  τί όνειρο ήταν αυτό που είχε δει και τον τάραξε τόσο, με την απειλή του θανάτου αν αποτύχουν. Όταν όλοι αδυνατούν, εμφανίζεται ο Εβραίος αιχμάλωτος Δανιήλ, σπουδαγμένος και ο ίδιος στις σχολές των Βαβυλωνίων Χαλδαίων και του εξηγεί πως ο Κύριος των Δυνάμεων του φανέρωσε πως ο βασιλεύς είχε δει στ’ όνειρό του ένα θαυμάσιο άγαλμα που του έμοιαζε, χρυσό στην κεφαλή, συμβολίζοντας τη Βαβυλώνα, αργυρό στο στήθος και στα χέρια (συμβολίζοντας την Μηδοπερσική αυτοκρατορία που θα τον διαδεχόταν, δύο χέρια, δύο λαοί στο τιμόνι της), χάλκινο κορμό και γοφούς (συμβολίζοντας την Ελλάδα του Αλεξάνδρου που θα διαδεχόταν τους Μηδοπέρσες), δύο σιδερένια σκέλη (συμβολίζοντας τη Ρώμη που χωρίστηκε σε Ανατολική και Δυτική αυτοκρατορία), και κατέληγε σε πόδια ανάμικτου σιδήρου και πηλού (δέκα δάχτυλα που συμβολίζουν τα δέκα γερμανικά βασίλεια που διαδέχτηκαν τη Ρώμη). Ο Ναβουχοδονόσορας θαύμασε μα πείστηκε πως ήταν πράγματι αυτό το όνειρο που είχε δει, όμως στη συνέχεια, στο γ΄ κεφάλαιο αποφασίζει να στασιάσει απέναντι στην ιδέα της διαδοχής των αυτοκρατοριών και διέταξε να κατασκευαστεί ένα ολόχρυσο τέτοιο άγαλμα, υπαινισσόμενος πως το χρυσό κεφάλι της Βαβυλώνος ποτέ δεν θα το διαδεχτούν αυτοκρατορίες από άλλα υλικά.

Σ’ εκατόν πενήντα χρόνια από τώρα, οι άνθρωποι θα παρατηρούν πως κι εμείς στασιάζαμε μπροστά στην ιδέα πως κάτι άλλο ετοιμάζεται να μας διαδεχθεί και πως νομίζαμε ότι θα προέκυπτε κάποια στιγμή στο προσεχές μας μέλλον η επιστροφή στην πρότερη κανονικότητα. Θ’ απορούν πώς εμμέναμε τόσο πεισματικά στην αμεταβλητότητα και στην αχρονία μας, και πώς γίνεται ν’ αγνοούμε, ζώντας στην άρνηση, όπως λένε οι ψυχολόγοι, ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στην κανονικότητα ενός παρελθόντος, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στον παρελθόν. Κανονικότητα είναι το σύνολο των κανόνων που ισχύουν και διέπουν οργανωτικά μια κατάσταση. Όταν προκύψουν νέοι κανόνες, γιατί προέκυψε μια νέα πραγματικότητα, τότε την προηγούμενη κανονικότητα την διαδέχεται μια νέα, προσαρμοσμένη στις νέες προκλήσεις. Το παρελθόν, άλλωστε, είναι μια κατάσταση χαμηλότερης εντροπίας, δηλαδή μια κατάσταση παραμέτρων και μεταβλητών που κάποτε ήσαν ολιγότερες και οργανωμένες σε σύνολο με ολιγότερους τρόπους, ανταποκρινόμενους σε ολιγότερες προκλήσεις. Το παρόν, όμως, έρχεται και προσθέτει νέες προκλήσεις, νέες μεταβλητές, νέες παραμέτρους, κι έτσι πολλαπλάσιους νέους τρόπους οργάνωσης του συστήματος, του οποίου η εντροπία διαρκώς αυξάνει πάνω στο βέλος του χρόνου, που κινείται πάντοτε μπροστά. Θ’ απορούν με τις ρομαντικές μας αυταπάτες. Συνάμα δε, ποιό άραγε παρελθόν θ’ αποτελούσε την αυθεντικότερη εικόνα του παρελθόντος της κοινωνίας μας στο οποίο θα επιλέγαμε να επιστρέψουμε; Ποιές όψεις της νεάς πραγματικότητας θα περνούσε απ’ το χέρι μας να εξαιρέσουμε χειρουργικά απ’ το σύστημα; 

Αυτή η πλανεμένη αισιοδοξία μας για επιστροφή στην κανονικότητα — ενώ θα έπρεπε να ομιλούμε για ομαλότητα — θυμίζει την πλάνη των Ρωμαίων στα χρόνια που ακολούθησαν τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (15 Μαρτίου του 44 π.Χ.), πως η τυραννοκτονία του δικτάτορα Καίσαρα (“sic semper tyrannis”) θα επανέφερε τη Ρωμαϊκή res publica στην προτέρα της ευταξία. Αντιθέτως, η πολιτειακή εκείνη κρίση γέννησε πολυετείς εμφυλίους πολέμους μεταξύ των πολιτικά φιλόδοξων αντιζήλων, και οδήγησε στην εγκαθίδρυση μιας νέας πολιτειακής τάξης πάνω σε μια νέα, προσαυξημένη επικράτεια, που κατάπιε και το τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο, εκείνο της Αιγύπτου, με την εγκατάσταση του Οκταβιανού Αυγούστου ως «πρώτου πολίτη του κράτους» (princeps), στην περίοδο που μεσολαβεί απ’ την Πολιτεία στην Αυτοκρατορία, και μας είναι γνωστή ως Principatus. 

Όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια στη Ρώμη περίπου δεν πήραν είδηση πως ναι μεν ήταν πλέον κανονικό μα δεν ήταν καθόλου φυσιολογικό να εκλέγεται κάθε χρόνο Ύπατος ο Αύγουστος, μήτε να του αποδίδονται θεϊκές τιμές, πως ήταν ο υιοθετημένος γιος του θεοποιημένου Ιουλίου Καίσαρα, απογόνου της Αφροδίτης, ή πως δεν ήταν φυσιολογικό να κυβερνά μερικές επαρχίες ο ίδιος κι άλλες η Σύγκλητος, και περίπου δεν τους ένοιαξε πως μονάχα ως πρόφαση η εξουσία ασκείτο στο όνομα της Συγκλήτου και του Ρωμαϊκού Δήμου (Senatus Populusque Romanus), μ’ αρκούσε σ’ όλους πως ο Αύγουστος, παναπεί ο Σεβαστός κατά τα θεϊκά προσωνύμια, τους είχε βγάλει επιτέλους απ’ την κρίση και τους εμφυλίους πολέμους που τους είχαν ταλανίσει. 

Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται “power grab”, η αξιοποίηση δηλαδή μιας κρίσης προκειμένου ένας κλάδος της εξουσίας να συγκεντρώσει υπερεξουσίες υποσκελίζοντας τους άλλους δύο, πνίγοντας τον έλεγχο ή τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του, και το βλέπουμε να συνιστά κεντρικό προβληματισμό στη διεθνή και την εγχώρια αρθρογραφία, ειδικά στις ΗΠΑ με τον ιδιόρρυθμο πρόεδρό τους και τις τεταμένες σχέσεις του με το Κοινοβούλιο των Δημοκρατικών. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα εντοπίσει και θα σχολιάσει την παγκόσμια αυτή μεταβολή στις πολιτειακές ισορροπίες πολλών δυτικών κρατών, και ανάλογα με τα πρότυπα της εποχής του ή θα εκθειάσει την κίνηση ή θα την ψέξει, όπως και τις ευθύνες όσων ενεργά την οργάνωσαν ή δεν αντιστάθηκαν στη μεταβολή. 

Επειδή οδεύουμε προς μια κινεζοποίηση σε παγκόσμια κλίμακα, με την άνοδο της πρακτικά ισόβιας αρχής του ενός και ισχυρού ανδρός, που σε παλιότερο άρθρο μου την είχα ονομάσει «αυτοκρατορικό μεσσιανισμό», διότι ο ηγεμόνας αυτοπροβάλλεται ως μεσσιανική φιγούρα απ’ την οποίαν εκπορεύονται όλες ή έστω οι ενισχυμένες εξουσίες του, οφείλω να προειδοποιήσω τους απανταχού φιλελεύθερους αναγνώστες μου πως εμείς θα είμαστε τα πρώτα θύματα του power grab, όπως συνέβη καί στον Μεσοπόλεμο του 20ού αιώνα, πάντοτε αιφνιδιασμένοι, πάντοτε αβροί στους τρόπους μας, πάντοτε κάμποσα βήματα πίσω στις αντιδράσεις μας, πάντοτε επιφυλακτικοί να εκφραστούμε, και απροετοίμαστοι απέναντι στα σύννεφα που έρχονται. 

Γι’ αυτό και η επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για καθήκον λογοδοσίας φανερώνει το μέταλλο του προσώπου και τους βαθύτερους προβληματισμούς του, που βρίσκονται σε συντονισμό με τον διεθνή προβληματισμό του πολιτικού φιλελευθερισμού, που αναγνωρίζει πως διερχόμαστε σκοτεινές στιγμές, εξ ανάγκης, τις οποίες δεν πρέπει να παρεξηγήσουμε για κανονικότητα. Ζούμε σε μια γραμματική των εξαιρέσεων, μιαν αντινομία, που και ο ίδιος ο πρωθυπουργός εντοπίζει και δεν τον ευχαριστεί. Δεν είναι έτσι, όμως, παντού. Στις ΗΠΑ, λογουχάρη, οι συλλογικοί θεσμοί, όπως και στην Ρώμη του Ιουλίου Καίσαρα, της Τριανδρίας Μάρκου Αντωνίου – Λέπιδου – Οκταβιανού, και κατόπιν του Οκταβιανού Αυγούστου, υπολειτουργούν νομοθετικά και νομοερμηνευτικά εδώ και τριάμισι χρόνια, ενώ ο Πρόεδρος Τραμπ έχει συχνά εκφράσει δημόσια την επιθυμία του ακόμα και για παροχή ευχέρειας προς εκείνον να διεκδικήσει και για τρίτη φορά την προεδρία της χώρας του, ενδεχόμενο που θα είναι ισοδύναμο με ισόβια προεδρία δεδομένης της ηλικίας του.

Συνδεδεμένη με το μοτίβο της παρακμής και πτώσης και της διαδοχής των δυνάμεων είναι η τηλεσκοπική θεώρηση, που ανέφερα ακροθιγώς στη ραδιοφωνική μας συνομιλία με τον Κωνσταντίνο. Αυτή θα καθορίσει τη ματιά του ιστορικού συγγραφέα και του αναγνώστη του. 

Εμείς καθημερινά ζούμε σε ιστορικό χρόνο πολλαπλάσιο του ημερολογιακού εικοσιτετραώρου τις προσωπικές και συλλογικές, τις κοινοτικές και κοινωνικές, τις πολιτικές, τις οικονομικές, τις εγχώριες και τις διεθνείς, τις θεσμικές και άλλες εξελίξεις του καιρού μας αφομοιώνοντας όσα μας φαίνονται πως αποκτούν αξία, νόημα, και σημασία στα μάτια μας ανάλογα με τις προτεραιότητες και τις αντιληπτικές μας δυνατότητες. Ας πούμε, απορούμε πώς ένας λαός σαν κι εμάς νίκησε τα στερεότυπα πως είναι ανεύθυνος, απείθαρχος, ασυνείδητος, ρέμπελος, και παρτάκιας—που ακόμα ορισμένα θλιβερά δελτία διαιωνίζουν με τραγικούς τίτλους που φανερώνουν την ανοησία των ρεπόρτερς και αρχισυντακτών τους—και κατόρθωσε να υλοποιήσει τον απαιτητικό σχεδιασμό του Μαξίμου, εκεί που απέτυχαν παταγωδώς οι δυτικές κοινωνίες που πάντοτε θαυμάζαμε, και μερικοί συμπατριώτες μας για χάρη τους έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους με υποτιμητικά σχόλια για την μικρή μας μεγάλη πατρίδα. Αυτό το βλέπουμε εμείς τώρα, το βλέπουν και διεθνώς, και ίσως να το σημειώσουν και σ’ εκατόν πενήντα χρόνια οι ερευνητές μας, όμως σαν να μας διαλανθάνει ακόμα το ότι έχουμε μεταβληθεί σημαντικά και έχουμε ωριμάσει τα τελευταία δέκα χρόνια, πως έχουν αλλάξει πολλά μέσα μας.

Στο μέλλον, ο παρατηρητής θα διαθέτει μιαν εποπτεία του τέλους των πραγμάτων και των υποθέσεων αυτών που ζήσαμε, γιατί θα γνωρίζει τις εκβάσεις τους, που εμείς σήμερα αγνοούμε γιατί «βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι», όπως λέει ο Απ. Παύλος. Στο μέλλον ο παρατηρητής θα διαθέτει απ’ την τηλεσκοπική του απόσταση την ευχέρεια να ξεσκαρτάρει όσα εμείς σήμερα καταναλώνουμε ως δήθεν έχοντα ίδιο βάρος κι ας είναι ανισοβαρή σε σημασία, λογουχάρη την απαγόρευση της περιφοράς Επιταφίου συγκρινόμενη με την περιφορά της Άλκηστης Πρωτοψάλτη, γιατί είναι αυταπόδεικτη σχεδόν αλήθεια πως η επικαιρότητα γεννά περισσότερη πληροφόρηση απ’ όση σοφία προλαβαίνουμε ν’ αναπτύξουμε ως πρόσωπα και ως κοινότητες, δηλαδή την αρετή της διάκρισης του σημαντικού απ’ το ασήμαντο, του ωφέλιμου απ’ το επείγον, του ιότροπου (viral) απ’ το μοναδικό που σπανίζει, και τόσα άλλα. 

Γράφει ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα Τύραννο (στίχ. 316-17): «φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι», δηλαδή, «αλίμονο, πόσο φοβερό πράγμα είναι η γνώση όταν δεν ωφελεί κείνον που την έχει». 

Στις μέρες μας βλέπουμε τα πράγματα επηρεασμένοι από το ψυχικό πάθος του βιώματος μιας δεινής πραγματικότητας, και αυτό είναι αναμενόμενο, όμως στο μέλλον ο παρατηρητής, είτε ερευνητής είτε αναγνώστης, θα δει τον κόσμο όλον μας ως ανήκοντα μέσα σε μια παράγραφο ολίγων αράδων, εάν τούτο ανταποκρίνεται στις προτεραιότητές του, ακριβώς όπως κι εμείς την Ισπανική Γρίπη του 1918-’19 την ξέρουμε οι περισσότεροι απλά σαν όρο, ή και καθόλου, ενώ για κείνους που διήλθαν την δοκιμασία και επιβίωσαν ήταν γεγονός μοναδικό στη ζωή τους που τους χάραξε βαθιά και τους άλλαξε την κοσμοθεώρηση. Ακόμα πιο πίσω αν πάμε, στην πανώλη του 1347/8 που έγινε γνωστή ως Μαύρος Θάνατος, κι αυτή μονάχα ως όνομα την έχουμε ακουστά, ως κάτι πολύ κακό, ενώ την εξίσου φονική πανώλη του Ιουστινιανού πολλοί θα την πρωτακούνε τώρα.

Σε εκατόν πενήντα χρόνια από σήμερα, με την πολυτέλεια της ψύχραιμης, τηλεσκοπικής θεώρησης των πραγμάτων της εποχής μας, που εμείς τα ζούμε ως θανάσιμες προκλήσεις, η ιστορία μας θα διαβαστεί με τον προβληματισμο και με τα μάτια του 2170, με τα ερωτήματα που επείγουν ν’ απαντηθούν τότε να σχετίζονται με το τότε, κι όχι με το σήμερα. Εμείς θα είμαστε για κείνους κάτι σαν αποτελέσματα ενός πειράματος που πέτυχε ή απέτυχε ανάλογα με τις δικές τους αξίες, και μάλλον όλα θα ερμηνεύονται εσωτερικευμένα ως δικά τους αφηγήματα περί του τί θα μπορούσε να είχε συμβεί εάν τα είχαν ζήσει εκείνοι, βάζοντας τους εαυτούς τους στη θέση μας. Για τους περισσότερους, η δική τους καθημερινότητα δεν θ’ αφήνει περιθώρια για τέτοιους προβληματισμούς, γιατί θα κοιτάζουν τις δουλειές τους. 

Θέλουμε να νομίζουμε πως έχουμε σημασία και πως τα έργα και οι ημέρες μας έχουν σημασία. Έχουν, αλλά για μας κυρίως. Άλλο πράγμα οι ιστορικοί: γι’ αυτούς τα πάντα έμειναν στην Ιστορία και είναι σημαντικά.

Σ’ εμάς μπορεί να βλέπουν τηλεσκοπικά είτε το ξεκινημα των δικών τους ένδοξων στιγμών, είτε τη λήξη των δικών μας και την είσοδό μας σε ταλαιπωρίες, που θ’ απορούν πώς και δεν τις είχαμε προβλέψει, είτε θα προβληματίζονται για την αφέλειά μας, ή και θα θαυμάζουν για το πόσα καταφέραμε με πενιχρά μέσα, αφού στα χρόνια τους μπορεί να έχουν καταστεί διαστημικός πολιτισμός, είτε πάλι η Γκρέτα θα έχει αποδειχθεί ορθή και δεν θα υπάρχουν πια ιστορικοί του μέλλοντος αλλά στις πόλεις μας θα κυκλοφορούν μονάχα ζώα ανάμεσα στη βλάστηση που θά ’χει πλημμυρίσει τα πάντα.

Εάν υπάρχουν άνθρωποι, ίσως να  τους παραξενεύει η εμμονή μας, που πάντοτε συνόδευε την ανθρώπινη προσδοκία, για επιστροφή στην κανονικότητα, σε μιαν ανέμελη Belle Epoque των χρόνων μας, η ανωριμότητα ενός ξεπερασμένου δικαιωματισμού, που άνθιζε ακόμα και μέσα στις τραγωδίες της «αλωθείσας πόλης» που την κυβέρνησαν είτε σκαιοί τύραννοι είτε μεγάλες φυσιογνωμίες που δεν δίστασαν να φτάσουν το μαχαίρι στο κόκαλο προκειμένου να βγάλουν τις κοινωνίες απ’ την κρίση, αναλόγως της ηθικής συγκρότησης των ερευνητών του μέλλοντος. Στις σελίδες του μέλλοντος μπορεί να μην χωράνε μήτε σε υποσημειώσεις οι αριθμοί των θυμάτων, ζώντων και θανόντων.

Ίσως ν’ αντιμετωπίζουν τα δικά μας γεγονότα μ’ ελαφρότητα παρόμοια όπως εμείς έως πρόσφατα κάπως είχαμε ακουστά τις πανδημίες του παρελθόντος, περίπου σαν πληροφορίες χρήσιμες μονάχα για τηλεπαιχνίδια, αλλά δεν πολυνοιαζόμασταν, φλερτάροντας αμέριμνοι στα μπαρ και στις διασκεδάσεις, όσο κάποιοι διαβάζανε βιολογία, ιατρική, και φαρμακευτική ατελείωτα βράδια Παρασκευής και Σαββάτου, ενώ εξω γινόταν ο χαμός. Τώρα γίνεται ένας άλλος χαμός.

Τα νοήματα που δίνουμε σήμερα στα γεγονότα του παρελθόντος σχεδόν μονότονα σχετίζονται με το πώς ερμηνεύουμε, αξιολογούμε, και βάζουμε σε μια σειρά βαρύτητας τις περιστάσεις του παρόντος μας, και μάλλον έτσι, συμπεριφορικά μιλώντας, θα σκέφτονται και τότε, γιατί οι άνθρωποι δεν αλλάζουν τρομερά: διάβαζα τις προάλλες την απόδοση μιας πήλινης πινακίδας από τη Μεσοποταμία με τα παράπονα ενός αγοραστή χαλκού προς το κατάστημα που του τον πούλησε, το 1740 π.Χ. 

Καιρός ν’ αρχίσουμε κι εμείς να βάζουμε το παρόν μας σε μια σειρά που θα την πούμε «νέα κανονικότητα». Καιρός ν’ αρχίσουμε να βλέπουμε τα νοήματα που το ερμηνεύουν. Καιρός να μην μας ξεγελούν πια τ’ αφηγήματα. Καιρός ν’ αντιληφθούμε πως επείγουσα σημασία έχουμε μονάχα για το παρόν, γιατί στο μέλλον θα έχουμε όση σημασία έχουν για μας σήμερα οι Ρωμαίοι των χρόνων του Αυγούστου. Να λέμε τα πράγματα όπως έχουν, όχι όπως επιθυμούμε νά ’χουν, γιατί όσο ξεροκέφαλοι είμαστ’ εμείς, άλλο τόσο είναι και τα facts της πραγματικότητας, που έχουν δικό τους νόημα ανεξάρτητα απ’ τις δικές μας ιδεοληψίες.