Θεσσαλονίκη: Φυλάκιση 10 μηνών σε 30χρονο που παρακολουθούσε και παρενοχλούσε την πρώην σύντροφό του

17094
Αστυνομία

Ένας 30χρονος «στόκερ» που, για τέσσερις ολόκληρους μήνες, έγινε η «σκιά» της πρώην συντρόφου του, την παρακολουθούσε στη δουλειά και το σπίτι και δεν σταματούσε να τις στέλνει μηνύματα και να την ενοχλεί τηλεφωνικά, καταδικάστηκε από το Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης.

Ο 30χρονος κρίθηκε ένοχος για την κατηγορία της απειλής με παρακολούθηση και το δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών, με τριετή αναστολή.

Σύμφωνα με την κατάθεση της 28χρονης, με τον κατηγορούμενο διατηρούσαν ερωτικό δεσμό για περίπου έναν χρόνο και το μαρτύριό της ξεκίνησε στις 12 Μαΐου όταν του ζήτησε να μαζέψει τα πράγματά του από το σπίτι και να χωρίσουν.

«Από τότε προσπαθούσε συνέχεια να επικοινωνήσει μαζί μου, περνούσε συνέχεια κάτω από το σπίτι μου με το αυτοκίνητο. Του έλεγα να με αφήσει ήσυχη και ότι η απόφασή μου είναι οριστική, του εξηγούσα ότι δεν ήθελα κάτι άλλο. Συνέχισε την επικοινωνία και προσπαθούσε να μου αλλάξει γνώμη. Μου έστελνε μηνύματα, με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνα, έρχονταν από το σπίτι μέχρι και στη δουλειά μου. Του ζητούσα να με αφήσει ήσυχη και του είχα πει ότι θα ζητήσω βοήθεια από την Αστυνομία, όμως εκείνος δεν σταματούσε να με ενοχλεί», είπε στο δικαστήριο η 28χρονη.

Όπως εξήγησε στη συνέχεια, για τέσσερις ολόκληρους μήνες η ζωή της είχε μετατρέπει σε «κόλαση» καθώς ο 30χρονος δεν την άφηνε ήσυχη και φοβόταν μέχρι και για τη ζωή της. Μάλιστα, για να γλιτώσει από τον εμμονικο πρώην σύντροφο, αναγκαστήκε να μετακομίσει για ενάμιση μήνα σε άλλη πόλη, όμως εκείνος δεν σταμάτησε να την ενοχλεί.

«Τον πρώτο καιρό ένιωθα φόβο και πιεζόμουν από την επικοινωνία. Είχε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, τη μία με αγαπούσε, την άλλη με κατηγορούσε. Δεν ήξερα πότε θα ξεπεράσει τα όρια. Ενημέρωσα το αφεντικό μου ότι δεν νιώθω καλά και ότι έπρεπε να φύγω για να ηρεμήσω. Πήγα στον Βόλο και έμεινα ενάμιση μήνα. Ζητούσα συμβουλές για το πώς μπορούσα να απαλλαγώ. Ό,τι κι αν του έλεγα, δεν καταλάβαινε ότι τελείωσε. Ένιωθα τεράστια ψυχολογική πίεση. Επικοινωνούσε με τη μητέρα μου και τον μπαμπά μου. Τέσσερις μήνες του έλεγα να με αφήσει ήσυχη. Η ηλεκτρονική επικοινωνία ήταν πάρα πολύ συχνή. Μου έστελνε συνέχεια μηνύματα μέχρι που τον μπλόκαρα τον Ιούνιο. Ήταν τρομακτικό αυτό το πράγμα, ήταν στην καθημερινότητα μου. Με περίμενε στο πάρκινγκ στη δουλειά, μπήκε στο αυτοκίνητο και δεν με άφηνε να φύγω. Με έπιασε κρίση πανικού. Μου έλεγε ότι “θα είμαι πάντα εδώ και δεν πρόκειται να σε αφήσω”. Έπαθα κρίση πανικού γιατί καταλάβαινα ότι έτσι θα είναι από εδώ και πέρα η ζωή μου. Περνούσε από το σπίτι και έβλεπε πότε τα παράθυρα είναι ανοιχτά, ήξερε μέχρι και πότε επέστρεφα από την άδειά μου» ανέφερε η γυναίκα στην κατάθεσή της.

Το μαρτύριό της ξεκίνησε τον Μάιο και κράτησε έως τις 18 Αυγούστου που τον κατήγγειλε στην Αστυνομία. Εκείνη την ημέρα η 28χρονη είδε στις 03.30 τον κατηγορούμενο να την περιμένει κάτω από το σπίτι της. Αποφάσισε να τον καταγγείλει και δυόμιση ώρες αργότερα εκείνος ανέβηκε στο διαμέρισμά της και χτυπούσε τα κουδούνια. Η γυναίκα κάλεσε στην Άμεση Δράση για να ζητήσει βοήθεια.

Στο δικαστήριο κατέθεσε και η μητέρα του θύματος, η οποία τόνισε πως φοβόταν για τη ζωή της κόρης της καθώς για τέσσερις μήνες προσπαθούσε να απαλλαγεί από τον 30χρονο.

«Την παρακαλούσα να γυρίσει» είπε ο κατηγορούμενος

Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε την απολογία του λέγοντας ότι λυπάται πολύ για όσα άκουσε στη δικαστική αίθουσα και αρνήθηκε ότι παρακολουθούσε την πρώην σύντροφό του. «Δεν είχα λόγο να το κάνω, έτσι θα την έκανα να γυρίσει;», είπε και συνέχισε: «Αγάπησα και ερωτεύτηκα έναν άνθρωπο και νόμιζα ότι τα συναισθήματα είναι αμοιβαία».

Στη συνέχεια υποστήριξε πως «μια φορά πήγα στη δουλειά της να μιλήσουμε για να καταλάβω τους λόγους που χωρίσαμε. Δεν είχαμε μαλώσει στον έναν χρόνο σχέσης, ούτε λογοφεραμε. Πήγα να την παρακαλέσω να γυρίσει, όχι να την πείσω. Άλλες δύο φορές πήγα κάτω από το σπίτι της, ήσυχα και όμορφα, κατέβηκε και μιλήσαμε, είχα χτυπήσει το κουδούνι. Έστελνα μηνύματα ανά μια εβδομάδα και όταν μου είπε ότι δεν ήθελε να της στέλνω σταμάτησα”, ισχυρίστηκε, ενώ τόνισε πως “της είπα να με μπλοκάρει γιατί η καρδιά μου δε μπορούσε να σταματήσει».

«Ήθελα να της δώσω να καταλάβει ότι αυτά που πιστεύει για εμένα δεν είναι έτσι. Από την αρχή δεν ήθελε να συνεχίσουμε. Την τελευταία φορά που επικοινωνησαμε από κοντά μου έκανε σαφές ότι δε θέλει να συνεχίσω. Μου είχε πει πολλές φορές ότι έχει πιστέψει για εμένα πράγματα που δεν ίσχυαν. Δεν ήταν ξεκάθαρη ότι δεν θέλει επικοινωνία. Καταλάβαινα από τα μηνύματα όμως, ότι δεν θέλει. Είναι δύσκολο συναίσθημα να αφήσεις τον άνθρωπο που δέθηκες και μοιράστηκες συναισθήματα μαζί του. Την τελευταία φορά κατάλαβα ότι δεν είχε ποτέ συναισθήματα για εμένα. Επικοινώνησα με την οικογένειά της για να τους ευχαριστήσω που μου άνοιξαν τη πόρτα, όχι για να την πείσουν να γυρίσει» ανέφερε στην απολογία του.

«Ποτέ δεν την απείλησα, ποτέ δεν τη φόβισα» υπογράμμισε ο κατηγορούμενος, χωρίς να πείσει το δικαστήριο.

Σημειώνεται ότι το θύμα προσκόμισε στο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, πλήθος γραπτών μηνυμάτων και κλήσεων του κατηγορουμενου προς εκείνη.