Μεγάλοι Γιατροί για τον Μεγάλο Ασθενή

854

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού

Επανέρχομαι στο Ανατολικό Ζήτημα που δεν έληξε (διότι εάν είχε λήξει, τότε θα είχε ειρηνεύσει και όλος αυτός ο χώρος, βλ. εδώ).

Το πρόβλημα του Μεγάλου Ασθενή ήταν μια δυτική πλάνη, ή μάλλον ένα σύνολο από πλάνες που η μία επιβεβαίωνε τις άλλες, κι από ένα σημείο κι έπειτα κανείς δεν τολμούσε ν’ αλλάξει ρότα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον η μεταναπολεόντεια Ευρώπη αντιμετώπιζε την Οθωμανική κι αραβική Ανατολή.

Περισσότερο από πρόβλημα περί του «τί θα κάνουμε με το γεωπολιτικό κενό που θα προκύψει όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναπόφευκτα θα διαλυθεί», το Ανατολικό Ζήτημα της Δυτικής ανάμιξης στην Εγγύς και Μέση Ανατολή μοιάζει να είναι το πρόβλημα των Μεγάλων Γιατρών που δεν μπορούσαν τότε (μήτε και σήμερα) να συμφωνήσουν τί να κάνουν μ’ έναν ασθενή που δεν ήθελε ούτε σε δίαιτα να μπει, ούτε να πάρει τα δυτικά φάρμακά τους, ουδέ να τον χειρίζονται οι νοσηλευτές τους, ή να πιστέψει πως έπασχε από κείνα που του λένε πως τον ταλαιπωρούσαν.

Κυρίως, ήταν το πρόβλημα του ίδιου του team των γιατρών που κανένας τους δεν ήθελε να εμπιστευτεί τον ασθενή στα χέρια των υπολοίπων, από φόβο μήπως κάποιος απ’ τους άλλους τον θεραπεύσει με τρόπους που αποκλείσει τις δικές του ιατρικές παρεμβάσεις.

Κι αυτό δεν αφορούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία απλά γιατί ήταν το κράτος της περιοχής, μα την περιοχή συνολικά, που τύχαινε εκείνους τους καιρούς να κυβερνάται απ’ την Αυτοκρατορία, κάτι που δεν είχαν διακρίνει οι γιατροί, σκεπτόμενοι με τη μηχανική ακρίβεια του βικτωριανού ωρολογοποιού.

Απ’ τον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας, η Δύση των γεωπολιτικών γιατρών παιδεύει τον χώρο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής με το στανικό φάρμακο των μεταρρυθμίσεων, που υποχρεωτικά καταλήγουν να εφαρμόζονται αποσπασματικά και με μισή καρδιά ή και λιγότερη, γιατί οι λαοί στη ζώνη αυτή δεν επιθυμούν να εξέλθουν απ’ την Παράδοση, που είναι το δικό τους σπίτι, εισερχόμενοι με το ζόρι στον Δυτικό Νεωτερισμό, που είναι η αγορά των Ξένων.

Πιέζοντας αφ’ υψηλού τον χώρο της Τουρκίας, όπως το κάνει, η Δύση παραγνωρίζει πως εάν υπάρχει νόσος στον Μεγάλο Ασθενή, αυτή επιχωριάζει περισσότερο στον χρόνο.

Στον ιστορικό χρόνο, ειδικότερα, εντός του οποίου εξακολουθεί να ζει η ταυτότητα και ν’ ακμάζει το φρόνημα του λαού, που αντιμετώπισε κάθε μεταρρύθμιση απ’ την εποχή του Τανζιμάτ με αμφιθυμία, δυσπιστία, εχθρότητα, αναγκαστική ανοχή φοβούμενος την επιβολή της κεμαλικής βίας, εάν έπραττε διαφορετικά κι αντιστεκόταν.

Το πείραμα των εξωγενούς, άνωθεν επιβολής θεσμικών μεταρρυθμίσεων δυτικής στροφής κατέληξε να μετατρέψει το προσωπείο της παλαιάς υστερομεσαιωνικής γραφειοκρατικής ελίτ της οθωμανικής κι έπειτα τουρκικής διοίκησης σε κάτι που για κάμποσες δεκαετίες έμοιαζε με τη Δύση στα ενδύματα και το λεξιλόγιο, μα για τον λαό, όταν εμφανίστηκε ξανά ένας δημαγωγός που έταξε την υπέρβαση του Κεμαλισμού και την επιστροφή στο φρόνημα της παλιάς οθωμανικής ακμής, τούτο μίλησε στη λαϊκή ψυχή, που νοσταλγούσε την Παράδοση, και αισθανόταν τη νεωτερικότητα του Κεμαλισμού ως ξένο και εργαλείο των ελίτ.

Κι αυτό το βλέπουμε ολόγυρα στον αραβικό και βορειοαφρικανικό μεσογειακό κόσμο, αλλά καί γενικά στην Αφρική και τη μουσουλμανική Ασία—λογουχάρη στο Ιράν και το Αφγανιστάν—όπου η έκλειψη και των τελευταίων αποικιοκρατικών αναμνήσεων του Νέου Ιμπεριαλισμού (1871-1914) άφησε και πάλι κενό τον κρίσιμο χώρο για την επάνοδο της φυλετικής οργάνωσης ή της θρησκευτικής κοινότητας, και των διαλυτικών τάσεων μέσα σε πλαστά κράτη, των οποίων τα όρια χαράχτηκαν βιαστικά μετά την αποχώρηση των αποικιοκρατικών δυνάμεων, και ουδέποτε επέπρωτο να στεριώσουν ως έθνη-κράτη, μήτε και τα πολιτειακά γεννήματα χωρίς ρίζες στη βαθιά Παράδοση, όπως η κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου, επρόκειτο να ευδοκιμήσουν πάνω στο εχθρικό έδαφος του τόπου και του χρόνου της μακράς εξωδυτικής Ιστορίας.

Νομίζω πως οι Μεγάλοι Γιατροί είχαν δει ανθρωπομορφικά το πρόβλημα που διαισθητικά αντιλαμβάνονταν πως είχαν μπροστά τους, και όταν καταπιάστηκαν με τους Οθωμανούς τους ονόμασαν ως «Μεγάλο Ασθενή» παραγνωρίζοντας το πλήθος των ασθενών που ζούσε σ’ έναν άλλο κόσμο εκεί και τριγύρω, και που δεν ήσαν καθόλου ασθενείς, μα άβολα και δυσνόητα διαφορετικοί απ’ τους Δυτικούς. Ήταν η εποχή που ο Βικτωριανός άνθρωπος πίστευε πως μπορούσε με κανόνες να ξεκλειδώσει το σύμπαν, και να το διαμορφώσει μόνο επειδή εκείνος το επιθυμούσε.

Αστικές και στρατιωτικές επαναστάσεις απ’ το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι και μετά τα μέσα του 20ού που ανέτρεψαν παρακμιακούς σουλτάνους και καλοφαγάδες ανατολίτες βασιλείς, όπως καί η σοβιετική κατάκτηση ή επιρροή, που προώθησαν τη μεταρρυθμιστική στροφή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του δυτικογενούς Νεωτερισμού κατέληξαν να διαμορφώσουν και να τροφοδοτήσουν μιαν αποκομμένη ελίτ του στρατού, της διοίκησης, της γραφειοκρατίας, και του επιχειρηματικού πλούτου, μια λεπτή χνουδωτή φλούδα πάνω στο ροδάκινο της Παράδοσης που ασφυκτιούσε από κάτω της εξακολουθώντας να ζει περίπου αμέτοχη ή πολύ λιγότερο και μονάχα παθητικά μετέχουσα στη νέα πραγματικότητα, αναμένοντας την επιστροφή στην κανονικότητα ενός παρελθόντος πλησιέστερα σ’ εκείνο το πέτρινο κουκούτσι που αναγνώριζε ως οικειότερο στην εμπειρία, την ανάμνηση, και το φρόνημά της, κι έτσι ως δικό της πυρήνα.

Η επιστροφή του καιρού μας στις ρίζες δεν είναι ασφαλώς τέτοια, μα μια διαλεκτική υπέρβαση του αιώνα των ανεπαρκών κι επιφανειακών μεταρρυθμίσεων αστικού χαρακτήρα που είχαν επικρατήσει σε σειρά κρατών της ευρύτερης ζώνης.

Ακόμα και οι Ταλιμπάν του Αφγανιστάν ή οι Αγιατολάχ του Ιράν δεν κατάφεραν να επαναφέρουν μια προνεωτερική πραγματικότητα, όπως όταν επικρατούσε η Παράδοση πριν τη μολυσματική επιρροή της Δύσης, καθώς και σήμερα την περιγράφουν, μολονότι οι διαφορές των καθεστώτων τους προς το Δυτικό κεκτημένο τόσο πολύ μας ξενίζει, ώστε να φανταζόμαστε πως κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν το να ζει κανείς στην Παράδοση. Είναι μια πλάνη μας, μα ισχυρή γιατί σκεφτόμαστε με στερεότυπα.

Στ’ αλήθεια, η νέα επιστροφή στην Παράδοση έγινε επιλεκτικά και αξιοποιήθηκε ρητορικά, προκειμένου το κάθε νέο καθεστώς να επιβάλει την εξουσία του πάνω στον εσωτερικά κατακτημένο λαό, γιατί τα καθεστώτα αυτά καταλήγουν να εκδηλώνονται ως περισσότερο αυταρχικά κι απολυταρχικά, απ’ όσο θα επέτρεπε η επί μακρούς αιώνες καλοδουλεμένη οικονομία σχέσεων της Παράδοσης, εάν θα είχε πραγματικά εφαρμοστεί.

Άλλωστε, ένα κακό με την Παράδοση είναι πως, όταν εγκαταλειφθεί, σβήνει γρήγορα η ανάμνηση των λεπτομερειών της μηχανικής της λειτουργίας, και εάν ποτέ επανέλθει, τούτο θα έχει συμβεί όχι μέσα από αυθόρμητες διαδικασίες, με τις οποίες γεννάται κι επιβιώνει η Παράδοση, αλλά τεχνητά, και πάλι άνωθεν, από μία ελίτ που διαχειρίζεται τα πράγματα κι όχι από την κοινότητα, κατά τρόπο παρόμοιο με κείνον που εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις των δυτικόστροφων κινημάτων: αποσπασματικά και επιλεκτικά, κατά πώς επιλέγουν να την θυμηθούν οι ειδάλλως νεωτερικοί δυνάστες που για να ξεφορτωθούν την κεμαλικότητα των προκατόχων τους ρητορεύουν μανιασμένα για την ξεχασμένη οθωμανικότητα του λαού τους, ενώ και οι ίδιοι ανήκουν σε μιαν ελίτ που εκλεκτικιστικά επωφελήθηκε κάθε δυτικό γέννημα που βρήκαν διαθέσιμο προτού θυμηθούν πόσο καλή ήταν η Παράδοση.

Σήμερα είναι που η ζώνη αυτή διέρχεται τη μεγάλη της ασθένεια, αναζητώντας στα τυφλά την ταυτότητα που νιώθει πως έχασε, αφού όμως πρώτα περπάτησε κάμποσο πάνω στο έδαφος του ιστορικού χρόνου του Νεωτερισμού, μέσα απ’ την τραυματική εμπειρία της επαφής της με τη Δύση κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, νοσταλγώντας την επιστροφή πίσω στις βεβαιότητες ενός παρελθόντος που το θυμάται κουτσά, ψάχνοντας δε μέσα στη λασπώδη κοίτη του ποταμού της Ιστορίας να ξαναβρεί εκείνον τον σταθερό πέτρινο βυθό που της τάζουν οι δημαγωγοί της.

Και πέσαμε σ’ εποχή που δεν υπάρχουν πλέον Μεγάλοι Γιατροί.