ΔΝΤ: Το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να μειωθεί μέχρι το 2020

167

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τονίζει τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στους Θεσμούς πως πρέπει μέχρι το 2020 να έχει μειωθεί ο στόχος για το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα το 2020. Η έκκληση γίνεται μέσα από τη “Δήλωση Συμπερασμάτων της Αποστολής του ΔΝΤ” που δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα στο πλαίσιο της σύνταξης της έκθεσής του για τη χώρα (βάσει του άρθρου 4 του καταστατικού του).

Το Ταμείο, καθιστά σαφές ότι επιτυγχάνεται ο δημοσιονομικός στόχος του 2019 (αν και με υποεκτέλεση επενδύσεων), ενώ απέδωσε τα εύσημα στην κυβέρνηση για μία “εξαιρετικά υποσχόμενη αρχή”. Παράλληλα, απηύθυνε συστάσεις για “μεγαλύτερη προσπάθεια” που πρέπει να καταβάλει άμεσα καθώς θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία “δύσκολη μάχη” για την ανάπτυξη.

Το ΔΝΤ “βλέπει” άνοδο του ΑΕΠ κατά 2% φέτος και το 2020 (σ.σ. δηλαδή επίδοση χαμηλότερη από αυτή που προσδοκά η κυβέρνηση), αλλά και κατά 0,9% στην συνέχεια. Έτσι, εκτιμά ότι η χώρα θα χρειαστεί 15 χρόνια για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα, αλλά και ότι η βιωσιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται μακροπρόθεσμα.

Παράλληλα, αποδίδει εύσημα και για το σχέδιο “Ηρακλής” μαζί με συστάσεις για μία συνολική στρατηγική ταχύτερης μείωσης των κόκκινων δανείων. Κριτική ασκεί το Ταμείο για τις ρυθμίσεις οφειλών τύπου 120 δόσεων, ενώ απευθύνει συστάσεις για αλλαγή του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (σ.σ. μείωση αφορολόγητου) και με παρεμβάσεις στην συνταξιοδοτική δαπάνη μαζί με κατάργηση του μέτρου του έκτακτου επιδόματος συνταξιούχων.

Στο σχέδιο “Ηρακλής” στάθηκε στο πλαίσιο της συνέντευξης Τύπου που έδωσε από την Αθήνα ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα, Peter Dohlman, λέγοντας πως είναι μεν αξιόπιστο, ωστόσο η αποτελεσματικότητά του εξαρτάται από το ποιο θα είναι το ύψος των κρατικών εγγυήσεων και το εάν οι επενδυτές είναι έτοιμοι να βάλουν τα λεφτά τους σε αυτό.

Αναφορικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα, το ΔΝΤ αναφέρει ότι για το 2019 το αποτέλεσμα “αναμένεται να είναι σύμφωνο με την δέσμευση της Ελλάδας προς τους Ευρωπαίους εταίρους για πλεόνασμα 3.5% του ΑΕΠ- αν και για ακόμη μια φορά εξαρτάται από την υπο-εκτέλεση των δημοσίων επενδύσεων, γεγονός που μετριάζει την ανάπτυξη”.

Τονίζει ότι “για το 2020, το προσωπικό προτείνει η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι να συναινέσουν σε μια πορεία χαμηλότερων δημοσιονομικών πλεονασμάτων, με δεδομένο το ευρύ οικονομικό περιθώριο και τις σημαντικές μη εξυπηρετούμενες ανάγκες σε κοινωνική και επενδυτική δαπάνη και για τη συμπερίληψη δαπανών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνέργειες με ενισχυμένες δομικές μεταρρυθμίσεις”.

Το “αντάλλαγμα” στο δημοσιονομικό πεδίο είναι η πάγια θέση του ΔΝΤ για την αλλαγή στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Αναφέρει ότι “θα πρέπει να επανασταθμιστεί για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης”. Θεωρεί καλοδεχούμενη την μείωση των άμεσων φόρων και τα μέτρα για “την ενίσχυση της φορολογικής συνέπειας” αλλά κάνει σαφές ότι “περισσότερα θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης”.

Εξηγεί ότι “η Ελλάδα παραμένει κοντά στον πυθμένα της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό των εργαζόμενων που πληρώνουν φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και έχει ένα από τα υψηλότερα κενά συμμόρφωσης αναφορικά με τον ΦΠΑ”.

Αλλά και στο πεδίο των δαπανών το ΔΝΤ αναφέρει ότι “σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ, πολύ μεγάλο ποσοστό της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται σε συντάξεις και μισθολογικές δαπάνες του δημοσίου και πολύ μικρό ποσοστό σε άλλες κοινωνικές δαπάνες. Για την αντιμετώπιση καίριων αναγκών, η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά την κοινωνική δαπάνη (π.χ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που παρέχεται με βάση εισοδηματικά κριτήρια και τη δημόσια υγεία) και τις επενδύσεις. Για την ελευθέρωση δημοσιονομικού χώρου, οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων θα πρέπει να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού (και η πρόσφατη αποκατάσταση των δώρων που χορηγούνταν πριν από την κρίση θα πρέπει να ανατραπεί)”.

Επίσης το ΔΝΤ αναφέρθηκε σε επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης που θα βοηθήσει στην καλύτερη εκτέλεση του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων και σε συνεχιζόμενες προσπάθειες για την ενίσχυση της ΑΑΔΕ και για την κινητοποίηση του πλαισίου κατά του ξεπλύματος χρήματος (AML) για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.