η γέφυρα

434

Του Στέλιου Ιατρού
Οι γεφυροποιοί ήσαν απ’ την Eποχή του Xαλκού πρόσωπα που πλησίαζαν την
ιερότητα.
Οι γέφυρες που εκείνοι έφτιαχναν τιθάσευαν συνήθως τα ποτάμια ή τις κοίτες των
χειμάρρων, που κι αυτά είχαν θεϊκές υποστάσεις, ενώ οι κοιλαδογέφυρες ήσαν
μάλλον ανήκουστες πριν την εποχή των σιδηροδρόμων και των αυτοκινητοδρόμων.
Έτσι στην κοιτίδα πολιτισμών Μεσοποταμία, τη γη μεταξύ των ποταμών Τίγρητος κι
Ευφράτου, οι ιερείς του ιχθυόμορφου θεού Νταγκόν της ευφορίας της γης
αποκαλούνταν συμβολικά και γεφυροποιοί, σε μια περιοχή όπου τα ποτάμια ήσαν
ζωή κι οι γέφυρες επέτρεπαν την μετάβαση απ’ τη μια όχθη τους στην άλλη. Αιώνες
αργότερα, ο ρωμαίος αυτοκράτορας ήταν και αρχιερέας της πατρώας πολυθεϊστικής
θρησκείας, κι ο τίτλος του ήταν «pontifex maximus», δηλαδή μέγιστος γεφυροποιός,
γιατί κι αυτός όπως κι οι ιερείς του Νταγκόν γεφύρωνε τον επίγειο κόσμο των θνητών
με κείνον των αθάνατων Θεών. Στις μέρες μας, τον τίτλο του γεφυροποιού που ανήκε
κάποτε στους καίσαρες τον φέρει ο Πάπας της Ρώμης, ο ποντίφικας.
Τα γεφύρια ήσαν τόποι άδηλων εκβάσεων στη λαϊκή παράδοση. Κατά τις δοξασίες,
πνεύματα, ελάσσονες θεότητες, νεράιδες, κι άλλα τέτοια υπερβατικά όντα,
στοίχειωναν τα γεφύρια προστατεύοντάς τα από πτώση, ή παραφύλαγαν εκεί τριγύρω
να πέσουν πάνω στους αμέριμνους περαστικούς να τους ρουφήξουν το αίμα, όπως η
βαμπιρίζουσα Έμπουσα. Ήσαν χώροι όπου ενέδρευαν κακοποιοί των οδών, ληστές,
και σκοτεινοί τύποι για ν’ αρπάξουν πλούτη κι αγαθά απ’ τους απροστάτευτους
ταξιδιώτες, γιατί αργά ή γρήγορα όλο και κάποιος θα περνούσε από κει.
Ακόμα και στα λόγια μεσαιωνικά παραμύθια, ο ανώνυμος Μαύρος Ιππότης που
περίμενε τον διαβάτη στη μέση της γέφυρας τον δοκιμάζει σε μέχρι θανάτου
μονομαχία προκειμένου να τον αφήσει να περάσει, αλληγορικά συμβολίζοντας τον
Θάνατο ή το Πεπρωμένο. Κι ο άψογος Λάνσελοτ με την αστραφτερή του πανοπλία
μονομαχούσε σε μια γέφυρα μέχρι να βρει τον ισάξιό του ιππότη στα όπλα—τον
βρήκε στον Αρθούρο, που έμελλε να γίνει ο βασιλιάς και φίλος του, τον οποίον όμως
πρόδωσε όταν ρωτεύτηκε τη βασίλισσα Γκουίνεβιρ.
Ο Αντίοχος, ο Κάδμος, κι ο Ιγνότος Πέβερελ (κακώς αποδόθηκε στα ελληνικά ως
Ιγνάτιος αφού δεν είναι ομόρριζα) όρθωσαν μαγικά μια γέφυρα για να ξεγελάσουν
τον Θάνατο περνώντας το φουσκωμένο ποτάμι που ’χε πνίξει κάθε άλλο ταξιδιώτη,
στο «Παραμύθι των Τριών Αδελφών» που εγκιβωτίζεται στο «Harry Potter and the
Deathly Hallows» της Tζ. Κ. Ρόουλινγκ (κακώς μεταφράστηκε «Οι Δέλτοι του
Θανάτου», προφανώς επρόκειτο για Δώρα του Θανάτου, ψευδεπίγραφες δωρεές
πονηρής πρόθεσης που τους επιδαψίλευσε). Νόμιζαν πως είχαν αποφύγει έτσι με την
κατασκευαστική δεξιοτεχνία τους την παγίδα που τους είχε στήσει ο Θάνατος, αλλά
πλανήθηκαν.
Και φυσικά υπάρχει κι ο ημίτρελος γεράκος πάνω στη Γέφυρα του Θανάτου στους
Ιππότες των Μόντυ Πάιθον, που ρωτούσε τους διαβάτες ποιά είναι η πρωτεύουσα της

Ασσυρίας, ποιό είναι το αγαπημένο τους χρώμα, κι άλλα τέτοια, κι άμα έσφαλλαν
εκτινάσσονταν αυτόματα απ’ τη γέφυρα στο κενό που έχασκε από κάτω. Στην ταινία,
ρωτά τον Αρθούρο ποιά είναι η μέση ταχύτητα πτήσης ενός χελιδονιού που δεν
κουβαλά καρύδες. Εκείνος ζητά διευκρίνιση, «αφρικανικό ή ευρωπαϊκό χελιδόνι;» κι
ο γεράκος εκτινάσσεται μη γνωρίζοντας να ξεκαθαρίσει το ίδιο του το ερώτημα.
Σε περασμένες εποχές, ο ταξιδιώτης δεν διέθετε πολλές εναλλακτικές για να διαβεί
ένα ποτάμι που έστεκε εμπόδιο στον δρόμο του: είτε θα πλήρωνε κάποιον
περαματάρη που θησαύριζε έτσι, είτε θα ρισκάριζε να περάσει πάνω απ’ τ’ αβαθή
που θα του υποδείκνυαν καλοθελητές επιχώριοι—που καραδοκούσαν πότε θα πνιγεί
κανείς τέτοιος αφελής για να του πάρουν τα υπάρχοντα—είτε θα περνούσε πάνω από
μια γέφυρα που συνήθως κάποιος σπουδαίος ηγεμόνας είχε στήσει πρώτα για να
διαπεραιώσει τα στρατεύματά του σε κάποια πολεμική πορεία, ενίοτε πληρώνοντας
τέλη για τη χρήση της.
Τι είναι, λοιπόν, αυτή η νέα στα δικά μας πράγματα Γέφυρα;
Τα πρόσωπα που επιχειρούν να τη στήσουν έχουν ιστορία και πορεία—λογουχάρη
στην αφίσα της συνέντευξης Τύπου της περασμένης Δευτέρας 25 Φεβρουαρίου, ο
Νίκος Μπίστης σημείωσε «Στέλεχος της Κεντροαριστεράς» κάτω απ’ τα’ όνομά του,
εκεί που οι υπόλοιποι της Πρωτοβουλίας έθεταν τις επαγγελματικές τους ιδιότητες, κι
ασφαλώς είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει αφού αυτό συγκεφαλαιώνει στα μάτια του
αυθεντικότερα την ταυτότητά του. Για πολλά χρόνια τώρα δεν φαίνεται να στέριωσαν
σε μιαν όχθη, κι έτσι επέλεξαν να σταθούν πάνω στη γέφυρα, ίσως γιατί από ’να
σημείο κι έπειτα έχουν συγχύσει τη γέφυρα για τον προορισμό τους, ενώ είναι απλώς
μια μηχανική κατασκευή που διευκολύνει τη μετακίνηση από ’ναν τόπο στον άλλον.
Είναι, δηλαδή, οι συνδεόμενοι τόποι που ’χουν την αξία κι η γέφυρα κάπως
αποκαρδιωτικά συνιστά έμβλημα της ομολογίας πως απλώς υπάρχει για να
εξυπηρετεί τους εκατέρωθέν της τόπους.
Οι ίδιοι οι γεφυροποιοί, ας τους πούμε έτσι, δεν μοιάζουν, βέβαια, να θέλουν να
μεταβούν κάπου αλλού πέρα απ’ την γωνίτσα τους οπού ’χουν βολευτεί, διότι κάτι
τέτοιο θ’ απαιτούσε από κείνους ευκρινή τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα, σαφή
προσδιορισμό στόχων, κουβέντες ολόκληρες κι όχι μισές κι αμφίσημες—το’χουν
αυτό οι γέφυρες, να μπαίνεις και να βγαίνεις εξίσου άνετα κι απ’ τις δυο τους μεριές.
Το να διαλέξεις προορισμό, όμως, είναι πράξη ευθύνης και διακριτικό γνώρισμα
εκείνου που θ’ αναλάβει να οδηγήσει κι άλλους εκεί. Αυτός είναι είτε ηγέτης είτε
ήρωας.
Ο Ηρακλής ήταν ήρωας ήδη προτού κατορθώσει τους άθλους του, γιατί δεν δίστασε
να επιλέξει κατεύθυνση όταν βρέθηκε στη διχάλα του πεπρωμένου του, και τράβηξε
τη στράτα για να φτάσει εκεί. Σταυροδρόμια και γεφύρια δεν αποτελούν τον ίδιο τον
προορισμό αλλά σημεία πάνω στο δρόμο για τον προορισμό. Αυτά τα σημεία
καθίστανται οριστικοί σταθμοί όταν εκεί ακινητοποιούνται κι αυταπατώνται πως
δήθεν κάτι κάνουν όσοι έπαψαν να πιστεύουν πως υπάρχει κάτι για κείνους στο τέλος
ενός δρόμου, και προτιμούν να στέκονται περίπου σαν προφήτες ή σοφοί για να
δίνουν οδηγίες στους ήρωες που παίρνοντας θέση στα διλήμματα παλεύουν να
φτάσουν κάπου—ή σαν τροχονόμοι που ρυθμίζουν την κυκλοφορία.

Ναι, πράγματι τα γεφύρια ενώνουν δυο τόπους, αλλά κι απ’ τα γεφύρια πηδάνε στον
χαμό τους πολλοί, και καμιά φορά το χτίσιμό τους εξελίσσεται σε μια πολυδάπανη
ματαιοπονία, ωσότου να θυσιαστεί η γυναίκα του πρωτομάστορα ρίχνοντας κατάρες
για το κακό που τη βρήκε.
Μέχρι τη γέφυρα φτάνουν και σταματάνε οι κουρασμένοι που χάσανε νωρίς το
κουράγιο να συνεχίσουν παρακάτω, αλλά σκέφτονται κατόπιν πως επειδή από κει
μάλλον θα περάσουν κι άλλοι, θα τους ωφελούσε ν’ απλώσουν σ’ έναν πάγκο την
πραμάτεια τους, πάνω στο πέρασμα που ’χει και κίνηση.
Καμιά φορά, όμως, η αψίδα μιας γέφυρας κρέμεται μονάχη της πάνω από ’να ποτάμι
που κανείς δεν ενδιαφέρεται πια να διαβεί. Κι όποιος ξεχαστεί επάνω της καταλήγει
ν’ απολαμβάνει απλώς τη θέα και τον ήχο του νερού που κυλάει από κάτω της, την
ιστορία που εκτυλίσσεται χωρίς καμία δική του συμμετοχή.
Η γέφυρα θα μπορούσε να λέγεται και «Πατώντας σε Δυο Βάρκες», εάν οι βάρκες
ήσαν μονάχα δύο.