Mέχρι εκεί που δεν μπορούσα άλλο

310

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Προτείνω να μιλήσουμε σήμερα για το πώς αισθανόμαστε όταν παρατήσουμε κάτι που πολύ το θέλαμε, αλλά ήρθαν έτσι τα πράγματα και δεν πήγαινε άλλο

Κοιτάζει κάποιος το ηλιοβασίλεμα απ’ το παραθύρι του, και σκέφτεται: εκεί, εκεί που έφτασα ώς εκεί που δεν μπορούσα άλλο.

Εγώ, όμως, βλέπω πως έφτασε πέρα από κει, γιατί μπόρεσε και είδε πέρα απ’ τις παλιές επιλογές του, που εάν τις ακολουθούσε κι άλλο, τότε ποιός μας λέει ότι θα είχε επιλέξει να φτάσει κι εδώ που έφτασε τώρα;

Καμιά φορά είμαστε πολύ καλοί στο να κάνουμε κάτι, και με τον καιρό ακόμα κι εμείς πειθόμαστε πως για κείνο τελικά είμαστε φτιαγμένοι, επειδή δεν μπορούμε να φανταστούμε τους εαυτούς μας έξω απ’αυτήν την ασχολία.

Όταν συντρέχει κάτι τέτοιο, τότε άραγε εκείνο είναι που μας ανήκει ή εμείς που ανήκουμε σ’ εκείνο; Εκείνο είναι που αποτελεί τμήμα της ταυτότητάς μας ή εκείνο που συνθέτει την ταυτότητά μας όλη; 

Τούτο το δεύτερο προκύπτει όταν λησμονήσουμε πως υπήρξε κάποτε μια εποχή που ζούσαμε και χωρίς εκείνο, κι έτσι μας διαλανθάνει σήμερα το πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε με πληρότητα και πέρα από κείνο, χωρίς εκείνο, μετά από κείνο.

Όταν ισχύει το δεύτερο, και βρεθούμε στο σημείο να το αποχωριστούμε για χι-ψι λόγους, νιώθουμε πως αποχωριστήκαμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, ενώ δεν ήταν έτσι, αλλά έγινε έτσι.

Αυτό που συμβαίνει είναι πως δεν έχουμε προχωρήσει στη θέαση της ταυτότητάς μας πέρα απ’ τις επιλογές που είχαμε κάνει παλιά, τότε που ακόμα βλέπαμε τον εαυτό μας να καταπιάνεται μονάχα μ’ αυτό το ένα πράγμα στο οποίο ήμασταν κάπως καλοί ή πολύ καλοί, τόσο ώστε να νομίζουμε πως γι’ αυτό προοριζόμασταν, και κάποια στιγμή βρεθήκαμε στο σταυροδρόμι που μας υποχρέωσε να αλλάξουμε κατεύθυνση, να εγκαταλείψουμε το μοναδικό αυτό μας εγχείρημα, και να καταπιαστούμε με κάτι άλλο.

Εξακολουθεί να υπάρχει τότε μια ενοχλητική δυσαρμονία ανάμεσα στην πραγματικότητα που γνωρίζουμε και στις προσδοκίες που είχαμε κάποτε για τον εαυτό μας, στην προηγούμενη φάση, προσδοκίες με τις οποίες ήμασταν τόσο εξοικειωμένοι, ώστε τελικά να πάψουμε ν’ αμφιβάλλουμε για την εγκυρότητά τους.

Τότε που ζούσαμε μονάχα για τον προορισμό και για την προσδοκία της άφιξης σ’ αυτόν, λησμονώντας ν’ αναπτύξουμε την δεξιότητα του να ζούμε στο παρόν. Επομένως, όταν έσβησε ο προορισμός, παραμείναμε σαν ορφανοί απ’ την πολύτιμη αυτή δεξιότητα του να αντλούμε πληρότητα απ’ το παρόν, αλλά εξακολουθούμε ακόμα να την καρτερούμε να μας έρθει απ’ το μέλλον, όπως είχαμε μάθει να πιστεύουμε, κάτι που είναι μια πλάνη και μια νοερή σύλληψη, παρά μια πραγματικότητα που μπορεί εγγενώς να γεμίσει την ταυτότητα και την ύπαρξή μας.

Τούτο μπορείτε να το διαπιστώσετε, όταν κάποια στιγμή ολοκληρώσετε το πιο μεγάλο σας κατόρθωμα, και αποφασίσετε να σταματήσετε να σκέφτεστε και να μιλάτε γι’ αυτό, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μην επαίρεστε γι’ αυτό, μην το διαδίδετε περιμένοντας να λάβετε αναγνώριση γι’ αυτό, η οποία ειδάλλως δεν θα ερχόταν, και μην το αφήσετε να διαμορφώσει τις σχέσεις σας με τους γύρω σας. Δείτε, λοιπόν: μπορείτε να ζήσετε και μετά απ’ αυτό, χωρίς αυτό, πέρα απ’ αυτό; Εάν ναι, τότε σας ανήκει και ορίζετε τη θέση του μέσα στν ταυτότητά σας και στη ζωή σας, ειδάλλως εσείς του ανήκετε και σας ορίζει, και πάλι δεν θα σας παράσχει πληρότητα, αλλά μάλλον στρες, αφού θα υποχρεωθείτε να τροποποιήσετε τη συμπεριφορά σας για να υποδυθείτε επιτυχώς τον ρόλο που συνήθως περιγράφει κοινωνικά εκείνον που έχει κατακτήσει το κατόρθωμά σας.

Έρχεται η πραγματικότητα, και καθώς προσαρμοζόμαστε σ’ αυτήν, ανακαλύπτουμε νέες όψεις του εαυτού μας, που ίσως και να μην είχαμε προγραμματίσει να ξυπνήσουν τώρα, αλλά να που μαθαίνουμε με επιδεξιότητα να τις διαχειριζόμαστε, και τότε έρχεται και η ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσουμε εάν θα ριχτούμε στην πρόκληση να ζογκλάρουμε έξι μήλα με τα ίδια δύο χέρια, επειδή μέχρι τώρα ήμασταν πολύ καλοί στο ζογκλάρισμα τριών μήλων.

Αν μπορείς να ζογκλάρεις τρία μήλα στα χέρια σου, τότε μπορείς εξίσου εύκολα να ζογκλάρεις άλλα τρία μήλα, εάν αφήσεις στην άκρη τα τρία πρώτα. Το μυστικό βρίσκεται στο ν’ αντιληφθείς πως συνολικά θά ’χεις ζογκλάρει έξι μήλα, θα ’χεις δηλαδή βιώσει την εμπειρία της διαχείρισης έξι αντικειμένων, αλλά ποιός είπε πως πρέπει να το κάνεις ταυτόχρονα; 

Εάν το αντιληφθείς αυτό, τότε θα κατανοήσεις πως η διαχείριση των προβλημάτων λαμβάνει χώρα μέσα στον χρόνο κατά το μέτρο του εφικτού, και θα σου ανοίξουν τα μάτια στη μπανάλ αλλά όχι αυτονόητη ιδέα της διαδοχής των περιστάσεων και όχι της στατικής αχρονίας, όπου όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, και μας πιέζουν να τ’ αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα σαν να μην υπάρχει αύριο. Υπάρχει και το αύριο.

Μερικές περιστάσεις εμφανίζονται στην ώρα τους και φεύγουν στην ώρα τους, όμως άλλες τις κρατάμε ζωντανές, ενώ έχουν γίνει ήδη ζόμπι, πλανεμένοι πως συνιστούν το πεπρωμένο μας, απαιτώντας από μας υπέρμετρη δαπάνη κόπου και επένδυση προσδοκιών για να τις διατηρήσουμε όρθιες, λογουχάρη ληγμένες σχέσεις που ακόμα τις παιδεύουμε, και μιλάμε για προσδοκίες που η πραγματικότητα έχει πλέον ξεπεράσει. 

Συνάμα, θα σου ανοίξουν τα μάτια στην επίσης μπανάλ σύλληψη πως διαθέτεις επιλογές, πως σου επιτρέπεται ν’ αφήσεις στην άκρη ή να παρατήσεις εντελώς κάτι που αποδεδειγμένα δεν βγάζει πουθενά, προκειμένου να πιάσεις κάτι πιο ωφέλιμο, κι ας φαίνεται και λιγότερο γκλάμουρο, χωρίς να σου αξίζει αυτομαστίγωση μια ζωή, πως δήθεν πρόδωσες τον εαυτό και το πεπρωμένο σου. Ύπουλη σκέψη αυτή, γιατί το πεπρωμένο είναι μια σύλληψη που αναιρεί την προσωπική επιλογή και την ευθύνη μας.

Η διάσταση του χρόνου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι ωφελούμαστε όταν συμφιλιώσουμε την θέση που κατέχουμε μέσα στην πραγματικότητα του παρόντος με την προσδοκία που έχουμε για το τί θα μας φέρει πλησιέστερα στην αυτοπραγμάτωση, όταν το κατορθώσουμε. Αν σβήσουμε τη γνωστική δυσαρμονία που λέγαμε πριν, και δεν διατηρήσουμε το κεφάλι στραμμένο σ’ αυτό που αφήσαμε πίσω μας, όσο τα πόδια μας μηχανικά προχώρησαν μπροστά, τότε δεν θα θρηνούμε για το ανεδαφικό σχέδιο που αφήσαμε στη μέση και θ’ αρχίσουμε ν’ αντλούμε ευχαρίστηση και πληρότητα απ’ τις μικρές νίκες που συντελούνται στο παρόν.

Για να προσαρμοστούμε στις προκλήσεις του βίου, αναπτύσσουμε δεξιότητες στην ώρα τους, κι αυτές μας βγάζουν κάπου ωφέλιμα στην ώρα τους, ενώ άλλες, παλιότερες συμβαίνει να εξακολουθούμε να τις εξασκούμε κι ας έχουν από καιρό εξυπηρετήσει τον σκοπό τους, έχοντας τώρα ξεπεράσει την ημερομηνία λήξης τους, και πλέον μάλλον μας προσδένουν σε μιαν εικόνα του εαυτού μας που άκμασε σ’ ένα παρελθόν, αλλά εξάντλησε τα περιθώριά της να μας προχωρήσει παραπέρα.

Οι δεξιότητες που αναπτύσσουμε μας καθιστούν ικανούς ν’ αντεπεξέλθουμε επιτυχώς στις προκλήσεις, κι αυτή είναι η λέξη-κλειδί: «επιτυχώς», γιατί δεν ωφελεί να νομίζουμε πως, εφόσον ανταποκρινόμαστε σε κάτι, τούτο επαρκεί. Δεν επαρκεί. Εϊναι συνταγή γι’ αποτυχία στη μακρά πνοή, ενώ ωφελούμαστε από μια συνταγή για κατορθώματα, τα οποία θα μας χτίσουν το αίσθημα της πληρότητας και της αυτοπραγμάτωσης.

Η επιβίωση, άλλωστε, κρίνεται απ’ την επιτυχή προσαρμογή μας στις προκλήσεις ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος. Τώρα, στο παρόν. Μια προσαρμογή που δεν λύνει ένα πρόβλημα είναι χαμένος χρόνος και κόπος, και γεννά το αίσθημα πως κάτι κάναμε, πως καταπιανόμασταν με κάτι άξιο και σπουδαίο,ενώ στην πραγματικότητα δεν κάναμε τίποτα, ή κάναμε πολύ λίγα και πολύ αργά, και όταν τελικά το κατορθώσαμε, ήδη είχαμε ξεπεράσει την ανάγκη στην οποία το κατόρθωμα θα ήταν κι αυτό μια κάποια λύση.

Δεν ωφελεί να πιστέχουμε πως επειδή είμαστε πετυχημένοι σε έναν αριθμό πραγμάτων θα είμαστε και σε άλλα τόσα ταυτόχρονα. Είναι μια πλάνη που τροφοδοτείται ίσως από έπαρση, ίσως πάλι από αδυναμία να διακρίνουμε ποιά θα μπορούσαν να είναι τα επόμενα ωφέλιμα βήματά μας, ή από μια αδυναμία ν’ αποχωριστούμε αποσκευές του παρελθόντος, για να πιάσουμε στα χέρια μας τις καινούργιες.

Αυτό συμβαίνει σε πολύ κόσμο, λογουχάρη που παρατείνει τις σπουδές του και κάνει διδακτορικά στα σαράντα του, κρατώντας σε εκκρεμότητα ανάμεσα στον κόσμο των νεκρών και των ζώντων το εύθραυστο πια φάντασμα της δήθεν χρυσής τους εποχής, όταν ήσαν ακόμα στη νεότητα, και είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους. Αρνούμενοι να εγκαταλείψουν όψεις της μετεφηβείας τους, καθυστερούν να εισέλθουν στην ενηλικιότητα, πατάνε σε δυο βάρκες με μισή καρδιά, φοβούμενοι να δουν αυτό που έρχεται, και νοσταλγούν να μείνουν πίσω σ’ εκείνο που δεν θέλουν να πιστέψουν πως πέρασε, καταλήγοντας ν’ αφήνουν το πανεπιστήμιο ξεπερασμένοι απ’ τον κόσμο γύρω τους, αιωρούμενοι σε μιαν ενδιάμεση διάσταση, περίπου επιστήμονες αλλά χωρίς δημοσιεύσεις, σχεδόν καθόλου επαγγελματίες, και με την προσωπική τους ζωή να ’χει μπει σε pause. Δεν είναι ασφαλώς για όλους έτσι, όμως για πολλούς είναι.

Μια άλλη αδυναμία που μας κρατά δεμένους σε κάτι που δεν τραβάει αλλά κοπιάζουμε να το ολοκληρώσουμε, και μετανιώνουμε όταν υποχρεωθούμε να το παρατήσουμε, είναι αυτή του να διακρίνουμε ποιές όψεις της εικόνας του εαυτού μας ήρθε η ώρα ν’ αφήσουμε στην άκρη ή πίσω μας, γιατί ό,τι ήταν να δώσουν αυτές οι όψεις το έδωσαν — και τις ευχαριστούμε για την προσφορά τους, αλλά πρέπει να προχωρήσουμε τώρα. 

Ωφελεί ν’ αφήσουμε πίσω ακόμα και κομμάτια απ’ τον εαυτό μας, όταν εκείνος δεν δείχνει πολύ πρόθυμος να μας ακολουθήσει μπροστά. Δεν είναι, άλλωστε, ακριβώς ο εαυτός μας που είναι απρόθυμος, γιατί ο εαυτός μας έχει ήδη προχωρήσει πέρα απ’ τις επιλογές του παρελθόντος, όπως φανερώνει η πραγματικότητα. Αυτό που μοιάζει για εαυτός μας και που τώρα στασιάζει απέναντι στις νέες επιλογές μας, και μας κάνει να δυστυχούμε που αφήσαμε ατελές ένα μας εγχείρημα, είναι ένα σύνολο από προσδοκίες που είχαμε για μας τους ίδιους, ήσαν δε συνάμα και προσδοκίες των οικείων μας ή των δασκάλων μας, που όλοι τους κάπως πίστευαν πως τους πέφτει λόγος — σχεδόν ιμπεριαλιστικά, θα έλεγα — για το τί να κάνουμε με τη ζωή μας, πότε, πώς, και προς ποιά κατεύθυνση.

Καμιά φορά πιστεύουμε πως φτάνοντας μπροστά σ’ ένα τέρμα, φτάσαμε μέχρι εκεί που δεν μπορούσαμε άλλο, όμως έτσι δεν βλέπουμε πως κάπου στεκόμαστε τώρα, και ότι αυτό το σημείο βρίσκεται ήδη αλλού. Ιδού, φτάσαμε κάπου. Οι αρχικές επιθυμίες μας, βέβαια, δεν εκπληρώθηκαν, αφού παρατήσαμε κάτι άλλο στη μέση· αυτό μπορεί να μας γεννήσει αισθήματα ανικανοποίητου, πράγμα μάλλον ανώφελο, και ενίοτε τραυματικό, ακόμα κι αξεπέραστο για πολλούς.

Δεν βλέπουμε, όμως, πως έχουμε ήδη προχωρήσει. Το κεφάλι μας παραμένει στραμμένο προς τα πίσω, και η έδρα της ταυτότητάς μας έξω από μας, αιωρούμενη κάπου στον χώρο όπου κατοικούν οι προσδοκίες ενός παρελθόντος που, όπως λέει και η λέξη, παρήλθε.

Όμως δεν χρειάζεται να πετάξουμε στην άκρη τον εαυτό μας που στασιάζει και δυσφορεί και δυστυχεί γκρινιάζοντας για κάτι που αφήσαμε στη μέση, επειδή δεν τραβούσε άλλο· απλά ν’ αποθέσουμε κάτω κάποια μήλα. 

Κρατάμε τις δεξιότητες που αναπτύξαμε επιτυχώς εκείνο το χρονικό διάστημα, και όταν προκύψει η νέα κανονικότητα, καταπιανόμαστε με τις νέες προκλήσεις, αλλά εάν απλά διπλασιάσουμε τα προβλήματα που διαχειριζόμαστε ταυτόχρονα, είναι αυξημένη η πιθανότητα να καταλήξουμε με πολλά μήλα στο πάτωμα.

Φανταστείτε τώρα να μην ήσαν μήλα αλλά αβγά (ή αυγά).