Ο περίπατος ενός εκτελεστή

271

Του Στέλιου Ιατρού
Στην ταινία “Μαλένα” (2000) του Τζιουζέπε Τορνατόρε, η ομώνυμη ηρωίδα
συνάπτει σχέσεις με Γερμανούς Ναζί αξιωματικούς στη Σικελία του πολέμου,
περίπου λιντσάρεται δημοσίως στην πλατεία του χωριού μετά την αποχώρηση των
προστατών της, αλλ’ αποκαθίσταται στην προτέρα αγνότητά της όταν επιστρέφει ο
σύζυγός της, Νίνο Σκορντία, την παίρνει αγκαζέ και με θάρρος διασχίζουν μαζί την
ίδια πλατεία, ενώπιον όλων των τέως διωκτών της, μια Κυριακή μεσημέρι, την πιο
επίσημη στιγμή της βδομάδας. Οι περίπατοι μπροστά στα μάτια μιας κοινότητας
δηλώνουν κι εξυπηρετούν κάτι.

Διαβάζω σε δημοσιεύματα πως ευρισκόμενος σ’ εξαήμερη άδεια μακριά απ’ τις
φυλακές όπου εκτίει ποινή για τους φόνους που διέπραξε, ο τρομοκράτης
αρχιεκτελεστής εθεάθη σε περίπατο σε κεντρικούς δρόμους των Αθηνών
συνοδευόμενος από συγγενείς και γνωστούς του.

Ασφαλώς πήγαινε κάπου βαδίζοντας, όμως πέραν της πρακτικής τους διάστασης τα
πράγματα που βλέπουμε έχουν και μιαν άλλη που αποκτά ειδικό νόημα στο πλαίσιο
του συμβολικού διαλόγου μεταξύ εκείνου που προβαίνει σε πράξεις δημόσιου
χαρκτήρα και σε κείνους που γίνονται μάρτυρες των πράξεων αυτών, και τούτο γιατί
όσες πράξεις συμβαίνουν στη δημόσια σφαίρα—και η λέξη “σφαίρα” ταιριάζει στους
εκτελεστές—συμπαραδηλώνουν αναπόδραστα—και η λέξη “αναπόδραστα” ταιριάζει
στους βαρυποινίτες—κι ένα σωρό ακόμα νοήματα, κουβαλώντας μέσα τους την
πρόθεση για συμβολισμούς.

Ο δημόσιος περίπατος σε κεντρικούς δρόμους στο φως της μέρας παρέχει τη
δυνατότητα σε κάποιον να ιδωθεί απ’ τους περαστικούς, κι έτσι να υπενθυμίσει όχι
μονάχα την ύπαρξή του σε μια κοινότητα μαζί με την οποία μοιράζεται τον τόπο,
αλλά και την παρουσία του εντός αυτής της κοινότητας και των δρώμενών της, ενώ
συνάμα αποκτά έναν θριαμβικό χαρακτήρα—όπως στους “θριάμβους” που τελούσαν
οι νικητές Ρωμαίοι στρατηγοί κι αυτοκράτορες, σέρνοντας πίσω τους αιχμαλώτους
και λεία πολέμου στις Μέσες Οδούς των ρωμαϊκών πόλεων.

Κι αυτό γιατί τέτοια είναι η παράδοση του δυτικού μας κόσμου: όταν βλέπουμε
κάποιον βαρυποινίτη που ’χει βουτήξει τα χέρια του στο αίμα κι οικογένειες στο
πένθος να σουλατσάρει στους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης, αυτό σημαίνει πως
έχει την πρόθεση να δηλώσει ότι κατά την αντίληψή του δικαιούται να το πράξει
ανεμπόδιστα, αξιοποιώντας την ελευθερία να πάει όπου θέλει—η λέξη “ελευθερία”
αυτό ακριβώς σημαίνει—και πως αρπάζει μια μερίδα απ’ το αστικό τοπίο για δική
του χρήση, ισότιμη μ’ όσους άλλους το χρησιμοποιούν παράλληλα και συγχρονικά με
κείνον.

Η διεκδίκηση του αστικού τοπίου και των λειτουργιών που αυτό επιτρέπει συνιστά
αναπόσπαστο κομμάτι των συμπεριφορών προσώπων που με τις πράξεις τους
συγκροτούν ταυτότητες μέσα σε μια συναισθηματική κοινότητα. Εάν για παράδειγμα
μια συναισθηματική κοινότητα έχει συνδεθεί ή επιδιώκει να συνδεθεί με τις νόρμες
της πόλης κι επιφυλάσσει για τον εαυτό της τον ισχυρισμό πως εκπροσωπεί

αυθεντικότερα το κυρίαρχο στοιχείο της πόλης, τότε διεκδικεί και καταλαμβάνει για
τον εαυτό της το μεγαλύτερο μέρος του αστικού τοπίου και των λειτουργιών του,
ώστε εκτοπίζοντας τις ανταγωνιστικές της κοινότητες να περιορίσει την ισχύ και την
επιρροή τους, και να τις περιθωριοποιήσει. Είναι κι αυτός ένας λόγος που οι οπαδοί
των ποδοσφαιρικών ομάδων ξεχύνονται στους δρόμους μετά από μια νίκη του
συλλόγου τους, ή που θρησκευτικές κοινότητες τελούν λιτανείες, ή διαδηλωτές
καταλαμβάνουν χωρίς άδεια κάθε δημόσιο χώρο επιβάλλοντας σ’ όλους τους
υπόλοιπους την υποχρεωτική τροποποίηση της καθημερινότητάς τους, εμποδίζοντάς
τους να πάνε στη δουλειά και τα σπίτια τους, κ.ο.κ., όσο οι ίδιοι επιδεικνύουν την
ισχύ τους ελέγχοντας ετσιθελικά το αστικό τοπίο και τη μέρα.

Ο αρχιτρομοκράτης λοιπόν δεν εθεάθη απλώς, αλλά εθεάθη να πράττει κάτι, κι οι
πράξεις δηλώνουν προθέσεις, γεννούν συνέπειες, κι έχουν σημασία: εθεάθη να
“επιτίθεται” στο περιβάλλον του, όπως λέμε στην ψυχολογία όταν μιλάμε για
διάδραση του προσώπου με τις περιστάσεις, και ν’ αρπάζει για τον ίδιο μια φέτα του
χώρου και του χρόνου της πόλης, σαν να του ανήκουν ελεύθερα όπως και σ’ όλους
τους άλλους που κυκλοφορούν την ίδια στιγμή ελεύθεροι κι ανεμπόδιστοι από ποινές
που θα τους κρατούσαν πίσω απ’ τα σίδερα της ειρκτής.

Μιμούμενος με την απλή πράξη του δημόσιου περιπάτου την φυσιολογικότητα των
συμπεριφορών των μέσων πολιτών, αξιώνει για τον εαυτό του κι επαναδιεκδικεί τη
φυσιολογικότητα του προσώπου του, που όμως καθόλου τέτοιο δεν μπορεί να είναι,
διότι απλούστατα—και μερικές φορές η αλήθεια μπορεί να είναι κι απλούστατη στην
ουσία της, έστω κι αν πίσω της κουβαλά πλήθος από σύνθετες όψεις—παραγνωρίζει
τη διόλου ασήμαντη διάσταση πως δεν πρόκειται για ελεύθερο αλλά για κρατούμενο
άνθρωπο.
Πρόκειται για μια πράξη που υποκρύπτει την πρόθεση να σκανδαλίσει τον ιδεολογικό
αντίπαλο, τον αστό που συναντιέται με το θέαμα, όσο και τους συγγενείς των
θυμάτων του, τα οποία βαδίζουν πια μονάχα στο σκιερό βασίλειο του Άδη, ενώ ο
φονιάς βαδίζει με άνεση στο φως της μέρας, για να θυμηθούμε και την ομηρική μας
παράδοση.

Δεν είναι κάτι μη αναμενόμενο από κάποιον που όλη η δράση του, η οποία καθόρισε
την ιστορική του ταυτότητα εντός της κοινότητας, χαρακτηριζόταν χωρίς εξαίρεση
απ’ την ασέβεια προς την νομιμότητα των κατεστημένων λειτουργιών της
κοινότητας, επεδίωκε συστηματικά την ανατροπή των δομών της, και κατέληξε στην
διεστραμμένη αξιοποίηση των ελευθεριών που η ίδια η κοινότητα συνηθίζει να
εγγυάται στα μέλη της προκειμένου ο φονιάς να της μπει σήμερα στο μάτι.
Όπως έχω ξαναγράψει, οι δημόσιες χειρονομίες συμβολικού χαρακτήρα αποκτούν
αξία ακριβώς διότι συμβαίνουν ενώπιον ενός ακροατηρίου, γιατί συμβαίνουν δηλαδή
με τον οφθαλμό του σχεδιασμού μας ηθελημένα στοχευμένο πάνω στο αναμενόμενό
μας ακροατήριο, που θ’ αποκωδικοποιήσει μ’ όρους απλούστερους απ’ τους δικούς
μου ακαδημαϊκούς το πολυσήμαντο νόημά τους. Αυτό σημαίνει πως ο φονιάς
γνωρίζει πως διαθέτει παράλληλα με το εχθρικό του ακροατήριο, το οποίο εκείνος
επιθυμεί να σκανδαλίσει, κι ένα βολικό ακροατήριο, στο οποίο επιθυμεί να δώσει
ικανοποίηση, γεγονός που δεν ξαφνιάζει κανέναν, μια συναισθηματική κοινότητα
συμπαθούντων με την οποία εξίσου εισέρχεται στον συμβολικό διάλογο που έλεγα
στην αρχή του κειμένου μου.