Ο Τζόνσον, ο Ζεεχόφερ και ο Καμμένος

210

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό έχει εξελιχθεί σε θέμα μείζονος πολιτικής σημασίας στην Γερμανία, ενώ πέραν από τις εσωτερικές διαστάσεις έχει αντίκτυπο και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Η άνοδος της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD) λόγω αυτού του προβλήματος έχει δημιουργήσει εκνευρισμό και αμηχανία στα συστημικά κόμματα και ιδιαίτερα στα Χριστιανικά κόμματα, της CDU και της βαυαρικής CSU. Λόγω των παραδοσιακών συντηρητικών θέσεων που εκφράζει το κόμμα του αλλά και ενόψει των τοπικών εκλογών στο κρατίδιο της Βαυαρίας το φθινόπωρο όπου τα ποσοστά της CSU πέφτουν ραγδαία υπέρ της AfD, o Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών και αρχηγός της CSU Χορστ Ζεεχόφερ αποφάσισε να διαφοροποιηθεί από την φιλομεταναστευτική πολιτική της Καγκελαρίου Μέρκελ και να δηλώσει ότι δεν θα δέχεται μετανάστες στα σύνορα με την Αυστρία, ενώ τους αιτούντες άσυλο θα τους στέλνει στις χώρες που αποτελούν πύλες εισόδου στην ΕΕ για να υποβάλουν εκεί το αίτημά τους. Έφτασε σε σημείο μάλιστα να δηλώσει ότι θα προχωρήσει σε μονομερή ενέργεια ακόμη και κόντρα στην βούληση της Καγκελαρίου. Ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης και ποιος έχει δίκιο σε αυτήν την κόντρα μεταξύ Καγκελαρίου και Υπουργού, το θέμα είναι ότι ο Ζεεχόφερ υπερέβη τα εσκαμένα. Η αντίδραση της Καγκελαρίου ήταν άμεση, απειλώντας τον με απόλυση, απόφαση που βέβαια θα σήμαινε το τέλος του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού του Βερολίνου. Για να μην οδηγηθούν τα πράγματα σε αυτή την κυβερνητική κρίση αλλά και να διασωθεί το γόητρο της Καγκελαρίου, επετεύχθη ο συμβιβασμός του Βερολίνου μεταξύ Μέρκελ – Ζεεχόφερ ούτως ώστε να παραμείνει ο τελευταίος και το κόμμα του στην Κυβέρνηση χωρίς όμως να αντιτίθεται στην πολιτική της. Έτσι και ο Ζεεχόφερ πήρε κάτι από αυτά που ζητούσε και ο κυβερνητικός συνασπισμός διεσώθη και οι κοινοβουλευτικοί κανόνες για άλλη μια φορά τηρήθηκαν στο ακέραιο.

Πάμε στην γενέτειρα του κοινοβουλευτισμού Αγγλία. Ο πρώην Δήμαρχος του Λονδίνου, Μπόρις Τζόνσον, ο επιλεγόμενος και «τρομερός Μπόρις», υπήρξε μαζί με τον Νάιτζελ Φάρατζ από τους πιο ένθερμους Brexiteers, δηλ. του υποστηρικτές του Brexit. Όταν η Τερέζα Μέι ανέλαβε την πρωθυπουργία τού προσέφερε τον θώκο του Υπουργού Εξωτερικών, όπως και σε έναν άλλο Brexiter, τον Ντέιβιντ Ντέιβις ανέθεσε το αξίωμα του Υπουργού αρμόδιου για το Brexit. Θέλησε με αυτό τον τρόπο να κατευνάσει την ισχυρή όχι μόνο ποσοτικά αλλά και θορυβώδη αντιευρωπαϊκή πτέρυγα του κόμματός της. Ο Τζόνσον δεν έκρυψε ποτέ ότι ήταν οπαδός του σκληρού Brexit, δηλ. της αποχώρησης του ΗΒ από την ΕΕ χωρίς συμφωνία, μία θέση ιδιαίτερα ακραία και κατά πολλούς εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι διαφωνίες αυτού όπως και του Ντέιβις με την Πρωθυπουργό ήταν συχνές, δεν είχαν οδηγήσει όμως μέχρι τώρα σε ευθεία σύγκρουση. Δεν έκρυβαν και οι δύο, ιδίως ο Τζόνσον, την πρόθεσή τους να στρέψουν την Μέι στο σκληρό Brexit. Από την περασμένη Δευτέρα αμφότεροι οι Υπουργοί υπέβαλαν την παραίτησή τους δηλώνοντας δημόσια την διαφωνία τους με την πολιτική της Πρωθυπουργού και της πλειοψηφίας του Υπουργικού Συμβουλίου στο θέμα του Brexit, που εδώ και δύο χρόνια είναι το κορυφαίο ζήτημα στην ατζέντα της βρετανικής κυβέρνησης.

Τι δείχνουν τα παραπάνω παραδείγματα; Όταν ένας Υπουργός μίας κυβέρνησης, όσο πρωτοκλασάτος κι αν είναι, ακόμη κι αν είναι αρχηγός κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού, διαφωνεί σε θέμα κεντρικής πολιτικής με τον Πρωθυπουργό και την υπόλοιπη κυβέρνηση και δεν μπορεί να επιβάλει την πολιτική του, είτε υποτάσσεται είτε παραιτείται είτε αποπέμπεται. Τα παραπάνω αποτυπώνουν συνθήκη του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, που ισχύει σε όλα τα σοβαρά κοινοβουλευτικά συστήματα. Τι συμβαίνει όμως στην Ελλάδα; Στην χώρα μας, παρά την τήρηση αυτής της συνθήκης μέχρι πρότινος, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας διαδηλώνει σε υψηλούς τόνους την διαφωνία του με την επιλογή του Πρωθυπουργού, του Υπουργού των Εξωτερικών και της κυβέρνησης, της οποίας είναι μέλος, σε μείζον θέμα εξωτερικής πολιτικής, το Μακεδονικό και την Συμφωνία των Πρεσπών με την ΠΓΔΜ, μέχρι του σημείου να δηλώνει ότι θα ρίξει την κυβέρνηση αλλά τελικά όχι μόνο δεν την ρίχνει, παραμένει σε αυτήν και ακολουθεί την πολιτική της, συνεχίζοντας όμως να δηλώνει την διαφωνία του και την πρόθεσή του να ρίξει την κυβέρνηση, όταν η συμφωνία θα έρθει προς κύρωση στην Βουλή. Μπορεί εύκολα κάποιος να διαπιστώσει όχι μόνο το αλλοπρόσαλλο του χαρακτήρα και της πολιτικής του ανδρός αλλά και την βαθιά του περιφρόνηση προς τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Το πάθος για εξουσία και η διαφορετική αίσθηση της πολιτικής σοβαρότητας κάνουν την διαφορά μεταξύ των τριών ανδρών. Πέραν τούτου δείχνει ακόμη μία φορά και το πόσο υποτιμά τους θεσμούς η σημερινή κυβέρνηση.

Επίκουρος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου