Πριν απ’ τα πεδία των μαχών

648

Του Στέλιου Ιατρού
Στον Μεσοπόλεμο, οι μεταπολεμικοί Ευρωπαίοι ξανάπιασαν τον αμέριμνο χορό τους
πάνω στην εύθραυστη στερεοποιημένη λάβα του ηφαιστείου, αγνοώντας πως
σύντομα θα γίνονταν προπολεμικοί.
Καμιά φορά τείνουμε να πιστεύουμε πως επειδή μόλις περάσαμε μια κρίση τούτο
σημαίνει πως αφήσαμε πίσω μας τις κρίσεις. Είναι, ας το πούμε έτσι, κομμάτι της
ανθρώπινης φύσης να πλανιέται πως δεν θα μας ξανατύχει κάτι σαν το προηγούμενο
μεγάλο κακό που μας έτυχε, κι εδώ η Ιστορία θα καθάριζε τον λαιμό της και θα
διαφωνούσε.
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν μονάχα μια βραχύβια απόπειρα να σταθεί ξανά
στα πόδια της η ηττημένη Γερμανία έπειτα απ’ την κατάρρευση του Β΄ Ράιχ. Ήταν κι
ένας χώρος ζωηρής δράσης των τεχνών δίπλα στις επιστήμες και στις μεγάλες
ακαδημαϊκές προόδους, που όμως σημείωνονταν παράλληλα με την αντίφαση που
αντιπροσώπευε η άνοδος κι ακμή περίεργων, αντιεπιστημονικών, μεταφυσικών
τάσεων και η αναγέννηση ενός ιδιότυπου, μυστικιστικού, αριανικού φυλετισμού με
ρίζες στα αναχωρητικά κινήματα άρνησης του αστικού τρόπου ζωής του τέλους του
19 ου αιώνα που εκδηλώνονταν με τη στροφή στον βιγκανισμό, τον γυμνισμό, την
αστρολογία, τον πνευματισμό, τις εναλλακτικές θεραπείες και την άρνηση της
δυτικής ιατρικής, τον κοινοβιακό τρόπο αποκάθαρσης της ζωής μακριά απ’ τις
μολυσματικές επιρροές των πόλεων, με ρίζες ακόμη στην φαινομενικά αιγυπτιακών
αλλά βαθύτερα θιβετιανών επιρροών Θεοσοφία της Μαντάμ Γιελένας Μπλαβάτσκι
που συνέδεε την άνοδο και την πτώση των πολιτισμών με την άνοδο και την πτώση
ανιστορικών φυλών, όπως οι Ατλάντιοι και οι Άριοι, στoν Αρμανισμό και την
επαναφορά της λατρείας του Βορείου Πανθέου που πρότεινε ο Γκουΐντο φον Λιστ,
στην Αριοσοφία και τη Θεοζωολογία που διατύπωσε ο Γιεργκ Λαντς φον
Λίμπενφελς, και στις κάμποσες οργανώσεις εσωτερισμού όπως το Τάγμα των Νέων
Ναΐτων και κείνο της Θούλης που επαγγέλλονταν έναν Γερμανικό Χιλιασμό του
αίματος και της γης.
Απελπισμένα παγιδευμένοι στα ορύγματα των πεδίων των μαχών του Μεγάλου
Πολέμου, Γερμανοί κι Αυστριακοί στρατιώτες φορούσαν φυλαχτά με δεξιόστροφες ή
αριστερόστροφες σβάστικες που θα τις δούμε ούτε είκοσι χρόνια αργότερα να
κυματίζουν στις γερμανικές σημαίες του Γ΄ Ράιχ, και διάβαζαν φυλλάδια και τεύχη
εσωτερισμού, όπως του περιοδικού «Οστάρα» του Γιεργκ Λαντς που μανιωδώς
συνέλεγε ο νεαρός τότε Αδόλφος Χίτλερ, στην αρθρογραφία των οποίων
αναμιγνυόταν η απόρριψη της ιουδαιοχριστιανικής μεσογειακής παράδοσης και
βιβλικής λατρείας με την υπόσχεση πως η επιστροφή στην πατρώα θρησκεία της
Φύσης και του Βόταν, του Όντιν δηλαδή, πατέρα του Θωρ, θ’ ανέβαζε ξανά στα ύψη
του ανθρώπινου πολιτισμού την Τευτονική φυλή, που δεν ήταν παρά η συνέχεια της
Αρίας, και θα την αποκαθιστούσε στον δρόμο της επίτευξης ενός ισόθεου,
υπεράνθρωπου, θεανθρώπινου πεπρωμένου, απ’ το οποίο είχε απομακρυνθεί μέσα
από επιμειξίες με κατώτερες φυλές.
Ως κατεξοχήν τέτοια βλαπτική και κατώτερη φυλή περιγραφόταν η Ιουδαϊκή καθώς
και ολόκληρη η σλαβική ομοεθνία, η οποία αδιαλείπτως προβαλλόταν ως η εξ
ανατολών, άδηλη απειλή που θα εκτόπιζε με την σιωπηρή, διαβρωτική της διείσδυση

στην Κεντρική Ευρώπη τους γερμανόφωνους πληθυσμούς απ’ τις πατρογονικές τους
γαίες, ενώ πλάι στους Εβραίους καταδικάζονταν καί οι φιλελεύθεροι δημοκράτες, οι
αστοί της χρηματικής οικονομίας, και όσοι επαγγελματίες δεν ασχολούνταν
απευθείας με την ευγενή καλλιέργεια της γης, τα σιτηρά της οποίας εκλαμβάνονταν
ως ο καρπός που η θεοποιημένη Φύση είχε ευλογήσει και προόριζε για τη διατροφή
του εκλεκτού λαού της. Οι αντισλαβικές ροπές ήσαν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες στην
ύστερη Αυστρο-ουγγρική Αυτοκρατορία, καθώς οι γερμανόφωνοι πληθυσμοί
έβλεπαν πως έχαναν την πρωτοκαθεδρία εντός του πολυεθνικού τους κράτους, και
για παράδειγμα για ν’ ανέλθει κάποιος σε θέσεις στη διοίκηση όφειλε να γνωρίζει
τσεχικά εκεί που παλιότερα αρκούσαν τα γερμανικά, ή πάλι η Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία χειροτονούσε και αναδείκνυε σ’ ανώτερα διοικητικά αξιώματα ολοένα και
περισσότερους σλαβικής καταγωγής ιερείς.
Αυτό που είχε ξεκινήσει σαν ρομαντική επιστροφή στον εξιδανικευμένο ιπποτισμό
του μεσαιωνικού γερμανικού έθνους με την ίδρυση του Β΄ Ράιχ και σαν απόπειρα
ύψωσης ενός αναχώματος για την προστασία της αριστοκρατίας απ’ τις ανερχόμενες
αστικές δυνάμεις του τέλους του 19 ου αιώνα και του πρώιμου 20 ού , οι οποίες
υποστήριζαν σταθερά δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις κι αντιπροσωπευτικές μορφές
πολιτεύματος, κατέληξε στο Γ΄ Ράιχ ν’ αποκτήσει τον χαρακτήρα συνωμοσιολογικού
εντοπισμού εχθρών της φυλής, μυστικιστικής αναζήτησης μέσα σε συγκρητιστικά
συνονθυλεύματα αποκρυφισμού με φυλετικές διαστάσεις, και στη διατύπωση ήδη απ’
τον Λαντς και τους οπαδούς του τελικών σχεδίων οριστικής εξόντωσης φυλών, όπως
οι Εβραίοι, ή έστω εξορίας τους στη Μαδαγασκάρη (!). Γνωρίζουμε πώς κατέληξε η
υπόθεση αυτή στη Ναζιστική Γερμανία.
Το λεξιλόγιο που συμπύκνωσα ανωτέρω ακούγεται οικείο. Είναι λεξιλόγιο καί της
εποχής μας. Με τη σημερινή 75 η επέτειο της Απόβασης στη Νορμανδία του 1944
θυμόμαστε τη μεγάλη συμμαχική επιχείρηση που συμπλήρωσε απ’ τα δυτικά την ήδη
προελαύνουσα ανατολική επιχείρηση κι έδωσε τέλος στο Ναζιστικό Γ΄ Ράιχ, στις 7
Μαΐου του ’45. Επέλεξα να φωτίσω μιαν ενδεχομένως απροσδόκητη όμως πολύ
ζωντανή όψη εκείνα τα χρόνια της Γερμανίας του Μεσοπολέμου. Προτού φτάσει στα
πεδία των μαχών, βλέπετε, ο πόλεμος εμάνη κάμποσες δεκαετίες νωρίτερα στα πεδία
των ιδεών και στις πλάνες που τις πίστευαν ολόψυχα τόσο οι ηγέτες του όσο και ο
λαός. Διότι απ’ τα χέρια του λαού ερρίφθησαν στις φλόγες τα βιβλία, και οι πέτρες
που έσπασαν τα καταστήματα των Εβραίων.
Στις μέρες μας, όπως και τότε, οι διάχυτες συνωμοσιολογικές και ψευδομεταφυσικές
ανοησίες και η μάχη για το αυτονόητο, δηλαδή για την ιδιοκτησία και διάδοση της
αυθεντικής αλήθειας έναντι των πλανών lifestyle που αξιώνουν ίσο κύρος με την
επιστήμη — οι οποίες μοιάζουν αθώες αλλά βλέπουμε πως δεν είναι και πολύ
διαφορετικές από κείνων των χρόνων — συνάμα με τις φάσεις κρίσεων στην
οικονομία και τις θεσμικές λειτουργίες των αργοκίνητων πολιτευμάτων στον δυτικό
κόσμο έρχονται να συνθέσουν ένα μεσοπαγετώδες κλίμα που θυμίζει κάποια
παράλληλα απ’ το παρελθόν, και στέλνει στην άφρονα ανυπομονησία τον λαό, ο
οποίος δεν διστάζει να εκφραστεί μέσα απ’ την τυφλή στροφή στον εντοπισμό
εχθρών του έθνους, που είναι είτε οι ξένοι, είτε οι φιλελεύθεροι αστοί, είτε πάλι οι
αφανείς χείρες που νέμονται τον πλούτο των εθνών, ενώ παράλληλα εναποθέτει το
μέλλον του στην καιροσκοπική φροντίδα κωμικών πλασιέ μαντζουνιών και
θαυμάτων.
Μοιάζει σαν η Ιστορία να βαρέθηκε κάπως την πρωτοτυπία και να μας επιφυλάσσει
προβλέψιμους κύκλους απ’ την ανέμελη Belle Époque και την υπεραισιόδοξη

ανάπτυξη στην απελπιστική ύφεση, στην καταθλιπτική πτώχευση και την αδιέξοδη
ανεργία, στη λαϊκή δυσαρέσκεια, στην κερδοσκοπική δημαγωγία που εκμεταλλεύεται
και τα υπερβατικά ακόμα, στη θεσμική ανεπάρκεια, στην ξενοφοβία και στην άνοδο
των ποικιλώνυμων ναζιστικών τάσεων, κι ελπίζω να μην φτάσουμε στην έκρηξη των
πολέμων.