Σύμφωνα με το σχέδιο

659

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού

Σχολιάζοντας τη μερική επιστράτευση, η επικεφαλής της ρωσικής προπαγάνδας,
Μαργκαρίτα Σιμονιάν, περιέγραψε την περασμένη εβδομάδα τί αναμένεται απ’ τους
Ρώσους σ’ αυτόν τον πόλεμο με όρους που, όπως συνηθίζεται, ανακαλούν στη μνήμη τον
λεγόμενο Μεγάλο Πατριωτικό τους Πόλεμο. Είπε:

«Πρέπει να καρτερούμε τη στιγμή όταν θα ξέρουμε πως η πατρίδα μας δεν θα χρειάζεται
άλλο τις υπηρεσίες μας. Όλα είναι θαυμάσια, όλα πάνε καλά, και η βιομηχανία κινείται ήδη
πάνω σε στρατιωτική τροχιά [ενν. σε τροχιά στράτευσης στον αγώνα]. Δεν μιλάμε για
εκκενώσεις ή τίποτα τέτοιο [ενν. πέρα απ’ τα Ουράλια όπως επί Β΄ Παγκ. Πολέμου] ή να
εργαζόμαστε σε τρεις βάρδιες, ακόμα και παιδιά απ’ την ηλικία των 12 ετών. Αυτό που λέω
είναι να πάψουμε λιγάκι με κάποιον τρόπο να είμαστε χαλαροί, όλοι εμείς που
παραμένουμε στα μετόπισθεν υποστηρίζοντας [ενν. τον στρατό], όχι στα μέτωπα. Αυτός
είναι ο μόνος κοινός μας σκοπός τώρα.»

Ανακοινώνοντας τον νέο, κοινό για όλους σκοπό, η Σιμονιάν αντήχησε μια δήλωση που είχε
κάνει την περασμένη άνοιξη σε μια χαμηλής κυκλοφορίας εφημερίδα ο Νικολάι
Πάτρουσεφ, γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και μέντορας του Πούτιν,
εκείνος που τον διάλεξε για διάδοχο του Γιέλτσιν, πως η Ρωσική οικονομία θα πρέπει να
προσαρμοστεί στις συνθήκες ενός μακρού πολέμου, να μετατραπεί σε οικονομία
εξυπηρέτησης προτεραιοτήτων και αναγκών πολέμου. Ο Πάτρουσεφ είναι ο πατέρας του
Ντμίτρι, υπουργού και προβαλλόμενου ως ενδιάμεσου διαδόχου του Πούτιν.

Η δήλωση της Σιμονιάν αντηχεί, ακόμα, συγκεκριμένες αποστροφές του πρόσφατου
διαγγέλματος Πούτιν, όπου ο Μόσχοβος αποπειράθηκε να υποτονίσει τον χαρακτήρα
κατεπείγοντος της μερικής επιστράτευσης, επαναλαμβάνοντας πως θα εφαρμοστεί
συντηρητικά περιοριζόμενη σε μια δεξαμενή 300.000 εφέδρων, προς το παρόν. Εντούτοις,
έχει περάσει ήδη απ’ την άνοιξη μια σειρά τροποποιήσεων διεύρυνσης του νομικού
πλαισίου περί επιστράτευσης που ανέβασαν την στρατεύσιμη ηλικία στα 65 έτη — δύσκολο
να βρεθούν ζωντανοί Ρώσοι σε τέτοια ηλικία, όπως έχω εξηγήσε στο άρθρο μου με τίτλο
«Από τη Ρωσία με αγάπη» (κλικ εδώ).

Πώς αντέδρασαν οι Ρώσοι στο διάγγελμα της επιστράτευσης; Πολλοί άντρες στρατεύσιμης
ηλικίας που δεν έχουν λάβει ακόμα φύλλο πορείας πήραν τον δρόμο της φυγής προς
Φινλανδία, Βαλτικές Δημοκρατίες, και Γεωργία, οπλισμένοι στην καλύτερη περίπτωση με
τουριστικές βίζες τριετούς ή πενταετούς ισχύος, μη αιτούμενοι άσυλο, που δεν μπορεί να
τους παρασχεθεί απ’ την ΕΕ, εφόσον δεν τους έχει επιδοθεί εντολή στράτευσης που να τους
θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο, εάν την παρακούσουν, κι έτσι τεχνικά δεν υφίσταται
τεκμηρίωση ανάγκης για παροχή ασύλου. Φτάνουν σε μας εικόνες από ουρές χιλιομέτρων
στα σύνορα και απ’ τον συνωστισμό στ’ αεροδρόμια.

Πολλές γυναίκες κατέβηκαν στις πόλεις σε τυπικά ολιγάνθρωπες για τα πληθυσμιακά
δεδομένα της χώρας διαμαρτυρίες, που καταστέλλονται με τη βία — θα έχετε δει να
παίρνουν σηκωτούς τους διαδηλωτές. Θα πει κανείς πως είναι κι αυτό κάτι, αλλά τούτο το
κάτι δεν δίνει τον τόνο των εξελίξεων μηδέ ανατρέπει τα πράγματα. Η ρωσική εφημερίδα
Κομερσάντ μετέδωσε στο κανάλι της στο Τέλεγκραμ πως έχουν σημειωθεί 730 προσαγωγές
ή συλλήψεις σε 32 πόλεις, 334 εκ των οποίων στη Μόσχα και 150 στην Αγία Πετρούπολη.
Οι άνδρες που είχαν αρχικώς κατέλθει στις διαμαρτυρίες κατά κανόνα επίσης προσάγονταν,
τους επιβαλλόταν ένα διοικητικό πρόστιμο, και κατόπιν τους επιδιδόταν το φύλλο πορείας
για το μέτωπο. Αυτό αποθάρρυνε την περαιτέρω μαζική τους συμμετοχή. Να μην
λησμονούμε πως παρά την αντιπολεμική συνθηματολογία που ακούμε στα βιντεάκια που
κυκλοφορούν, η μαζικότερη ανδρική εναντίωση στον πόλεμο προέκυψε μονάχα μετά την
ανακοίνωση της επιστράτευσης που απειλεί να τους βλάψει προσωπικά, επτά μήνες έπειτ’
απ’ την εισβολή που έβλαψε τόσο βαριά τους γείτονές τους, κάτι που επιτρέπει αξιολογικές
κρίσεις για την ηθική τους συγκρότηση, το φρόνημα, και την κοσμοθεωρία τους.
Κοντά σ’ αυτά, οι Ρώσοι έσπευσαν στα καταστήματα και σήκωσαν τα ράφια, κυρίως τα
τρόφιμα. Το έκαναν άραγε επειδή η οικονομία έχει ανακάμψει — όπως υποστηρίζεται κι
εδώ στην Ελλάδα από πολέμιους των κυρώσεων — και τάχα γέμισε η αγορά με ανέτως
διαθέσιμα αγαθά; Ή μήπως γιατί κόντρα στις διαβεβαιώσεις της Σιμονιάν οι πολίτες
αναμένουν μια άσχημη τροπή στην οικονομία, απ’ την οποία θα υποφέρουν οι πόλεις,
όπως συμβαίνει σε περιόδους πολέμου; Μου φαίνεται πως εκείνοι που βιώνουν τ’
αποτελέσματα των κυρώσεων πάνω στην καθημερινότητά τους γνωρίζουν καλύτερα το
κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις κοινότητές τους απ’ ό,τι οι σχολιαστές που ρίχνουν μια
ματιά σε στατιστικά μεγέθη και βγάζουν ακλόνητα πορίσματα, λησμονώντας πως οι
οικονομία είναι καί κοινοτική ψυχολογία.

Πίσω στο σχόλιο της Σιμονιάν, ο υπαινιγμός, που οι Ρώσοι αποκωδικοποίησαν παρά τις
διαβεβαιώσεις πως όλα πάνε θαυμάσια και καλά, ήταν πως πρέπει να ξεχάσουν τη
χαλαρότητά τους, να ξεβολευτούν, γιατί τους περιμένουν σκληροί καιροί. Για μια κοινωνία
που μεγάλο μέρος της ζει στις στερήσεις αυτή η αναφορά στη χαλαρότητα επαναφέρει τις
επικρίσεις του Πούτιν σε παλαιότερό του διάγγελμα με αφορμή την επιβολή των
κυρώσεων, στο οποίο είχε στοχοποιήσει εκείνους τους Ρώσους της ελίτ που ζουν μέσα στη
δυτικοπρεπή τους τρυφή, με τα κινητά τους και τα γκάτζετ και τις λοιπές πολυτέλειες,
πρόσωπα που συγκροτούν μια μειοψηφία, μα η χτυπητή τους διαφορά απ’ την πλειονότητα
τους φανερώνει περίπου ως δυτικόστροφη πέμπτη φάλαγγα μέσα στην ειδάλλως ενάρετη
ρωσική κοινωνία που θα ήταν πρόθυμη να υποστεί θυσίες.

Θα ωφελούσε να προσέξουμε έναν άλλον υπαινιγμό της Σιμονιάν, πως θα πρέπει να είναι
και ευγνώμονες από πάνω όσοι θα μείνουν στα μετόπισθεν να παρέχουν υποστήριξη στην
πολεμική προσπάθεια, επειδή οι ίδιοι δεν θα βρεθούν στα μέτωπα, οπότε δεν τους
ζητούνται δα και τίποτα μεγάλες θυσίες, όπως στον Μεγάλο Πόλεμο, παρά μονάχα ν’
αποθέσουν λιγάκι στην άκρη κάπως την χαλαρότητά τους.
Όμως, το συμπέρασμά της πως αυτός είναι τώρα ο σκοπός όλων, μέχρι τη στιγμή που η
πατρίδα δεν θα έχει ανάγκη τη συνδρομή των πολιτών της είναι μια σκέψη βγαλμένη μέσα απ’ το σοβιετικό εγχειρίδιο προπαγάνδας κοινωνικής συστράτευσης όλων στον
σοσιαλιστικό αγώνα που θ’ άλλαζε την Ιστορία. Γνωρίζουμε πως μέχρι το τέλος της ΕΣΣΔ
ποτέ δεν έφτασε η στιγμή που η πατρίδα δεν θα ζητούσε πια θυσίες απ’ τους σοβιετικούς
πολίτες για κάποιον ανώτερο σκοπό. Τί λογής θυσία όμως ζητεί η πατρίδα απ’ τους πολίτες
της; Μονάχα την επιστράτευση εφέδρων;

Στις 6 Ιουλίου, πέρασε ένας σαρωτικός μεταρρυθμιστικός νόμος που προβλέπει ειδικά
ρυθμιστικά μέτρα της εθνικής οικονομίας προκειμένου αυτή να προσαρμοστεί στις ανάγκες
του στρατού να διεξάγει αντιτρομοκρατικές και άλλες ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Γνωρίζουμε πως η Ρωσία — όπως και άλλες δυνάμεις, λ.χ. η Κίνα και η Τουρκία — βαφτίζει
ως αντιτρομοκρατικές διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος γειτονικών της χωρών,
βλ. Γεωργία και Ουκρανία, αλλά και επεμβάσεις στο πλαίσιο της CSTO, όπως στο Καζαχστάν
μετά τις περσινές αστικές ταραχές. Τα μέτρα που περιγράφει ο νόμος ενισχύουν τις δράσεις
των ομοσπονδιακών αρχών, των επαρχιακών αρχών και περιφερειακών αυτοδιοικήσεων,
τοπικών κυβερνητικών σωμάτων και οργανισμών, και τις διαδικασίες για τη χρηματοδότηση
και την επιμελητεία.

Ακόμα, διευκολύνουν τη δυνατότητα ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων του κράτους
για τις ανάγκες τέτοιων επιχειρήσεων ασφαλείας και τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων σε
περιστάσεις επιστράτευσης. Επιπλέον, τροποποιούν ανατρεπτικά τις εργασιακές σχέσεις
στην ιδιωτική οικονομία και στις παραγωγικές μονάδες όσο ισχύουν τέτοιες περιστάσεις, με
ειδικές προβλέψεις για τις υπερωρίες, την εργασία σαββατοκύριακα και αργίες, για την
πληρωμένη εργασία κα την πληρωμένη άδεια, και γενικά για την εργασία εκτός του
κανονικού ωραρίου, για όσο διάστημα διεξάγονται ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Με τον νέο νόμο, οι επιχειρήσεις επιτρέπεται να υποχρεωθούν να προμηθεύσουν αγαθά
και να παράσχουν υπηρεσίες στο κράτος, σε τίμημα που θα ορίσει το κράτος, ή και
πρακτικά δωρεάν, ενόσω διαρκούν οι ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ακόμα να
εργαστούν για το κράτος, και ανενεργό προσωπικό να τοποθετηθεί αναγκαστικά σε θέσεις
εργασίας υπέρ της στρατιωτικής προσπάθειας κατόπιν πολιτικής επιστράτευσης.

Η επιστράτευση δεν αφορά πια μονάχα τα πεδία των μαχών μα και τους τρεις τομείς της
οικονομίας· επομένως, τους Ρώσους στα «μετόπισθεν, όχι στα μέτωπα», τους οποίους η
Σιμονιάν προέτρεψε απλά ν’ αφήσουν στην άκρη λιγάκι τη χαλαρότητά τους, δεν τους
περιμένει μονάχα αυτή η ελάχιστη θυσία, η βίωση των στερήσεων, στις οποίες είναι ήδη
μαθημένοι και προσπαθούν να τις ξεχάσουν με βότκα και ναρκωτικά.

Επιπλέον, η επιστράτευση παρέχει μοναδικά εξουσιαστικά εργαλεία στον ηγεμόνα και την
ομάδα του, που δεν τους θεωρώ πρόθυμους να παρατήσουν. Οι αντιφρονούντες
στέλνονται με συνοπτικές διαδικασίες στον βέβαιό τους θάνατο, οι οικογένειές τους
ορφανεύουν, οι επιχειρήσεις επιστρατεύονται στον αγώνα, κάθε αντίθετη φωνή
πατάσσεται σε καιρό διαρκούς πολέμου.

Η Ρωσία μετασχηματίζεται σε μια ακόμα δυσμενέστερη δυστοπία, τώρα που έθεσε ως
υπαρξιακό της σκοπό τη διεξαγωγή του πολέμου, του τελευταίου της πολέμου, και θα ήταν
πλάνη να ελπίζουμε σε λήξη του πολέμου ακόμα και εάν έπαυαν αύριο οι εχθροπραξίες.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο BBC, ο Ζοζέπ Μπορέλ σημείωσε πως εάν έληγε ο πόλεμος
τούτο δεν θα σήμαινε πως θα είχαμε ειρήνη με τη Ρωσία. Πρόκειται για μια σοφή
διαπίστωση, που την έχει υπαινιχθεί καί η Ουάσιγκτον κατά διαστήματα, όταν εξηγεί την
ιδέα πως πρέπει να παταχθεί για πάντα η ρωσική απειλή προς την ευρωπαϊκή ασφάλεια, κι
αυτό όχι γιατί η Δύση το προκάλεσε, καθώς πάει το αφήγημα του Κρεμλίνου που κι εδώ
στην Ελλάδα πολλοί συμμερίζονται — αν μη τι άλλο η Δύση θα ήταν υπόλογη διότι
αδιαφόρησε τριάντα χρόνια για την ομαλή ενσωμάτωση της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα
ασφαλείας, όχι γιατί την πίεζε ασφυκτικά — αλλά διότι η Ρωσία το επέλεξε για εσωτερικούς
και πολύ δομικούς λόγους δικού της μετασχηματισμού.

Ένας τέτοιος μετασχηματισμός υπονοείται στο ότι ο νόμος τροποποίησε καί το πλαίσιο για
τις προμήθειες του δημοσίου και του στρατεύματος, άνευ πλέον διαγωνισμού αλλά μ’
απευθείας αναθέσεις, κάτι που σ’ εμάς βέβαια δεν προκαλεί καμία εντύπωση, κι εδώ που
τα λέμε, ούτε στη Ρωσία οι διαγωνισμοί ήσαν ποτέ σούπερ υγιείς και διαφανείς, όμως το
αναφέρω για να σημειώσω την προσαρμογή της οικονομίας σε συνθήκες πολέμου. Εδώ,
όμως, δεν μας φωτίζει τα πράγματα το να μείνουμε απλά στη μετάβαση από τη μία
διαδικασία στην άλλη, αλλά πρέπει να εξετάσουμε τί σημαίνει αυτή η μετάβαση για τη
διοικητική κουλτούρα της Ρωσίας.

Πρέπει να υπογραμμίσω πως στη Ρωσία υπάρχει μια κουλτούρα εξαντλητικής
γραφειοκρατίας των διαδικασιών, κι ας είναι διεφθαρμένες, μέσα απ’ τις οποίες εδραίωνε
την ολοένα και φθίνουσα ισχύ του το κατεστημένο των «аппара́тчики», των δημόσιων
λειτουργών που γνωρίζουν να χειρίζονται τους δαιδαλώδεις μηχανισμούς διοίκησης του
μετασοβιετικού κράτους· η απλοποίηση των διαδικασιών υπέρ της κάστας του Κρεμλίνου
που προέρχονται απ’ την FSB παραμερίζει κι αποξενώνει περαιτέρω τους γραφειοκράτες
απ’ το κέντρο της εξουσίας, πάντοτε με το αιτιολογικό των εκτάκτων αναγκών που
ανακύπτουν σε περιόδους ειδικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, που ποιός τις αποφασίζει;
Οι «силовики́», δηλαδή οι ισχυροί άντρες των μυστικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών
ασφαλείας.

Με άλλα λόγια, ενώ τείνουμε εδώ στη Δύση να βλέπουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία
κατεξοχήν απ’ την γεωπολιτική του διάσταση, και ν’ αναλύουμε τους τρόπους με τους
οποίους αυτός μεταβάλλει το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό, συσκοτίζουμε τα πράγματα εάν
αγνοήσουμε τις δομικές μεταβολές που ο πόλεμος επιταχύνει στο εσωτερικό σκηνικό,
πράγμα που δίνει οργανική αξία στον πόλεμο για την ομάδα που κυβερνά τη χώρα, και γι’
αυτό δεν σκοπεύει να τον εγκαταλείψει τώρα σύντομα.

Μιλώ για την πάντοτε ζωηρή διάσταση του εσωτερικού ανταγωνισμού εξουσίας μέσα στο
Κρεμλίνο, όπου κάθε κατεπείγουσα περίσταση αξιοποιείται ως ευκαιρία προκειμένου η μία
ομάδα να επιβληθεί στις άλλες, με τη γραφική παράσταση να τείνει ολοένα προς έναν
ακόμα στενότερο κύκλο κατόχων της εξουσίας: οι ολιγάρχες έχουν εκτοπιστεί μια
εικοσαετία τώρα υποβαθμιζόμενοι σε αναλώσιμα διαχειριστικά στελέχη του πλούτου του
Κρεμλίνου, που εκπαραθυρώνονται ή πέφτουν απ’ τις θαλαμηγούς τους στους ωκεανούς·
οι γραφειοκράτες επίσης έχουν παραμεριστεί· στα πράγματα βρίσκονται οι «силовики́», οι
«ισχυροί άνδρες», που κι αυτοί βέβαια δεν συγκροτούν μια μονολιθική ομάδα, αλλά φατριαστικές διαμάχες συνθέτουν το ασταθούς ισορροπίας σκηνικό του δικού τους
εσωτερικού ανταγωνισμού.

Δεν πρόκειται για μια καινούργια διεργασία: έτσι ανέβηκε στην εξουσία ο μέχρι τότε
άχρωμος Πούτιν, έπειτ’ απ’ τις μυστηριώδεις τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις σε
τέσσερα συγκροτήματα κατοικιών σε τρεις πόλεις της Ρωσίας (Βολγκοντόνσκ στο Ροστόφ,
Μπουϊνάκσκ στο Νταγκεστάν, και Μόσχα, 4-16 Σεπτεμβρίου 1999), που οδήγησαν στον Β΄
Πόλεμο της Τσετσενίας, στη διάπλαση ηγετικού πατριωτικού προφίλ για τον τεχνικά
άγνωστο Πούτιν, που διαδέχθηκε τον Γιέλτσιν την 31η Δεκεμβρίου 1999, και μάλλον ήσαν
ενορχηστρωμένες από την FSB και την GRU.

Έχετε ακούσει να λένε απ’ το Κρεμλίνο πως όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Η
διαβεβαίωση αυτή έμοιαζε να προσκρούει βάναυσα πάνω στη συχνά τραγελαφική
αποτυχία των πολεμικών επιχειρήσεων εισβολής και κατοχής, προκαλώντας την ειρωνεία
μας. Όμως, εάν κάνουμε ένα βήμα πίσω, και βγούμε απ’ την πλάνη μας πως το σχέδιο που
εμείς είχαμε κατά νου, κάθε φορά που ακούγαμε τη διαβεβαίωση, ταυτίζεται με το σχέδιο
για το οποίο ομιλούσαν κυνικά οι κεφαλές του Κρεμλίνου, ή πως οι κωμικές αποτυχίες είναι
ανεξήγητες για έναν τέως ισχυρό στρατό, τότε ίσως να δούμε πως δεν είναι έτσι, πως
υπάρχει μια πολύ ρωσική εξήγηση, και πως, αντιθέτως, το σχέδιο για την κατάληψη της
Ουκρανίας που μοιάζει να αποτυγχάνει — που κι εγώ και άλλοι είχαμε εξαρχής επισημάνει
πως δεν θα εξαντλούσε τη ρωσική προέλαση, η οποία θα συνεχιζόταν μέχρι να φτάσει στη
Βεσσαραβία και τον Βιστούλα — δεν είναι το σχέδιο περί του οποίου ισχυρίζονται πως
προχωρά κανονικά, μα εννοούν ένα βαθύτερο σχέδιο μετατροπής της Ρωσίας σε μια
κρατική μηχανή και μια εθνική οικονομία που θα είναι υποταγμένες στους σκοπούς ενός
διαρκούς πολέμου, περίσταση που θα επιτρέπει τον εσωτερικό μετασχηματισμό σε μια
οργουελική δυστοπία, όπου πάντοτε θα διεξάγεται ένας πόλεμος (θυμηθείτε τη φράση
«Oceania has always been at war with Eastasia», απ’ το «1984»), κι αυτός θα δικαιολογεί τη νέα οικονομία σχέσεων μεταξύ αρχόντων και αρχομένων μέσω πολύ απτών τρόπων, όπως ο έλεγχος της οικονομίας διά του εργαλείου της επιστράτευσης, ενώ παράλληλα θα
λειτουργούσε ως διαρκής νομιμοποιητική αρχή για τον παραμερισμό συγκεκριμένων
παραδοσιακών ομάδων απ’ την εξουσία, που τώρα παλεύουν να παραμείνουν στα
πράγματα, λογουχάρη της στρατιωτικής ελίτ, που έως τώρα απορροφούσε με την αμυντική
βιομηχανία το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού, κάτι που η FSB ουδέποτε είδε με
καλό μάτι.

Ίσως, λοιπόν, κάποιο σχέδιο όντως να υλοποιείται όπως μια ηγετική ομάδα το είχε
συλλάβει, και πρόκειται για σχέδιο στο οποίο ο διαρκής πόλεμος θα είναι η νέα
κανονικότητα, που θα δικαιολογεί τη νέα πραγματικότητα, κι επομένως δεν είναι στις
σκέψεις του καθεστώτος να τον εγκαταλείψει, για λόγους εσωτερικούς και πολύ δομικούς.