Τραμπ εναντίον Μπάιντεν: Τα 70 είναι τα νέα 40 και «back to the basics »

165

Γράφει ο Γιώργος Θεοδωρίδης*

Ο Ντόναλντ Τραμπ συμπληρώνει αισίως μία τετραετία στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τον ίδιο και από τον ίδιο. Ένας 70άρης μεγιστάνας, μη «θεσμικός», μπήκε στην πολιτική και κατόρθωσε να  κερδίσει την κρίσιμη ψήφο του «μικρού ανθρώπου» (“little man”). Τώρα, ένας άνθρωπος της ίδιας γενιάς, από άλλη αφετηρία, κατ’ εξοχήν θεσμικός και βετεράνος της πολιτικής, ο Τζο Μπάιντεν, προβάλλεται ως το αντίπαλο δέος του νυν προέδρου. Μια τυπική μάχη γερόντων ή μήπως ένα ιδιόμορφο “back to the basics” ;

Είναι δεδομένο και παγκοσμίως αντιληπτό ότι η ατζέντα τίθεται από τους εκάστοτε νικητές. Νικητής της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης στις ΗΠΑ ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο κοκκινομάλλης, ηλικιωμένος μεν, “macho” δε, τύπος, που επεδίωξε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε να περάσει σε μεγάλες μάζες ψηφοφόρων μηνύματα που ενέπνευσαν εμπιστοσύνη, εθνική ανάταση (όπως την αντιλαμβάνονται εκείνοι και εκείνος) και πολύ λιγότερη «θεσμικότητα» από τη συνηθισμένη. Αν κάποιος θέλει να είναι δίκαιος, πρέπει να σημειώσει ότι η προεδρία Τραμπ δεν απέχει πολύ από τις προεκλογικές υποσχέσεις που είχε δώσει τά την εκστρατεία του 2016.

Το δόγμα “America First” ή “Make America Great Again” έγινε πράξη σε πολλές πτυχές της πολιτικής της νέας κυβέρνησης. Σκληρή (αντι)μεταναστευτική πολιτική, με κλείσιμο συνόρων προς το Μεξικό. Σκληρή εμπορική πολιτική, ιδίως στο πρώτο διάστημα της προεδρίας, με επιβολή δασμών έναντι Κίνας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκληρή – περιβαλλοντικά βλαπτική, αλλά εθνικο-δημοσιονομικά συμφέρουσα – πολιτική για την ενέργεια και το περιβάλλον (αποχώρηση ΗΠΑ από τη «Συμφωνία του Παρισιού» για το κλίμα).

Το πώς κρίνει κανείς τις προαναφερθείσες πράξεις του προέδρου Τραμπ έγκειται ασφαλώς σε προσωπικά πολιτικά κριτήρια. Όλες αυτές οι πράξεις μπορούν να θεωρηθούν είτε «θετικές» είτε «αρνητικές». Ο γράφων δεν ανήκει στους συμπαθούντες του Τραμπ. Ωστόσο, ένας τρίτος, μη Αμερικανός και δη Έλληνας και Ευρωπαίος, οφείλει να σημειώσει ένα ακόμη στοιχείο, που μπορεί να πιστωθεί στα θετικά: Ο Τραμπ παρέμεινε στη Δύση. Ακούγεται απλό, αλλά αν κανείς σκεφτεί τις ιδέες με τις οποίες «φλέρταρε» ο νυν πρόεδρος προεκλογικά (λ.χ. αποθέωση Ρωσίας και Πούτιν και ευθεία αντιπαράθεση με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς), θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τελική διατήρηση της σταθερής πολιτικής των ΗΠΑ έναντι Ευρωπαίων και δη Ελλήνων (ιδίως επί ελληνοτουρκικών θεμάτων και θεμάτων κυπριακού ενδιαφέροντος) δεν διαφαινόταν εξαρχής ως δεδομένη. Είτε επηρεασμένος από συνεργάτες είτε με ιδία βούληση, ο Τραμπ στο συγκεκριμένο ζήτημα έπραξε σωστά.

Και ερχόμαστε στο προκείμενο. Το γιατί ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ το 2016 αποτελεί αντικείμενο μεγάλης συζήτησης. Το βασικό ενδιαφέρον της συζήτησης αυτής επικεντρώνεται εδώ και πολύ καιρό στα εσωτερικά προβλήματα του Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο δεν κατόρθωσε για διάφορους λόγους, μετά τη διπλή προεδρία Ομπάμα, να πείσει τους «πολλούς» Αμερικανούς και να τους κάνει κοινωνούς ενός νέου εθνικού αφηγήματος. Με απλά λόγια, όπως σημείωσε και ο Δημοκρατικός φιλελεύθερος καθηγητής Mark Lilla στο βιβλίο του “The Once and Future Liberal. After Identity Politics” (Harper, 2017 – στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο, με τίτλο «Κάποτε Φιλελεύθερος. Και πάλι Φιλελεύθερος, 2018): «Το πολιτικό όραμα αναδύεται οικειοθελώς, από την έγκαιρη αντιμετώπιση μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας, από ιδέες που αποτυπώνουν αυτήν την πραγματικότητα, και από ηγέτες ικανούς να συνδέσουν την ιδέα με την πραγματικότητα στον κοινό νου ώστε οι πολίτες να αισθανθούν τη σύνδεση». Οι Δημοκρατικοί, προσηλωμένοι σχεδόν αποκλειστικά στην υπεράσπιση των κάθε λογής «ταυτοτήτων» (εθνικών-φυλετικών, θρησκευτικών, κοινωνικών, σεξουαλικών), «ξέχασαν» να σχηματίσουν ένα νέο αφήγημα εθνικής ταυτότητας, εντός του οποίου θα χωρούσαν οι επιμέρους ταυτότητες, αποδεχόμενες όμως ορισμένες κοινές προσλαμβάνουσες. Ο Μπαράκ Ομπάμα το κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό το 2008 και το επανανοηματοδότησε 2012. Το 2016, όμως, φάνηκε πως το αφήγημα εκείνο δεν ήταν πια κατάλληλο ή αρκετό για να ξαναδώσει στους Δημοκρατικούς την εμπιστοσύνη των μαζών και σε κάθε περίπτωση, έγινε αντιληπτό ότι η Χίλαρι Κλίντον δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για να το υπηρετήσει. Έτσι, ο Τραμπ «είδε φως και μπήκε».

Για το 2020, οι Δημοκρατικοί προσπαθούν να απαντήσουν στο «μοντέλο Τραμπ» με τα ίδια… ηλικιακά «όπλα». Επιστρατεύοντας έναν γερόλυκο της πολιτικής, τον πολύπειρο Τζο Μπάιντεν, επιδιώκουν να ξαναμιλήσουν με τα μεγάλα ακροατήρια. Ο Μπάιντεν είναι αναμφίβολα ένας άνθρωπος με ευρεία κοινωνική αναφορά στην Αμερική. Η πολιτική του εμπειρία είναι τεράστια. Γερουσιαστής του Ντέλαγουερ για 34 ολόκληρα χρόνια (1973-2009) και Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ καθ’ όλη την οκταετή προεδρία Ομπάμα (2008-2016).

Στην πραγματικότητα, ο Μπάιντεν είναι ένας βετεράνος της πολιτικής που επιστρέφει στο γήπεδο για να σώσει ξανά την παρτίδα για τους Δημοκρατικούς. Μπαίνει στην κούρσα της προεδρίας με σκοπό σε πρώτη φάση να «ισοφαρίσει» την ηλικία του Τραμπ, αλλά επί της ουσίας επειδή είναι ο μόνος που αυτή τη στιγμή μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα ίσως έχει «κάτι να πει» στο ευρύ κοινό. Είναι ένας πολιτικός παλαιάς κοπής, που αγαπά την προσωπική επαφή, ξέρει να φέρεται θεσμικά, αλλά όχι αποστειρωμένα. Θιασώτης του κλασικού αμερικανικού επικοινωνιακού στυλ, δεν γνωρίζει πώς και γιατί υπάρχει και λειτουργεί η σύγχρονη, συχνά ψεύτικη, πολιτική ορθότητα, ή μάλλον, ορθότερα, ο κάλπικος πολιτικός καθωσπρεπισμός.

Το πρώτο του σποτ προσπάθησε να θέσει εξαρχής πολιτικά προτάγματα στην υποψηφιότητά του, παρουσιάζοντας τον να τάσσετα αναφανδόν κατά της ακροδεξιάς και υπέρ της ανοικτής και ευημερούσας κοινωνίας. Ο Μπάιντεν είναι ο τύπος ανθρώπου που μπορεί να υπηρετήσει ίσως όσο κανείς άλλος αυτή τη στιγμή, ένα “back to the basics” για λογαριασμό των Δημοκρατικών. Μια επιστροφή στο μεγάλο εθνικό αφήγημα της ελευθερίας, της εθνικής υπερηφάνειας και του γνωστού «κυνηγιού της ευτυχίας» (“the pursuit of happiness”).

Το αν θα το καταφέρει τελικά είναι φυσικά πολύ νωρίς για να το προβλέψουμε. Το σίγουρο είναι ότι οι προεδρικές εκλογές του 2020 στην Αμερική θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και πιθανότατα αρκετή… ακομπλεξάριστη πλάκα!

 

*Ο Γιώργος Θεοδωρίδης είναι διοικητικός-πολιτικός επιστήμονας και υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.