Bella iusta, οι Δίκαιοι Πόλεμοι

283

Μλώντας στον Πρίγκιπα Φαϊζάλ (Fayṣal al-Awwal ibn al-Ḥusayn ibn ‘Alī al-Hāshimī), κατοπινού βασιλέα της Μεγάλης Συρίας το 1920 κι αργότερα του Ιράκ (1921-1933), που τον υποδύεται ο μέγιστος Άλεκ Γκίνες (Alec Guinness), ο Στρατάρχης Άλενμπυ (Field Marshal Edmund H.H. Allenby) επιχειρεί να τον παραπλανήσει πως δεν υπάρχει καμία μυστική, γαλλο-αγγλική συμφωνία για το μέλλον του αραβικού χώρου, όμως όταν αποχωρεί ο Φαϊζάλ, βαδίζοντας στοχαστικά ο Ντράιντεν εξηγεί στον Λώρενς για την Συμφωνία Σάικς-Πικό:

«Λοιπόν, ο κ. Σάικς είναι ένας Άγγλος δημόσιος υπάλληλος. Ο κ. Πίκο (sic) είναι ένας Γάλλος δημόσιος υπάλληλος. Ο κ. Σάικς κι ο κ. Πίκο συναντήθηκαν και συμφώνησαν ότι μετά τον πόλεμο, η Γαλλία κι η Αγγλία πρέπει να μοιραστούν την Τουρκική Αυτοκρατορία συμπεριλαμβανομένης της Αραβίας. Υπέγραψαν μια συμφωνία. Όχι μια συνθήκη, κύριε (στρεφόμενος στον Άλενμπυ)», υπογραμμίζοντας: «μια συμφωνία προς τον σκοπό τούτο.»

Αντιδρώντας μ’ αγανάκτηση στην είδηση, ο ρομαντικός αναγνώστης ελληνικής φιλοσοφίας Λώρενς αποφαίνεται: «Μπορεί να υπάρχει τιμή μεταξύ των κλεφτών, αλλά καθόλου μεταξύ των πολιτικών.»

Τότε ο Ντράιντεν του ανταπαντά προτρέποντάς τον να μην εκδηλώνει δήθεν αγανάκτηση, διότι ενώ ο ίδιος ίσως είχε πει ψέματα, κρύβοντας την αλήθεια, εκείνος, δηλαδή ο Λώρενς, είχε πει μισά ψέματα στους Άραβες, κι έτσι απλώς είχε ξεχάσει πού είχε αφήσει την αλήθεια, την οποίαν κι αν δεν γνώριζε στην ολότητά της, εντούτοις την είχε ψυλλιαστεί.

Στο σκηνικό των ημερών μας, οι δυνάμεις που εκπρόσωποί τους είχαν υπογράψει κάποτε τη Συμφωνία Σάικς-Πικό, το Ηνωμένο Βασίλειο κι η Γαλλία αντίστοιχα, επανέκαμψαν μέσω στρατιωτικής φύσης επιχειρήσεων στον χώρο της Μέσης Ανατολής, στην Συρία πιο συγκεκριμένα, απ’ την οποία ποτέ τους δεν αποχώρησαν τουλάχιστον σχειδάζοντας την επίτευξη των στρατηγικών προτεραιοτήτων τους—και σε τούτο γιατί να στασιάζουμε άραγε μονάχα όταν ακούμε τον Ερντογάν να μιλάει για σύνορα της καρδιάς του, αναμιμνησκόμενος οθωμανικές κατακτήσεις, κι όχι όταν διαπιστώνουμε πως ποτέ τους δεν απέστησαν συγκεκριμένες μεταποικιακές δυνάμεις απ’ τις βλέψεις τους επί των ίδιων σφαιρών επιρροής;

Ποιές είναι αυτές οι δυνάμεις; Κατά την εμπειρία μου στην ταξικότατη Βρετανία, έζησα το χάος της παραπληροφόρησης της καμπάνιας του Μπρέξιτ, με τους ακέφαλους Εργατικούς του ασθενικού ιδεολόγου Τζέρεμυ Κόρμπιν (ο αγγλικός όρος ideologue σημαίνει στον σημερινό δημόσιο λόγο τον ιδεοληπτικό) ν’ αδυνατούν αλλά και να μην επιθυμούν ν’ αντικρούσουν σε κανένα πεδίο τις βλαπτικότατες και χαοτικές, αντιλαϊκές πολιτικές των Τόρρυς, οι οποίες συγκεφαλαιώνονταν στις άστοχες κι εν πολλοίς βιαστικές κι οριζόντιες περικοπές σ’ όσους τομείς θα ευνοούσαν τα λαϊκά στρώματα, λογουχάρη την υγεία, την εκπαίδευση, τις υποδομές, ενώ την ίδια στιγμή παρείχαν προνόμια κι απαλλαγές που ενίσχυαν την πλουτοκρατία του Η.Β. Η ίδια η Τερέζα Μέι θεωρείται πρόσωπο κατώτερο των περιστάσεων, αδύναμη, χωρίς σχέδιο ή μπούσουλα, πλαισιωμένη από λαϊκιστές και δεξιούς δημαγωγούς που κοιτάζουν τα δικά τους συμφέροντα—κάτι που δεν ειν’ άγνωστο σ’ όσους γνωρίζουν τι συνέβη εν Αθήναις μετά τον θάνατο του Περικλή.

Στη δε Γαλλία, το πείραμα του μεσσιανικού αυτοκράτορα Μακρόν δεν έχει βελτιώσει απτώς τίποτα απ’ την καθημερινότητα όσων δυσφορούσαν επί Ολάντ, μήτε και θεμελιώθηκε μια Γαλλία με ισχυρότερη παρουσία στον κόσμο. Τόσο ο Μακρόν όσο κι ο Τραμπ αγαπούν τις εικόνες, κι έτσι τιμώντας τους, οφείλω κι εγώ να συγκρατήσω εικόνες, όπως την παράτα που ο χαμογελαστός Εμανουέλ παρέθεσε στον ικανοποιημένο Τραμπ, και τ’ αντριλίκια στους ανταγωνισμούς χειραψιών που αντάλλαξαν μεταξύ τους, όμως πέραν αυτών ουδέν που να φανερώνει ότι ο πορφυρογέννητος Μακρόν άλλαξε τίποτα για την Γαλλία ή την Ευρώπη προς το καλύτερο, ακόμα και κατά τους μήνες που η Ε.Ε. είχε μπει στον αυτόματο πιλότο με το κενό της γερμανικής Καγκελαρίας.

Συνάμα με τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, προστέθηκε στις δυνάμεις του συνασπισμού της χθεσινοβραδυνής επέμβασης στη Συρία ξανά η υπερδύναμη, στην οποία όμως συμβαίνουν σημεία και τέρατα. Το τελευταίο δεκατετράμηνο στάθηκε ουσιαστικά μια χαοτική ανάδευση ενός ρυπαρού χυλού στο πολιτικό τσουκάλι της Ουάσιγκτον, με την εξής καθημερινή αναρώτηση του παρατηρητή να έχει πια καταστεί νόρμα:

«Τί θ’ ακούσω και πάλι σήμερα; Κάποιο νέο σκάνδαλο; Κάποιαν αβελτηρία; Μια νέα αποτυχία; Την περαιτέρω διάλυση των θεσμών; Τον εμπαιγμό του λαού με νέες, θρασύτερες ψευδείς ειδήσεις και προπαγάνδα; Το άσπρο να γίνεται μαύρο;»

Κι η απάντηση είναι «ναι!», ένα απελπισμένο ναι σε όλα. Καθώς ένας οπορτουνιστικός κυνισμός σαρώνει την αμερικάνικη πρωτεύουσα, τέτοιον που δεν φανταζόταν ποτέ η ομάδα των δημιουργών του House of Cards, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι παράγοντες της κυβέρνησης των ΗΠΑ αλλά και του πολιτεύματος παραιτούνται, αποχωρούν, απολύονται, ανακοινώνουν πως δεν θα ξανακατέβουν υποψήφιοι, κ.ο.κ., κι ενώ τρέχει η έρευνα του Ειδικού Ανακριτή Ρόμπερτ Μάλερ αποδίδοντας χειροπιαστά αποτελέσματα, ο Ντόναλντ Τραμπ πλησιάζει σ’ εκείνο το σημείο που θα σταθεί καμπή στην προεδρική του θητεία αλλά καί στα πολιτικά πράγματα της ατλαντικής υπερδύναμης: να οδηγήσει τις εξελίξεις σε μιαν συνταγματική κρίση απολύοντας τον Μάλερ και πολώνοντας τον λαό με θεωρίες συνωμοσίας και προπαγάνδας, ώστε να παραμείνει γραπωμένος στην εξουσία αποκηρύσσοντας την νομοθετική αλλά και την δικαστική εξουσία ως μάταιες εκφράσεις ενός φαύλου Κατεστημένου.

Δεν είναι καμιά μεγάλη σοφία πως κατά το παρελθόν τίποτα δεν συσπείρωνε το μεγαλύτερο μέρος της φιλοπόλεμης, συντηρητικής Δεξιάς των Λευκών λαϊκών στρωμάτων στις ΗΠΑ γύρω απ’ τον εκάστοτε πρόεδρο απ’ ό,τι ένας πόλεμος—λέω μέχρι πρόσφατα, γιατί τόσο η ληστρική τελευταία επέμβαση του Μπους του Νεότερου στο Ιράκ όσο κι οι ποικίλες επεμβάσεις Ομπάμα ανάδειξαν αντιπολεμικά αντανακλαστικά που ’χαμε να δούμε απ’ την εποχή του Βιετνάμ για την πρώτη περίπτωση, όσο κι ανοιχτή περιφρόνηση και δυσπιστία για τις επιτυχίες του Ομπάμα εναντίον του τρομοκρατικού δικτύου της Αλ-Κάιντα.

Όμως αυτή ’ναι η σημερινή εκλογική πελατεία του Τραμπ, και μολονότι δεν συνιστούν την απόλυτη πλειοψηφία στις ΗΠΑ, αυτά τα στρώματα της αμερικάνικης κοινωνίας επαρκούν ώστε να τον κρατήσουν στην εξουσία, καθώς οι υπόλοιποι φανερώθηκαν διχασμένοι στις πρόσφατες εκλογές μεταξύ της απέχθειάς τους για το Κατεστημένο Κλίντον και της αποστροφής τους γενικά για το Πολιτικό Κατεστημένο της Ουάσιγκτον, διακομματικά. Έτσι, η ρητορική Τραμπ, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα ν’ αντιμετωπίζει αμφότερα τα κόμματα ως παράγοντες διαφθοράς και κοινωνικού αποκλεισμού του Λαού, ρίζωσε πάνω στο πρόσφορο έδαφος της παραπληροφόρησης, της αγανάκτησης, της πλάνης κάθε λογής, της αφροσύνης, και του διχασμού.

Κι αυτός είναι μεν ένας υβριδικός, ακήρυχτος πόλεμος, παραμένει δ’ ένας πόλεμος για τον οποίον μάλιστα δεν ζητήθηκε η έγκριση του Κογκρέσου—συνθήκη που ο ίδιος ο Τραμπ αξίωνε απ’ τον Ομπάμα με σειρά από τουίτς του το 2013 σ’ ανάλογες περιστάσεις. Ο Τραμπ μπορεί να ’ναι πολλά πράγματα, ειν’ όμως αυτήν τη στιγμή κυρίως ένας στριμωγμένος επικοινωνιακά κι εμμονικός με τη δημοσιότητα και την προβαλλόμενη εικόνα του, σε μιαν εποχή που καθημερινά ο δημόσιος λόγος στις ΗΠΑ τον ταλαιπωρεί για το εάν συνεργάστηκε με τη Ρωσία για να υφαρπάξει την προεδρία στις εκλογές του 2016—έναν αιώνα μετά τη Σάικς-Πικό. Δεν θα έχανε μιαν ευκαιρία να σφίξει τους πολεμικούς του μυς Παρασκευή βράδυ, όπως σχεδόν όλες τις κινήσεις του τις έχει κάνει τέτοια ώρα της βδομάδας, και πόσο μάλλον που θα δώσει την εντύπωση πως εισέρχεται σ’ αναμέτρηση με τον δικτάτορα Πούτιν, τον φερόμενο ως συνεργό του αλλά κι ηγέτη της ρωσικής ολιγαρχικής κακιστοκρατίας, τον οποίον ο ίδιος ο Τραμπ προ ημερών και παρά τις οδηγίες των συμβούλων του συνεχάρη τηλεφωνικώς για την νόθο επανεκλογή του.

Κι αν η ρωμαϊκή ρητορική των Δικαίων Πολέμων (τα bella iusta, πόλεμοι δηλαδή που οι Ρωμαίοι διατείνονταν πως όλοι τους ήσαν αμυντικοί και δίκαιοι) χρησιμοποιήθηκε και πάλι απ’ τις ατυχείς ηγεσίες των τριών δυνάμεων εναντίον ενός όντως στυγερού δικτάτορα, του Άσαντ, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους σημερινά αδιέξοδα, διαθέτουμ’ ευτυχώς την παρηγοριά και την συμβουλή της Ιστορίας, που υπενθυμίζοντάς μας την Συμφωνία Σάικς-Πικό, δεν μας επιτρέπει να λησμονήσουμε πως οι συμπεριφορές σημερινών ηγετών μπορεί να έχουν επικαιροποιημένα κίνητρα αλλ’ υπηρετούν διαχρονικές προτεραιότητες.