Είν’ οι ΗΠΑ καθ’ οδόν να γίνουν μια τριτοκοσμική τυραννίδα;

344

 

Με την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ, το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου μετακινήθηκε απ’ το ιστορικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου προς το να περιγράψει αναπτυσσόμενες οικονομίες, αναδυόμενες αγορές, υβριδικά πολιτεύματα που δεν ειν’ ακόμα θεσμικά τόσο ώριμα ώστε να μοιάζουν με τις Δυτικού Τύπου Δημοκρατίες, κράτη απομόνωσης εκτός του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας, κράτη ανομίας και διαφθοράς, και τα παρόμοια.

Συνάμα, στο μυαλό των συνομιλητών μιας κοινής καθημερινής επικοινωνίας, ο όρος μεταφέρει εικόνες χωρών όπου δίκτυα μεταφορών, ύδρευσης/αποχέτευσης, επικοινωνιών, υποδομές ενέργειας και παραγωγής τροφής, κάθε λογής αστικές κι επαρχιακές υποδομές, καθώς κι οι παροχές υγείας κι εκπαίδευσης υπολείπονται σημαντικά απ’ το να επαρκούν να προσφέρουν μιαν υψηλή ποιότητα ζωής ή και να την εξασφαλίζουν έναντι απειλών που έχουν ήδη εκλείψει στον ανεπτυγμένο κόσμο, λόγου χάρη λόγω αδυναμίας καταπολέμησης ασθενειών ή και της ίδιας της πείνας.

Κοντά σ’ αυτές τις αδυναμίες, στις τριτοκοσμικές χώρες συνήθως απουσιάζουν, ή ειν’ ανεπαρκείς και προσχηματικές οι θεσμικές προστασίες και μέριμνες για την εξασφάλιση των ανθρώπινων και αστικών δικαιωμάτων, ενώ πλεονάζουν συνθήκες και περιστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού των πλειονοτήτων του πληθυσμού τους, ωστ’ οι ανισότητες που προκύπτουν να ’ναι ανυπέρβλητες κι έτσι να τους στερούν την άνετη πρόσβαση σε υλικά κι άυλα αγαθά, εκείνων καθισταμένων περισσότερο υπηκόων παρά πολιτών.

Εάν το καλοσκεφτούμε, όμως, τέτοια είναι σε βαθμό που δεν μπορούμε εύκολα να παραγνωρίσουμε κι η κατάσταση που ισχύει για μεγάλα τμήματα της επικράτειας και του πληθυσμού των ΗΠΑ. Εάν εξαιρούσαμε κυρίως την Νέα Υόρκη και κάποιες ακόμα πόλεις στην Ανατολική Ακτή, μια ενδιάμεση, ξηρά, θα έλεγα, θάλασσα που εκτείνεται προς νότον αυτής και δυτικά της έως την Καλιφόρνια ανοίγει έναν κόσμο άλλον από κείνον που βρίσκεται στα δύο άκρα.

Ακόμα και για τους ίδιους του Αμερικανούς, αυτή η αχανής μεσοδυτική έκταση παρουσιάζει ιδιότυπα οικονομικά και θεσμικά χαρακτηριστικά—λογουχάρη έναν συντηρητικό επαρχιωτισμό που αποστρέφεται την πρόοδο και προκρίνει μια φοβική και συχνά εχθρική αντιμετώπιση του ξένου—χαρακτηριστικά που την διακρίνουν απ’ το πνεύμα και τις συμπεριφορές που κατά κανόνα επικρατούν στις όχθες των δύο ωκεανών που περιβάλλουν τις ΗΠΑ.

Σε γενικές πάντα γραμμές, εκεί, στη λεγόμενη Ζώνη της Βίβλου, η πρόσβαση σ’ αγαθά όπως ειν’ η ανώτατη εκπαίδευση κι η υγειονομική περίθαλψη υψηλής ποιότητας υπολείπονται για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, κάτι που βέβαια ισχύει και στις πόλεις των δύο ακτών για τ’ αντίστοιχα πληθυσμιακά στρώματα, όμως επιπλέον δεν φαίνεται τέτοια ιδανικά ν’ απασχολούν ιδιαίτερα την redneck κουλτούρα των μεσοδυτικών και νότιων πολιτειών, ή για να το πω αλλιώς, δεν φαίνεται τα θύματα των ελλείψεων αυτών να τις αντιλαμβάνονται ως προϊόντα ή εκδηλώσεις κάποιας κοινωνικής ανισότητας που αδίκως υφίστανται, ή ως τμήματα μιας ταυτότητας που θα επιθυμούσαν ν’ απεκδυθούν.

Αντιθέτως, δεν ειν’ ανήκουστο να περηφανεύονται κιόλας για τις ανεπάρκειες και τα ελλείμματά τους αυτά, ισχυριζόμενοι πως έτσι διατήρησαν μιαν ταυτότητα αγνότερη κι αυθεντικότερα αμερικάνικη απ’ τους πληθυσμούς των ακτών, οι οποίοι έχουν διαβρωθεί από θεοκτόνες liberal ή κομμουνιστικές ιδεολογίες, απ’ τα δεινά ενός παρακμιακού πολιτισμού που φτάνουν ως απόηχος απ’ την Ευρώπη, και γενικά από εξωγενείς επιρροές που απειλούν ν’ αλλοιώσουν την γνήσια αμερικάνικη ιδιοπροσωπία. Τέτοια ιδιοπροσωπία δεν υπάρχει παρά μονάχα στο μυαλό τους, γιατί ταυτίζεται αποκλειστικά με το δικό τους πρόσωπο.

Αντιλήψεις σαν κι αυτές ήσαν μάλλον πάντοτε διάχυτες αλλ’ όχι κρατούσες στις συναισθηματικές κοινότητες των ΗΠΑ, και σίγουρα είν’ επικίνδυνα απλουστευτικές, αποβλέπουσες μ’ ελπίδα στην εγκατάσταση ενός νέου απομονωτισμού που τυφλά αποζητεί προστασία πίσω απ’ την όρθωση τειχών ή πιο απλά μέσα απ’ την γεωγραφική περιχαράκωση που προσφέρουν μονάχα στα παραπληροφορημένα μυαλά τους οι δύο ωκεανοί που χωρίζουν την Βόρεια Αμερική απ’ τον υπόλοιπο κόσμο—εδώ ίσως να φταίει κι η χαρτογραφία, που τρέφει την οπτική πλάνη πως οι ΗΠΑ απέχουν πολύ απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, στρεβλώνοντας πως οι αποστάσεις εκμηδενίζονται στον αρκτικό βορρά.

Η προεδρία Ομπάμα έφερε σε ψυχικό βρασμό εκείνα τα φοβικά πληθυσμιακά στρώματα που νοσταλγούσαν την Αμερική περισσότερο απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εικόνα ενός Μαύρου προέδρου προκαλούσε παροξυσμό των ρατσιστικών παθών στους Λευκούς που περιέγραψα ανωτέρω, των οποίων οι εδραίες πεποιθήσεις περί της αξίας του απομονωτισμού αλλά και της επαναφοράς κοινωνικών στεγανών εις βάρος οιουδήποτε δεν τους έμοιαζε εμφανισιακά ή συμπεριφορικά χαλυβδώθηκαν, την ίδια στιγμή που η ίδια η παραγωγή του χάλυβα μειωνόταν.

Μια δυστοπία σαν την πατρίδα του μυθιστορήματος The Handmaid’s Tale της Μάργκαρετ Άτγουντ (1985), πρόσφατα μεταφερθέντος στην Μικρή Οθόνη, ίσως να μην απέχει πολύ.

Με ρώτησε τις προάλλες ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος στη ραδιοφωνική του εκπομπή εάν ισχυρίζομαι μέσα απ’ την αρθρογραφία μου πως η άνοδος Τραμπ συμπίπτει χρονικά με περιστάσεις πτώσης της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ.

Εκείνο που διατείνομαι είναι μάλλον πως συνιστά εκδήλωση μιας μετάβασης σε νέα πολιτικά ήθη που παλαιότερα είχα περιγράψει ως Αυτοκρατορικό Μεσσιανισμό. Με δυο κουβέντες, συνέθεσα τον όρο ώστε να περιγράψω την άνοδο στην εξουσία προσωπικοτήτων που θεωρούν τους εαυτούς τους Μεσσίες—δηλαδή εξωγενή πρόσωπα από μιαν άλλη σφαίρα ύπαρξης, που ανοίγουν την πόρτα της Ιστορίας, όπως ένας Μεσσίας, και εισέρχονται ώστε να κυβερνήσουν αυτόφωτα, ισχυριζόμενοι πως θα λύσουν κάθε πρόβλημα θαυματουργικά και χωρίς εξαρτήσεις από υφιστάμενες, εγκόσμιες οντότητες, λόγου χάρη κόμματα ή θεσμούς—και που βλέπουν τους εαυτούς τους ως πηγές κάθε εξουσίας και νομιμότητας, ωσάν να ήσαν αυτοκράτορες που περιφρονούν ή δεν χρειάζονται την συνεπικουρία συλλογικών οργάνων, βλ. νομοθετικών σωμάτων, τα οποία αποκαλούν διεφθαρμένα, ανεπαρκή, και μέρος του προβλήματος που μονάχα οι ίδιοι δύνανται να λύσουν.

Τέτοια πρόσωπα δεν απέχουν απ’ τους τυράννους των αρχαϊκών χρόνων της Ελλάδας, κυρίως του 6ου αι. π.Χ., ή απ’ τους αδελφούς Γράκχους στη Ρώμη του 2ου αι. π.Χ., που με διάφορες αφορμές κατελάμβαναν την εξουσία, και κατόπιν την διατηρούσαν προσεταιριζόμενοι τον Δήμο μ’ εξαγγελίες δημόσιων έργων, αναδασμό της γης, κι άλλα προγράμματα υποδομών και μεταρρυθμίσεων (κάποιες φορές απορρυθμίσεων), τα οποία χρηματοδοτούσαν συνήθως με την δίωξη των παραδοσιακών αριστοκρατικών γενών και τη δήμευση του πλούτου τους. Με πυροτεχνήματα κατά των ελίτ κι οιουδήποτε άλλου στη συνέχεια αυθαίρετα ονομάσουν ως ελίτ/εχθρό του Λαού, αντιστρατεύονται την επιστήμη, την λογική, την γνώση, κι εξυψώνουν την αμάθεια και τις οπισθοδρομικές προκαταλήψεις σε αυθεντικά λαϊκή κι ευγενή ταυτότητα. Κυρίως, όμως, μεριμνούν ώστε ν’ αυτοπροβάλλονται ως πρόσωπα ευρισκόμενα πάνω απ’ τους νόμους και τους θεσμούς, τους οποίους στιγματίζουν ως σκολιούς και φαύλους αντίστοιχα, προκειμένου να τους απαξιώσουν και να συναντήσουν μικρότερη αντίσταση όταν θα βαλθούν να τους κατεδαφίσουν—βλ. για παράδειγμα τις επιθέσεις Τραμπ μέσω Twitter σε δικαστές, ενδεικτικά εδώ κι εδώ, ή τις συχνές του αναφορές στην Ουάσιγκτον ως βάλτο που ο ίδιος θα τον αποξηράνει.

Ο Τραμπ έχει ήδη εισηγηθεί ένα χαοτικό ιδεολόγημα που δεν έχει ακριβές θετικό περιεχόμενο ή πρόγραμμα, αλλά έχει διαρκώς επεκτεινόμενο αρνητικό περιεχόμενο, και το οποίο οι αναλυτές αποκάλεσαν Τραμπισμό (σχολιασμός εδώ, εδώ, κι εδώ). Μ’ άλλα λόγια, δεν εξηγεί τί ακριβώς θα θέσει, όσο τί θα άρει: το σάπιο κατεστημένο. Κατονομάζει υπάρχουσες καταστάσεις ως ανισότητες που δήθεν θα άρει, τις οποίες μάλλον θα τις οξύνει περισσότερο με το νέο του φορολογικό σύστημα και την ασφυξία δημοσίων εσόδων που αυτό θα προκαλέσει μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, όπως και την διάλυση των υποδομών και πλαισίων υγείας, εκπαίδευσης, κι εργασίας, μεταξύ άλλων.

Προς επίτευξη του σκοπού του—που δεν ειν’ άλλος από κείνον που πάντοτε τον κινητροποιούσε: την εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων—απευθύνεται ακριβώς στα βασικότερα και πιο πεπλανημένα ένστικτα πληθυσμών με το προφίλ που περιέγραψα παραπάνω, που μολονότι δεν συνιστούν την απόλυτη πλειοψηφία, συνιστούν όμως μιαν κρίσιμης μάζας συναισθηματική κοινότητα ανθρώπων που ’χαν αποκλεισθεί σε συνθήκες Τρίτου Κόσμου όσο οι ελίτ των ακτών διαγκωνίζονταν στη νομή της εξουσίας και παρακολουθούσαν την Κάρυ Μπράντσω ν’ αλλάζει σύνολα και γόβες Μανόλο Μπλάνικ στο Sex and the City.

Εκείνο που επαρκεί σ’ έναν τύραννο δεν ειν’ η υποστήριξη της πλειοψηφίας, μολονότι κάτι τέτοιο είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο, αλλ’ η υποστήριξη μιας παγιωμένης αριθμητικά κοινότητας που ’ναι προθυμότερη να πολεμήσει στο πλευρό του απ’ τις άλλες που παραμένουν απρόθυμες να τον αντιστρατευθούν.

Πιο εύλογο ερώτημα απ’ το εάν βρισκόμαστε κοντά στην πτώση μιας αυτοκρατορίας ειν’ εάν βρισκόμαστε ενώπιον μιας μετάβασης σε μια νέα φυσιογνωμία αυτής, ας πούμε μια φυσιογνωμία διχασμού και καταπίεσης. Κάποιες φορές, μια τέτοια μετάβαση μπορεί να επισπεύσει και την πτώση μεσ’ απ’ το χάος που προκύπτει και μεσ’ απ’ το κενό τη ισχύος της στη διεθνή σκακιέρα —ή το κενό που οι ανταγωνιστές της αντιλαμβάνονται πως προέκυψε, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο είναι μονάχα μια αντίληψη—το οποίο θα καλυφθεί, διότι nequaquam vacuum.

Με την ανθρώπινη επιφύλαξη να σφάλλω, εκτιμώ πως βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας εποχής κατά την οποία οι θεσμοί των ΗΠΑ, που έχουν μπει στον αυτόματο πιλότο εδώ κι ένα έτος, θα βρεθούν ενώπιον ενός δίστρατου υπαρξιακών επιλογών: είτε να υποταγούν στην Λερναία αντιθεσμικότητα του Τραμπ—όπως έκανε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ολοσχερώς—είτε ν’ αντισταθούν με τους αργούς ρυθμούς της μεθοδικής έρευνας του Ειδικού Ανακριτή Ρόμπερτ Μάλερ ως τελευταίας καταφυγής μιας θνήσκουσας res publica, που ο σημερινός λαϊκιστής, δημαγωγός, fabulist ηγέτης της θα καλόβλεπε να μετατρέψει σε ολοκληρωτική τυραννίδα, εάν τον πάρουμε τοις μετρητοίς όταν κατά καιρούς επαινεί κάθε λογής δικτάτορες και ισχυρούς άνδρες τριτοκοσμικών χωρών και rogue states, αλλά και πρόσφατα ακόμα ζήλεψε το παράδειγμα του προέδρου Zι Ζινπίνγκ της Κίνας, αφότου ο τελευταίος πέρασε την κατάργηση του ανώτατου ορίου θητείας του αξιώματός του, καθιστάμενος, όπως ο Τραμπ δήλωσε, «ισόβιος πρόεδρος, και μπράβο του και καλά έκανε—ίσως θα έπρεπε να δοκιμάσουμε κάτι τέτοιο κι εδώ».