Εστίαση και νέο παραγωγικό μοντέλο

381

*Γράφει ο Μελέτης Ρεντούμης.

Η εξέλιξη με την κρίση της πανδημίας στην χώρα μας, ευτυχώς βαίνει με το αισιόδοξο σενάριο της μη εξάπλωσης του ιού, μετά και τα έγκαιρα μέτρα και την οργανωμένη και προσηλωμένη αντιμετώπιση που επέδειξε η κυβέρνηση, με αποτέλεσμα πλέον το βάρος να πέφτει στην επάνοδο στην κανονικότητα και στην επανεκκίνηση της οικονομίας, που αποτελεί ένα δύσκολο και απαιτητικό στοίχημα.

Ένας από τους κλάδους που έχουν πληγεί σοβαρά και συνδέονται άμεσα ή έμμεσα και με το τουριστικό προϊόν της  χώρας μας, είναι η εστίαση, που περιλαμβάνει τα καφέ, τα εστιατόρια, χώρους  διασκέδασης και γενικότερα όλα τα καταστήματα που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση, όσον αφορά το φαγητό, το ποτό ή τον καφέ, με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους.

 

Οι πιέσεις από τους επιχειρηματίες του κλάδου, ήταν αφόρητες όλο αυτό το διάστημα προς την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα μετά και από σχετική σύσκεψη του πρωθυπουργού με τους ειδικούς, να αποφασίζεται σχετικά άμεσα το άνοιγμα των καταστημάτων εστίασης, με στόχο την αύξηση του κύκλου εργασιών και της ρευστότητας των εν λόγω επιχειρήσεων.

Μπορεί να είναι σαφώς ένα θετικό δεδομένο η επανεκκίνηση της εστίασης στην χώρα, πολύ περισσότερο σε προορισμούς που είναι τουριστικοί, όμως με αφορμή την κρίση της πανδημίας και όλων των χαρακτηριστικών που συνδέονται με την εστίαση, θα πρέπει τόσο η κυβέρνηση, όσο η πολιτεία, αλλά και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, να ξανασκεφθούν τί ακριβώς σημαίνει ή προσφέρει αυτού του είδους επιχειρηματικότητα στην χώρα.

Πρόκειται σαφώς για έναν κλάδο που είναι εντάσεως κατανάλωσης, μερικές φορές και πρόσκαιρης, σχετίζεται σε αρκετές περιπτώσεις με την εποχικότητα, υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στους κύκλους εργασιών, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται διαχρονικά και η απασχόληση, κάτι που είδαμε σε έντονο βαθμό να συμβαίνει κατά την διάρκεια της δεκαετούς κρίσης πριν φθάσει η πανδημία.

Η εστίαση, ειδικά στην Ελλάδα της μειωμένης παραγωγής αλλά και παραγωγικότητας, δεν αποτελεί έναν τομέα προστιθέμενης αξίας και δεν αυξάνει την εγχώρια παραγωγή, ενώ σαφέστατα δεν συμβάλλει στην άμβλυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών.

Αντιθέτως μάλιστα, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες πολλών κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες, παραμένει ένας κλάδος με υψηλή φοροδιαφυγή και με σημαντικά διαφυγόντα έσοδα για το κράτος.

Επίσης συνδέεται άμεσα με το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, το οποίο όταν μειώνεται λόγω μεγάλων εγχώριων ή παγκόσμιων κρίσεων, προκαλεί ανακατατάξεις στον κλάδο και βίαιες πτωχεύσεις επιχειρήσεων, τις οποίες μάλιστα μέσω των υπέρογκων χρεών, καταλήγει να τις πληρώνει ένα κομμάτι της κοινωνίας, μέσω του κλάδου της εφοδιαστικής αλυσίδας και τροφοδοσίας που πλήττεται κατ αναλογία σε τέτοιου είδους γεγονότα.

Εκτός αυτού, αν δει κάποιος τα στατιστικά στοιχεία στην Ελλάδα, θα παρατηρήσει ότι έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο ανά 1.000 κατοίκους, όσον αφορά τον αριθμό των εστιατορίων, μπαρ, καφέ, αναψυκτηριών, με αποτέλεσμα ο κλάδος να μην μπορεί να απορροφήσει την σχετική ζήτηση που υπάρχει ακόμη και σε εποχές ανάπτυξης και ανόδου του τουριστικού κύματος στην χώρα.

Με βάση τα παραπάνω, αποτελεί επιτακτική ανάγκη, ο ανασχεδιασμός τόσο του κλάδου της εστίασης στην χώρα μας, όσο και του νέου παραγωγικού μοντέλου, που θα πρέπει να στηρίζεται περισσότερο σε νέες επενδύσεις, που μπορούν να αυξήσουν την πρωτογενή παραγωγή, καθώς και την μεταποίηση, που έχει την δυνατότητα να συμβάλλει μεσοπρόθεσμα στην εξαγωγική δραστηριότητα στην χώρα, με συνέπεια, σχέδιο και αναπτυξιακό προσανατολισμό.

*Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός