stubborn things: η δύστροπη πραγματικότητα κι η εκπαίδευση προς την ελευθερία

236

του Στέλιου Ιατρού

Πρόλογος

Στο μνήμα του Νίκου Καζαντζάκη έχει χαραχτεί η επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δε
φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος» (τα κόμματα δικά μου).

Στη φράση αυτή, ο Κρητικός συγγραφέας επεξεργάστηκε μια σκέψη που
δημοσιεύθηκε παλαιότερα στο Παρά Ανωνύμου του Έλληνος κείμενο της Ελληνικής
Νομαρχίας ήτοι λόγος περί Ελευθερίας (Ιταλία, 1806), ως «Και ο ελεύθερος ούτε
ελπίζει, ούτε φοβείται εις ό,τι μέλλει να πράξη».

Τόσο ο Καζαντζάκης όσο κι ο Ανώνυμος απηχούν στα λόγια τους μια θέση που
αποδίδεται στον κυνικό φιλόσοφο Δειμώνακτα απ’ τη Κύπρο, ο οποίος έδρασε στην
Αθήνα του β΄ αιώνα π.Χ. Όταν κάποτε τον ρώτησαν τί κατ’ εκείνον ήταν η ευτυχία, ο
φιλόσοφος αποκρίθηκε πως ευτυχισμένο αποκαλεί μονάχα τον ελεύθερο. Τούτο
προκάλεσε το ερώτημα τί καθιστά άραγε κάποιον ελεύθερο, μιας και πολλοί
ισχυρίζονται πως είναι ελεύθεροι. Ο Δειμώναξ απάντησε πως θεωρεί ελεύθερο
όποιον μήτε φοβάται μήτε κι ελπίζει κάτι, κάτι που γέννησε την απορία, μα όλοι μας
δεν είμαστε σκλαβωμένοι σ’ αυτά τα δύο; Στο οποίο απάντησε πως άμα
κατανοήσεις τ’ ανθρώπινα πράγματα, θα βρεις πως δεν ειν’ άξια μήτε για
αδικαιολόγητη ελπίδα μήτε για φόβο, καθώς όλα τους, και φόβοι και ηδονές
παύουν όταν πεθάνει ο άνθρωπος. Παραθέτω κι όλον τον διάλογο κατωτέρω, αλλά
να ξέρετε πως τον απέδωσα ήδη στα νέα ελληνικά παραπάνω, οπότε μπορείτε να
προσπεράσετε εάν σας δυσκολεύουν τ’ αρχαία:
«Ἐρωτήσαντος δέ τινος, τίς αὐτῷ ὅρος εὐδαιμονίας εἶναι δοκεῖ, μόνον εὐδαίμονα
ἔφη τὸν ἐλεύθερον· ἐκείνου δὲ φήσαντος πολλοὺς ἐλευθέρους εἶναι, Ἀλλ' ἐκεῖνον
νομίζω τὸν μήτε ἐλπίζοντά τι μήτε δεδιότα· ὁ δέ, Καὶ πῶς ἄν, ἔφη, τοῦτό τις
δύναιτο; ἅπαντες γὰρ ὡς τὸ πολὺ τούτοις δεδουλώμεθα. Καὶ μὴν εἰ κατανοήσεις
τὰ τῶν ἀνθρώπων πράγματα, εὕροις ἂν αὐτὰ οὔτε ἐλπίδος οὔτε φόβου ἄξια,
παυσομένων πάντως καὶ τῶν ἀνιαρῶν καὶ τῶν ἡδέων.»

Επομένως, ο Καζανζάκης—με το ταλέντο του στην συντομία που εγώ παντελώς
στερούμαι—διατύπωσε εμβληματικά τις δυο αναγκαίες κι ικανές συνθήκες που για
είκοσι δύο αιώνες ελληνικής σκέψης οδηγούν σε μιαν έκβαση, ή αλλιώς μιαν
έκβαση που δίνει νόημα στο πλέξιμο των δύο συνθηκών μεταξύ τους: αφενός η
αδικαιολόγητη ελπίδα που γεννά ανεδαφικές κι άπιαστες προσδοκίες, όπως
αφετέρου κι ο αδικαιολόγητος φόβος που προκαλεί παράλυση απέναντι στα
πράγματα τα οποία ο άνθρωπος θα καταγινόταν να κατακτήσει εάν τούτος δεν τον
καταδυνάστευε στέλνουν το υποκείμενο σ’ ένα καθεστώς σκλαβιάς. Ελευθερία νοείται, συνεπώς, όταν ο άνθρωπος ειν’ απαλλαγμένος από δεσμά της αντίληψής
του, κι αυτά είναι τα δεσμά της πλάνης.

Η ελευθερία συνδέεται, λοιπόν, με την αληθή κι ορθή αντίληψη που
διαμορφώνουμε για την πραγματικότητα και για τη σχέση μας μ’ αυτήν. Στον
πυρήνα της επιδίωξης μας για την κατάκτηση της ελευθερίας μας πρέπει να
τοποθετήσουμε το εγχείρημα να κατανοήσουμε πρώτα τ’ ανθρώπινα πράγματα,
δηλαδή τις υποθέσεις και τα έργα των ανθρώπων της κοινωνίας γύρω μας, τη φύση
και τη λειτουργία τους, την ακριβή αξία τους και τις αληθινές κι όχι φαντασιακές
συνέπειές τους πάνω στη ζωή μας. Εντέλει απαιτείται το εγχείρημα να
διαχωρίσουμε την πλάνη απ’ την αλήθεια.

“Facts are stubborn things; and whatever may be our wishes, our inclinations, or
the dictates of our passions, they cannot alter the state of facts and evidence.”
«Δύστροπα τα δεδομένα της πραγματικότητας· όποιες κι αν ειν’ οι επιθυμίες μας, οι
προδιαθέσεις μας, ό,τι κι αν υπαγορεύουν τα πάθη μας, δεν μπορούν ν’ αλλάξουν
ό,τι μαρτυρούν τα γεγονότα και τα τεκμήρια» είπε ο Τζων Άνταμς, β΄ πρόεδρος των
ΗΠΑ κι ένας απ’ τους Ιδρυτές Πατέρες του υπερατλαντικού έθνους. Μ’ αυτό, θα
περάσω τώρα στην

Εισαγωγή
Το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, τα γεγονότα του κόσμου γύρω μας, και
την θέση μας μέσα σ’ αυτά είναι κάτι που ερευνούν και περιγράφουν δύο κλάδοι
της ανθρώπινης επιστήμης:
 (α) η γνωστική ψυχολογία και
 (β) η ιστορία
α. Η πρώτη ερευνά και περιγράφει φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα μας, στο
ανθρώπινο μυαλό. Μελετά το πώς και το γιατί διαμορφώνεται μέσα στο μυαλό μας
η εικόνα του εαυτού μας, η εικόνα κι η ερμηνεία της πραγματικότητας όπως τις
συλλαμβάνουμε, και η εικόνα της αλληλεπίδρασής μας με την πραγματικότητα
όπως την αντιλαμβανόμαστε.
Άλλοτε βλέπουμε ολ’ αυτά τα πράγματα όπως όντως έχουν, ανεπηρέαστοι από
μεροληψίες δικές μας ή διδαγμένες απ’ την κοινότητα που μας μεγάλωσε, και τότε
πλησιάζουμε στο να τα ερμηνεύσουμε σωστά, κι άλλοτε πάλι όχι.
Το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας ενταγμένο μέσα στην πραγματικότητα μας οδηγεί
στη συνέχεια να συμπεριφερόμαστε όπως συμπεριφερόμαστε—κι έτσι περνάμε
κατόπιν στην συμπεριφορική ψυχολογία, που μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά,
είτε αυτή είναι βλαπτική για μας και τους άλλους, είτε είναι ωφέλιμη.
Κριτήριο για να διαπιστώσουμε εάν κάτι ειν’ ορθό ή εσφαλμένο είναι εάν μας
επιτρέπει να προσαρμοστούμε βλαπτικά ή ωφέλιμα στις προκλήσεις της
πραγματικότητας.

β. Η δεύτερη, η ιστορία δηλαδή, ερευνά και περιγράφει φαινόμενα που
συμβαίνουν έξω από μας, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Το πετυχαίνει αυτό
μελετώντας την εικόνα των ανθρώπινων έργων των κοινωνιών του παρελθόντος
που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας του παρόντος.
Αξιοποιώντας ένα πλήθος από υλικές και άυλες πηγές που επιβιώνουν μέχρι
σήμερα και περιέχουν αυθεντικές πληροφορίες προερχόμενες απ’ το παρελθόν
επιχειρεί ν’ ανασυγκροτήσει με την ψυχραιμία της χρονικής απόστασης που την
χωρίζει απ’ τα γεγονότα την θρυμματισμένη εικόνα του παρελθόντος με τρόπους
που τα ερμηνεύουν σωστά, δηλαδή με πιστότητα προς την αλήθεια, την οποία
μπορούμε να τεκημριώσουμε και να επαληθεύσουμε βάσει των στοιχείων που
φτάνουν σε μας απ’ το παρελθόν, κι όχι βάσει εικασιών που δεν πατούν πουθενά
και κάποιος θα τις έβγαζε αυθαιρέτως απ’ το καπέλο του, όπως τον λαγό ένας
ταχυδακτυλουργός.

Το προϊόν του κόπου των δύο αυτών επιστημονικών κλάδων είναι το προϊόν
ορθολογικών μηχανισμών του μυαλού των επιστημόνων που μελετούν ορθώς
υπαρκτά κι αληθή δεδομένα, ώστε να κατανοήσουν και να περιγράψουν τις αιτίες
και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το πώς μια ανθρώπινη
βούληση υλοποιείται σε ανθρώπινη πράξη, το πώς η ανθρώπινη πράξη παράγει
ιστορικά γεγονότα, και πώς τα ιστορικά γεγονότα παράγουν απτά αποτελέσματα,
συνέπειες δηλαδή που αλλάζουν διαρκώς τις ζωές μας μέσα στην πραγματικότητα
που διαμορφώνεται καθώς εμπλουτίζεται απ’ τα νέα έργα των ανθρώπων. Ήδη
μιλάμε για ένα ιστορικό σύμπαν που εξελίσσεται και δεν είναι στατικό.
Η οικονομία της ιστορίας, λοιπόν, κινείται ως εξής:

ανθρώπινη βούληση  ανθρώπινη πράξη  ιστορικό γεγονός  συνέπειες
Εγώ, ας πούμε, πατάω πάνω καί στις δύο αυτές βάρκες, ως ιστορικός των
ανθρώπινων έργων κι ως ιστορικός των συναισθημάτων, και κοιτάζω με φιλότιμο να
εφαρμόσω τα επιστημονικά μεθοδολογικά όργανα των κλάδων που υπηρετώ ώστε
με μιαν αμερόληπτη αντίληψη πρώτον να συλλέξω τα σχετικά με ένα θέμα υπαρκτά
κι αληθή δεδομένα της πραγματικότητας, και στη συνέχεια με μιαν ορθή
συλλογιστική ερμηνεία τους να συνθέσω μιαν όσο το δυνατόν ακριβέστερη εικόνα
της πραγματικότητας που θα ’ναι προσβάσιμη απ’ τον αναγνώστη μου με τα δικά
του εργαλεία της κοινής λογικής και της κοινής εμπειρίας, διότι τ’ αγαθά της
επιστήμης είναι ωφέλιμο να τα μοιραζόμαστε με τον μη ειδικό, ειδάλλως
υπηρετούμε έναν ανώφελο, πολυτελή ντιλλεταντισμό κι όχι την επιστήμη.
Με μια κουβέντα, με τη δουλειά μας επιχειρούμε ν’ αντιληφθούμε την
πραγματικότητα ως έχει και να βοηθήσουμε κι άλλους να την αντιληφθούν ως έχει,
κι όχι όπως οι επιθυμίες, τα πάθη, κι οι προδιαθέσεις τους θα τους υποχρεώναν να
την συλλάβουν.
Διότι, απώτερος σκοπός μας είναι να διαλύσουμε τις αντιληπτικές πλάνες που
δεσμεύουν τον νου και τον άνθρωπο συνολικά σε μια πολύ πραγματική σκλαβιά
ανεδαφικών προσδοκιών και αδικαιολόγητων φόβων, που αποκαλούμε φοβίες
στην επιστήμη.

Η ανθρώπινη διάνοια έχει αναπτύξει στην ιστορία της μονάχα δύο τρόπους
αντίληψης κι ερμηνείας της πραγματικότητας:
 (α) την μυθική σκέψη, και
 (β) την επιστημονική μέθοδο.

Α. Η Μυθική Σκέψη
Η μυθική σκέψη ήταν η πρώτη που ανέπτυξε ο άνθρωπος σ’ όλες τις κοινωνίες του,
γιατί ήταν κι η ευκολότερη ν’ αναπτυχθεί, καθώς απαιτούσε πολύ μικρό πνευματικό
κόπο όταν καλείτο να συνδέσει όσα παρατηρούσε κανείς μ’ όσα τελικώς υπέθετε
ότι τα ερμήνευαν. Ας πούμε, όταν έβλεπε τον κεραυνό και τον ερμήνευε στη
συνέχεια ως έργο του Θωρ που ’ριχνε τον πέλεκύ του. Εξ ου κι αστροπελέκι είναι το
υαλωμένο χώμα εκεί που χτύπησε ο κεραυνός.

Τα πορίσματα της μυθικής σκέψης για κάθε φαινόμενο με το οποίο καταπιανόταν
να παρατηρήσει και να ερμηνεύσει ήταν εξαρτημένα ως προς την συλλογιστική
πορεία και ως προς το περιεχόμενό της τελικής ερμηνείας από κοινωνικούς
περιορισμούς, ήσαν δηλαδή διαφορετικά από κοινωνία σε κοινωνία. Για
παράδειγμα, παρατηρώντας τα ίδια αστέρια στον νυχτερινό ουρανό, ένας
πολιτισμός έβλεπε να σχηματίζουν αφαιρετικά το σχήμα μιας αρκούδας ενώ άλλος
πολιτισμός έβλεπε να σχηματίζουν ένα τσεκούρι ή μια κουτάλα. Κανείς τους όμως
δεν έφτασε να ερμηνεύσει ορθώς αυτό που έβλεπε: κανείς τους πριν την έλευση
της επιστημονικής σκέψης δεν κατανόησε πως τ’ αστέρια που έβλεπαν ήσαν άσχετα
μεταξύ τους, κι ο αστερισμός που σχηματιζόταν ήταν ένα πλάσμα της φαντασίας
μας, πως δεν ήταν όλος απλωμένος πάνω στο ίδιο επίπεδο, αλλά πως το ανθρώπινο
μάτι και το μυαλό συνέδεαν σ’ ενότητα ένα σωρό αστέρια που χωρίζονταν μεταξύ
τους απ’ τον χώρο και τον χρόνο. Και μάλλον για όλους τους, οι κινήσεις των
πλανητών και των αστεριών ήσαν αφορμές για μαντείες διαφορετικού
περιεχομένου και σημασίας από πολιτισμό σε πολιτισμό.

Μολονότι τα ίδια φαινόμενα δεν άλλαζαν, επειδή όμως τα πορίσματα της μυθικής
σκέψης άλλαζαν από εποχή σ’ εποχή κι από κοινωνία σε κοινωνία, ήσαν έτσι
διαβλητά, και το κύρος τους ήταν σχετικό. Οι κοινωνίες της μυθικής σκέψης
επένδυσαν τότε με κύρος τις μυθικές ερμηνείες του κόσμου δημιουργώντας
θεσμούς που—όπως κι οι ίδιες οι ερμηνείες—αντλούσαν την αυθεντία τους δι’
αποκαλύψεως απ’ τις υπερβατικές, εξωπραγματικές διαστάσεις όπου κατοικούσαν
υπερβατικές οντότητες, λογουχάρη θεοί και δαίμονες: έφτιαξαν δηλαδή θρησκείες
που τα ιερατεία τους—βλ. λογουχάρη το βιβλίο του Δανιήλ 2, 2: «τοὺς ἐπαοιδοὺς
καὶ τοὺς μάγους καὶ τοὺς φαρμακοὺς καὶ τοὺς Χαλδαίους»—διαιώνιζαν την μυθική
σκέψη και τις μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου ανατρέχοντας στην εικαζόμενη
βούληση εικαζόμενων οντοτήτων που παρενέβαιναν στην απτή πραγματικότητα
του επίγειου κόσμου μας. Κι όπως οι οντότητες αυτές παρενέβαιναν στον κόσμο
μας, έτσι και τα ιερατεία ισχυρίστηκαν πως με τελετουργικά που μονάχα τα ίδια
γνώριζαν κι επιτρεπόταν να τελέσουν θα ήταν δυνατόν να εξευμενίσουν αυτά τα
θεϊκά όντα παρεμβαίνοντας στον δικό τους κόσμο—αντίληψη που βρίσκεται στον
πυρήνα της λεγόμενης μαγικής σκέψης.

Έτσι τ’ αρχαία ιερατεία απέκτησαν εξουσία επ’ αυτού του κόσμου που διατείνονταν
ότι εκτεινόταν και στον επέκεινα κόσμο, τον υπερβατικό, την ύπαρξη του οποίου
διακήρυσσαν μέσα από μια πλάνη που αποκαλούμε «λήψη του ζητουμένου» και
λειτουργεί ως εξής: εσείς σήμερα είστε ευνοημένοι απ’ τους θεούς γιατί εγώ τέλεσα
μια τελετή ώστε να είστε, και το ότι είστε ευνοημένοι φανερώνει πως έπιασε η
τελετή μου—δηλαδή το ζητούμενο προς απόδειξη καθίσταται αποδεικτικό στοιχείο
μα και τελικό συμπέρασμα, αιτιολογώντας τον εαυτό του.

Έτσι στήνονταν συλλογιστικές γέφυρες με τον άλλον κόσμο που επιχειρούσαν να
ερμηνεύσουν την πραγματικότητα αυτού του κόσμου μας ως απείκασμα του
υπερβατικού κόσμου ή ως απόκλιση από κείνον. Ας πούμε, ο Πάπας της Ρώμης
αποκαλείται «ποντίφικας», που προέρχεται απ’ τον τίτλο «pontifex maximus», που
πάει να πει «μέγιστος γεφυροποιός» διότι γεφυρώνει τους δύο κόσμους, αυτόν την
απτής κι αισθητής υλικής πραγματικότητας και τον άλλον, τον υπερβατικό και
πνευματικά εικαζόμενο. Τον τίτλο αυτόν τον ιδιοποιήθηκε απ’ τους Ρωμαίους
Καίσαρες που τον είχαν κληρονομήσει απ’ τη ρωμαϊκή ρεπουμπλικανική περίοδο,
νωρίτερα.

Σ’ άλλες κοινωνίες οι ερμηνείες των ιερατείων συλλέχτηκαν κατόπιν σε γραπτή
μορφή, και σ’ άλλες οι αφηγήσεις της προφορικής παράδοσης, που ονομάζονται
μύθοι, συνέθεσαν μια μυθολογία που πάλι αφηγείτο το πώς η ανθρώπινη ιστορία
και τα φυσικά φαινόμενα ήσαν το αποτέλεσμα της απώτερης βούλησης θεών και
δαιμόνων που ενεργούσαν μέσα στον κόσμο μας, εξ ου και μυθική η σκέψη.
Η μυθική σκέψη αντιλαμβάνεται κι ερμηνεύει τα γεγονότα της κοινής εμπειρίας
με τρόπους που για ν’ αποκτήσουν νόημα και κύρος πρέπει να ξεφύγουν απ’ την
κοινή εμπειρία, η οποία με την πεζότητά της ειν’ εχθρός της φαντασίας. Δηλαδή με
τρόπους που προκειμένου να ερμηνεύσουν τα φυσικά πράγματα απαιτούν απ’ τον
άνθρωπο να συλλάβει πρώτα τα μη-φυσικά-πράγματα, που τα λέμε «μεταφυσικά»
γιατί τα βιβλία του Αριστοτελικού Corpus που ασχολήθηκαν μ’ αυτά τοποθετήθηκαν
Μετά τα Φυσικά βιβλία του Σταγειρίτη δασκάλου του Μεγαλέξανδρου.

Αυτό πάει να πει πως η μυθική σκέψη αποδίδει τα γεγονότα και τα πράγματα της
ανθρώπινης ιστορίας σε μεταφυσικούς παράγοντες, σε υπερβατικές οντότητες που
όπως είπαμε κατοικούν, κινούνται, κι ενεργούν σε μιαν εικαζόμενη δευτερογενή
πραγματικότητα που καλούμαστε να πιστέψουμε πως υπάρχει έξω και πέρα απ’ την
δική μας, οντότητες όπως θεούς, δαίμονες, πνεύματα, στοιχειά, και άλλα παρόμοια.
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί;» και στο ερώτημα «πώς;» είναι σταθερά για την
μυθική σκέψη «διότι έτσι το θέλησαν οι Θεοί» ή ό,τι άλλο επέχει τη θέση του Θεού
στην οικεία μυθολογία. Κι αυτό αφορά τόσο τον κόσμο της καλύβας όσο και του
παλατιού: γιατί το κοριτσάκι μου έπαθε έγκαυμα όταν έπεσε πάνω του μια
κατσαρόλα βραστό νερό; Διότι ήταν τον κακό το ριζικό του, το γραφτό του, έτσι το
θέλησε η μοίρα, το κάρμα, για να τιμωρήσει την μάνα του που ήταν κακιά και
προκάλεσε την γλωσσοφαγιά της γειτονιάς. Γιατί έπεσε η Πόλη; Δια τας αμαρτίας
ημών.

Αυτή η σκέψη ειν’ ανθρώπινη και μιλά για το πώς φαντάζεται ο άνθρωπος την θεία
βούληση και πράξη, διότι μπροστά μας στέκεται ο άνθρωπος που ισχυρίζεται ότι
ερμηνεύει την βούληση και την συμπεριφορά του Θεού.

Β. Η Επιστημονική Μέθοδος
Κάποια στιγμή στην Ιωνία της Μικράς Ασίας και κατόπιν στην Ελλαδική χερσόνησο
αλλά καί στην Μεγάλη Ελλάδα ορισμένοι διανοητές άρχισαν να παρατηρούν τον
κόσμο με τα ίδια βιολογικά μάτια των ανθρώπων του παρελθόντος πριν από
κείνους αλλά με διαφορετικά μυαλά.

Αποφάσισαν οι φιλόσοφοι αυτοί της Αρχαϊκής Εποχής του ζ΄, στ΄, και ε΄ αιώνα π.Χ.
να συλλέξουν τα δεδομένα της παρατήρησης και να τα ερμηνεύσουν χωρίς να
προσφεύγουν στις λύσεις-πασπαρτού «οι Θεοί» ή «το πεπρωμένο». Επειδή
προηγούνται χρονικά του Σωκράτη, τους ονομάζουμε Προσωκρατικούς, και στην
πνευματική παράδοση που δημιούργησαν εντάσσονται φιλόσοφοι που ήκμασαν
και μετά τον Σωκράτη, όμως τιμώντας αυτήν την συνάφεια στη σκέψη τους, τους
ονομάζουμε κι εκείνους Προσωκρατικούς, κι ας έπονται χρονικά του δασκάλου του
Πλάτωνα. Από μία άποψη, κι ο Αριστοτέλης στα φυσικά του έργα ανήκει στην
προσωκρατική αυτήν παράδοση της φυσικής ερμηνείας του κόσμου—διότι με
τούτο ασχολήθηκαν κυρίως οι Προσωκρατικοί: με την Κοσμολογία.

Πριν τους Προσωκρατικούς η Κοσμολογία ήταν τμήμα της Θεογονίας, βλ. Ησίοδος,
κι όπως κατανοεί κανείς και μονάχα απ’ τον τίτλο, η γέννηση του κόσμου
αποδιδόταν—το μαντέψατε—στους Θεούς, τους Τιτάνες, τους Γίγαντες, και στις
λοιπές αθάνατες οντότητες που ανταγωνιζόμενες οι μεν τις δε σε μεταξύ τους
πολέμους έφτιαξαν τον κόσμο όπως τελικά τον παρέλαβαν οι άνθρωποι.

Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι εγκαινιάζουν για τον Δυτικό Κόσμο την εποχή της
Επιστημονικής Σκέψης, που για μακρό διάστημα και μέχρι τις μέρες μας ακόμα
συνυπάρχει με την μυθική, αλλ’ η μέθοδος που εισηγήθηκαν—η φυσιοκρατική
ερμηνεία των αιτίων και των τρόπων με τους οποίους εκδηλώνονται τα φαινόμενα
της απτής, εμπειρικής πραγματικότητας—εκτόπισε την μυθική σκέψη απ’ την
υψηλή διανόηση.

Στο εξής, η υψηλή διανόηση απελευθερώθηκε απ’ το φράγμα πάνω στο οποίο
προσέκρουαν όλα τα ερωτήματα για όλα τα πράγματα, δηλαδή απ’ την
ατεκμηρίωτη προσδοκία ή τον φόβο πως «οι Θεοί βρίσκονται πίσω απ’ όλα», και
προχώρησαν στην εξαντλητική αναζήτηση ολοένα και βαθύτερων αιτίων και
τρόπων που ξεκλείδωναν ερμηνευτικά κατά τρόπο μοναδικό κάθε εκδήλωση κάθε
φαινομένου, και κάθε γεγονός, και κάθε αντικείμενο που το λέμε επιστητό, δηλαδή
που μπορούμε να το γνωρίσουμε με λεπτομέρεια.

Ξεκλειδώνοντας τα κλειδωμένα μυστήρια του κόσμου με τον κόπο και το
ορθολογικό τους πείσμα, οι επιστήμονες της Μεθόδου απελευθέρωσαν όμως έτσι
καί τον Θεό απ’ τις κακόβουλες ανθρώπινες φήμες που οι αυτόκλητοι ερμηνευτές
Του τόσο επιπόλαια κυκλοφορούσαν για Κείνον, και το έκαναν αυτό οι τελευταίοι
γιατί είχαν ποντάρει τον ίδιο τους τον βιοπορισμό πάνω στο να διατηρήσουν στα μάτια των δεισιδαιμόνων οπαδών τους το προσωπικό τους κύρος, επικαλούμενοι
μιαν ειδική σχέση μαζί Του και μιαν ειδική πρόσβαση στην διάνοια και την
διάγνωση του χεριού Του πίσω απ’ τα γεγονότα του φυσικού κόσμου και της
ανθρώπινης ιστορίας.

Παρακολουθώ αυτές τις μέρες στις ΗΠΑ τους πάσης φύσεως τηλεπάστορες και
μεγαπάστορες, όπως o μεγιστάνας των media και Βαπτιστής πάστορας Πατ
Ρόμπερτσον, να ερμηνεύουν τις φυσικές καταστροφές των τυφώνων, όπως η
«Κατρίνα» (2005), η «Μαρία» (2017), κι η «Φλώρενς» προ ολίγων ημερών, ως έργα
του Κυρίου. Έχει ανάγκη ο Κύριος για την ανάδειξη της παντοδυναμίας Του και την
μεγάλυνση της δόξας Του να στείλει στον άνθρωπο μέσω φυσικών καταστροφών
τον θάνατο που ο Ίδιος κατέβηκε για να νικήσει με τη ανάστασή Του; Είναι σαν να
λένε κάπως βλάσφημα πως δεν ήρκεσαν στον Κύριο τα έτη της διδασκαλίας Του επί
της Γης, και πως χρειαζόμαστε κάτι άλλο εκτός απ’ τον λόγο Του: τις φυσικές
καταστροφές. Η λογική ότι η δόξα κερδίζεται με την σαδιστική επίδειξη δύναμης
δεν λέει τίποτα για τον Θεό, αλλά ενδεικνύει πολλά για τον ανθρώπινο νου που
συνέλαβε μιαν τέτοιαν ιδέα, καθώς και για την ανθρώπινη βούληση που επέλεξε να
προβάλλει τα δικά της ελλείμματα στον Θεό.

Στον Δυτικό Κόσμο, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατείχε μέχρι την Προτεσταντική
Μεταρρύθμιση το μονοπώλιο επί της εκπαίδευσης, που είχε αυστηρά
εκκλησιαστικό περιεχόμενο, στήριζε και στηριζόταν στην υπερβατική ερμηνεία της
ιστορίας των ανθρωπίνων έργων ως “historia salutis mundi”, δηλαδή ως ιστορία της
σωτηρίας του κόσμου, και δίωξε λυσσαλέα τους εκπροσώπους της επιστημονικής
σκέψης οπουδήποτε τους συνάντησε, διότι όταν οι φυσιοκρατικοί διανοητές
άρχισαν να ερμηνεύουν πια τα φυσικά φαινόμενα ως προϊόντα όχι της οργής του
Θεού αλλά, ας πούμε, την αστραπή ως τον τεράστιο ηλεκτρικό σπινθήρα που
δημιουργείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικά ηλεκτρικώς φορτισμένα νέφη, αυτό
έγινε αντιληπτό ως αμφισβήτηση του κύρους της φθίνουσας αυθεντίας της Ρώμης.
Κι όταν η Ιστορία ερευνώντας τις πηγές του παρελθόντος απέδωσε τα γεγονότα σε
πράξεις και παραλείψεις ανθρώπων, τότε πώς να πουλήσει κανείς την ερμηνεία της
παιδαγωγικής τιμωρίας ολόκληρων εθνών απ’ τον Θεό, που επίτηδες προβαλλόταν
ως εκδικητής, στην παλαιοδιαθηκική Του διάσταση, κι όχι ως λυτρωτής και
συνήγορος του ανθρώπου, στην νεοδιαθηκική; Κι όταν η ψυχολογία περιέγραψε τις
ψυχικές διαταραχές και νόσους, τότε εξεβλήθησαν μια για πάντα τα δαιμόνια απ’
τον πάσχοντα άνθρωπο.

Κι εδώ ο ανταγωνισμός των τρόπων της ερμηνείας του κόσμου και της ιστορίας,
δηλαδή του μυθικού πλαισίου και του επιστημονικού σύστηματος, απέκτησε καί
κοινωνικό νόημα, πέραν του πνευματικού, διανοητικού, και κοσμολογικού.
Βλέπετε, έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα με τον Διαφωτισμό και την άνοδο των
θύραθεν εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η επιστημονική σκέψη, που την λέμε Μέθοδο,
εκτόπιζε ολοένα και περισσότερο το κύρος των μεταφυσικών ερμηνειών,
αφαιρώντας από το εξουσιαστικό κύρος των θεσμών που τις διέδιδαν. Το μεγάλο
άλμα έγινε μέσα στο 19 ο αιώνα με την ταυτόχρονη άνθηση πολλών επιστημών και
την ανάπτυξη τεχνολογιών που κατέστησαν τ’ αγαθά της επιστήμης προσβάσιμα
στην ανθρώπινη κοινωνία.

Για παράδειγμα, με την επιστημονική σκέψη ο καρκίνος ερμηνεύτηκε ως ένα
βιολογικό φαινόμενο που συμβαίνει σε κυτταρικό επίπεδο, στο επίπεδο της διπλής
ελισσόμενης αλυσίδας του δεσοξυριβοζονουκλεϊνικού οξέος (DNA) που αποτελείται
από τέσσερα αμινοξέα: την αδενίνη, την θυμίνη, την γουανίνη, και την κυτοσίνη, και
όχι ως μια τιμωρία που αποφασίζεται κάπου στη μεταφυσική σφαίρα να σταλεί
στην αθώα μικρή Μαιρούλα των έξι ετών ή και των έξι μηνών για να λάβουν ένα
μάθημα οι αμαρτωλοί γονείς της. Διότι, όποιος έχει διαβάσει την Γραφή θα θυμάται
πως ο Ιησούς θεράπευε τους ασθενείς, κι επομένως καθόλου δεν Του ταιριάζει να
στέλνει σήμερα καρκίνους στην Μαιρούλα. Και δεν το κάνει.

Η θύραθεν εκπαίδευση ως εργαλείο του εθνικού κράτους

Στις μυθιστορηματικές δυστοπίες της λογοτεχνίας, το κράτος αποκτά συνείδηση του
εαυτού του, αποφασίζει να υπηρετήσει την βούληση της ισχύος του, στρέφεται
εναντίον του πολίτη του, και τον καθιστά υπήκοο. Αντί να τον υπηρετεί, τον
μετατρέπει σε υπηρέτη του, αφαιρώντας του ελευθερίες, στερώντας του την
πρόσβαση σε δικαιώματα, και φορτώνοντάς τον με λογικώς ανεξήγητες κι
υπέρμετρες υποχρεώσεις, ώστε να μην έχει χρόνο να συλλογίζεται για την
ελευθερία του όσο πασχίζει να επιβιώσει.

Στην ανθρώπινη ιστορία της Δύσης, η άνοδος των εθνικών κρατών τον 19 ο αιώνα και
η σταδιακή προσαρμογή των μοναρχιών στο νέο πλαίσιο κοσμοθεώρησης που είχε
διαμορφώσει ο Διαφωτισμός ενθάρρυνε τόσο τους εύπορους αστούς των
οργανωμένων συντεχνιών όσο και τους πολιτικούς ιθύνοντες, αιρετούς ή
διορισμένους, να επεκτείνουν την μέριμνα των θεσμών της Πολιτείας καί στον
τομέα της παροχής εκπαίδευσης σε ιδρύματα πέραν των μέχρι τότε
εκκλησιαστικών. Η Πολιτεία κατέστησε δηλαδή δικό της καθήκον να ορίσει το
περιεχόμενο και να επιβλέψει σε διάφορους βαθμούς την λειτουργία σχολείων και
τεχνικών ακαδημιών που θα κρατούσαν απασχολημένα τα παιδιά όσο οι γονείς
τους εργάζονταν στα εργοστάσια της Βιομηχανικής Επανάστασης—κι αυτό
ονομάζεται «κοινωνική λειτουργία του σχολείου». Συνάμα, οι πολιτικοί άρχοντες
του κράτους διατράνωσαν έτσι την εξουσία τους έναντι του παραδοσιακού θεσμού
που διατηρούσε έως τότε προνομιακώς την αρμοδιότητα επί του πνεύματος, της
Εκκλησίας, δυναμικώς και με μονομερή πρωτοβουλία εισερχόμενοι στα δικά της
αποκλειστικά χωράφια, φαινομενικώς προσκείμενοι στην προαγωγή της θύραθεν
παιδείας του Διαφωτισμού και των πνευματικών του απογόνων. Τέλος, η σταδιακή
εγκαθίδρυση ενός πλαισίου ή συστήματος εκπαίδευσης προσβάσιμου στον γενικό
πληθυσμό, έστω και μονάχα χαμηλών βαθμίδων για τον πολύ κόσμο, άνοιξε νέες
επαγγελματικές προοπτικές για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα των πόλεων, όπου
κατά κανόνα είχαν και τ’ ανάκτορά τους οι βασιλείς ή τα κοινοβούλιά τους οι
αιρετοί, ουδείς εκ των οποίων επιθυμούσε να περιφέρονται στους δρόμους άνεργοι
αστοί ευάλωτοι στα επαναστατικά κι αναρχικά κινήματα που επίσης ήσαν
ανερχόμενα στον ίδιο αιώνα.

Στα σχολεία αυτά διδάσκονταν και μέχρι τις μέρες μας διδάσκονται μαθήματα που
είναι δύσκολα για το παιδί, κι απαιτούν την απόκτηση υπερλεπτομερειακών γνώσεων και ποικίλων δεξιοτήτων που κατά κανόνα λίγο θα του χρειαστούν όταν
αποφοιτήσει, παρ’ εκτός στα τηλεπαιχνίδια. Εντούτοις τα διδασκόμαστε γιατί
εξυπηρετούν κάτι άλλο πέραν απ’ την χρησιμότητά τους στον κατοπινό μας βίο. Ας
πούμε, διδασκόμαστε περίεργα γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα στα αρχαία
ελληνικά και στα λατινικά, ημερομηνίες σε ιουλιανό και γρηγοριανό ημερολόγιο για
συνθήκες και μάχες, ολοκληρώματα και συνημίτονα στα μαθηματικά,
γραμμοϊσοδύναμα και γραμμομόρια στη χημεία, κι άλλα πολλά που ποτέ ξανά δεν
συναντούμε μετά την αποφοίτηση και γι’ αυτό ο αναγνώστης μου δεν θα θυμάται
καν τώρα. Χωρίς να γκουγκλάρετε, τί σας λέει η Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή; Δεν
διδασκόμαστε πώς να ξεχωρίζουμε το φρέσκο απ’ το μπαγιάτικο ψάρι στον πάγκο
της λαϊκής, δεν διδασκόμαστε να συμπληρώνουμε μια φορολογική δήλωση, και δεν
διδασκόμαστε για την σωματική και ψυχική μας υγεία με τρόπο εμπειρικώς
κατανοητό κι ωφέλιμο.
Γιατί;
Όποιος νομίζει πως διδασκόμαστε αντικείμενα επειδή θα μας είναι χρήσιμα στη
ζωή, πλανάται κάπως. Διδασκόμαστε αντικείμενα που το δυτικό κράτος επέλεξε
μεταξύ άλλων, και συγκρότησε σε διδακτέα ύλη, αντικείμενα που συνθέτουν δομικά
στοιχεία ενός κρατικώς εγκεκριμένου αφηγήματος. Αυτό αποσκοπεί στο να
διαμορφώσει ταυτότητες τέτοιας λογής που ένα καθεστώς διαμορφώνει εσαεί
στους αρχόμενους επιθυμώντας ν’ αναπαραγάγει ανεμπόδιστα τον εαυτό του.
Διδασκόμαστε αντικείμενα που διαμορφώνουν γνωστικές προκαταλήψεις (cognitive
biases) που αυτομάτως καθοδηγούν τους συλλογισμούς μας σ’ ευλογοφανείς
πλάνες, κι εγκεκριμένες αντιλήψεις για τον εαυτό μας, για τα πράγματα, και την
αποδεκτή θέση μας μέσα στα πράγματα—γι’ αυτά τα τρία ερωτήματα που είπαμε
πως προσεγγίζει η γνωστική ψυχολογία. Διδασκόμαστε να θαυμάζουμε τον
δάσκαλο που κατέχει απόκρυφη σοφία, και κατ’ επέκταση το σύστημα που
εκπροσωπεί ο δάσκαλος, έχοντας σφαλερώς συσχετίσει την κατοχή τέτοιας γνώσης
με την αξία του ανθρώπου, κι έτσι να θαυμάζουμε ως πρόσωπα κύρους όσους
έχουν λάβει παιδεία στα Oxbridge και Ivy League πανεπιστήμια με την τρανή διεθνή
φήμη, πάνω σε αντικείμενα της μπουρζουά ελίτ που ’χε ανέκαθεν τα χρήματα και
την πολυτέλεια ν’ ασχοληθεί με την μελέτη μη παραγωγικών γνωστικών
αντικειμένων.

Διδασκόμαστε να φοβούμαστε το λάθος που κάνουμε όταν γράφουμε σ’ ένα
τεστάκι ταχύτατα σαν να μην υπάρχει αύριο, και να θλιβόμαστε που δεν
βαθμολογηθήκαμε μ’ ένα ολοστρόγγυλο 20, παραγνωρίζοντας πως κατορθώσαμε
να οικοδομήσουμε απ’ το μηδέν ένα ωραιότατο 19,7 ή ένα 16 που διόλου δεν
πλήττει τον πυρήνα την ύπαρξής μας και την αξία μας, όμως το αισθανόμαστε έτσι.
Διδασκόμαστε να πηγαίνουμε με τύψεις τον έλεγχο στο σπίτι και να λογοδοτούμε
για τις επιδόσεις μας, κι έτσι διδασκόμαστε να λογοδοτούμε σε άλλους,
παραμένοντας για πάντα παιδιά, κι όχι ενήλικοι που λογοδοτούν στον εαυτό τους.
Διδασκόμαστε να θλιβόμαστε για τις αποτυχίες μας ενώ θα ’πρεπε να
καμαρώνουμε για τα κατορθώματά μας, που έτσι θα προσεγγίζαμε την
αυτοπραγμάτωσή μας, την ευτυχία δια της ελευθερίας δηλαδή που θα ’λεγαν ο
Δειμώναξ κι ο Καζαντζάκης, απελευθερωμένοι απ’ την ανεδαφική ελπίδα γι’ άπιαστη τελειότητα, που όσο την επιδιώκουμε δυστυχούμε όταν δεν την φτάνουμε,
κι από τον αδικαιολόγητο φόβο πως, παρά τους καλούς μας βαθμούς σε
πανδύσκολα αντικείμενα, κάποια στιγμή με την πρώτη μας αποτυχία όλα τα
εφήμερα κατορθώματά μας θα ξεχαστούν και θ’ αποκαλυφθούμε ως απατεώνες
που δεν αξίζουν τίποτα κι όλοι θα μας χλευάσουν—κάτι που λέγεται impostor
syndrome στην ψυχολογία. Ψάξτε το στο γκουγκλ, μπορεί να το ’χετε.

Διδασκόμαστε να έχουμε άγχος για το αυριανό διαγώνισμα και να υποτασσόμαστε
στην βλαπτικότατη πρακτική του κακού, κακίστου κι ακατάρτιστου δασκάλου που
απαιτεί μας την αποστήθιση επειδή ο ίδιος ποτέ του δεν απέκτησε την
επιστημονική εμβάθυνση και πληρότητα που θα του επέτρεπε ν’ ακούσει τον
μαθητή να του «λέει μάθημα» με τα δικά του λόγια και ν’ αναγνωρίσει πως ο
μαθητής είπε όλα όσα ήταν ωφέλιμο να ’χει αποκομίσει απ’ την ύλη.

Η ρίζα του άγχους βρίσκεται στην αβεβαιότητα για το μέλλον, όμως το άγχος του
μαθητή είναι αδικαιολόγητο, μιας κι έχει ρίξει το άπειρο διάβασμα, και λογικά θα
έπρεπε να είναι όχι αβέβαιος αλλά βέβαιος για τις ικανότητες και τις επιδόσεις του.
Εκτιθέμεθα, όμως, στο σχολείο με την στείρα και σχολαστικιστική του μέθοδο στην
τοξικότητα του αδικαιολόγητου φόβου, της φοβίας δηλαδή, που θεμελιώνεται μεσ’
από ’να αδυσώπητο εκπαιδευτικό σύστημα πάνω στην καλλιέργεια της
ανασφάλειας για την προσωπική μας αξία, στην ελάττωση της εμπιστοσύνης στις
δυνάμεις μας, στην ενίσχυση της αμφιβολίας για τις δεξιότητές μας, όλα αυτά που
το σχολείο θα όφειλε ακολουθώντας επιστημονικές, ψυχοπαιδαγωγικώς ορθές
προσεγγίσεις να είχε αποτρέψει.

Είναι μια πλάνη πως τα κράτη παρεμβαίνοντας όπως σ’ όλους τους τομείς του
δημόσιου βίου έτσι καί στην οργάνωση του συστήματος εκπαίδευσης αποβλέπουν
στο να διδάξουν τις επιστήμες, ώστε όπως είδαμε δήθεν ν’ απελευθερώσουν με την
φυσιοκρατική, εμπειρική, αιτιοκρατική μέθοδο σκέψης τους τον άνθρωπο απ’ τις
πλάνες της μυθικής σκέψης και να τον καταστήσουν έναν ελευθέρως
συλλογιζόμενο, κι άρα καλώς συλλογιζόμενο πολίτη, ελεγκτή του έργου της
Πολιτείας και αυτοκυρίαρχο παράγοντα του δημόσιου βίου.

Τα σχολεία διδάσκουν κάτι ώστε να φαίνεται πως διδάσκουν κάτι. Η
επιδερμικότητα κι ο σχολαστικισμός με τον οποίον διδάσκονται ειδικά τ’
ανθρωπιστικά αντικείμενα προκαλούν μάλλον την αποστροφή στον μαθητή
απέναντι στα υψηλά μαθήματα ζωής και τις κατακτήσεις του πνεύματος, που, εάν
επρόκειτο γι’ αυθεντικώς επωφελή διδασκαλία, τότε ο μαθητής θ’ αποκτούσε για
πάντοτε πολύτιμα ως εργαλεία κοσμοθεώρησης που θα τον καθιστούσαν
αυτοδύναμο, αυτοτελή, αυτάρκη στοχαστή, κι ελεύθερο πολίτη. Αντιθέτως, όμως,
μαθαίνουμε να απορρίπτουμε τους φιλοσόφους και αρχαίους συγγραφείς λέγοντας
«έλα μωρέ τώρα, θεωρίες των αρχαίων», ενώ πάνω στα έργα τους οικοδομήθηκε ο
δυτικός πολιτισμός κι αυτά αποτελούν την σπονδυλική στήλη της επιστημονικής
σκέψης που μας απελευθέρωσε απ’ το εμπόριο του φόβου και της ελπίδας κατά
τους αιώνες της κυριαρχίας της μυθικής σκέψης, που την λέγαμε σκοταδισμό.
Η μεγαλύτερη υπηρεσία στον κόσμο της πλάνης στις μέρες μας, ο οποίος είχε
υποστεί πλήγμα με την άνοδο των επιστημών, προέρχεται απ’ την διάδοση της
ψευδαίσθησης πως το εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει παιδεία επί των επιστημών.

Εάν ήταν έτσι, θ’ αποφοιτούσαμε ελεύθεροι από ψευδείς προσδοκίες και
ατεκμηρίωτους φόβους, κι άρα προσγειωμένοι στην πραγματικότητα κι ελεύθεροι.
Έτσι, όμως, δεν θα ήμασταν πρόβατα που χρειάζονται τσομπάνηδες.

Επίλογος
Οι ερμηνείες για τον κόσμο γύρω μας και για την ιστορία μέσα στην οποία ζούμε
μπορεί να είναι δυο λογιών:
 (α) οι μυθικές, που αφαιρούν ευθύνη απ’ τον άνθρωπο γιατί την
εναποθέτουν στους ώμους υπερβατικών οντοτήτων από άλλους κόσμους, ή
 (β) οι επιστημονικές, που εντοπίζουν τα μοναδικά αίτια κι έτσι τους
μοναδικούς υπευθύνους για όσα συμβαίνουν στον παρόντα κι απτό,
πραγματικό μας κόσμο

Η μυθική σκέψη επιβιώνει στην εποχή μας παράλληλα με την επιστημονική, γιατί
απαιτεί τον ελάχιστο κόπο προκειμένου ν’ αποδώσει οποιοδήποτε φαινόμενο
πάντοτε στην ίδια ρίζα: στα ζώδια, στο γραφτό μας, στους θεούς, κ.ο.κ.. Αυτό
καθιστά όσους την εμπιστεύονται ως εργαλείο κατανόησης του εαυτού τους και της
πραγματικότητας ευεπίφορους απέναντι σ’ όσους διεκπεραιώνουν το εμπόριο των
μυθικών ερμηνειών.

Η επιστημονική σκέψη απελευθερώνει τον άνθρωπο απ’ τις πλάνες του, και τον Θεό
απ’ το κακό όνομα που Του βγάζουν κάποιοι που διατείνονται πως Τον γνωρίζουν
καλύτερα από εμάς και μιλούν εκ μέρους Του, ενώ ο Ίδιος ήδη μίλησε επαρκέστατα
μέσα στην Γραφή Του: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν
αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ» (Κατά Ιωάννην 5, 39:
«να ερευνάτε τις γραφές, γιατί μέσα σ’ αυτές περιέχεται η αιώνια ζωή, κι εκείνες
είναι που μαρτυρούν για Μένα»). Ο ίδιος ο Χριστιανισμός αποκηρύσσει την πλάνη.
Ο Ιησούς προειδοποίησε πως οι πλάνες είναι έργο του Διαβόλου, κι επομένως αντί
για το εμπόριο του φόβου, ο Θεός προτρέπει στην έρευνα της αλήθειας και το
αποκάλυψη την πλάνης. Κι απ’ αυτήν, επομένως, την άποψη, ο Θεός αγαπά την
επιστήμη που φανερώνει τις πλάνες στο φως της αλήθειας: «καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε
τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε» (Προς Εφεσίους 5,
11: «να μην συμμετέχετε στ’ ανώφελα έργα του σκοταδισμού, αλλά μάλιστα με την
κριτική σας να τ’ αποκαλύπτετε»).

Η επιστημονική σκέψη δεν έχει γίνει ακόμα κτήμα όλων των ανθρώπων, διότι
απαιτεί ειδική εκπαίδευση και καταβολή πνευματικού κόπου, κυρίως όμως ένα
διερευνητικό κι αχόρταγο μυαλό. Συνάμα, διότι έχει πολεμηθεί και διαβληθεί
ακατάπαυστα απ’ τους εκπροσώπους της μυθικής σκέψης, που απειλούνται
υπαρξιακά απ’ την παρουσία και δράση μιας ακμάζουσας επιστημονικής κοινότητας
που μοιράζεται τ’ αγαθά της σκέψης της κι αποκαλύπτει τις πλάνες τους.
Η επιστήμη είναι μία, κι ας έχει πολλούς κλάδους. Υπηρετώ την επιστήμη όταν
αναζητώ μέσα στα τεκμήρια του κόσμου τούτου το «πώς» και το «γιατί» που
αφορούν τα πράγματα του κόσμου τούτου, κι όταν αξιώνω λογοδοσία από τους
μοναδικά υπευθύνους ενός ανθρώπινου έργου.

Όσον δ’ αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα, η εμπειρία φανερώνει πως απ’ αυτό δεν
εξέρχονται οι μαθητές ως ελεύθεροι πολίτες. Πως η πραγματικότητα παραμένει γι’
αυτούς ένα ασύνδετο σύνολο από ακατάληπτα δεδομένα, δύστροπα στον χειρισμό,
κι έτσι προτιμούν τα στερεότυπα, τις δοξασίες, και τα πλάσματα της μυθικής
σκέψης για ευκολες ταξινομήσεις που τους κρατούν σκλαβωμένους κατά τον
ενήλικο βίο τους σε πλάνες, φόβους, ψευδείς προσδοκίες, και λοιπές αυταπάτες
που τις καταπίνουν αμάσητες.