Ένας στρατός από μωρούς

580

Μέσα στην ιστορία των σταυροφοριών της μεσαιωνικής χριστιανικής Ευρώπης εντάσσεται μια περίεργη περίπτωση, εκείνη της ατυχούς Σταυροφορίας των Παιδιών του 1212, που ποτέ της δεν έλαβε την παπική ευλογία βέβαια, κι έτσι δεν λογίζεται επισήμως ανάμεσά τους, αλλά βρίσκουμε μια σύντομη, αινιγματική κι ελλιπή αναφοράς της στα σταυροφορικά χρονικά.

Ένα δωδεκάχρονο αγόρι απ’ το Κλουά της Γαλλίας, ο Στέφανος, παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλιά της Γαλλίας με τον στρατό του από είκοσι με τριάντα χιλιάδες παιδιά, και του αποκάλυψε πως οι Ουρανοί του ’χαν δώσει την εντολή ν’ ανακαταλάβει τους Αγίους Τόπους. Σε μιαν εποχή που η έννοια της παιδικής ηλικίας δεν ήταν ακόμα καταληπτή όπως σήμερα, και που η μετάβαση στην ενηλικιότητα γινόταν με κοινωνικώς προσδιορισμένα διαβατήρια έθιμα ή απλούστερα με την εργασιακή χειραφέτηση απ’ την οικογένεια, το παράδοξο ενός παιδικού στρατού που κατέφθασε στο Παρίσι δεν ήταν η παιδικότητά του, αλλά πως προετοιμαζόταν για μια σταυροφορία χωρίς την πρότερη έγκριση κι ευλογία απ’ την Αγία Έδρα. Ο Φίλιππος Β΄ δεν θα χάρηκε να βλέπει τόσον κόσμο να πλημμυρίζει τα στενά δρομάκια της μεσαιωνικής του πόλης, και μάλλον δεν θα ’ταν άστοχο εάν υποθέταμε πως οι επισιτιστικές ανάγκες που προέκυψαν θα έστρεψαν τα παιδιά στην καθημερινή παραβατικότητα. Ο βασιλιάς δέχθηκε σε ακρόαση τον Στέφανο και του επέτρεψε να κινηθεί προς την Μασσαλία, ώστε να τον ξεφορτωθεί το συντομότερο.

Την ίδια εποχή, άγγελος Κυρίου παραίνεσε τον Νικόλαο απ’ την Κολωνία να συγκροτήσει κι εκείνος έναν παιδικό στρατό για ν’ απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ. Διαβαίνοντας τις Άλπεις εισήλθε στην Ιταλία. Μάλιστα, ο Νικόλαος ενέπνευσε σε κάποιον βαθμό το γνωστό παραμύθι για τον Αυλητή του Χάμελιν, τον γητευτή των αρουραίων και κατόπιν των παιδιών.

Απ’ όπου κι αν πέρασαν οι δύο παιδικοί στρατοί, που οι τάξεις τους αυξήθηκαν σύντομα και με κάποιους ζηλώδεις ενήλικες διαφόρων προθέσεων, προκάλεσαν την αναστάτωση και συνάντησαν την εχθρότητα των επιχωρίων, γιατί ποτέ στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο οι μετακινήσεις τέτοιων πληθυσμών δεν ήσαν καλοδεχούμενες, αλλά μάλλον τάραζαν την εύθραυστη γαλήνη και την τοπική οικονομία, καθώς δικαιολογημένα φάνταζε εύκολο τόσο πολυάριθμες κι ευεπίφορες, κινούμενες, συναισθηματικές κοινότητες να ξεφύγουν απ’ τον έλεγχο και να παρεκτραπούν σε πράξεις συλλογικής βίας.

Μήτε ο επιδεικνυόμενος θρησκευτικός ζήλος των παιδιών, μήτε οι όρκοι που ελάμβαναν δεξιά κι αριστερά, εμπνευσμένοι απ’ τους θεοπρεπείς ψαλμούς και τα κηρύγματα του Στέφανου και του Νικολάου ήρκεσαν για να σβήσουν την καχυποψία κληρικών, αρχόντων, και λαού. Αντιθέτως, εύλογα θα υπέθετε κανείς πως όσο οι πρίγκιπες κι οι επίσκοποι διαπίστωναν πόσο εύκολο ήταν όχι για τους ίδιους αλλά για τους δύο άγνωστους νεαρούς ηγέτες να κατευθύνουν τέτοιους αριθμούς οπαδών, τόσο βαθύτερα θ’ ανησυχούσαν για το πού θα κατέληγε αυτή η κίνηση.

Ακόμα περισσότερο, όπως συχνά συμβαίνει μεταξύ συναισθηματικών κοινοτήτων που συναντούν η μια την άλλη, ο φόβος του κλήρου ήταν να μην διαχυθούν τα ενθουσιώδη συναισθήματα της παιδικής σταυροφορίας των οπαδών του Στεφάνου και του Νικολάου στα κατά τόπους εκκλησιαστικά τους ποίμνια, και οι ίδιοι μην χάσουν τον πνευματικό έλεγχο των ενοριών τους. Κάθε νέος, ασταθής, έπηλυς δημογραφικός παράγοντας θέτει σ’ αμφιβολία την ευταξία που απαίτησε κόπο και χρόνο για να πλαστεί και να εγκατασταθεί.

Τα παιδιά του στρατού του Νικολάου έφτασαν στην Γένουα, κι εκείνος του Στεφάνου στην Μασσαλία. Η κούραση, η πείνα, κι η αναμενόμενη απειθαρχία πλέον απέναντι στις αδήριτες ανάγκες της βιοτής, οδήγησαν μάλλον στην διάλυση του κύριου όγκου των στρατών εκεί στις δύο παραλιακές πόλεις, μολονότι δεν είναι σαφές τί ακριβώς συνέβη. Είναι πιθανό κάποια ν’ απορροφήθηκαν στις τοπικές αγροτικές οικονομίες, άλλα να πωλήθηκαν ως δούλοι, κι άλλα να επέστρεψαν ή να πέθαναν στον δρόμο του γυρισμού τους. Πάντως ποτέ δεν αναχώρησαν για τους Αγίους Τόπους—τουλάχιστον όχι ως συγκροτημένοι σταυροφορικοί στρατοί, έστω κι αν βρήκαν δουλειά ως πληρώματα πλοίων κάθε λογής.

Λέγεται πως ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ δέχθηκε μιαν ομάδα των παιδιών, πως τα επαίνεσε μεν για τον ενθουσιασμό τους, κατόπιν δε πως τα παραίνεσε να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, γιατί ήσαν πολύ μικρά για πόλεμο. Για τούτο δεν είμαι βέβαιος, γιατί όπως είπα κάτι τέτοιο δεν ήταν αυτομάτως πρόβλημα για τον μεσαιωνικό κόσμο που αξιοποιούσε στην ειρήνη και τον πόλεμο την παιδική εργασία, όσο το ότι εάν τελικά παρεχόταν εκ των υστέρων η παπική έγκριση κι ευλογία σε μιαν εκστρατεία που δεν είχε ξεκινήσει από παπική πρωτοβουλία, αυτό θα συνιστούσε κακό προηγούμενο για την αποκλειστική αρμοδιότητα της Αποστολικής Έδρας να συγκαλεί σταυροφορίες.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Peter Raedts πρότεινε μια διαφορετική ανάγνωση των αφηγηματικών πηγών, ότι δηλαδή αυτές δεν ομιλούν για στρατό από παιδιά, αλλά πτωχών και κοινωνικών παρίων—που πάει να πει πάμφτωχων απελπισμένων, χωρίς στον ήλιο μοίρα—που τα χρονικά της εποχής τους περιέγραψαν σαν μωρούς, σαν να ήσαν παιδιά.

Πράγματι, η ανάγνωση αυτή κλόνισε την εμπιστοσύνη μας στο τί ακριβώς ήταν που διαβάζαμε, μολονότι μήτε κι αυτή διέθετε ακλόνητα θεμέλια στον βράχο της βεβαιότητας. Εντούτοις, η παράδοξη αυτή περίπτωση λέγει πολλά στους ιστορικούς των συναισθημάτων, όπως η μετριότατη αφεντιά μου, για το πόσο εύκολο είναι για τους λίγους χαρισματικούς να ξεσηκώσουν χιλιάδες άφρονες ή απελπισμένους παρακινώντας τους στις πιο απίθανες περιπέτειες, εμπνέοντας τα πιο απίθανα δήθεν ευγενή οράματα στους πιο ακατάλληλους και απροετοίμαστους ανθρώπους, οδηγώντας τους στον όλεθρο, την διάλυση, την τραγωδία, εκμεταλλευόμενοι το ότι εκείνοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν είτε επειδή είναι πάμφτωχοι και κοινωνικώς αποκλεισμένοι, είτε γιατί η υποδεέστερη θέση τους μέσα στην κοινωνία τους στρέφει στην αναζήτηση ισχύος μονάχα στους αριθμούς τους και στην ψευδή ελπίδα που πλαμενένα τους παρέχεται μ’ απατηλές υποσχέσεις από επιτήδειους.