Οι κρίσεις γεννούν την ανάγκη για Ιερές Λόγχες

512

Στις 15 Ιουνίου 1098, δεκατρείς μήνες πριν απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ απ’ τους Άραβες (15 Ιουλίου 1099), οι Νορμανδοί πρόγονοί μου κι άλλοι σταυροφόροι κατέλαβαν την Αντιόχεια. Αμέσως υποχρεώθηκαν να κλειστούν στα τείχη της, ευρεθέντες αντιμέτωποι μ’ ισχυρή τουρκοαραβική δύναμη που έσπευσε να τους απωθήσει.

Όπως και γι’ άλλες πολιορκίες, οι αφηγήσεις της εποχής μεταφέρουν στον αναγνώστη πως πολύ γρήγορα η κατάσταση κατέστη απελπιστική από κάθε λογής στερήσεις τροφίμων και νερού, όπως κι απ’ την αναμενόμενη καταβαράθρωση του ηθικού των πολιορκημένων, εικόνα που δεν εκπλήσσει κανέναν βέβαια, όμως εντάσσεται απολύτως φυσιολογικά στον αφηγηματικό κοινό τόπο που μας είναι γνωστός με τον όρο “urbs capta”, την «αλωθείσα πόλη», ή ευρύτερα, την υπό πολιορκία πόλη που βρίσκεται ενώπιον του θανάσιμου κινδύνου.

Τότε, όμως, συνέβη κάτι θαυματουργικό. Ένας άξεστος χωρικός ονόματι Πέτρος Βαρθολομαίος ζήτησε να μιλήσει στον Κόμη της Προβηγκίας Ραϋμόνδο Σεντ Ζίλ της Τουλούζης και Δούκα της Ναρβόνας. Αφηγήθηκε το πώς ο Άγιος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος του εμφανίστηκε σ’ όραμα για να του υποδείξει πού βρισκόταν η Ιερή Λόγχη, η λόγχη με την οποία ο Ρωμαίος λεγεωνάριος Λογγίνος είχε κεντήσει το πλευρό του Εσταυρωμένου: ήταν ο καθεδρικός του Αγίου Πέτρου στην Αντιόχεια. Ο Επίσκοπος Αδεμάρ Λε Πουΐ που παρίστατο δυσφόρησε με τον χωρικό, και πώς να τον πιστέψει άλλωστε, όμως ο Ραϋμόνδος συναρπάστηκε ίσως πιεσμένος απ’ τις περιστάσεις της στιγμής και μετέβη στις 15 Ιουνίου, την ίδια μέρα δηλαδή, με τον χωρικό και μ’ άντρες στον ναό. 

Ο Πέτρος—που όπως θα προσέξατε έφερε τ’ όνομα του αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο καθεδρικός—υπέδειξε το σημείο κι οι εργάτες έσκαψαν μ’ ιερό ζήλο μα δεν βρήκαν τίποτα, κι έτσι ο Ραϋμόνδος κίνησε να φύγει απογοητευμένος, όπως δεν είναι σπάνιο να διαβάζουμε για την πρώτη απόπειρα ανεύρεσης ενός ιερού κειμηλίου ή αγίου λειψάνου. Όμως ο Πέτρος ρίχτηκε στ’ όρυγμα κι εξακολούθησε να ψάχνει στα χώματα με τα ίδια του τα χέρια, γιατί εκείνος δεν έχασε την πίστη του, όπως ο ευγενής Κόμης. Κι ιδού, σήκωσε ψηλά μια σιδερένια λόγχη που όλοι μαρτύρησαν πως ήταν η Ιερή.

Όχι όλοι. Ο Ραϋμόνδος της Αγκουιλέρ, πνευματικός του Κόμη της Προβηγκίας και συντάκτης του χρονικού Historia Francorum qui ceperunt Iherusalem (Ιστορία των Φράγκων που κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ) που μάλλον γράφηκε ως εγκώμιο προς τον άρχοντά του, σημειώνει πως ο ίδιος είχε ήδη δει τη λόγχη στην επιφάνεια του εδάφους προτού καταγίνουν οι εργάτες με την ανασκαφή, ίσως γιατί μοιραζόταν τον κυνισμό του Επισκόπου Λε Πουΐ και δεν ανεχόταν την ιδέα πως ένας αγροίκος όπως ο Πέτρος Βαρθολομαίος είχε ευλογηθεί με τέτοιαν αποκάλυψη, όταν ο αφέντης του, ο ευγενής Κόμης Ραϋμόνδος, είχε ολιγοπιστήσει προς στιγμήν. Καμιά φορά, βλέπετε, προκύπτουν και ταξικά εμπόδια στην αποδοχή του ποιός επιτρέπεται να γίνει αποδέκτης εκ Θεού αποστολής.

Όπως και να ’χει, η είδηση της θαυματουργικής ανεύρεσης κατέκλυσε τους δρόμους κι έφτασε στα τείχη της απειλούμενης πόλης, ώστε ο νέος ενθουσιασμός των υπερασπιστών της να πνίξει τις αμφιβολίες των δύσπιστων. Πράγματι, έπειτ’ από νέο όραμα του Αγίου Ανδρέα στον Πέτρο Βαρθολομαίο, οι Σταυροφόροι εξήλθαν των τειχών με ηγέτη τους τον Νορμανδό Βοημούνδο του Τάραντα και τον Ραϋμόνδο της Αγκουιλέρ να κρατά στα χέρια του την Λόγχη. Εξαθλιωμένοι απ’ τις στερήσεις αλλά κι εμπνευσμένοι από οράματα ενός λευκού ιππικού ουρανίων στρατευμάτων να εξέρχεται στο πλευρό τους και με τον Σύρο Άγιο Γεώργιο στην κορυφή της φάλαγγάς τους, έτρεψαν σε φυγή τους μουσουλμάνους πολιορκητές—με τρόπο που διαβάζουμε καί σε αφηγήσεις πολιορκιών Βυζαντινών πόλεων, λογουχάρη στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου για την Θεσσαλονίκη όταν πολιορκείτο από τους Αβαροσλάβους, γιατί τα μοτίβα ταξιδεύουν.

Ο θρίαμβος των Σταυροφόρων της Αντιόχειας περιέβαλε τότε μ’ αδιάψευστο κύρος την Λόγχη. Την είχε, όμως, πρωτοπιάσει στα χέρια του ο απλός χωρικός Πέτρος Βαρθολομαίος, φημισμένος άλλοτε για κατορθώματα συνήθη σε κοινότοπες αφηγήσεις—δηλαδή μέθυσος και γυναικάς, βγαλμένος κατευθείαν από το ρείθρο των πεζοδρομίων της Προβηγκίας, που τότε δεν είχε μήτε πεζοδρόμια μήτε και ρείθρα—κι έτσι, ίσως με πρωτοβουλία του Νορμανδού Βοημούνδου του Τάραντα στον οποίο διόλου δεν άρεσε η ιδέα να την φυλάσσει στην δική του κατοχή ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης, κι επομένως ν’ αποκτά κύρος ο τελευταίος, πλήθυναν οι αμφιβολίες για τη ιερότητα του ευρήματος. 

Τότε ο Πέτρος Βαρθολομαίος, ένας άνθρωπος αναγεννημένος πνευματικά μεσ’ απ’ τα θεία του οράματα, απαίτησε να κριθεί η αξιοπιστία του με μια δοκιμασία φωτιάς την Μεγάλη Παρασκευή, 8 Απριλίου 1099. Κρατώντας τη Λόγχη και φορώντας μονάχα έναν χιτωνίσκο βάλθηκε να διαβεί ένα στενό διάδρομο ανάμεσα σε δύο τεράστιες πυρές υψωμένες εκατέρωθέν του. Η πίστη του στα οράματά του και στο κειμήλιο ήταν ακλόνητη, όμως η φωτιά τον κατέκαψε κι ο Πέτρος εκδήμησε δώδεκα μέρες αργότερα. Το περιστατικό κατέρριψε τους ισχυρισμούς για την αυθεντικότητα του αντικειμένου, που κάποια στιγμή βρήκε το δρόμο του στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης, κι αλλού, κυκλοφορώντας στο εξής στον χώρο των δοξασιών ως Λόγχη του Πεπρωμένου που όποιος στρατηλάτης την κατέχει θα ’ναι ανίκητος, ή κάτι τέτοιο.

Στα μεσαιωνικά χρονικά διαβάζουμε συχνά αφηγήσεις γι’ αντικείμενα ιερής φύσης που επανεμφανίζονται θαυματουργικά πάνω στην στιγμή του μη περαιτέρω, κι ωθούν τους ευρισκόμενους στον θανάσιμο κίνδυνο σε πράξεις θριάμβου εμπνέοντάς τους τη βεβαιότητα πως είναι θέλημα Θεού να υπερισχύσουν των προκλήσεων (“Deus vult!” όπως ανέκραζαν οι Σταυροφόροι). Τέτοιες δοξασίες περί κειμηλίων υπάρχουν καί στις μέρες μας, όμως στην ίδια κατηγορία εντάσσονται καί προφορικά μνημεία, όπως η κυκλοφορία των διαφόρων παρηγορητικών προφητειών νόθου χαρακτήρα για επάνοδο στα μεγαλεία του παρελθόντος—που πάει να πει πως η γνησιότητά τους αμφισβητείται κι η απόδοσή τους σε γνωστούς ή λιγότερο γνωστούς αγίους ειν’ αμφίβολη—καθώς και η επικοινωνιακή αξιοποίηση περιστατικών, όπως της ευτυχούς σύμπτωσης της ανεύρεσης αρχαιολογικών μνημείων την ώρα που βρισκόμαστε ενώπιον μιας πρόκλησης, βλ. την υπόθεση του μνημείου της Αμφιπόλεως που συνέπεσε με την αδυναμία ολοκλήρωσης απ’ την Κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου της Δ΄ αξιολόγησης του Β΄ Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής της Ελλάδας το καλοκαίρι του 2014.

Για την επιστήμη μου, που ’ναι η Ιστορία, κι ειδικότερα η Ιστορία των Συναισθημάτων μιας ολόκληρης συναισθηματικής κοινότητας προσώπων, το μοτίβο της urbs capta επεκτείνεται απ’ τις γραπτές αφηγηματικές πηγές του παρελθόντος στον σύγχρονο δημόσιο λόγο, όταν αυτός περιστρέφεται γύρω απ’ την εικόνα μιας κοινωνίας που διατρέχει υπαρξιακή κρίση κι αναζητά κάτι να κρατηθεί επάνω του. 

Λίγο πριν την θρυλούμενη έξοδο της Ελλάδας απ’ τα Μνημόνια, σκέφτομαι πως αυτή μου θυμίζει την make or break στιγμή που οι Αντιοχείς Σταυροφόροι έπρεπε ή να μείνουν εντός των τειχών και να υποφέρουν έναν βέβαιο θάνατο στερήσεων ή να εξέλθουν ηρωϊκά και ν’ απωθήσουν τους αντιπάλους τους. Και τότε, ευρεθέντες in extremis, τοποθέτησαν στην κορυφή τους την Λόγχη, ένα κειμήλιο που σε ψυχραιμότερες στιγμές, ένα έτος αργότερα, παραδέχθηκαν ως ψευδές είδωλο στο οποίο οι ίδιοι είχαν αποδώσει αξία λόγω μιας αυταπάτης που κατέρρευσε όταν δοκιμάστηκε απ’ την αδυσώπητη πυρά της πραγματικότητας. Η αρχική τους πεποίθηση για την γνησιότητα και την αξία του αντικειμένου διαμορφώθηκε όχι απ’ το ίδιο το αντικείμενο αλλ’ απ’ τις περιστάσεις και τις συγκυρίες που επικρατούσαν την στιγμή που αυτό μπήκε στη ζωή τους. Όταν οι περιστάσεις της δικής τους κρίσης έσβησαν μπροστά στις φλόγες της κρίσης του Πέτρου Βαρθολομαίου, τότε μόνο κατέστη δυνατό ν’ αντικρίσουν το πράγμα ως τέτοιας λογής όπως αληθινά ήταν. 

Οι κρίσεις γεννούν την ανάγκη για ιερά αντικείμενα, για λόγχες που θα ηγηθούν μιας φάλαγγας οδηγώντας στην υπεσχεμένη επιτυχία. Η Ιερά Λόγχη των ημερών μας στην υπό πολιορκία Ελλάδα, η αιχμή του επικοινωνιακού δόρατος των αρχόντων της 15ης Ιουνίου του 2018, εννιακόσια είκοσι έτη μετά την Αντιόχεια, δεν θα ’ναι ένα μνημείο στην Αμφίπολη, αλλά δεν εκπλήσσομαι που ’ναι το είδωλο της Συμφωνίας με την τέως ΠΓΔΜ. Κι εκτιμώ πως, όπως κι οι Σταυροφόροι της Αντιόχειας, έτσι θα μπορέσουμε κι εμείς να διακρίνουμε την πραγματική φύση της Συμφωνίας, όταν πια τα συναισθήματα που γέννησε η κρίση θα ’χουν σβήσει.