Όμορφοι θρόνοι

801

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Δυο χρόνια μετά την Οθωμανική Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), γεννήθηκε στον Μοριά ο Μανουήλ Παλαιολόγος, το 1455. Ο Μανουήλ ποτέ του δεν έγινε Αυτοκράτορας.

Πατέρας του Μανουήλ ήταν ο φιλοδυτικός Δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος του Μυστρά (1428-1460), αδελφός των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων Ιωάννη Η΄ Δραγάση Παλαιολόγου (1425-1448) και Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάση Παλαιολόγου (1449-1453), του Δεσπότη Θεόδωρου Β΄ του Μυστρά (1407-1443), και του Δεσπότη Ανδρόνικου της Θεσσαλονίκης (1408-1423). Η μοίρα του όμως ήταν να συγκρουστεί για πολλά χρόνια με τον φιλότουρκο αδελφό του Δημήτριο, με τον οποίον δέσποζαν από κοινού στον Μυστρά, που ήταν ήδη υποτελής στον Σουλτάνο. Η έριδά τους έλαβε τέλος με την οριστική εισβολή (1460) του Οθωμανού Σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή στον Μοριά έπειτα από αίτημα του Δημητρίου για οθωμανική στρατιωτική υποστήριξη. Αναζητώντας συμμάχους, ο Θωμάς, άλλωστε, πάντοτε στρεφόταν στον Πάπα και στους λατίνους ηγεμονίσκους που είχαν απομείνει στην Αχαΐα και στα Επτάνησα. Έτσι ήσαν καθορισμένες από παλιά οι παρατάξεις σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό, όπως και τις τελευταίες μέρες προ της Άλωσης οι Βυζαντινοί είχαν χωριστεί για το πού ανήκαν, στη σχισματική Δύση ή στην άπιστη Ανατολή, και για το από πού προσδοκούσαν τη λύτρωσή τους.

Μητέρα του μικρού Μανουήλ ήταν η Αικατερίνη Ζακκαρία Παλαιολογίνα, που παντρεύτηκε τον Θωμά τον Ιανουάριο του 1430, σ’ έναν πολιτικής χροιάς γάμο που αποσκοπούσε στο να τον ενισχύσει για την διεκδίκηση του Μυστρά απ’ τον Δημήτριο. Η Αικατερίνη ήταν θυγατέρα του Κεντυρίωνα (Τσεντουριόνε) Β΄ Ζακκαρία, τελευταίου Πρίγκιπα της Αχαΐας (1404-1432), στέμμα που ο Γενουάτης είχε λάβει απ’ τον Λαδισλάο (Λάζλο) τον Μεγαλόψυχο, Καπέτη Ανδεγαυό Βασιλέα της Νάπολης (1386-1414), αφού πρώτα είχε ανατρέψει την θεία του, Μαρία Β΄. Απ’ την πλευρά του πατέρα της, η Αικατερίνη ήλκε καταγωγή και απ’ τον Βυζαντινο-Βουλγαρικό Οίκο των Ασανιδών (Ασέν). 

Με την εισβολή του Οθωμανού Σουλτάνου στον Μοριά, ο Θωμάς Παλαιολόγος εγκατέλειψε τον Μυστρά και κατέφυγε πρώτα στην Κέρκυρα (1460) με τη σύζυγό του και τα τρία απ’ τα τέσσερα παιδιά τους, Ανδρέα, Μανουήλ, και Ζωή (μετέπειτα Σοφία), κι από εκεί στη Ρώμη. Ήδη μετά την Άλωση, ο Θωμάς διακήρυσσε πως κατείχε τα δικαιώματα στον θρόνο των Ρωμαίων Καισάρων, μολονότι στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ίσχυε ακριβώς η δυναστική αρχή κατά το δυτικό πρότυπο· επειδή όμως ίσχυε στη Δύση, κι επειδή οι Παλαιολόγοι είχαν πάρε-δώσε με Δυτικούς, κι επειδή, τέλος, είχαν νυμφευθεί λατίνες αρχοντοπούλες ή ήσαν άλλως συγγενείς με δυτικούς άρχοντες, ο ισχυρισμός του εξυπηρετούσε κάποια πολύ φανερή σκοπιμότητα κι εντασσόταν ομαλά μέσα στο κλίμα και το πολιτικό λεξιλόγιο της εποχής. 

Αφήνοντας γυναίκα και παιδιά στην Κέρκυρα, ο Θωμάς εισήλθε στην Αιώνια Πόλη τελώντας ρωμαιοπρεπή Θρίαμβο (Μάρτιος 1461) γενόμενος δεκτός απ’ τον σύμμαχό του, τον Πάπα Πίο Β΄ (1458-1464), ως ο νόμιμος Αυτοκράτωρ Ρωμαίων της Κωνσταντινούπολης, κάτι που συνέβαλε στο να θεωρείται ως ο επικρατέστερος τέτοιος διεκδικητής μεταξύ των Ευρωπαίων ηγεμόνων που επίσης με διάφορους τρόπους ισχυρίζονταν πως κατείχαν κάποιο δικαίωμα στον θρόνο της Νέας Ρώμης είτε εξ αγχιστείας προς τους Παλαιολόγους είτε απ’ την εποχή ακόμη της βραχύβιας Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-1261) που είχε ιδρυθεί έπειτα απ’ την Δ΄ Σταυροφορία. Η τελευταία φορά που Βυζαντινός Αυτοκράτορας είχε τελέσει Θρίαμβο στη Ρώμη ήταν το 663, όταν ο Κώνστας Β΄ (641-668) εισήλθε για δώδεκα ημέρες στην πόλη, και παρά την καλή του υποδοχή απ’ τον Πάπα Βιταλιανό (657-672), έγδυσε όλα τ’ αρχαία μνημεία απ’ τα πολύτιμα υλικά τους, κυρίως απ’ τα μπρούντζινα και χάλκινα κεραμίδια και θυρόφυλλα, συμπεριλαμβανομένου του Πανθέου. 

Ο Πίος καλοδέχτηκε τον Θωμά για δυο τρεις λόγους, πέραν του ότι είχε υπάρξει σύμμαχός του στην Πελοπόννησο. 

Πρώτον, φιλοξενώντας τον στη Ρώμη, θα μπορούσε να υπενθυμίζει σε όλους τους δυτικούς ηγεμόνες πως ο πρόσφυγας Βυζαντινός αριστοκράτης που εκείνος αναγνώριζε ως τον νόμιμο Παλαιολόγο Αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως είχε πλέον προσέλθει στον Ρωμαιοκαθολικισμό, όπως κι άλλοι Παλαιολόγοι νωρίτερα, αναγνωρίζοντας το παπικό πρωτείο προς εκπλήρωση της Ένωσης των Εκκλησίων που είχε υπογραφεί στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Τέτοια ζητήματα δεν ήσαν αστείες υποθέσεις στον υστερομεσαιωνικό πόλεμο των εντυπώσεων και των υπολήψεων, κι ο Πάπας δεν ήταν διόλου αδιαμφισβήτητος αυθέντης μεταξύ των πριγκίπων, βρισκόμενος συχνά σε πολεμική αντιπαράθεση με τους Γερμανούς Αυτοκράτορες. Τώρα, λοιπόν, ιδού! Ο βεριτάμπλ Αυτοκράτορας των Ρωμαίων, αν και όχι της Ρώμης, ήταν φιλοξενούμενος του Ποντίφικα στην Αιώνια Πόλη.

Δεύτερον, ο Θωμάς είχε προσκομίσει μαζί του και απέδωσε στη φύλαξη του Πίου κάποια αντικείμενα που ήσαν υπερπολύτιμα κατά τους Μέσους Χρόνους: ιερά κειμήλια και λείψανα. Μετά τη Σταυροφορική Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η συντριπτική πλειονότητα των ιερών λειψάνων, κειμηλίων, και λοιπών βαρύτιμων θησαυρών εκκλησιαστικού χαρακτήρα που φυλάσσονταν στ’ αμέτρητα μοναστήρια, ναούς, κι ανάκτορα της Βασιλίδος κατέληξαν στα χέρια των δυτικών ηγεμόνων και κυρίως της Βενετίας. Ό,τι είχε απομείνει, είχε διασπαρεί προσωρινά στον ελληνόφωνο, ανατολικό ορθόδοξο κόσμο, και τώρα ο Θωμάς, όπως κι άλλοι Βυζαντινοί που με διαρκή ροή κατέφευγαν στη Δύση, κουβαλούσε μαζί του μερικά ιδιαίτερα επίζηλα κειμήλια, όπως την Τιμία Κάρα του Πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέα που είχε σηκώσει απ’ την Πάτρα. Ο Επίσκοπος Ρώμης, να υπενθυμίσω, κατείχε την έδρα του Αποστόλου Πέτρου, διατεινόμενος έτσι πως επειδή ο Πέτρος ήταν ο κορυφαίος Μαθητής, επομένως και ο ίδιος είναι ο κορυφαίος βικάριος του Ιησού στη Γη. Αντιθέτως, ο Πατριάρχης των Ορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη κατείχε την έδρα του Αποστόλου Ανδρέα, που πρώτον απ’ όλους είχε ο Ιησούς ονομάσει Μαθητή Του, και συνάμα, η Βασιλίς Πόλις ήταν για έντεκα αιώνες η έδρα των Ρωμαίων Αυγούστων, οι οποίοι κυβερνούσαν την Οικουμένη ως οι Εκλεκτοί του Θεού και η σκιά Του πάνω στη Γη. Ξαφνικά, λοιπόν, τώρα που οι Καίσαρες της Οικουμένης είχαν εκλείψει, η Τιμία Κάρα του Αποστόλου Ανδρέα παραδινόταν στα χέρια του Πάπα, και δεν επαρκούν οι λέξεις ενός άρθρου για να σας περιγράψω πόσο μεταφυσικό κύρος αισθάνονταν πως αποκτούσαν οι κάθε λογής πρίγκιπες της εποχής εκείνης όταν κατείχαν κάποιο ή συλλογές ολόκληρες από ιερά λείψανα αγίων. Ειδικά αυτή η περίσταση σηματοδοτούσε τη μεταφορά στη Δύση της αγιότητας του ανατολικού χριστιανικού κόσμου, η οποία εναποτίθετο πλέον στην ποιμενική φροντίδα του Πάπα. 

Τέλος, όσο ο Πάπας φιλοξενούσε τον προβαλλόμενο ως νόμιμο Αυτοκράτορα της Ανατολής, θα διέθετε ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί για να ζητάει απ’ τους δυτικούς πρίγκιπες την οργάνωση σταυροφορίας εναντίον των Οθωμανών, όπως πολύ συχνά έκανε, και τούτο γιατί όλη η ιστορία της Μεσογείου εκείνους του χρόνους ήταν η σταδιακή κατάληψη των τέως Βενετικών και Λατινικών κτήσεων στην Ανατολή απ’ τους αήττητους Οθωμανούς. Παράλληλα, η ίδια η Αγία Έδρα βίωνε απολύτως υπαρξιακά την απειλή των Σουλτάνων που σχεδίαζαν αποβάσεις στην Ιταλική Χερσόνησο, και έτσι οι διπλωματικές επαφές για την οργάνωση σταυροφορίας ή έστω για την άμυνα της Δύσης βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη της Ρώμης, αν και συναντούσαν μάλλον την αδιαφορία των ηγεμόνων. 

Έτσι, λαβών τέτοια και άλλα δώρα, ο Πάπας Πίος B ΄ καλωσόρισε τον Θωμά, και του έταξε ετήσια χορηγία τριών χιλιάδων εξακοσίων χρυσών δουκάτων, συν διακοσίων απ’ τον κορβανά των Καρδιναλίων, και πεντακοσίων απ’ την Ρωμαϊκή Κούρια, για τη συντήρηση της Αυλής που είχε βιαστικά συσταθεί γύρω του από Βυζαντινούς που τον είχαν ακολουθήσει στην εξορία και άλλους που είχαν βρεθεί νωρίτερα ή προσήλθαν αργότερα στη Ρώμη. Αυτές οι πρόσοδοι, όμως, πολύ γρήγορα άρχισαν να μειώνονται κάπως αυθαίρετα, με διάφορες πιθανές κι απίθανες αιτιολογίες εκ μέρους των διαδόχων του Πίου, που μετέστη εις τας αιωνίους μονάς το 1464.

Ο Θωμάς κουβαλούσε μαζί του κι άλλους θησαυρούς, που ήσαν κυρίως περιουσία της πρωτότοκης θυγατέρας του, Δέσποινας της Σερβίας Ελένης Παλαιολογίνας, χήρας του Λάζαρου Μπράνκοβιτς του Μεγάλου Πριγκιπάτου της Ράσκας (1456-1458). Έπειτα απ’ την οθωμανική άλωση του Σμεντέρεβο (1459), η Ελένη υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της, και περιπλανήθηκε στην ακτή της Αδριατικής, βρισκόμενη αρχικά στη Ραγούζα (Ντουμπρόβνικ) το 1462 και το επόμενο έτος στην Κέρκυρα, όπου επανασυνδέθηκε με τα ορφανά πια από μητέρα τρία νεότερα αδέρφια της. Στα χέρια του Θωμά περιήλθε απ’ την Ελένη μεταξύ άλλων μια βαρύτιμη σερβική σταυροθήκη με τμήμα του Τιμίου Ξύλου, η οποία έφερε επιγραφή του Σερβικού Πατριαρχείου του Ιπεκίου, επίζηλο ιερό κειμήλιο που πάντοτε ήταν καλό να διατηρεί στην κατοχή του οποιοσδήποτε διεκδικούσε στέμμα ή θρόνο στη Δύση. Στον δυτικό μεσαιωνικό κόσμο κυκλοφορούσαν υπερβολικά πολλά τμήματα Τιμίου Ξύλου, τόσα ώστε να υποψιάζεται κανείς πως ο Χριστός δεν είχε σταυρωθεί σε έναν μόνο σταυρό αλλά σε δάσος. Αντιθέτως, τα τμήματα Τιμίου Ξύλου που προέρχονταν απ’ την Ανατολή ήσαν πιο τεκμηριωμένα ως γνήσια, ας το πούμε έτσι, μιας και για πολλούς αιώνες οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες μεριμνούσαν να συλλέγουν στην Πόλη σχεδόν όλα τα ιερά κειμήλια της επικράτειάς τους, κι έτσι τουλάχιστον γνώριζαν πού βρίσκονταν τί και πόσα κυκλοφορούσαν. Η Ελένη δώρισε μάλλον όλα τα υπάρχοντά της στον πατέρα της, στρεφόμενη στον μοναχισμό πολύ σύντομα, και κοιμήθηκε το 1473 ως μοναχή Υπομονή.

Ασπαζόμενος τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ο Θωμάς ανέθεσε καί τη σταυροθήκη μαζί με τα υπόλοιπα στον Πάπα—διότι τίποτα δεν μας παρέχεται δωρεάν—κι άρχισε να περιτρέχει την Ιταλία βαστώντας συγχωροχάρτια του Ποντίφικα, τα οποία έταζε σε όποιον ηγεμόνα, πρίγκιπα, βαρόνο, δούκα, κόμη, και γενικώς στρατηλάτη θ’ αναλάμβανε στο πλευρό του μια νέα σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών, όχι με στόχο μονάχα τον Μυστρά αλλά την ίδια την Πόλη. Οι προσπάθειές του δεν απέδωσαν, και τον Μάιο του 1464 (ή το 1465) απεβίωσε κι ετάφη στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, παραδίδοντας τα δικαιώματα του αυτοκρατορικού του θρόνου στον μεγαλύτερο γιο του, τον δωδεκάχρονο Ανδρέα.

Η Αικατερίνη Ζακκαρία είχε ήδη κοιμηθεί στην Κέρκυρα το 1462, και τα παιδιά Ανδρέας, Μανουήλ, και Ζωή είχαν παραμείνει μοναχά τους εκεί, έστω υπό την επίβλεψη της μεγαλύτερης αδελφής τους, Ελένης, όταν κατέφθασε απ’ τη Ραγούζα, με τον Θωμά να ζει την περιπέτειά του στη Ρώμη και την Ιταλία. Τελικά συμφιλιώθηκαν κάπως μαζί του ελάχιστον καιρό προτού κι αυτός αποδημήσει εις Κύριον, μετέβησαν όμως οριακά μετά τον θάνατό του στη Ρώμη ή μόλις που τον πρόλαβαν ζωντανό. Ο Πάπας έθεσε τα τρία παιδιά στην κηδεμονία του περίφημου Καρδιναλίου Βησσαρίωνα (1403-1472), τέως Βυζαντινού Μητροπολίτη Νικαίας της Βιθυνίας, μεγάλου ουμανιστή, και γενικότερα τρανής φυσιογνωμίας της διπλωματίας και σταυροφορικής πολιτικής της Αγίας Έδρας, η προσωπική βιβλιοθήκη του οποίου κατέστη ο πυρήνας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Ο Βησσαρίων ανέθρεψε τα παιδιά ως Ρωμαιοκαθολικούς, και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά εκείνα τα χρόνια. Ο ίδιος είχε γίνει Ρωμαιοκαθολικός ήδη μετά την Ενωτική Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. 

Όσο περνούσε ο καιρός, ο διάδοχος του Πίου Β΄, ο Παύλος Β΄ (1464-1471), και κατόπιν ο Σέξτος Δ΄ (1471-1484), γνωστός μας απ’ την Καπέλλα Σιστίνα, έβλεπαν την επένδυσή τους στους νεαρούς Παλαιολόγους να μην αποδίδει, τόσο γιατί οι Οθωμανοί ήσαν ασυγκράτητοι στην Ανατολή καθιστώντας τα όνειρα σταυροφορικής ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης ολοένα και πιο ανεδαφικά, όσο και διότι οι δυτικοί ηγεμόνες δεν ήσαν ακριβώς υπερπρόθυμοι ή επαρκείς για ν’ αναλάβουν στην αυγή των νεότερων χρόνων μια τέτοια επιχείρηση, έχοντας αρχίσει να στρέφουν το βλέμμα τους στην εσωτερική οργάνωση των κρατών τους και στη χρηματοδότηση ναυτικών εξερευνήσεων που θα έδιναν λύση στο μπλοκάρισμα του εμπορίου στη Μεσόγειο ένεκεν της Οθωμανικής δαγκάνας που έκλεινε όλο και σφιχτότερα. Έτσι, η μηνιαία παπική χορηγία έβαινε διαρκώς μειούμενη, ενώ παράλληλα δόθηκε βαρύτητα απ’ τον Βησσαρίωνα στην αποκατάσταση της Ζωής μ’ έναν καλό γαμπρό, μιας και τ’ αγόρια δεν διέθεταν marketable skills, ενώ η θυγατέρα μπορούσε τουλάχιστον πάντοτε να τεκνοποιήσει πρίγκιπες, κι ένας καλός γάμος θα ’φερνε τον τυχερό ηγεμόνα στη σφαίρα επιρροής του Πάπα.

Πράγματι, το συνοικέσιο της Ζωής κανονίστηκε με τον Πρίγκιπα του Μεγάλου Δουκάτου της Μόσχας Ιβάν Γ΄ Βασίλιεβιτς του Μεγάλου (συνηγεμόνας με τον τυφλό πατέρα του ήδη απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1450, Μέγας Δούκας της Μόσχας 1462-1505), και ο γάμος τους τελέστηκε στις 12 Νοέμβρη του 1472 στο Κρεμλίνο, επί Πάπα Σέξτου Δ΄, αφού στο μεταξύ είχε αποβιώσει ο Παύλος Β΄. Με τον γάμο αυτόν ο Σέξτος ήλπιζε να προσεταιριστεί τους Ρώσους προς εφαρμογή της Ένωσης, αλλά σε τούτο απέτυχε. Έξι μέρες αργότερα, στις 18 Νομεβρίου, ο Βησσαρίων που είχε καταβάλει και τις άοκνες προσπάθειες για το συνοικέσιο εκοιμήθη στη Ραβέννα, και ετάφη στη Βασιλική των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων στη Ρώμη.

Νυμφευόμενος σε δεύτερο γάμο τη Ζωή-Σοφία Παλαιολογίνα, ο Ιβάν Βασίλιεβιτς απέκτησε iure uxoris δικαιώματα στον θρόνο των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων της Ανατολής, κι ευθύς υιοθέτησε τον δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων, επανεισάγοντας συνάμα στη Ρωσία και την αυτοκρατορική, θεολογικο-πολιτική θεωρία που γνωρίζουμε ως «Μόσχα: η Τρίτη Ρώμη», θεωρία που είχε πρωτοεμφανιστεί στο Μεγάλο Τύρνοβο της Βουλγαρίας στα τέλη του 14ου αιώνα και εισαχθεί στη Μοσχοβία από Βουλγάρους μοναχούς, η οποία εξηγεί πως, επειδή η Κωνσταντινούπολη, η Δευτέρα Ρώμη, είχε στραφεί στην αίρεση της Ένωσης με τη σχισματική Δύση, παρεδόθη με θεία επίνευση στην αιχμαλωσία υπό των Οθωμανών, και έτσι η εξουσία των Καισάρων μεταδόθηκε πλέον στην έσχατη, τρίτη και οριστική Ρώμη που είναι η Μόσχα, και τέταρτη δεν θα υπάρξει. Ο τίτλος του Καίσαρα (Τσάρου) χρησιμοποιήθηκε ήδη ανεπισήμως απ’ τον Ιβάν Γ΄ και τον γιο του, Βασίλειο Γ΄ Ιβάνοβιτς (1505-1533), αλλά ο Μέγας Δούκας της Μόσχας Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός (1533-1547) ήταν ο πρώτος που εστέφη και επισήμως Τσάρος της Μόσχας (1547-1584), κι αυτός ήταν εγγονός της Ζωής-Σοφίας. 

Τελευταία Ρωσίδα απόγονος της Σοφίας Παλαιολογίνας ήταν η Πριγκίπισσα Μαρία Βλαντιμίροβνα της Σταρίτσας (1560-1610), θυγατέρα του Βλαντίμιρ Αντρέγιεβιτς, άσπονδου εξαδέλφου του Ιβάν του Τρομερού, και τελευταίου Πρίγκιπα των Ριουρικιδών της Σταρίτσας, απ’ τον γάμο του με την Πριγκίπισσα Ευδοκία Ρομανόβνα του Οίκου των Οντογιέφσκι. Η Μαρία παντρεύτηκε στο Νόβγκοροντ το 1574 τον τιτουλάριο βασιλέα της Λιβονίας, Μάγκνους της Δανίας ή αλλιώς Μάγκνους του Χόλσταϊν (1570-1578). Μετά τον θάνατό του Μάγκνους, ο Σερ Τζέρομ Χόρσεϋ, Βρετανός εξερευνητής, διπλωμάτης, και τυχοδιώκτης, τη συνόδευσε για την προστασία της απ’ την Επισκοπή της Κουρλάνδης στην Αυλή του Μπαρίς Γκαντουνόφ, αντιβασιλέα και de facto τσάρου της Ρωσίας (περ. 1585-1598) και στη συνέχεια πρώτου μη Ριουρικίδη Τσάρου της Ρωσίας (1598-1605), γνωστού μας απ’ την όπερα «Μπόρις Γκοντούνοφ» του Μοδέστου Μουσόργκσκι. Ο Χόρσεϋ προσφέρθηκε να την παντρευτεί, αλλά ο Γκοντούνοφ δεν ρίσκαρε μια Παλαιολογίνα να μεταδώσει αυτοκρατορικά δικαιώματα των Ριουρικιδών στον Χόρσεϋ ή σε οποιονδήποτε άλλο, και την υποχρέωσε να λάβει το μοναχικό σχήμα. Το 1609, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Γκοντούνοφ και ενώ τη Ρωσία συντάραζε ο εμφύλιος της διαδοχής του, η Μαρία ξεκίνησε ν’ αλληλογραφεί με τον Τισίνσκι-Μπόρ ή Ψευδο-Δημήτριο Β΄, τον δεύτερο από τρεις κατά σειρά απατεώνες που ισχυρίστηκαν πως ήσαν ο Τσαρέβιτς Δημήτριος, ο νεκρός υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες μικρότερος γιος του Ιβάν του Τρομερού, διεκδικώντας τον θρόνο για τους ίδιους στα λεγόμενα Ταραγμένα Χρόνια. Δεν ξέρουμε τί απέγινε η Μαρία έπειτα απ’ αυτό.

Επιστρέφοντας στα χρόνια αμέσως μετά την Άλωση του 1453, ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε διατρανώσει πως αυτός ήταν πλέον ο μόνος γνήσιος Καίσαρας των Ρωμαίων κατέχοντας τον θρόνο της Βασιλίδος Πόλεως, επιχείρημα που ίσχυε, και πως εκείνος ήταν ο αυθεντικός προστάτης των χριστιανών, Ρωμαίων υπηκόων του, κάτι που μάλλον η ανθενωτική πλειονότητά τους το είχε αποδεχτεί, ανακράζουσα όπως άλλοτε κι ο Λουκάς Νοταράς μαζί με τον Γεώργιο (μετέπειτα Γεννάδιο) Σχολάριο «κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν». Πρώτη ενέργεια του Μωάμεθ όταν εισήλθε στην Πόλη ήταν να διατάξει την εκτέλεση του Μεγάλου Δουκός Λουκά Νοταρά και των γιων του, διότι είχαν αποτύχει να πείσουν τον Αυτοκράτορά τους να παραδώσει την Πόλη, όντες καλοί πράκτορες του Σουλτάνου. 

Κυριεύοντας το 1460 τον Μυστρά και το 1261 την τελευταία ελεύθερη Αυτοκρατορία των Ρωμαίων, που ήταν η Αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντος, ο Πορθητής έσβησε πρακτικά απ’ τον χάρτη του ελληνόφωνου κόσμου κάθε σοβαρή αξίωση στον θρόνο του από ελάσσονες απογόνους των μεγάλων Οίκων των τελευταίων αιώνων: Παλαιολόγους, Αγγέλους, Δούκες, και Κομνηνούς. Αυτό, βέβαια, επέτρεψε στον Θωμά Παλαιολόγο και κατόπιν στον Ανδρέα να πλασάρονται ως οι εν εξορία νόμιμοι κάτοχοι των δικαιωμάτων σε αμφότερους τους θρόνους, Κωνσταντινούπολης και Τραπεζούντος, ιδέα που προσέκρουε πάνω στην πραγματικότητα και στηριζόταν πάνω σε μια νέα και ασθενική ιδέα, την εν εξορία νομιμότητα.

Απ’ τη στιγμή που πέρασε στα χέρια του το δικαίωμα επί του θρόνου, και κυρίως μετά τον γάμο της Ζωής-Σοφίας, ο Ανδρέας αποπειράθηκε να το πουλήσει σε φιλόδοξους και κυρίως γενναιόδωρους δυτικούς ευγενείς, κάτι που ταυτόχρονα κατέστη αναγκαίο απ’ τη συνεχή ελάττωση της παπικής χορηγίας προς εκείνον, όσο και προκαλούσε την περαιτέρω μείωσή της ίσως για παιδαγωγικούς λόγους επιβολής πειθαρχίας, από τριακόσια δουκάτα μηνιαίως σε μόλις πενήντα δουκάτα, καθώς διόλου δεν άρεσε στον Πάπα πως, ενώ ο ίδιος προξένευε τη Ζωή σε ηγεμόνες, ο μεγαλύτερος αδελφός της, επικεφαλής του φθίνοντος Οίκου των Παλαιολόγων, και πρώτος στη διαδοχή έψαχνε να πουλήσει το σαφώς καλύτερο δικαίωμά του ενδεχομένως και σε πολιτικούς ανταγωνιστές του Ποντίφικα. 

Ήσαν δύσκολοι καιροί για έκπτωτους πρίγκιπες, και σφιγμένη η αγορά όσο οι πιθανοί ενδιαφερόμενοι ανησυχούσαν μήπως μαζί με τον τίτλο του Ανδρέα αγοράσουν και κάποια βαριά δυσμένεια ή και αφορισμό απ’ τον Παύλο Β΄ και τον Σέξτο Δ΄ που καθόλου δεν αστειεύονταν όταν επρόκειτο για μπίζνες. Μάλιστα οι Πάπες δεν του αναγνώριζαν πάντοτε τον αυτοκρατορικό τίτλο, πιθανώς για ν’ αποθαρρύνουν τους αγοραστές αλλά και για να ενισχύσουν το δικαίωμα που θα μετέφερε στον Ιβάν της Μόσχας η Ζωή-Σοφία, παρά μονάχα το δικαίωμα στον τίτλο του Δεσπότη του Μοριά. 

Ο Ανδρέας νυμφεύθηκε στη συνέχεια μιαν άσημη γυναίκα, ονόματι Κατερίνα, το 1480, η οποία ίσως και να είχε υπάρξει ιερόδουλη, ή έτσι τέλος πάντων κυκλοφόρησε η φήμη, πιθανώς για να τρωθεί περαιτέρω το κύρος του ιδίου και η ευγενική καταγωγή των τέκνων τους. Με την Κατερίνα ο Ανδρέας εξανέμισε τα πενιχρά του εισοδήματα καθώς και ό,τι είχε απομείνει απ’ τους θησαυρούς που ο πατέρας του δεν είχε δώσει στον Πάπα, ενώ συνάμα δεν είναι βέβαιο πως απέκτησαν τα παιδιά που τους αποδίδει ο Ντόναλντ Νίκολ στο βιβλίο του “The Immortal Emperor” (Cambridge University Press, 1992).

Περιοδεύοντας σε Ιταλία κι Ευρώπη κι αλληλογραφώντας με ηγεμόνες σε αναζήτηση προθύμων να οργανώσουν σταυροφορία για την ανακατάληψη του Μοριά και της Κωνσταντινούπολης το 1481, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία διερχόταν τον εμφύλιο της διαδοχής του Μωάμεθ απ’ τους γιους του, Τζεμ και Βαγιαζίτ, ο Ανδρέας απέτυχε και πάλι. Προσέγγισε τον Φερδινάνδο Α΄ της Νάπολης, τον Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, Δούκα του Μιλάνου, τον Ερρίκο Ζ΄ της Αγγλίας, και τον Κάρολο, Δούκα της Βουργουνδίας, όπως και την αδελφή του, Ζωή-Σοφία της Μόσχας, ζητώντας της χρήματα και κοσμήματα για να επιβιώσει. Εκείνη του έδωσε κάποια, αλλά παραδίδεται πως δυσφόρησε απ’ την κατάντια του, και δεν θέλησε να τον ξαναδεί.

Το 1494, ο Ανδρέας πούλησε τα δικαιώματά του πάνω στους θρόνους της Κωνσταντινούπολης, της Σερβίας, και της Τραπεζούντας στον Βασιλιά Κάρολο Η΄ Βαλουά της Γαλλίας (1483-1498) έναντι ισόβιας ετήσιας χορηγίας 4300 δουκάτων, μιας σωματοφυλακής εκατό ιππέων, της υπόσχεσης για οργάνωση σταυροφορίας εναντίον των Οθωμανών, που θα εγκαθιστούσε και τον ίδιο ως Δεσπότη του Μοριά, και της υπόσχεσης να ασκήσει ο Κάρολος την επιρροή του στον Πάπα για ν’ αποκατασταθεί η παπική χορηγία στα αρχικά της επίπεδα, όμως ποτέ δεν έλαβε τα χρήματα, και ποτέ δεν ασκήθηκε η επιρροή προς τον Πάπα. Στο μεταξύ, οι Βυζαντινοί που είχαν ακολουθήσει τον πατέρα του στη Ρώμη και συγκροτούσαν την Αυλή του μάλλον τον είχαν εγκαταλείψει εκείνα τα χρόνια, αφού αδυνατούσε να τους συντηρήσει. 

Ένα νέο του ταξίδι στη Μόσχα ματαιώθηκε, σαν του κατέστη σαφές πως δεν ήταν πια ευπρόσδεκτος απ’ την αδερφή του. ‘Οταν τελικά πέθανε ο Κάρολος της Γαλλίας, ο Ανδρέας Παλαιολόγος έχασε κάθε ελπίδα για χρηματική στήριξη και για σταυροφορία στον Μοριά και στην Κωνσταντινούπολη, κι έτσι έγραψε στη διαθήκη του πως κληροδοτεί τα δικαιώματά του στους Καθολικότατους Βασιλείς Φερδινάνδο Β΄ της Αραγονίας (1479-1516) και Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλλης (1574-1504), τους βασιλείς που νωρίτερα χρηματοδότησαν το ταξίδι του Χριστόφορου Κολόμβου, φανερώνοντας ποιες ήσαν οι προτεραιότητές τους. Μήτε απ’ αυτούς όμως έλαβε χρήματα, και πέθανε μάλλον πενόμενος στη Ρώμη το 1502, όπου κι ετάφη με δαπάνες της Αποστολικής Έδρας και τιμές δίπλα στον πατέρα του, Θωμά, στον Άγιο Πέτρο. Οι Γάλλοι βασιλείς εξακολούθησαν, εντούτοις, μέχρι καί τον Κάρολο Θ΄ (1560-1574) να χρησιμοποιούν πολύ βολικά στην τιτλοφορία τους τον Βυζαντινό Αυτοκρατορικό Τίτλο, όμως τελικά το 1566 ο Κάρολος Θ΄ δήλωσε πως ο τίτλος δεν διέθετε πια κανένα γόητρο, και πως το «Βασιλεύς της Γαλλίας» ηχούσε πολύ γλυκύτερα στ’ αυτιά του, κι έτσι εγκαταλείφθηκε ο τίτλος που άλλωστε είχε καταστεί κενός πρακτικού νοήματος.

Στα ίδια χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Θωμά Παλαιολόγου, βλέποντας πως η Ζωή-Σοφία καλοπαντρεύτηκε και τους είχε παρατήσει στη φτώχεια τους, και πως ο Ανδρέας διέθετε προς πώληση ένα ισχυρότερο δικαίωμα, ο Μανουήλ αντιλήφθηκε πως ο καθένας τους πλέον κοίταζε τον εαυτό του, κι έτσι τράβηξε τον δρόμο της περιπλάνησης, αναχωρώντας απ’ τη Ρώμη νωρίς το 1474 σε ηλικία 19 ετών. Κίνησε πρώτα για την Αυλή του διαβόητου Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, Ε΄ Δούκα του Μιλάνου (1466-1476), προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως μισθοφόρου, προσκομίζοντάς του μάλιστα και συστατικές επιστολές απ’ τον Πάπα. Ηδυπαθής, σκαιός, τυραννικός, κι αδίστακτος άνθρωπος με φήμη που έκανε τους εχθρούς του να τρέμουν και τη σκιά τους, ο Σφόρτσα δεν υποληπτόταν μήτε κι εμπιστευόταν καθόλου τον Πάπα, κι έτσι η πρόταση έτυχε χλιαρής υποδοχής, με προτεινόμενη αμοιβή που δεν επαρκούσε για τις πριγκιπικές ανάγκες του Μανουήλ. Άλλωστε, ποιός ηγεμόνας που φυλαγόταν μην το δολοφονήσουν οι αντίπαλοί του θα προσλάμβανε έναν νεαρό μεγαλωμένο στην σκιά του Ποντίφικα; Ο Σφόρτσα ίσως και να είχε δίκιο που ήταν καχύποπτος, γιατί τελικά δολοφονήθηκε τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων του 1476, έξω απ’ τον ναό του Αγίου Στεφάνου στο Μιλάνο, απ’ τους Κάρλο Βισκόντι, Τζερόλαμο Ολτζιάτι, και Τζιοβάνι Αντρέα Λαμπουνιάνι, που όμως δεν ήσαν ξένοι αλλά δικοί του υψηλόβαθμοι αυλικοί.

Όπως και να ’χει, τον Μανουήλ τον βρίσκουμε το 1475, στο Βωντεμόν της Λωραίνης, στην Αυλή του Δούκα της Βουργουνδίας Καρόλου, που κι εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να πληρώσει καλά λεφτά. Έτσι ο νεαρός επανήλθε στη Ρώμη για βραχύ διάστημα, και την άνοιξη του 1476 ή 1477, σε ηλικία είκοσι ενός ετών μετέβη για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ερρίφθη στο έλεος του Μωάμεθ του Πορθητή, ζητώντας του να του παράσχει εισόδημα, κι εκείνος θα παρέμενε πιστός και φιλότιμος όμηρος-φιλοξενούμενός του, διασφαλίζοντας έτσι πως το δικαίωμά του στον θρόνο δεν θα μεταβιβαζόταν σε κανέναν απόγονό του εις βάρος του Μωάμεθ. 

Ήταν μια παράδοξη κι απονενοημένη πρόταση, που όμως έγινε δεκτή ασμένως απ’ τον Μωάμεθ, ο οποίος δεν έχασε την ευκαιρία να επιδείξει στο ευρωπαϊκό του ακροατήριο τη θρυλούμενη οθωμανική του μεγαλοφροσύνη, επιείκεια, και γενναιοδωρία. Γιατί δεν τον σκότωσε απλά εκεί και τότε; Γιατί ζωντανός θα του ήταν χρησιμότερος· εκείνα τα χρόνια, εάν πέθαινε κάποιος δεν υπήρχε αδιάβλητος τρόπος να εμποδίσεις σφετεριστές της ταυτότητάς του να εμφανιστούν στη θέση του, κι έτσι θα ωφελούσε τον Σουλτάνο να διατηρεί ζωντανό κοντά του τον γνήσιο Μανουήλ Παλαιολόγο γιο του Θωμά κι ανηψιό του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, έτοιμο να τον παρουσιάσει εάν ποτέ προέκυπτε ανάγκη, ένα τρόπαιο να το δείχνει σε όλους τους ανταπαιτητές και ένα μνημείο του μεγαλείου των Οθωμανών προς δημόσια προβολή. 

Ο Μανουήλ παντρεύτηκε σύζυγο που του βρήκε ο Μωάμεθ, κι έζησε στην Πόλη μέχρι τον θάνατό του το 1512, αφού πρώτα απέκτησε δύο παιδιά, τον Ιωάννη, που πέθανε σε παιδική ηλικία, κι έναν ακόμη γιο, τον Ανδρέα, που αλλαξοπίστησε ασπαζόμενος το Ισλάμ, ενδεχομένως για ν’ ανέλθει έτσι στα αξιώματα της Οθωμανικής Αυλής.

Οι Παλαιολόγοι σβήνουν ένας ένας μέσα στην αφάνεια κατά τον δυτικό 16ο αιώνα, όταν η Γη από επίπεδη γίνεται στρογγυλή, η Ευρώπη περνά στην ανακάλυψη του Νέου Κόσμου, ο χρυσός και το ασήμι που μας έρχεται από κει μαζί με τόσα άλλα προϊόντα γεμίζουν τα ταμεία μέχρι που την πνίγουν στον πληθωρισμό, ο Ρωμαιοκαθολικισμός δέχεται τη σφοδρή επίθεση της Μεταρρύθμισης και αντικρούει με τη σιδερένια πυγμή τρανών Παπών, οι Σουλτάνοι Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και Σελίμ Β΄ επεκτείνουν τον έλεγχό τους στη Μεσόγειο, τον Περσικό Κόλπο, και τη Βόρεια Αφρική, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου παράγει αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, οι Βενετοί εξακολουθούν να ηττώνται σταθερά χάνοντας τμηματικά την θαλασσοκρατορία τους, και ο Προτεσταντικός Άνεμος σκορπίζει την Ισπανική Αρμάδα των Αψβούργων που βρίσκονται εκείνον τον καιρό στην ακμή τους με βασιλείς τον Κάρολο Ε΄ (1519-1556) της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, και τον γιο του, Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας (1556-1598), που κυβέρνησαν μιαν αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ, εκτεινόμενη σ’ όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, και η οποία δεν ήταν μήτε Αγία μήτε Ρωμαϊκή.

Μιλώντας για τους πρώιμους νεότερους χρόνους, στο Πέζαρο της Ιταλίας ζούσε μια οικογένεια Παλαιολόγων που διατεινόταν πως καταγόταν από κάποιον Ιωάννη, χαμένο γιο του Δεσπότη Θωμά του Μυστρά, μολονότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει με ασφάλεια απ’ τις πηγές. Μεταξύ αυτών, ήταν κι ένας Θεόδωρος Παλαιολόγος (περ. 1560-1636), Ιταλός αυτοφημιζόμενος γι’ αριστοκράτης, μισθοφόρος, και πληρωμένος ασασίνος της Δημοκρατίας της Λούκας, που τελικά τον βρίσκουμε στο Λονδίνο το 1597 και αργότερα στο Πλύμουθ το 1628, και αλλού. Πάντοτε εμπλεκόμενος σε φασαρίες με τον νόμο, ο Θεόδωρος εργάστηκε ως μπράβος του μισητού Ερρίκου Κλίντον, Κόμη του Λίνκολν, και αργότερα έγινε κολλητός του Τζων Σμιθ, που είχε πέσει σε κατάθλιψη και χρειαζόταν παρέα να κυκλοφορεί στους κοσμικούς κύκλους, γνωστού μας απ’ την ιστορία της αμερινδιάνας Ποκαχόντας. Κατόπιν, τον προσέλαβε ο Γεώργιος Βίλιερς, Α΄ Δούκας του Μπάκιγχαμ, που λίγο αργότερα δολοφονήθηκε. Στη συνέχεια, τον Θεόδωρο προσκαλεί να μείνει μαζί του στην Κορνουάλη ο Σερ Νίκολας Λόουερ του Κλίφτον Χωλ στο Λάντουλφ, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του. 

Από τα πέντε του τέκνα, μονάχα ο Φερδινάνδος Παλαιολόγος (1619-1670) απέκτησε απογόνους. Ο Φερδινάνδος ήταν κι αυτός μισθοφόρος και νταής σαν τον πατέρα του, και μάλλον είχε ταχθεί στο πλευρό του Βασιλιά Καρόλου Α΄ Στιούαρτ (1625-1649), που έχασε το κεφάλι του στα χέρια του Όλιβερ Κρόμγουελ. Έτσι εγκατέλειψε την Αγγλία για τα Μπαρμπάντος, όπου ασχολήθηκε με τις φυτείες ζαχαροκάλαμου και ανανάδων, ενώ έμεινε γνωστός ως «ο Έλληνας Πρίγκιπας από την Κορνουάλη» και μάλιστα λέγεται ότι ετάφη με προσανατολισμό προς την Κωνσταντινούπολη. Ποιος ξέρει, μπορεί και να ’ταν πρίγκιπας.