Τελικά ποιος φταίει όταν μας ενοχλούν;

306

Είχα μια συζήτηση στ’ αγγλικά μ’ έναν φίλο μου απ’ το εξωτερικό που ζητούσε τη γνώμη μου ως life coach. Λέω να μεταφέρω εδώ τί είπαμε.

Ο φίλος μου, που ’ναι πιο διαβασμένος στη φιλοσοφία και συνάμα πολύ μαθηματικότερος εμού, έθεσε το εξής ερώτημα: άραγε δεν είναι δείγμα απρέπειας όταν σου στέλνουν μηνύματα, ας πούμε στο Μessenger ή σε άλλες εφαρμογές, και εξακολουθούν να σου στέλνουν ενώ βλέπουν πως δεν απαντάς, κι άρα δεν είσαι διαθέσιμος, αδιαφορώντας εάν σ’ ενοχλούν εκείνη την ώρα; Εάν, λοιπόν, τους κατσαδιάσεις, γιατί παρεξηγούνται; 

Συνέχισε εξηγώντας τη θέση του: κατά την εκτίμησή του είναι μεγάλη αγένεια εκ μέρους τους, γιατί δεν ρωτούν εξαρχής εάν μπορείς ή θέλεις εκείνη τη στιγμή να αφιερώσεις πολύτιμο χρόνο απ’ την καθημερινότητά σου για ν’ ασχοληθείς με τη συζήτηση θεμάτων που δεν συνιστούν προτεραιότητα δική σου αλλά δική τους.

Ουσιαστικά — ισχυρίστηκε — μ’ αυτήν την εγωιστική συμπεριφορά θέτουν τους εαυτούς τους, τις ανάγκες, και τις προτεραιότητές τους πάνω απ’ τις δικές σου, που ευλόγως κι ευκόλως θα μπορούσαν να εικάσουν, εάν ενδιαφέρονταν να το κάνουν αυτό, για τις οποίες δεν ερωτούν, χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα, και σου επιβάλλονται καταλαμβάνοντας εκείνη τη στιγμή έναν χωροχρόνο στη ζωή σου χωρίς να ζητούν την άδεια.

Απάντησα πως έχει δίκιο σε κάποιο βαθμό, όμως γενικά όταν ξεκινούμε μιαν επικοινωνία υπάρχει ένα στοιχείο εισβολής στην ηρεμία του άλλου. Ανταπάντησε αμέσως πως αυτό ισχύει κατεξοχήν στις επικοινωνίες μέσω εφαρμογών ή δια τηλεφώνου, διότι όταν μιλάμε αυτοπροσώπως και δια ζώσης, τότε προτού αρχίσουμε να κουβεντιάζουμε έχουμε πάνω κάτω μιαν ιδέα εάν ο άλλος είναι διαθέσιμος και οι κοινωνικές συμβάσεις μάς κατευθύνουν γενικά στο αν θα εκκινήσουμε την κουβέντα ή όχι με κάποιον που δεν φαίνεται να θέλει εκείνη τη στιγμή να συζητήσει. Αντιθέτως, όταν χτυπάει το τηλέφωνο περιμένουν από μας να σπεύσουμε να τους απαντήσουμε, αφήνοντας ό,τι κάνουμε εκείνη τη στιγμή, και δεν είναι σπάνιο να μας την πουνε κιόλας εάν δεν απαντήσουμε αμέσως.

Εκεί αντέτεινα, όμως, πως οι συμβάσεις για την επιτρεπτή ή την ανεπίτρεπτη εκκίνηση επικοινωνίας είναι κοινωνικώς προσδιορισμένες, δηλαδή αλλιώς αντιλαμβάνεται μια κοινωνία ή μια συναισθηματική κοινότητα το πότε δεν είναι αγενές να ενοχλήσουμε κάποιον και τί λογής συνέπειες προκύπτουν εάν ενοχλήσουμε κάποιον σκεφτόμενοι μονάχα τις δικές μας ανάγκες κι αδιαφορώντας για τις δικές του, κι αλλιώς μια άλλη κοινότητα.

Για παράδειγμα, αλλιώς ανοίγουμε μια πόρτα κι απευθύνουμε τον λόγο εδώ στον δυτικό κόσμο κι αλλιώς στην Ιαπωνία, στον Αραβικό κόσμο, ή στην υποσαχάρια Αφρική,κ.ο.κ. Αλλά πιο σημαντικό είναι πως αλλιώς απευθύνουμε τον λόγο κι εντός της κοινωνίας μας· ας πούμε με μεγάλη ελευθερία ένα αφεντικό θα διακόψει έναν υφιστάμενό του για να του δώσει μιαν εντολή, και μάλλον με πολύ μεγάλη επιφύλαξη θα επιχειρήσει να διακόψει ένας υπάλληλος την ησυχία του αφεντικού του για να το απασχολήσει για κάτι που ενδέχεται ν’ αποδειχθεί τελικά ασήμαντο.

Επομένως — ισχυρίστηκα — οι κοινωνικές συμβάσεις περί αβρότητας και ευγένειας παρέχουν κάποια γενική οριοθεσία μονάχα εκεί που δεν υπάρχουν ήδη σαφή όρια στις σχέσεις μας με τον συνομιλητή που επιθυμεί να μας στείλει ξαφνικά ένα κατεβατό από μηνύματα ενώ δεν είμαστε έτοιμοι ή πρόθυμοι να τα δεχθούμε. 

Συνάμα, αυτές οι σχέσεις διαμορφώνονται μέσα απ’ την σχέση αληθινής εξουσίας ή έξάρτησης που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, ή μέσα απ’ τη σχέση τους κατά την αντίληψη του ενός. Μπορεί δηλαδή να νομίζει κάποιος πως έχει το δικαίωμα, την ελευθερία, την εξουσία να ενοχλεί τον άλλον για όποιο σημαντικό ή ασήμαντο θέμα απασχολεί τον ίδιο, ακόμα κι αν αυτό δεν ειν’ έτσι.

Τελικά, οδηγούμαστε στην προσωπική ευθύνη του δέκτη της επικοινωνίας, που επέτρεψε να μην υπάρχουν όρια κι έτσι ο άλλος λαμβάνει την πρωτοβουλία να ενοχλεί ό,τι ώρα του καπνίσει, γιατί το πότε θα γίνει η εισβολή στην ησυχία μας, που είναι μια ελάσσων πράξη βίας, δεν εξαρτάται μονάχα απ’ τη βούληση του εισβολέα αλλά κι απ’ τη διαθεσιμότητα — πραγματική ή κατά την αντίληψη — του περιθωρίου που αφήνουμε ανοιχτό και προσβάσιμο στους άλλους ώστε να εισβάλλουν.

Η οικονομία των σχέσεών μας με τους άλλους δεν διαμορφώνεται ερήμην μας. Εάν αναλωθούμε στο να χαρακτηρίζουμε απλώς τις συμπεριφορές των άλλων που ενδεχομένως καθίστανται ενοχλητικές — κι εδώ πια ξεφεύγουμε απ’ το αρχικό θέμα μας — τότε περιγράφουμε μονάχα κατά το ήμισυ τα περιστατικά, αποφεύγοντας ν’ αναγνωρίσουμε τη δική μας ευθύνη, κι έτσι αποφεύγοντας ν’ αναλάβουμε δράση για τη βελτίωση της δικής μας συμπεριφοράς, αλλά καί της σχέσης μας με τους άλλους.

Εάν έχουμε επιτρέψει να διαμορφωθούν περιθώρια διαθεσιμότητάς μας στους άλλους, κι εντούτοις τώρα το μετανιώνουμε, μπορούμε αντί να κακοχαρακτηρίζουμε ως απρεπείς τους άλλους ν’ αλλάξουμε τα όρια στις σχέσεις μας με κείνους. Μπορούμε να ξεκινήσουμε απ’ το να θέσουμε όρια. Μονάχα τότε, εάν εξακολουθήσουν να τα παραβιάζουν, δικαιολογούμαστε να ενοχλούμαστε. Για την αταξία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η απουσία κανόνων.

Η θέση εύλογων ορίων δεν ειν’ εμπόδιο μήτε προκαλεί βλάβες. Αντιθέτως παρέχει σ’ όλα τα μέρη μια προστασία από παρεξηγήσεις καθώς πλοηγούμε το σκάφος μας στο πέλαγος της κοινωνίας, όπως λογουχάρη ένας οδηγός μένει εντός των ορίων του οδοστρώματος κι έτσι δεν αισθάνεται καταπίεση και περιορισμό, αλλ’ επωφελείται απ’ τα όρια του δρόμου ώστε να μην καταλήξει σε κανένα γκρεμό βγαίνοντας έξω από κείνα.