Παράδεισοι

725

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού.

Στη σειρά των άρθρων μου όπου θα καταπιαστώ με την προσέγγιση αρχετυπικών ιστοριών του δυτικού μας πολιτισμού, θα κουβεντιάσω σήμερα για τους παραδείσους. Η λέξη έχει αρχαία περσική καταγωγή, και σημαίνει τον περίβολο, τον ψηλό τοίχο που περικλείει έναν κήπο σχεδιασμένο και φυτευμένο από ανθρώπινο χέρι, που να μοιάζει φυσικός και ταυτόχρονα προσεκτικά οργανωμένος, δηλαδή τακτοποιημένος μέσα στον χώρο ως μια σύλληψη τέλεια και αρχετυπική του πώς θα έπρεπε να είναι οι αειθαλείς λειμώνες εάν δεν είχε εκβληθεί ο άνθρωπος απ’ την Εδέμ.

Οι παράδεισοι ήσαν εξαρχής ουτοπίες ή ετεροτοπίες, όπως θα έλεγε κι ο Φουκώ, γιατί αποκόπτονταν απ’ τον γύρω χώρο τους με τον ψηλό τους τοίχο, και εντός τους συντελούνταν δραστηριότητες που δεν συντελούνταν έξω. Τους γέμιζαν με ωδικά πτηνά και με ήπιας συμπεριφοράς άγρια ζώα, τα οποία έπειτα θήρευαν οι άρχοντες σε ακίνδυνα για τους ίδιους κυνήγια. Συνάμα, εξυπηρετούσαν την ανάπαυλα του άρχοντα και των προσώπων του περιβάλλοντός του, ακριβώς όπως περιγράφεται στη Γένεση η συμπεριφορά του Δημιουργού μετά την ολοκλήρωση του έργου της Κτίσεως: δεν πρόκειται ασφαλώς για ξεκούραση, αφού δεν είχε κουραστεί, αλλά για ανάπαυση, που σημαίνει κάτι που έχουμε λησμονήσει στην εποχή μας, δηλαδή την προσωρινή παύση των εργασιών ώστε ν’ απολαύσεις την τελειότητα του έργου σου που συνιστά την υλοποίηση του οράματός σου, όπως το είχες συλλάβει νοερά, προτού η φθορά του χρόνου και οι άγνωστες αδυναμίες του που λανθάνουν εντός του εν σπέρματι αρχίσουν να το αλλοιώνουν και να το στρέφουν εναντίον σου, δηλαδή εναντίον της βούλησής σου να παραμείνει τέλειο χωρίς ν’ απαιτεί την διαρκή καταβολή κόπου για την συντήρησή του.

Μέσα σε τέτοιους κήπους, που με φροντίδα έφτιαχναν και με δαπάνες συντηρούσαν, οι Πέρσες άρχοντες αισθάνονταν πως η οργανωμένη τελειότητα του χώρου ανέστελλε και τη ροή του χρόνου, αφού ανοίγοντας τη συνήθως μία και μοναδική θύρα του κήπου μπορούσαν να εισέλθουν σ’ έναν κόσμο έξω απ’ τον κόσμο που γήρασκε υποταγμένος στον χρόνο. Γι’ αυτό κι οι ουτοπίες λειτουργούν σε μιαν αχρονία ευταξίας που γεννά την αίσθηση της πληρότητας, αφού τίποτα δεν ελλείπει, δεν περισσεύει, και δεν απαιτεί κόπο για να επανέλθει στην αρχική τελειότητα απ’ την οποία ουδέποτε εκπίπτει.

Είναι και κλινικά τεκμηριωμένη η ψυχική ηρεμία που φέρνει η είσοδος, η παραμονή και η ανάπαυση μέσα σε περίκλειστους κήπους, και ειδικά στην Άπω Ανατολή η τέχνη του κήπου είναι μια ευγενής διάσταση της εκεί κουλτούρας του πώς βιώνεται η ευχάριστη εμπειρία της ζωής.

Εμείς που δεν έχουμε παραδείσιους κήπους τί μπορούμε να κάνουμε; Μπορούμε να καταπιανόμαστε με τα ίδια μας τα χέρια στην ψυχωφελή οργάνωση του χώρου γύρω μας, στον εξωραϊσμό του, και στη συνέχεια στην απόλαυση της προσωρινής του τελειότητας, γιατί οι αρχετυπικές αφηγήσεις του δυτικού μας πολιτισμού — και η αφήγηση του Κήπου της Εδέμ είναι μια τέτοια — μας έχουν προγραμματίσει ν’ αντιλαμβανόμαστε τί θέλουν να μας πουν βαθύτερα.
Αυτό που μας λέει η αφήγηση του Παραδείσου είναι πως φτιάχνουμε τους κήπους της ανάπαυλάς μας, και τους προστατεύουμε απ’ τον χώρο έξω θέτοντας τα όριά τους, γνωρίζοντας όμως και πως περιέχουν τον σπόρο της πτώσης τους. Κι αυτό είναι μια σοφή διαπίστωση που προτιμάμε ν’ αγνοούμε: δεν υπάρχει πραγματικά ένας ασφαλής χώρος για πάντα στερημένος απ’ την απειλή της διάλυσης, κάτι τέτοιο θα ήταν μια ουτοπία, αλλά το πολυθρύλητο “safe space” είναι ένα ανεδαφικό ζητούμενο μιας πλανεμένης και βλαβερής ψευδοψυχολογίας της αυτοβελτίωσης που γεννά άπιαστες προσδοκίες, τις οποίες όσο δεν πλησιάζουμε τόσο και θρηνολογούμε για όσα υποθετικά αδυνατούμε να κατορθώσουμε κι έτσι ν’ απολαύσουμε.

Αντιθέτως, αυτή η ίδια η αρχετυπική αφήγηση του χαμένου Παραδείσου μας διδάσκει πως το αίσθημα πληρότητας θα πρέπει να το ξανακατακτήσουμε μ’ αγώνα, με θυσία, με κόπο, γνωρίζοντας εξαρχής το εφήμερο του πράγματος, πως η ανάπαυλά μας έπειτα από έξι μέρες κόπου θα διαρκέσει μονάχα μιαν ημέρα, δηλαδή πως η ανάπαυλα κρατάει, αλληγορικά πάντοτε, όσο το ένα έκτο της διάρκειας του αγώνα, και πως αμέσως θα βαλθούμε ξανά σ’ αυτόν.

Αγώνα για τί πράγμα; Για την ολοκλήρωση ενός έργου. Συνιστώ σε όσους θέλουν να μάθουν να γράφουν λογοτεχνία να ξεκινήσουν πρώτα απ’ το να γράφουν διηγήματα, ποίηση, μικρά αφηγήματα που θα μπορούν να τα δείξουν στους φίλους τους και να δουν στα πρόσωπά τους την απόλαυση ενός κειμένου που ολοκληρώθηκε. Σ’ όσους θέλουν να βάλουν σε τάξη το σπίτι τους, συνιστώ να βάλουν πρώτα σε τάξη ένα δυο ράφια, μια γωνιά σ’ ένα δωμάτιο, μια βιβλιοθήκη, μια συρταριέρα, μια ντουλάπα. Μικρές ενότητες χώρου που μεταφορικά περικλείουν μέσα τους μιαν λειτουργική αυτάρκεια. Όπως ένας κήπος.

Για να απολαύσεις το αποτέλεσμα μιας ασχολίας σου μέσα σ’ έναν μεταφορικό ή πραγματικό χώρο η ασχολία αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί και να παράξει αποτέλεσμα, η δε απόλαυση της πληρότητας του αποτελέσματος σου δίνει κίνητρο για να συνεχίσεις παρακάτω, ακόμα κι αν αυτή η συνέχεια είναι να επεξεργαστείς το περατωμένο έργο ξανά, ωσότου να το κάνεις τέλειο. Κι όταν το κάνεις τέλειο, τότε θα δεις εμπειρικά πως κάτι που σου φαινόταν αρχικά δύσκολο έμαθες απολύτως πρακτικά να το κάνεις και τέλεια, μαθαίνοντας κάτι παραπάνω για τις δυνατότητες, τις ικανότητες, και τις δεξιότητες σου που αγνοούσες νωρίτερα.

Οι εκκρεμότητες αφήνουν ανοιχτές τις πόρτες, και ο Παράδεισος δεν καθίσταται πια περίκλειστος κήπος, αλλ’ ανοιχτός στην απειλή της διάλυσης και των περισπασμών του εξωτερικού βίου. Η συνηθέστερη κι ίσως γι’ αυτό σοβαρότερη απειλή για το δημιουργικό σου έργο είναι να μην μπορείς να συγκεντρωθείς σ’ αυτό επειδή δεν σ’ αφήνουν οι περισπασμοί, και τούτο διότι εσύ το επιτρέπεις όταν δεν γνωρίζεις τους μηχανισμούς για να τους αφήσεις απέξω — συμβολικά, ο μηχανισμός αυτός είναι ο περίβολος του κήπου που λέγαμε, που καθιστά τον κήπο Παράδεισο ησυχίας κι αναψυχής, και στη ζωή μας είναι τα όρια που ωφελεί να θέτουμε, φανερώνοντας στους άλλους γύρω μας πως η διαρκής μας προσβασιμότητα λόγω της δικτύωσής μας καθόλου δεν σημαίνει και διαρκή διαθεσιμότητα απέναντι στις δικές τους βουλήσεις, αιτήματα, προτεραιότητες, κ.ά., που καθίστανται εισβολές στον χώρο και τον χρόνο μας, αξιώνοντας από μας να τους αφιερώσουμε κομμάτια της εργασίας και της ενέργειας μας που δεν είχαμε προγραμματίσει όταν εκείνοι το θέλουν, όπως εκείνοι το θέλουν, επειδή εκείνους εξυπηρετεί.

Η αρχετυπική αφήγηση της απώλειας του Παραδείσου είναι μια ιστορία που μας δίνει δύναμη, γιατί ζητά από μας να παλέψουμε αν θέλουμε να κατακτήσουμε την ανάπαυλα της απόλαυσης των έργων που πλέον θα είναι των δικών μας χεριών.

Μας θυμίζει πως είναι εύλογη κι αξιέπαινη προσδοκία ν’ απολαμβάνουμε τη στιγμή της ολοκλήρωσης των έργων μας, και δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς ιδιοτελές ή εγωιστικό σ’ αυτό. Έτσι μας υπόσχεται πως μετά τον κόπο που παράγει έργο έρχεται και η ευχάριστη εμπειρία της ανταμοιβής, και πως αυτή είναι ψυχικού χαρακτήρα. Η δουλειά δεν είναι για τα λεφτά μονάχα, είναι και για να χαρείς μέσα σου ακριβώς ως δημιουργός, κι αυτό είναι μια αμοιβή του ενηλίκου που τον κάνει μάλιστα ενήλικο, επειδή η χαρά αυτή είναι βίωμα που δεν το ζεις για χάρη του μπαμπά, της μαμάς, ή του δασκάλου, αλλά για τον ενήλικο εαυτό σου που λογοδοτεί στον ίδιο και όχι σ’ άλλα πρόσωπα κύρους, όπως όταν ήμασταν παιδιά που δεν κρατούσαμε το τιμόνι της ζωής μας στα χέρια μας.

Μας υπόσχεται μια μετριασμένη μέσα στον χρόνο ευχαρίστηση, καθώς ορίζει και την εφήμερη διάρκειά της, και δεν υπόσχεται τη βλαπτική πλάνη μιας άπιαστης διαρκούς μακαριότητας, αφού ξεκάθαρα μας λέει πως είναι ανέφικτη προοπτική μια τέτοια προσδοκία. Έτσι μας διδάσκει την προσωπική μας ευθύνη για τη διατήρηση των ευμενών κι ωφέλιμων αποτελεσμάτων των έργων μας. Συνάμα, μας διδάσκει την αξία των ορίων, με το σύμβολο του περιβόλου που κρατά απέξω τους περισπασμούς που θ’ απειλούσαν την πορεία των έργων που επιλέξαμε να υλοποιήσουμε προσδοκώντας την ανταμοιβή τους.

Μας προβάλλει, τέλος, πλατωνικά, ιδεαλιστικά την ουτοπία ως για πάντα χαμένη, προκειμένου να συλλάβουμε ως πρακτικά κατορθωτή την επίγεια πραγματικότητα που θα της μοιάζει αντιτυπικά, χωρίς τις ανώφελες αυταπάτες πως εάν τάχα κάτι δεν είναι αιώνιο, αναλλοίωτο, και άφθαρτο δεν μπορεί να είναι και παράδεισος.