Η εκτροπή είναι ήδη εδώ

314

Από το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, σε όλο τον κόσμο, οι περισσότερες θεσμικές παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα δεν έχουν πραγματοποιηθεί από στρατηγούς (στη δική μας περίπτωση ήταν συνταγματάρχης…), αλλά από τις ίδιες τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Ο Τσάβες στη Βενεζουέλα και ο Ερντογάν στην Τουρκία, μαζί με τις κυβερνήσεις της Σρι Λάνκα, των Φιλιππίνων, της Ρωσίας και άλλων είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Στη σύγχρονη εποχή, οι εκτροπές γίνονται μέσω των αποτελεσμάτων της κάλπης. Και αυτός ο τρόπος υπονόμευσης της δημοκρατίας είναι εξαιρετικά παραπλανητικός για το λαό. Σε ένα παραδοσιακό πραξικόπημα, όπως στη Χιλή από τον Πινοσέτ ή στην Ελλάδα από τον Παπαδόπουλο, βγήκαν τα άρματα μάχης στους δρόμους και η κατάλυση του πολιτεύματος ήταν ακαριαία και απόλυτη. Στη Χιλή ο πρόεδρος δολοφονήθηκε και το προεδρικό μέγαρο βομβαρδίστηκε. Στην Ελλάδα όλοι οι πολιτικοί φυλακίστηκαν και οι περισσότεροι εξωθήθηκαν να φύγουν από τη χώρα. Όλοι οι συνταγματικά κατοχυρωμένοι θεσμοί βρέθηκαν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της δικτατορίας.

Με την «εργαλειοποίηση» όμως των εκλογών και των δημοψηφισμάτων τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Ούτε άρματα μάχης στους δρόμους, ούτε αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τη Βουλή. Τα θεσμικά όργανα του κράτους συνεχίζουν τυπικά να λειτουργούν. Οι πολίτες συνεχίζουν να ψηφίζουν. Οι εκλεγμένοι δικτάτορες διατηρούν μία επίφαση δημοκρατίας, ενώ παράλληλα εξοβελίζουν την ουσία της.

Πολλές κυβερνητικές κινήσεις για την ανατροπή της δημοκρατίας είναι νομότυπες, υπό την έννοια ότι έχουν εγκριθεί από το νομοθετικό σώμα (τη Βουλή) ή, επιπλέον, έχουν κριθεί συνταγματικές και από τα δικαστήρια. Δεν είναι καθόλου σπάνιο οι προσπάθειες αυτές να εμφανίζονται από την κυβέρνηση ως κινήσεις «βελτίωσης» ή «εκσυχρονισμού» της δημοκρατίας με τη δικαιολογία της αναβάθμισης των δικαστικών θεσμών ή της καταπολέμησης της διαφθοράς. Ακόμα και με το προσωπείο της βελτίωσης της εκλογικής διαδικασίας…

Τα ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί, ενημερωτικά websites) συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά είτε εξαγοράζονται από συνεργάτες των κυβερνώντων είτε εξαναγκάζονται σε αυτο-λογοκρισία. Οι πολίτες συνεχίζουν να διατηρούν το δικαίωμα της κριτικής απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά συχνά βρίσκονται άνευ λόγου και αιτίας εκτεθειμένοι απέναντι στις ελεγχόμενες από το καθεστώς αρχές. Βρίσκονται λοιδορούμενοι από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ όχι για κάτι που έκαναν, αλλά _συνήθως_ για κάτι που πιστεύουν. Όχι για κάποια έκνομη πράξη ή δραστηριότητα, αλλά γιατί έχουν την οποιαδήποτε φιλική, κοινωνική ή συγγενική σχέση με τους αντιπάλους του καθεστώτος. Λόγω αυτής δε της κατ’ επίφασην ελευθερίας της έκφρασης και της κριτικής, οι περισσότεροι δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι «απολαμβάνουν» οφέλη δημοκρατίας.

Επειδή, όπως είπαμε, δεν εμφανίζεται ο στρατός στους δρόμους και δεν αναστέλλεται η λειτουργία του συντάγματος, το καθεστώς δεν διαβαίνει τον «Ρουβίκωνα» της επιβολής εμφανούς δικτατορίας, κάτι το οποίο θα ξυπνούσε τα άμεσα αντανακλαστικά της κοινωνίας. ‘Όσοι δε, αντιλαμβανόμενοι τα σημάδια κατάχρησης εξουσίας της κυβέρνησης, εκφράζονται, θεωρούνται αυτομάτως ως «γραφικοί», «υπερβολικοί» και «συνωμοσιολογούντες» από το συνεπικουρούμενο από τα ελεγχόμενα από αυτό ΜΜΕ καθεστώς. Η μετάβαση στο δικτατορικό καθεστώς γίνεται σχεδόν ανεπαισθήτως για τους περισσότερους.

Αλήθεια, πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική δημοκρατία σε μια τέτοια απόπειρα εκτροπής; Είναι οι θεσμοί μας τόσο ισχυροί ώστε να αντισταθούν στους υπονομευτές της δημοκρατίας; Είμαστε θωρακισμένοι θεσμικά περισσότερο από τη Βενεζουέλα, την Τουρκία ή τη Ρωσία;

Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από την προπαγάνδα που δεχόμαστε από τα ΜΜΕ, να δούμε τη «μεγάλη εικόνα» και να παραδειγματιστούμε από άλλες κοινωνίες που υπέστησαν αυτή τη σταδιακή μεταστροφή προς την απολυταρχία.

Η παρατήρηση αυτή θα μας αποκαλύψει πως οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τους εκλεγμένους ανά τον κόσμο δικτάτορες είναι παρόμοιες. Ο δρόμος που ακολουθήθηκε για την εκ των έσω χειραγώγηση των δημοκρατικών θεσμών είναι εντυπωσιακά όμοιος σε όλες τις περιπτώσεις. Όταν όμως αυτές οι τεχνικές αποκαλύπτονται γίνεται όλο και λιγότερο εύκολη η μετάβαση στην απολυταρχία. Η γνώση του τρόπου με τον οποίο άλλες κοινωνίες και άλλοι πολίτες αντιμετώπισαν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς καταστάσεις «δημοκρατικής εκτροπής» είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία στη χώρα μας. Τώρα. Σήμερα.

Σε όλες τις χώρες και όλες τις εποχές εμφανίζονταν δημαγωγοί οι οποίοι προσπάθησαν και, σε πολλές περιπτώσεις κατάφεραν, να πάρουν την εξουσία. Ακόμα και στις πλέον προηγμένες δημοκρατίες, με εξαιρετικά στιβαρούς και στέρεα δομημένους δημοκρατικούς θεσμούς, έχουν συμβεί τέτοια περιστατικά. Και ακόμα συμβαίνουν και θα συμβαίνουν και στο μέλλον.

Η βασική όμως δοκιμασία για τις δημοκρατίες δεν είναι το «αν θα εμφανιστούν τέτοιοι δημαγωγοί», αλλά το «αν το πολιτικό σύστημα θα εργαστεί, ώστε να τους εμποδίσει να καταλάβουν την εξουσία». Η μη ενσωμάτωσή τους στα αστικά πολιτικά κόμματα και η άρνηση κοινής πορείας μαζί τους είναι κάποιες από τις βασικές κινήσεις που θα πρέπει να γίνονται. Ακόμα και η συμπόρευση με ιδεολογικούς ή πολιτικούς αντιπάλους είναι θεμιτή όταν στόχος είναι η παρεμπόδιση της ανάληψης της εξουσίας από εξουσιομανείς λαϊκιστές.

Αυτό βέβαια είναι δύσκολο να συμβεί. Το πολιτικό κόστος, αυτή η κατάρα της πολιτικής, είναι, δυστυχώς, η πρώτη σκέψη των περισσότερων πολιτικών. Το πολιτικό θάρρος, βλέπετε, μπορεί να γράψει ανεξίτηλα το όνομα ενός πολιτικού στην ιστορία, αλλά η πρόσκαιρη πολιτική επικράτηση, ο οπορτουνισμός και η υπεροχή στην πολιτική σκακιέρα συχνά οδηγούν κόμματα και πολιτικούς σε συνεργασία με λαϊκιστές δημαγωγούς, προσβλέποντας στο μερίδιο της απήχησης που έχουν αυτοί στο εκλογικό σώμα. Και όταν συμβαίνει αυτό, η δημοκρατία ήδη βρίσκεται σε κίνδυνο.

Εφόσον όμως ο δημαγωγός καταλάβει την εξουσία, εμφανίζεται ένα δεύτερο ερώτημα–πρόβλημα: Οι δημοκρατικοί θεσμοί, κάτω από έναν αντιδημοκράτη κυβερνήτη, ποια πορεία θα έχουν; Θα περιοριστούν; Θα εξαλειφθούν; Θα αντισταθούν;

Δυστυχώς, οι θεσμοί από μόνοι τους δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν έναν αποφασισμένο και – δυστυχώς – εκλεγμένο αντιδημοκράτη ηγέτη. Οι θεσμοί πρέπει να υποστηρίζονται από τα πολιτικά κόμματα και, κυρίως, από τους πολίτες. Τους αποφασισμένους πολίτες. Μόνο που οι πολίτες θα πρέπει να λαμβάνουν ισχυρά δημοκρατικά ερεθίσματα από τα πολιτικά κόμματα, ώστε να έχουν ένα παράδειγμα προς μίμηση. Αν η λειτουργία των κομμάτων και η συμπεριφορά των πολιτικών δεν αποτελεί πρότυπο για τους πολίτες, κανένας θεσμός δεν θα μπορέσει να εμποδίσει την προέλαση του λαϊκισμού. Και, σ’ αυτή την περίπτωση, οι θεσμοί θα γίνουν «θεσμικά εμπόδια». Θα χρησιμοποιηθούν από τους εξουσιαστές ενάντια σε αυτούς για την προστασία και την υπεράσπιση των οποίων θεσπίστηκαν.

Με αυτόν τον τρόπο εξουσιομανείς δημαγωγοί καταλαμβάνουν την εξουσία. «Εργαλειοποιώντας» τη δικαιοσύνη, απαξιώνοντας τους θεσμούς, εξαγοράζοντας τα ΜΜΕ, απειλώντας και εξαθλιώνοντας τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και ξαναγράφοντας τους κανόνες της πολιτικής αντιπαράθεσης προς όφελός τους. Είναι τραγελαφικό, αλλά η πορεία προς τον αυταρχισμό και τη δικτατορία γίνεται με τη χρήση των ιδίων των εργαλείων της δημοκρατίας. Γίνεται όμως τόσο ήπια, ανεπαίσθητα, αναίμακτα και – κυρίως – νόμιμα που, όταν η δημοκρατία έχει πλέον «πεθάνει», όλοι αναρωτιούνται γιατί δεν εμφάνισε «σημάδια ασθένειας»!

Στην Ελλάδα έχουμε παράδοση να δίνουμε την εξουσία σε λαϊκιστές. Το κάναμε το 1920 ρίχνοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο και φέρνοντας στην εξουσία το Δημήτριο Γούναρη. Μετά είχαμε τη μικρασιατική καταστροφή….

Το κάναμε ξανά το 1981 μη εκλέγοντας τον «gentleman της πολιτικής» Γεώργιο Ράλλη και φέρνοντας στην εξουσία τον Ανδρέα Παπανδρέου. Μετά ήρθε η πλήρης αποσάθρωση κάθε έννοιας πολιτικής σοβαρότητας και ευγένειας. Ο με κάθε μέσο εξευτελισμός του αντιπάλου έγινε κανόνας και ο κιτρινισμός στη δημοσιογραφία νόμος. Όλα έπρεπε να ελέγχονται από το κράτος, το κόμμα και τους κολαούζους του. Βλεπετε, πέσαμε στη φάκα του «αυριανισμού».

Μήπως όμως και στην εποχή μας είμαστε και πάλι στο σημείο όπου έχουμε φέρει στην εξουσία ανθρώπους με καθεστωτική αντίληψη; Αν ναι, η απειλή της εκτροπής πόσο μεγάλη είναι; Μήπως το σύνταγμά μας δεν είναι έτσι δομημένο ώστε να αυτοπροστατεύεται και να προστατεύει τους πολίτες;

Αρκετοί θεωρούν τις ανωτέρω ερωτήσεις ρητορικές ή παραπλανητικές και τους εκφέροντες απόψεις φόβου για το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας κινδυνολόγους. Θα τους προέτρεπα όμως να κρατήσουν μια επιφύλαξη για την απόλυτη ορθότητα της κρίσης τους…

Εκτός από τους τυπικούς θεσμούς, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη δημοκρατία, υπάρχουν και κάποιοι άγραφοι αλλά εξαιρετικά ουσιώδεις κανόνες, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν ώστε το πολίτευμα να μην κινδυνεύει: Αμοιβαία αποδοχή από όλες τις εκφράσεις του πολιτικού φάσματος ότι αποδέχονται τους άλλους ως νόμιμους αντιπάλους και εδραιωμένη αντίληψη ότι οι πολιτικοί πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους με σοβαρότητα και αυτοσυγκράτηση.

Αυτοί οι δύο άγραφοι κανόνες έγινε προσπάθεια από το 1974 και μετά να εδραιωθούν στην κοινωνία. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1975 και η άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου το 1989 ήταν ορισμένες από τις κινήσεις της κεντροδεξιάς προς την εξομάλυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Από την πλευρά όμως της αριστεράς δεν έγινε καμία αντίστοιχη ενέργεια. Αντιθέτως, η στάση της κεντροδεξιάς εξελήφθη ως ομολογία ενοχής, συμβάλλοντας έτσι στην αποθράσυνσητων εξτρεμιστικών στοιχείων που υπήρχαν στους κόλπους της αριστεράς. Το γεγονός ότι η μη παραδοχή των ανωτέρω δύο κανόνων κατέστρεψε τις δημοκρατίες στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1930 και στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1960, κανένα μάθημα δεν έδωσε στην ελληνική αριστερά. Με φωτεινές εξαιρέσεις κάποια στελέχη της, η συντριπτικήπλειοψηφία της αριστεράς ανδρώθηκε με την ιδέα της ηρωοποίησης και θυματοποίησης των ηττημέτων του εμφυλίου και της δαιμονοποίησης των νικητών.

Σήμερα όμως, τα εξτρεμιστικά αυτά στοιχεία βρίσκονται στην εξουσία. Η διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών, διαδικασιών και αντιλήψεων όπως εδραιώθηκαν από το 1974 και μετά, επιταχύνθηκε από την οικονομική κατάρρευση και τη χρεοκοπία του 2010. Η αμφισβήτηση της «δημοκρατικότητας» των αντιπάλων έγινε το όχημα για την κατάκτηση της εξουσίας με κάθε μέσο. Οι «γερμανοτσολιάδες, προσκυνημένοι» δεν θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως νόμιμοι αντιπαλοι άλλωστε. Έπρεπε να υποβιβαστούν, να λοιδορηθούν, να χάσουν κάθε δημοκρατική και πολιτική νομιμοποίηση ώστε, στη συνέχεια, οι εθνικολαϊκιστές να κάνουν «ρεσάλτο» στην εξουσία.

Οι όποιες προσπάθειες έγιναν μετά το 1974 για εθνική συμφιλίωση πυροδότησαν μία ιδεολογική πόλωση από την πλευρά της αριστεράς, η οποία διέστρεψε κάθε πολιτική αντιπαράθεση σε υπαρξιακή σύγκρουση για την εξολόθρευση του αντιπάλου. Όμως, αν έχει αποδείξει κάτι η ιστορία είναι ότι η ακραία πόλωση δεν σκοτώνει τον αντίπαλο. Σκοτώνει τη δημοκρατία.

Συνεπώς, στη σημερινή περίοδο υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για να βρισκόμαστε σε εγρήγορση. Το 2015 δεν επιλέξαμε απλώς έναν εξουσιομανή δημαγωγό και έναν εθνικολαϊκιστή για να μας κυβερνήσουν. Το κάναμε τη στιγμή που οι κανόνες της δημοκρατικής λειτουργίας είχαν υποστεί ανήκεστο βλάβη μετά από δεκαετίες ύπουλης ιδεολογικής διάβρωσης από την αριστερά.

Αν όμως η ιστορία έχει διδάξει ότι η ακραία πόλωση σκοτώνει τη δημοκρατία, έχει επιπλέον διδάξει ότι η εκτροπή δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε μη αναστρέψιμη.

Η προστασία της δημοκρατίας δεν απαιτεί φόβο ή οργή. Απαιτεί ταπεινότητα, αποφασιστικότητα και τόλμη. Απαιτεί να αναγνωρίσουμε, μέσω της γνώσης της ιστορίας και της παρακολούθησης των εν εξελίξει δημοκρατικών εκτροπών ανά τον κόσμο, τα αναγνωριστικά εκείνα σημάδια της εκτροπής στη δική μας δημοκρατία.

Αν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε έναν κατάλογο με τα βήματα που κατέστρεψαν τις δημοκρατίες σε άλλες χώρες τα τελευταία 150 χρόνια, θα μπορούσαμε ευκολότερα να αντιληφθούμε τι συμβαίνει στη χώρα μας αυτή τη στιγμή. Κι αν δημιουργούσαμε κι έναν άλλο κατάλογο με τους τρόπους με τους οποίους πολίτες άλλων χωρών εμπόδισαν την εκτροπή στη δική τους χώρα, τότε ίσως θα αποκτούσαμεκι έναν οδικό χάρτη για να οδηγηθούμε στο ξέφωτο.

Πρώτα όμως ας διδαχθούμε από τη δική μας ιστορία. Έχουμε κάνει ξανά τα ίδια λάθη. Είναι στο χέρι μας να μην έχουν και πάλι την ίδια με τις προηγούμενες φορές τραγική κατάληξη.

Γιατί, για άλλη μία φορά, η ιστορία δεν θα επαναληφθεί ως φάρσα, αλλά ως τραγωδία.

Μην ξεχνάτε, η Σμύρνη ήταν ελληνική και ο Εμφύλιος ξεκίνησε πριν καν φύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα …

*Ο Ηλίας Ψυχογιός έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Ελλάδα και Τεχνολογίες Διαδικτύου στη Σκωτία. Έχει εργαστεί σε πολυεθνικές εταιρείες του τουρισμού και την πληροφορικής. Επικοινωνήστε μαζί του στο https://twitter.com/psichogioselias