Η μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει αποτύχει

167

Χρήστος Τσάκος, φοιτητής Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, από όταν υπεγράφη η περιβόητη Διακήρυξη των Αθηνών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, προσπαθεί να «πλασάρει» στους πολίτες μέσω των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ το ψευδές αφήγημα ότι οι μεταναστευτικές ροές στο Αιγαίο έχουν μειωθεί δραστικά.

Κάτι τέτοιο φυσικά δεν στέκει, αφού τα περιστατικά εντοπισμού και διάσωσης μεταναστών είναι πλέον καθημερινά, με τον αριθμό των υπηκόων τρίτων χωρών που περνούν παράτυπα τα θαλάσσια σύνορα να ξεπερνά ακόμη και τους 250 την ημέρα σε Αιγαίο και Κρήτη. Μάλιστα, σύμφωνα με το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρου Ελέγχου και Επιτήρησης Συνόρων, τις πρώτες 19 ημέρες του Μαΐου αποβιβάστηκαν σε ακτές των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου σχεδόν 2.200 πρόσφυγες και μετανάστες, όταν πέρυσι όλο τον Μάιο οι αφίξεις ήταν 1.323 ενώ έναν χρόνο νωρίτερα μόλις 1.009! Επιπρόσθετα, επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν υποδεχτεί περίπου 8.000 αιτούντες άσυλο από την αρχή του έτους έως και τον Μάρτιο, σε σύγκριση με περίπου 3.000 την ίδια περίοδο το 2023, σημειώνοντας αύξηση 166%. Συνεπώς, η διαδρομή της Ανατολικής Μεσογείου κάθε άλλο παρά κλειστή είναι για τους λαθροδιακινητές.

Η κατάσταση δυστυχώς μοιάζει να έχει φτάσει στο απροχώρητο, κι αυτό αποδεικνύεται πλέον και από δηλώσεις βουλευτών της ΝΔ, οι οποίοι δε διστάζουν να «καρφώσουν» την κυβέρνηση, εσκεμμένα ή άθελά τους, για την μεγάλη αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Συγκεκριμένα, οι βολές προς τον κ. Καιρίδη ήρθαν εκ στόματος του τέως υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου Νότη Μηταράκη τον περασμένο Φεβρουάριο, ο οποίος μίλησε για «πρωτοφανή έκρηξη και ανησυχητικό ρεκόρ ροών που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες», καθώς και τόνισε πως «οι συνολικές ροές του διμήνου φαίνεται ότι θα πλησιάσουν τις επτά χιλιάδες, αυτός είναι ένας υπερδιπλασιασμός σε σχέση με το 2023».

Το κύριο πρόβλημα όμως πλέον δεν εντοπίζεται στο Αιγαίο, αλλά στην Κρήτη, όπου σχεδόν καθημερινά δεκάδες μετανάστες φθάνουν στις νότιες ακτές του νησιού, κυρίως από την Λιβύη. Σε τι όμως οφείλεται η κατακόρυφη αυτή αύξηση των ροών προς την Κρήτη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη, αρκεί να πάμε μόλις δύο-τρείς μήνες πίσω.

Η σημερινή μεταναστευτική κρίση που φαίνεται «να γεννάται» στην Κρήτη, είναι φυσικό επακόλουθο των διαδοχικών συμφωνιών της Ιταλίας, υπό την Τζόρτζια Μελόνι, με τη Λιβύη, αλλά και της απραγίας της κυβέρνησης για την έγκαιρη πρόληψη και αντιμετώπιση των όσων έπονταν. Τόσο η συμφωνία με την τουρκόφιλη κυβέρνηση της Τρίπολης, όσο και αυτή με τον Χαφτάρ που ελέγχει την ανατολική Λιβύη, αφορούν τις μεταναστευτικές ροές προς την Ιταλία, ανακατευθύνοντας ουσιαστικά τους λαθρέμπορους προς τη Γαύδο και τις ακτές της Κρήτης. Ενδεικτική είναι η δήλωση του εκτελεστικού διευθυντή της Frontex, Χανς Λέιτενς ο οποίος δήλωσε πως «στη διαδρομή της Κεντρικής Μεσογείου παρατηρήθηκε σημαντική μείωση», εννοώντας αυτή της Λιβύης προς την Ιταλία, ενώ τόνισε ότι «παρατηρήσαμε σημαντική αύξηση των παράτυπων διελεύσεων των συνόρων κατά μήκος της διαδρομής της Ανατολικής Μεσογείου».

Το ζήτημα δεν είναι τι κάνει η Μελόνι, η οποία κοιτάει να εξυπηρετήσει δικά της εθνικά συμφέροντα, αλλά το πώς πρέπει να αντιδράσουμε εμείς. Μέχρι στιγμής, απόλυτη σιωπή και μηδενικές πράξεις από τη κυβέρνηση. Τρία βασικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν είναι αρχικά η όσο το δυνατόν καλύτερη φύλαξη των θαλασσίων συνόρων μας, μέσω της αύξησης των περιπολιών από το λιμενικό, η αίτηση περαιτέρω συνδρομής από τη Frontex, καθώς και η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, μέρος των οποίων πηγαίνει σε «ύποπτες» ΜΚΟ αντί των αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών.

Φυσικά, αυτό είναι το ελάχιστο που μπορούμε να πράξουμε, σε καμία περίπτωση δεν αρκεί. Η κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να λάβει ουσιαστική δράση κι όχι απλώς «να ρίχνει στάχτη» στα μάτια των Ελλήνων. Ο καλύτερος τρόπος να μειωθούν οι ροές είναι η Ελλάδα να καταστεί μη ελκυστικός προορισμός για τους μετανάστες, μέσω π.χ. της απαγόρευσης εξαγωγής συναλλάγματος από παράτυπους μετανάστες ή της διακοπής χορήγησης επιδομάτων και παροχών. Εκτός αυτού, απαραίτητη είναι και η αυστηροποίηση των ποινών των λαθροδιακινητών στο μέγιστο, ενώ, παρά τις φωνές κάποιων δήθεν «δικαιωματιστών», αναγκαία είναι και τα pushbacks (επαναπροωθήσεις) μεταναστών. Βεβαίως, αυτά είναι μόλις λίγα από τα ενδεχόμενα μέτρα που μπορούμε να πάρουμε για το ζήτημα της παράτυπης μετανάστευσης.

Παρόλο που επικαλείται συνεχώς τον «φιλοευρωπαϊσμό» της, η κυβέρνηση επιλέγει να κλείνει συνειδητά τα μάτια σε παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού. Πρέπει και εμείς να συνάψουμε συμφωνίες με τρίτες χώρες της Αφρικής ή της Ασίας, όπως έκανε η Ιταλία, από τις οποίες έρχονται μετανάστες προς την Ευρώπη. Η Μελόνι φυσικά δεν περιορίστηκε μόνο εκεί, αφού υπέγραψε συμφωνία με τον Αλβανό πρωθυπουργό Έντι Ράμα προκειμένου να δημιουργηθούν κέντρα κράτησης στην Αλβανία για μετανάστες των οποίων η αίτηση ασύλου εξετάζεται στην Ιταλία. Κάτι παρόμοιο μπορούμε να κάνουμε κι εμείς, ή έστω να εκμεταλλευτούμε το γεγονός πως έχουμε τόσα ακατοίκητα νησιά και να φτιάξουμε εκεί τέτοιες δομές. Ακόμη, το βρετανικό μοντέλο προώθησης στη Ρουάντα όσων μεταναστών απορρίπτεται η αίτηση ασύλου, είναι κάτι που επίσης αξίζει να εξετάσουμε.

Τέλος, η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και η υπόλοιπη κεντροδεξιά πανευρωπαϊκά, υπερασπίζονται το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης που ψηφίστηκε πρόσφατα, διαλαλώντας ότι η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού θα καταστεί ευκολότερη. Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τη πραγματικότητα, καθώς το νέο σύμφωνο δεν αφορά πιθανές απελάσεις ή σφράγισμα των ευρωπαϊκών συνόρων, αλλά κυρίως τον «διαμοιρασμό» των μεταναστών μεταξύ των κρατών της ΕΕ. Ταυτόχρονα, δίνονται περαιτέρω εξουσίες στο «υπερκράτος» των Βρυξελλών, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πράξεις του ελληνικού λιμενικού και της συνοριοφυλακής.