Ξιφίας

327

Γράφει ο Στέλιος Ιατρού

Στο ιότροπο βίντεο που είδαμε οι περισσότεροι, εκείνο με την καταδίωξη και τη
φόνευση του ξιφία στη Χαλκίδα απ’ τους λουόμενους, παρακολουθήσαμε την
αυθόρμητη συγκρότηση και τη χωρίς πρότερη συνεννόηση συντονισμένη δράση
διαφόρων προσώπων για την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Τα πρόσωπα αυτά έφτιαξαν
μιαν εφήμερη συναισθηματική κοινότητα που τα μέλη της προέβησαν σε μια δράση.

Μια συναισθηματική κοινότητα άλλοτε συγκροτείται αργά και σταθερά μέσα απ’ το
πέρασμα ετών ή και αιώνων, κι άλλοτε, όπως στο βίντεο, αυθόρμητα κι αστραπιαία,
πάνω στη βάση μιας κοινής συναίσθησης εκείνη τη στιγμή, η οποία διαμορφώνεται
μέσα στις ψυχές των προσώπων που πρόκειται να καταστούν μέλη της, ή κάποιων
δυνατών ενστίκτων ή έντονων συναισθημάτων που εν συνεχεία εκφράζονται με
αντιδράσεις εξίσου κοινού χαρακτήρα κατά την εκδήλωσή τους.

Δηλαδή, χωρίς να έχουν προσυνεννοηθεί, αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται τα ίδια
συναισθήματα όταν βρεθούν απέναντι σε μια πρόκληση ή μέσα σε μια περίσταση της
πραγματικότητας, και αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο για την αντιμετώπισή της.
Βρισκόμαστε στον χώρο της γνωστικής – συμπεριφορικής ψυχολογίας, αλλά τώρα
στην κλίμακα της κοινότητας.

Τί πάει να πει αυτό; Σημαίνει πως επειδή όλοι μας πάνω κάτω διδασκόμαστε απ’ τη
γέννησή μας κι έπειτα το πώς ν’ αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και πώς να τα
ταξινομούμε, λογουχάρη ως απειλή, ως ευχάριστη εμπειρία, ως δυσάρεστη, κ.ο.κ.
(αυτό είναι το γνωστικό κομμάτι), κι επειδή επίσης διδασκόμαστε ποιά είναι η
δέουσα, η εύλογη, η αποδεκτή, η απαράδεκτη, κ.ο.κ., συμπεριφορά αντίδρασης
απέναντι στις προκλήσεις του κόσμου γύρω μας (αυτό είναι το συμπεριφορικό
κομμάτι), δεν χρειάζεται πρότερη συνεννόηση προκειμένου ένας αριθμός ανθρώπων:

• πρώτον, να συγκροτηθεί σε κοινοτικό σύνολο, δηλαδή σε κοινότητα που
παρουσιάζει ομοιογένεια ταυτότητας και συμπεριφοράς,
• δεύτερον, να πιστέψει πως μια τυχαία πρόκληση αφορά τους πάντες μέσα σ’ αυτό
το σύνολο στον ίδιο βαθμό, επομένως είναι ακριβώς η αντίληψη της πρόκλησης ως
κοινής που συνιστά τη συγκολλητική ουσία της κοινότητας, και

• τρίτον, πως μοιράζεται κοινή μοίρα όταν βρεθεί απέναντι στην πρόκληση, δηλαδή
πως εάν (δεν) αντιδράσουν όλοι έτσι ή όλοι αλλιώς με κοινό τρόπο, η έκβαση θα τους
αφορά όλους το ίδιο, είτε προς βλάβη είτε προς ωφέλεια

Η κοινή αντίληψη για το παρόν, η κοινή αντίδραση απέναντι στην πρόκληση, και η
κοινή προσδοκία της ίδιας μοίρας στο μέλλον συγκροτούν το τυχαίο σύνολο σε
κοινότητα, που, επειδή ως αφορμή συγκρότησης αλλά και ως συμπεριφορά σχετίζεται
με το συναίσθημα, την λέμε συναισθηματική.

Πάμε πίσω στο βίντεο: ποιό συναίσθημα σχετίζεται εκεί με όσα είδαμε;

Είναι κάμποσα. Βαθμιαία, έχουμε την έκπληξη, το ξάφνιασμα των λουόμενων που
αντίκρισαν κάτι ανοίκειο μέσα στο νερό, το υγρό στοιχείο που ούτως ή άλλως
πάντοτε το προσεγγίζουμε με μιαν επιφύλαξη είτε για πνιγμό είτε για τα πλάσματα
που ζουν μέσα του και που δεν τα βλέπουμε. Θυμηθείτε και τις ταινίες «Τα Σαγόνια
του Καρχαρία». Συνήθως η συνάντηση με το απροσδόκητο μας προετοιμάζει με
τρόπο ψυχικά δυσάρεστο για κάτι, και η πρώτη μας αντίδραση είναι να
αξιολογήσουμε εάν ωφελεί να μείνουμε και να το αντιμετωπίσουμε ή να φύγουμε για
να γλιτώσουμε απ’ τον ενδεχόμενο κίνδυνο, αντίδραση που η γνωστική ψυχολογία το
προσδιορισε, ο Walter Bradford Cannon συγκεκριμένα, ως “fight or flight response”:
πρόκειται για μιαν αντίδραση με την οποία πάντοτε και χωρίς χρονοτριβή
ανταποκρινόμαστε σ’ ένα ερέθισμα που γίνεται αντιληπτό ως πρόκληση
αναμέτρησης, ως επίθεση, προσβολή, ως βλαβερή περίσταση, ή ως απειλή για την
επιβίωσή μας. Στη συνέχεια έχουμε την ανησυχία της ενδεχόμενης απειλής, ανησυχία
που μεγεθύνεται απ’ την παρουσία γυναικών και παιδιών, που η διδαγμένη δέουσα
συμπεριφορά είναι να προστατευθούν απ’ τους άντρες. Κατόπιν έχουμε τη βία, ως
εκδήλωση της αίσθησης δύναμης απ’ όσους κατέστησαν θηρευτές, ή καλύτερα, τη
είδαν έτσι.

Πίσω απ’ αυτό το τελευταίο έχουμε ένα ένστικτο θήρευσης απωθημένο στους άντρες
που τροφοδοτείται κι απ’ τις γυναικείες προτροπές, ένστικτο που ψευδώς δικαιολογεί
ως δηθεν εύλογη την άσκηση μέχρι και θανάσιμης βίας, η οποία στις μέρες μας δεν
δικαιολογείται βέβαια, γιατί δεν έχουμε καμία τροφοσυλλεκτική ανάγκη άσκησης
τέτοιας βίας όταν συναντηθούμε τυχαία μ’ ένα άγριο ζώο στο φυσικό του ενδιαίτημα.
Η άσκηση βίας είναι ένας απ’ τους πλέον συχνούς και ισχυρούς τρόπους αυθόρμητης
συγκρότησης συναισθηματικών κοινοτήτων, λογουχάρη οι οπαδοί μιας ομάδας
ενισχύουν τους δεσμούς κοινότητας μεταξύ τους ασκώντας βία, σπάζοντας
καταστήματα κι αυτοκίνητα στους δρόμους της πόλης μετά από ’να κακό αποτέλεσμα
στο γήπεδο.

Η βία παράγει άμεσα ορατό έργο, κι έτσι η δύναμη που αυτή εκφράζει μετατρέπεται
σε μετρήσιμη ισχύ, για να θυμηθούμε και τη σχολική φυσική μας. Η ισχύς είναι το
μέγεθος που μετρά την παραγωγή έργου, τον ρυθμό δηλαδή της μεταβολή του έργου,
το πώς η ενέργεια που ξοδεύεται πάνω στη γραμμή του χρόνου γεννά απτές
συνέπειες.

Οι αυθόρμητα συγκροτούμενες συναισθηματικές κοινότητες δεν έχουν την
πολυτέλεια να περιμένουν να δουν στο βάθος της γραμμής του χρόνου τ’
αποτελέσματα της δράσης τους, πολυτέλεια που διαθέτουν οι κοινότητες
μακρόσυρτης συγκρότησης, π.χ. τα έθνη, που η μονάδα μέτρησης του έργου τους
είναι φαινόμενα της μεγάλης κλίμακας και του μακρού χρόνου. Γι’ αυτό και η βίαιη,
ακόμα και θανάσιμη συμπεριφορά που παράγει απτά κι αναντίρρητα αποτελέσματα
ορατά σε όλους τους παρόντες, συγκροτεί αδιαμεσολάβητα, αυτοστιγμεί δηλαδή,
ταυτότητες που ξεπερνούν τον μικρόκοσμο του ατόμου, και το εντάσσουν στον
υπέρκοσμο της κοινότητας.

Η σκοπιμότητα που υπηρετεί μια κοινότητα είναι να τροφοδοτήσει και να ενισχύσει
στο άτομο το αίσθημα του συνανήκειν, πως δηλαδή δεν είναι μοναχό του μέσα στον
κόσμο των απειλών και των προκλήσεων, αλλά πως μαζί με άλλους ανήκει σε μια
κοινότητα, πως τα ελλείμματα του ενός συμπληρώνονται απ’ τα πλεονάσματα και τις
αρετές του άλλου, και πως η κοινότητα πολλαπλασιάζει έτσι την ειδάλλως πενιχρή
δύναμή του, δίνει νόημα στη συμμετοχή του με δράσεις στον έλεγχο του κόσμου
γύρω του, και καθιστά το άτομο ικανό να παραγάγει έργο μετρήσιμο και ουσιώδες,
που έχει σημασία.

Μια ικανή κι αναγκαία συνθήκη ήταν που κατέστησε τη βία πρώτη καταφυγή στην
κοινότητα αυτή του βίντεο: ήταν το συναίσθημα που βιώνουν άτομα μέσα σε
συμφραζόμενα μακρόχρονης κρίσης πως έχουν απωλέσει τον έλεγχο της ζωής τους.
Για να το αντιμετωπίσουν, τα άτομα επιδιώκουν να ενταχθούν σε κοινότητες που θα
τους δώσουν την ψευδαίσθηση πως ανήκοντας κάπου υψηλότερα και ευρύτερα και
ισχυρότερα απ’ τους ίδιους έτσι αποκτά κι η ύπαρξή τους ξανά νόημα. Εκτρέπονται
όμως στη θανάσιμη βία, γιατί η θανάτωση ενός πλάσματος τους αφήνει μιαν εθιστική
επίγευση ελέγχου πάνω στη ζωή, κάτι που συνιστά γνωστική πλάνη.

Κοινότητες με άλυτα ακόμα κάποια καίρια ζητήματα ταυτότητας και κυρίως
ζητήματα υπαρξιακής αντίληψης τείνουν να διψούν για αίμα κι έτσι να εκτρέπονται
στη βία ή στην τυραννική καταπίεση. Είναι κατεξοχήν δυσανεκτικές απέναντι στους
αδυνάμους κι όσους γίνονται αντιληπτοί ως μειονοτικοί, ανυπεράσπιστοι, ασθενικοί,
απομονωμένοι, και αποσυνάγωγοι. Μηχανισμοί κοινωνικού εξελικτικισμού—η
επιβίωση του ισχυρότερου ή δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρότερου,
κ.ά.—αποκτούν μια διάδοση σαν ψευδεπίγραφα θέσφατα ανάμεσα στις κοινότητες
που επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους τη θέση της νόρμας κι ενθαρρύνουν αδήλως ή

και φανερώς καμιά φορά, με θράσος, τη συγκρότηση εγκληματικών οργανώσεων
ανοιχτής ή κεκαλυμμένης παραβατικής συμπεριφοράς, ή κινημάτων απόρριψης και
διαμαρτυρίας κατά των πλαισίων της θεσμικής νομιμότητας, που περιγράφεται συχνά
ως ελλιπής και αναποτελεσματική, ενώ προκρίνουν την άμεση αυτοδικία έναντι της
αργόσυρτης θεσμικής διαδικασίας. Τα πρόσωπα σε τέτοιες συναισθηματικές
κοινότητες καταφεύγουν χωρίς υπομονή στις επιπόλαιες, άμεσου χαρακτήρα
συλλογικές δράσεις, κι απορρίπτουν την προσεκτική μελέτη, την προετοιμασία, και
την οργανωμένη επένδυση χρόνου και κόπου, γιατί στο βάθος τους δεν νοιάζονται να
φέρουν κάποιαν μακροπρόθεσμη κοινή ωφέλεια, αλλά να επιβεβαιώσουν την
ταυτότητα τους, το κοινοτικό εγώ τους, και ν’ αποδείξουν σε όλους πως έχουν νόημα
κι αξία.

Οι συναισθηματικές κοινότητες τέτοιας λογής διαλύονται αυθόρμητα και με ταχύτητα
ανάλογη μ’ εκείνην με την οποία συνήλθαν σε σύνολα, όταν πια έχει ολοκληρωθεί η
συμπεριφορική εκδήλωση των συναισθημάτων που τις συγκρότησαν. Το υπαρξιακό
έλλειμμα επιστρέφει στις ψυχές των μελών τους, που επιχειρούν μέσα από αφηγήσεις
των κατορθωμάτων τους να διατηρήσουν αναμμένη την εφήμερη φλόγα της ψυχικής
επάρκειας, όμως αισθάνονται και πάλι κενά κι αβοήθητα, απομονωμένα, ανάξια,
υποταγμένα, κι αποζητούν την επανάληψη της εθιστικά «ευχάριστης» εμπειρίας που
έζησαν όταν σκότωναν ένα πλάσμα ή κατέστρεφαν μαζί με άλλους ένα περιουσιακό
στοιχείο. Καμιά φορά καταλήγουν να συγκροτούν όχλους που σκοτώνουν έναν
άνθρωπο σε δημόσιο χώρο, στην κοινή θέα όλων, γιατί οι δημόσιες χειρονομίες
συμβολικού χαρακτήρα χάνουν το νόημά τους εάν συντελεστούν κάπου που δεν θα
τις δει κανείς.