Ανήκει η ΝΔ στην Δύση;

193

Του Χάρη Τσιλιώτη*

Η ΝΔ από καταβολής της υπήρξε το πιο φιλοδυτικό, φιλοευρωπαϊκό και κοσμοπολίτικο κόμμα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όταν ο ιδρυτής της τόνιζε ότι «ανήκομεν στην Δύση» και πάσχιζε να εντάξει την χώρα μας στην σπουδαία ευρωπαϊκή οικογένεια που έμελλε μετά από χρόνια να μεγαλώσει τόσο που να περιλάβει σχεδόν όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, οι αντίπαλοί της τον λοιδορούσαν και φώναζαν «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και άλλα όμοια. Η ΝΔ και οι μετέπειτα ηγέτες της ήταν αυτοί που πίστευαν, πιστοί στην παρακαταθήκη του ιδρυτή της, ότι η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα που σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές τοπίο χρειάζεται ισχυρές συμμαχίες για να πετύχει την οικονομική και κοινωνική της πρόοδο και να εξασφαλίσει κατά τον καλλίτερο τρόπο και τα εθνικά της θέματα. Οι εξελίξεις δικαίωσαν τους κατά καιρούς ηγέτες της ΝΔ, όπου εκτός από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, εξέχοντα ρόλο στην προώθηση αυτών των θέσεων είχαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Κώστας Καραμανλής ως επί σειράν ετών Αρχηγοί της ΝΔ και Πρωθυπουργοί, με αποτέλεσμα τις θέσεις αυτές να υιοθετήσουν και οι αντίπαλοί της, κυρίως το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ιδιαίτερα υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Το μακεδονικό ζήτημα, όμως, τόσο στην πρώτη φάση του επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όσο και στην (μέχρι στιγμής) τελευταία, την Συμφωνία των Πρεσπών, έθεσε εν αμφιβόλω τις σχέσεις της χώρας μας με την Ευρώπη, ιδιαίτερα δε στην τελευταία περίπτωση έχει θέσει εν αμφιβόλω τις σχέσεις της ΝΔ με την Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο γενικότερα. Τα πράγματα, όμως, έχουν μία γενικότερη δυναμική που ξεπερνάει αυτή του μακεδονικού ζητήματος και της Συμφωνίας των Πρεσπών ειδικότερα. Εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο αντιμετώπισης της ΝΔ από τους ευρωπαίους εταίρους μας, ακόμη και μέσα στην ιδεολογική οικογένεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος που ανήκει η ΝΔ, όπως φάνηκε άλλωστε και στο θέμα της ψήφισης και εφαρμογής των Μνημονίων στην χώρα μας.

Το σύνολο σχεδόν των εταίρων και συμμάχων μας ελαύνεται από την κατά βάση σωστή αντίληψη ότι οι Έλληνες είναι ένας ιδιόρρυθμος και εν πολλοίς ανορθολογικός λαός που στην πλειοψηφία του, συνειδητά ή υποσυνείδητα, πιστεύει ότι η Δεξιά είναι «ενδοτική» εάν όχι «προδοτική» και αντιμάχεται ό,τι αυτή διαπραγματεύεται ως «προδοτικό» ή «ξεπούλημα» εις βάρος των συμφερόντων του λαού, ενώ η Αριστερά/Κεντροαριστερά (Δημοκρατική Παράταξη) είναι δήθεν «εθνικά υπερήφανη» και διαπραγματεύεται σκληρά υπέρ των συμφερόντων του, άσχετα εάν στο τέλος κάνει περισσότερες υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις απ’ ό,τι η Δεξιά. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο λαός «χωνεύει» πιο εύκολα μία λύση προερχόμενη από μία αριστερή/κεντροαριστερή Κυβέρνηση, έστω και χειρότερη, από μία, ακόμη και καλλίτερη λύση προερχόμενη από την Κεντροδεξιά. Ο μύθος αυτός που έχει τις ρίζες του στον πρώτο διχασμό, καλλιεργήθηκε κυρίως μεταπολιτευτικά και βρήκε την αποθέωσή του κατά την πρώτη παπανδρεϊκή περίοδο του ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του 80 και βόλευε πολύ τον ξένο (τότε κυρίως αμερικανικό) παράγοντα (μην ξεχνάμε τι έγινε με το θέμα των αμερικανικών βάσεων). Έχοντας λοιπόν συναίσθηση του μύθου αυτού που διέπει ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που όπως αποδείχθηκε αργότερα ανήκει και στην εθνικολαϊκιστική Δεξιά, έκριναν το 2014 ότι θα πρέπει να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια του Σαμαρά, παρά την επιτυχή εφαρμογή του δεύτερου Μνημονίου. Έτσι, χωρίς να ασκούν καμία πίεση στον Τσίπρα διευκόλυναν τον ερχομό του στην εξουσία, με την ελπίδα ότι με αυτόν και το «δεξιό» – εθνικολαϊκιστικό άλλοθι του Πάνου Καμμένου, που είχε ενεργοποιήσει ανάλογα σύνδρομα στο εθνικολαϊκιστικό κομμάτι της συντηρητικής παράταξης και την υποδόροια υποστήριξη της εθνικιστικής Άκρας Δεξιάς, θα πετύχουν καλλίτερα και με λιγότερες αντιδράσεις, ό,τι δεν μπόρεσε να πετύχει η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου. Η συνέχεια είναι γνωστή, το τρίτο Μνημόνιο και ζημία 100 δισ. στην πλάτη του ελληνικού λαού.

Αναλογικά το ίδιο συμβαίνει και με την «επίλυση» του Μακεδονικού ζητήματος. Εκμεταλλευόμενοι την αδηφάγα επιθυμία του Τσίπρα και των συν αυτώ για εξουσία με κάθε κόστος και τίμημα, και ενδεχομένως εκβιάζοντάς τον, εάν πιστέψουμε τον Ζαν Κλωντ Γιούνκερ διά του Politico, του επέβαλαν την επίλυση του Μακεδονικού ζητήματος με μία εθνικά επιζήμια συμφωνία, που ουσιαστικά δεν επιλύει τα καυτά προβλήματα του «Μακεδονισμού» εις βάρος των εθνικών συμφερόντων. Παρά τις ογκώδεις διαδηλώσεις κατά της Συμφωνίας, η Συμφωνία αυτή όχι μόνο πέρασε στην Βουλή, αλλά η πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος ουσιαστικά έχει αυξηθεί με την υποστήριξη και αναμενόμενη προσχώρηση στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ βουλευτών προερχόμενων από άλλα κόμματα (ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΑΝΕΛ, Το Ποτάμι). Δεν μπορώ να διανοηθώ τι θα είχε γίνει εάν μία ανάλογη Συμφωνία είχε περάσει επί ΝΔ ή ακόμη και επί ΠΑΣΟΚ.

Τα παραπάνω δείχνουν τον κυνισμό των εταίρων μας στην στάση τους απέναντι στα εσωτερικά δρώμενα στην χώρα μας. Η ρήση της Άνγκελα Μέρκελ και του Βόλφγανγκ Σόιμπλε σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις τους ότι «εμάς δεν μας ενδιαφέρουν οι ιδεολογίες αλλά το ποιος εφαρμόζει με επιτυχία προγράμματα» νομίζω ότι τα λέει όλα. Στην περίπτωση της επίλυσης του Μακεδονικού αυτό θα πρέπει να μεταφρασθεί «μας ενδιαφέρει ποιος μπορεί να υπογράφει συμφωνίες».

Παρ’ όλα αυτά το ζήτημα δεν είναι η ρήξη της ΝΔ με τους εταίρους μας στην ΕΕ και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ αλλά η αναδιάταξη των σχέσεων αυτών σε πιο ρεαλιστική και λιγότερο ιδεολογικοποιημένη βάση. Άλλωστε όπως έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος «η Ελλάς δεν έχει δίκαια, έχει συμφέροντα». Επί τη βάσει αυτών των συμφερόντων πρέπει να αναδιαταχθούν οι σχέσεις της ΝΔ και κατ’ επέκταση και της χώρας μας όταν αυτή θα κυβερνήσει σύντομα και όχι μόνο στον ευρωπαϊσμό, τον οποίον τον έχει ούτως ή άλλως στο DNA της. Πρέπει να καταλάβουν, όμως, οι σύμμαχοι και εταίροι μας στην ΕΕ και ιδιαίτερα οι τελευταίοι, ότι με τον στυγνό κυνισμό τους ρίχνουν νερό στον μύλο του αντιευρωπαϊσμού στον χώρο της ΝΔ και δεν είναι προς το συμφέρον τους. Τα παραπάνω προέρχονται από έναν ευρωπαϊστή μέχρι το μεδούλι, πιστό στις παραπάνω αρχές και παρακαταθήκες.

*Χάρης Τσιλιώτης, Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου