Αυτό που είδαμε ήταν μια ομάδα από αγνώστους μεταξύ τους περαστικούς που συγκρότησαν μιαν συναισθηματική κοινότητα—χωρίς να έχουν συνεννοηθεί νωρίτερα για τις προθέσεις, τα σχέδια, και την προμελέτη των πράξεών τους που ακολούθησαν—που εκδήλωσε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Είναι εύλογο να υποθέσουμε πως κανείς τους δεν ξεκίνησε την ημέρα του το πρωί έχοντας αυτοτελώς αποφασίσει και σχεδιάσει την φόνευση ενός αγνώστου προσώπου με τη συνεργασία κι άλλων. Τούτο όμως αφορά το κακούργημα που διέπραξαν, κι όχι το ερώτημα για το τί επέτρεψε κι οδήγησε στην συμπεριφορά αυτή.
Όταν μιλώ για συναισθηματική κοινότητα χρησιμοποιώ έναν όρο της Ιστορίας των Συναισθημάτων που φτιάχτηκε για να περιγράψει τί συμβαίνει όταν γεννιέται κι ενεργεί συλλογικά μια κοινότητα ανθρώπων όπως αυτή που είδαμε στο βίντεο που έγινε viral σε λίγες ώρες: είναι μια κοινότητα που συγκροτήθηκε επιτόπου κι αυθορμήτως, μέσα σε λίγες στιγμές, γύρω απ’ το γεγονός ότι ένας αριθμός από πρόσωπα αισθάνθηκε πως όφειλαν αλλά και πως τους επιτρεπόταν να εκδηλώσουν έναν συγκεκριμένο τύπο συμπεριφοράς σε απάντηση μιας συγκεκριμένης πράξης που αντίκρισαν. Αυτή η κακουργηματική συμπεριφορά ανταποκρινόταν στο μυαλό τους πληρέστερα από άλλες εναλλακτικές επιλογές στο δέον γενέσθαι όταν τύχει να βρεθούν ενώπιον μιας παραβατικής συμπεριφοράς όπως εκείνη του θύματος, κι αυτή τους η κρίση διαμορφώθηκε μέσα τους χωρίς κάποια ρητή εξωτερική υποβολή, υπόδειξη, παραίνεση, ή παρώθηση από κάποιον ηθικό αυτουργό που δεν συμμετείχε στο περιστατικό. Διαμορφώθηκε όμως στους περισσότερους εξ αυτών, γιατί η ζωή τους μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο της Ελλάδας της ζώσας μνήμης, που δεν αποστρέφεται την βία αλλά ενίοτε την δικαιολογεί κιόλας είτε φωναχτά είτε χαμηλόφωνα τους έθρεψε την πλάνη πως τούτο ήταν ένα κατώφλι που μπορούσαν να διαβούν χωρίς συνέπειες για τους ίδιους.
Το περιστατικό συλλογικής βίας που είδαμε συνέβη σε συγκεκριμένο τόπο: στο δημόσιο (κι όχι στο ιδιωτικό) αστικό τοπίο της Αθήνας (κι όχι στο τοπίο μιας απομονωμένης επαρχιακής κοινότητας), μιας πρωτεύουσας χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρα στον Δυτικό Κόσμο που παρέχει ανθρωπιστική παιδεία), στους δρόμους της οποίας κινούνται και δραστηριοποιούνται κάμποσες κοινότητες, που καθεμιά τους διεκδικεί για τον εαυτό της τον αστικό χώρο και τις αστικές λειτουργίες, και πως η ίδια συνιστά την αυθεντικότερη έκφραση της αστικής ταυτότητας μέσα στην πόλη μεταξύ των υπολοίπων. Ήδη κινούμαστε στον χώρο του ανταγωνισμού των κοινοτήτων για εξουσία.
Συνέβη ακόμα σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο που είναι κάτι άλλο απ’ τον ημερολογιακό χρόνο. Ιστορικός χρόνος είναι το πού βρίσκεται μια κοινωνια έπειτα από ’να σύνολο από στιγμές και περιστάσεις το πλέγμα των οποίων έχει αποκτήσει ειδικό ιστορικό βάρος και γέννησε με τη σειρά του ιστορικές εξελίξεις που ειν’ εξαρτημένες αιτιακά και χρονικά απ’ ό,τι έχει προηγηθεί στο παρελθόν. Η Ελλάδα της θρυλούμενης ψευδοεξόδου απ’ τα μνημόνια, της πολυετούς, σφοδρής, και ραγδαίας φτωχοποίησης των εργαζομένων, του χάσματος των γενεών της εκπατρισμένης νεολαίας και των ετοιμοθάνατων συνταξιούχων, της διάχυτης αίσθησης ανομίας κι ανασφάλειας, της ανεπάρκειας διχτυού προστασίας των κοινωνικώς αποκλεισμένων και των ανέργων, που ο αριθμός τους παραμένει υψηλός, της θεσμικής παρακμής και της πτώσης των ιδεολογιών, των σκανδάλων που φανέρωσαν την διαφθορά και ξεγύμνωσαν την υποκρισία της κληρονομικής, ιθύνουσας τάξης, μεταξύ άλλων, έχει διαμορφώσει ένα σύνολο από χαρακτηριστικά που συνθέτουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα ιδιώτευσης, μια κυνική κοσμοθεώρηση, και μιαν αντικοινωνική αντίληψη προτεραιοτήτων.
Συνάμα, στον παρόντα ιστορικό χρόνο, μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας έχει επαναπροσδιορίσει—χωρίς να έχει παγιώσει—κι επανεκτιμήσει τις αξίες που συνθέτουν τον ηθικοπνευματικό μας μπούσουλα για το τί είναι αποδεκτό κι απαράδεκτο, ηθικό κι ανήθικο, μεμπτό κι αξιέπαινο, επιτρεπτό κι ανεπίτρεπτο, κ.ο.κ., μ’ εμφανή τη στροφή σε μια κατεύθυνση που πολλοί εσφαλμένα παρονοματίζουν ως συντηρητισμό ενώ δεν είναι τέτοια. Ο συντηρητισμός θέτει ως προτεραιότητά του την απρόσκοπτη αναπαραγωγή κι επικράτηση των υφιστάμενων κοινωνικών νορμών, όμως στις νόρμες αυτές δεν ανήκει η ανθρωποκτονία ως μοναδική πιθανή απόκριση σε μιαν πράξη παραβατικότητας όπως η ληστεία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μιαν κατεύθυνση ανθρωποφοβικής οικειοπραγίας που αντιμετωπίζει ως υπαρξιακή απειλή κάθε πρόκληση της ζωής κι αντιδρά με δυσαναλογική σφοδρότητα στα ερεθίσματα του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Το περιστατικό δεν εξηγείται εάν δεν το εντάξουμε σ’ αυτά τα συμφραζόμενα του χώρου, του ιστορικού χρόνου, και της συναισθηματικής κοινότητας που έδρασε και προκάλεσε τον θάνατο του θύματος δυσαναλογικά προς την βαρύτητα της αδικοπραξίας που εκείνο είχε αποπειραθεί να τελέσει νωρίτερα.
Ας ξεκινήσουμε από μιαν παραδοχή: πως πρόκειται για φαινόμενο δημόσιας συλλογικής βίας στο αστικό περιβάλλον· παραδεχόμενοι δηλαδή πως αυτή ήταν μια δημόσια εκδήλωση συμπεριφοράς. Τούτο πάει να πει πως (εκ)δηλώνει έμπρακτα μια βούληση που κρύβεται από πίσω και που δεν επιθυμεί πλέον να κρύβεται, αλλά επιλέγει να εισέλθει στον φανερό κόσμο της δημόσιας σφαίρας. Εάν δεν εκδηλωνόταν η συμπεριφορά στη δημόσια σφαίρα, δεν θα γνωρίζαμε πως υπήρχε η βούληση που τελικώς υλοποιήθηκε μέσα απ’ τις πράξεις που συγκρότησαν τη συμπεριφορά σε γεγονός. Εάν δεν εκδηλωνόταν το σύμπτωμα, δεν θα γνωρίζαμε πως υπήρχε η νόσος.
Γιατί η δημόσια σφαίρα έχει σημασία στην προσέγγισή μας; Διότι ο χώρος της δημόσιας σφαίρας επιτρέπει την τυχαία συνάντηση των προσώπων της συναισθηματικής κοινότητας που πρόκειται να συγκροτηθεί και στη συνέχεια να δράσει, κι έτσι η συμπεριφορά αυτή ν’ αποκτήσει συλλογικό χαρακτήρα. Η συλλογικότητα της συμπεριφοράς συνιστά την κατεξοχήν διάσταση που επέτρεψε την εκδήλωσή της, διότι η συλλογικότητα είναι που επιτρέπει στην βούληση που διαμορφώνεται αυθορμήτως στο μυαλό των δραστών ν’ αποκτήσει συνείδηση της ισχύος της και ν’ αποζητήσει να γεννήσει πράξεις. Η ισχύς αυτή είναι συλλογική, είναι δηλαδή ανώτερη απ’ την επιμέρους ισχύ του καθενός προσώπου ξεχωριστά, και αντί γι’ άθροισμα θα ήταν ορθότερο να μιλήσουμε πια για πολλαπλασιασμό των επιμέρους ισχύων, που διαφορετικά μπορεί ποτέ να μην επέλεγαν να εκδηλωθούν σε συμπεριφορά, μεμονωμένα.
Το ότι ήταν μια συλλογική συμπεριφορά σημαίνει πως οι προθέσεις που την κίνησαν, οι συνθήκες που την επέτρεψαν, και οι δυνάμεις που την πραγμάτωσαν δεν εντοπίζονται αποκλειστικά στο ατομικό χέρι κανενός μοναδικού προσώπου που έλαβε μέρος στο λιντσάρισμα, αλλά ταυτόχρονα σε πολλά που ενεργούν μαζί όπως και σε κείνα που παρέλειψαν να την αποτρέψουν, αλλά δια της αδράνειάς τους την επέτρεψαν. Τ’ ατομικά κίνητρα και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσης ενός εκάστου μέλους της κοινότητας που ενήργησε συλλογικά δεν ερμηνεύουν από μόνα τους το περιστατικό, γιατί αυτό είχε συλλογικό χαρακτήρα.
Πίσω απ’ την πράξη βίας που καταγράφηκε στο βίντεο κρύβεται μια βούληση που επιθυμεί να επιδείξει την ισχύ της. Όταν συγκροτείται μια συναισθηματική κοινότητα, έστω και μία τόσο βραχύβια, αποκτά συνείδηση της ισχύος της, κι αυτή η ισχύς με τη σειρά της εκτρέφει μια δική της βούληση να εκδηλωθεί. Ειδάλλως, η ισχύς δεν θα είχε κανένα νόημα, και χωρίς απτές εκδηλώσεις που θα γεννήσουν συνέπειες αυτή η ισχύς θα ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Γιατί αποκτά συνείδηση της ισχύος της; Διότι η συγκρότηση σε κοινότητα επιτρέπει στα επιμέρους μέλη της να συναισθανθούν πως η μέχρι τότε ανεπάρκειά τους να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ζωής τους σβήνει δια του συνανήκειν σε μια ομάδα η οποία πολλαπλασιάζει τις επιμέρους ασθενικές τους δυνάμεις και τις ενισχύει. Τελικά η ισχύς αποκτά τη βούληση να εκδηλωθεί, ειδάλλως θα εξατμιστεί όσο γρήγορα απέκτησε υπόσταση, κι ο βέβαιος τρόπος γι’ αυτό είναι μέσω της βίας, γιατί η βραχύτητα του βίου μιας τέτοιας κοινότητας επιτάσσει την παραγωγή αποτελεσμάτων φανερών ενώπιον μιας κοινότητας—εδώ υπεισέρχεται το δημόσιο αστικό τοπίο—εκεί και τότε.
Και ποιά είναι η πρόθεση πίσω από μια πράξη βίας; Είναι η αναμφήριστη επιβολή της βούλησης του προσώπου (ή της κοινότητας εδώ), του δράστη δηλαδή, πάνω στην ζωή και την συμπεριφορά του άλλου, του θύματος, πρακτική που την ονομάζουμε «επιβολή εξουσίας», εν προκειμένω εξουσίας θανάτου. Η επιβολή της ψευδαίσθησης της εξουσίας είναι, λογουχάρη, αυτή που κινεί τον βιαστή να βιάσει το θύμα του, κι όχι η αύξηση της βιταμίνης D το καλοκαιράκι ή η ανεβασμένη ερωτική διάθεση τους θερινούς μήνες, όπως ανεξήγητα ακούστηκε προσφάτως σε τηλεοπτικό δελτίο, αφού ο βιασμός δεν είναι πράξη έρωτα αλλά βαρύτατη συμπεριφορική εκτροπή που αποσκοπεί στην επιβολή μιας διαταραγμένης βούλησης προκειμένου ο δράστης να επιβεβαιώσει την εξουσία του πάνω στο θύμα του.
Η ψευδαίσθηση της εξουσίας που αναζητά έκφραση μέσα απ’ την δημόσια επιβολή της συλλογικής βούλησης με τρόπο φανερό κι αμάχητο επάνω στο ανυπεράσπιστο θύμα μιας κοινότητας δραστών—βλέπε την πολλαπλασιαστική ενίσχυσης της δύναμης που παρέχει στο ένα άτομο η ένταξή του σε μιαν αγέλη—επιτρέπει στο ατομικό πρόσωπο να συναισθανθεί πως δήθεν απέκτησε ξανά τον έλεγχο της ίδιας του της ζωής και της ταυτότητάς του, έλεγχο που έχει απωλέσει μέσα από ιστορικές και κοινωνικές ζυμώσεις κατά τον προηγηθέντα ιστορικό χρόνο.
Η αίσθηση της ατομικής ανεπάρκειας και της καχεξίας που βιώνει το υποκείμενο απέναντι στην ακατάβλητη ισχύ μια απάνθρωπης ιστορίας που εξουθενώνει παντοειδώς το μεμονωμένο πρόσωπο απ’ όλες τις κατευθύνσεις και που το διαπαιδαγωγεί στην απανθρωπιά μοιάζει σαν δήθεν να σβήνει όταν το τελευταίο αποζητήσει κι επιτύχει την ένταξή του σε μια συναισθηματική κοινότητα έστω και γύρω από μιαν αφορμή βίας, όπως γινόταν ας πούμε στην υστερορρωμαϊκή αρένα, στον βυζαντινό ιππόδρομο, στα σημερινά ποδοσφαιρικά γήπεδα, ή στις διαδηλώσεις.
Η ένταξη σε μιαν αγέλη τού επιτρέπει την εφήμερη ψευδαίσθηση του ανίκητου μέσω της ισχύος των αριθμών, ακόμα και του παντοδύναμου. Όποια ατομική βούληση για πράξεις βίας καταπιέζει μέσα του απωθείται μεν προσωρινώς αλλά δεν εξαφανίζεται. Αυτή βγαίνει στην επιφάνεια όταν η ένταξη σε μια κοινότητα του επιτρέψει να συλλάβει τον εαυτό του ως μέλος ενός ακατανίκητου συνόλου που αποδέχεται και δικαιολογεί την βία ως εύλογο και κυρίως ως μοναδικό μέσο επιβολής της συλλογικής πια βούλησης που ξεπερνά το υποκείμενο και δίνει νόημα στην μάταιη ύπαρξή του—κάτι που συνιστά πλάνη. Η ένταξή του κι η κοινή συλλογική δράση μέσα στην κοινότητα γεννά ταυτότητες, που σημαίνει αντίληψη για τον εαυτό του αλλά και ταύτιση με την αντίληψη της κοινότητας για τον εαυτό της, και λειτουργεί συνεκτικά εντός της. Η κοινότητα συλλαμβάνει τις προτεραιότητές της, τα όρια του εαυτού της, και τον προορισμό της μέσα απ’ τις πράξεις της, και δίχως πράξεις δεν υπάρχει. Είναι υπαρξιακή της ανάγκη να ενεργεί, και για χάρη αυτής της ανάγκης μπορεί ακόμα και να εξοντώσει έναν ή περισσότερους ανθρώπους.
Μία διάσταση της τραγικότητας του ανθρώπινου δράματος είναι καμιά φορά η ταχύτητα της προθυμίας πολλών από μας ν’ αποδώσουμε ευθύνες για αποτρόπαια γεγονότα, τους μηχανισμούς των οποίων δεν είμαστε εξίσου πρόθυμοι ν’ αναλύσουμε και να κατανοήσουμε. Εάν αισθανόμαστε αποστολή μας ως ανθρώπων να διατυπώνουμε κρίσεις, πολλές φορές κι απάνθρωπες ακόμα για θύματα όπως ο Ζακ, μήπως δεν είναι πρότερα αποστολή μας να κατανοήσουμε τα πράγματα;