Ένας σκοπός που υπηρετείται όταν ο άνθρωπος συγκροτεί κοινότητες είναι ώστε μέσα απ’ τους αριθμούς των προσώπων της κοινότητας με τα οποία δημιουργεί σχέσεις να μπορέσει να πολλαπλασιάσει, κατά την προσδοκία του, την ισχύ του, την οποία θα μετέλθει όταν χρειαστεί να επιτεθεί στις περιστάσεις γύρω του, κάτι που εκτιμά πως θα του εξασφαλίσει αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας στην απόπειρά του να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
Προς τον σκοπό τούτο χτίζει σχέσεις συμμαχίας με πρόσωπα που—χωρίς ν’ αναφέρομαι στην ευχάριστη εμπειρία της φιλίας—τους ονομάζουμε “φίλους” στο γνωστικό δίπολο «φίλος ή εχθρός» (“friend or foe”).
Οι συμμαχίες αυτές μπορεί να ’ναι περιστασιακές κι εφήμερες, ανταποκρινόμενες δηλαδή στην εξυπηρέτηση μιας συγκεκριμένης σκοπιμότητας που αναφέρεται στην κάλυψη μιας συγκεκριμένης ανάγκης της στιγμής, ή να προσλάβουν μονιμότερα και διαρκέστερα χαρακτηριστικά, όταν διαπιστώσει κανείς πως το πρόσωπο με το οποίο συμβάλλεται σε συμμαχία διαθέτει αρετές, προσόντα, ικανότητες, δεξιότητες, κ.ο.κ., που δύνανται να εξυπηρετήσουν πολλαπλές παρούσες και μελλοντικά ενδεχόμενες ανάγκες.
Έτσι ο άνθρωπος κάνει «φίλους». Δεν είναι σπάνιο, όμως, επειδή μέσα σε μια κοινότητα παρατηρείται διάδραση πολλών ανθρώπινων ομάδων ταυτόχρονα, να συμβεί η δράση μιας συμμαχίας «φίλων» να προσκρούσει πάνω στη δράση ανταγωνιστικών ομάδων που ’χαν συγκροτηθεί όχι κατ’ ανάγκην ειδικά εναντίον της πρώτης, αλλά απλούστατα για την εξυπηρέτηση των δικών τους αναγκών, κι οι περιστάσεις το έφεραν έτσι, ώστε το πράγμα να καταλήξει να μοιάζει πως η μία διεκδικεί το ίδιο τρόπαιο με τις άλλες.
Αυτός ειν’ ένας μόνο τρόπος κατά τον οποίον προκύπτουν «εχθροί», αλλ’ υπάρχουν κάμποσοι ακόμα, την περιγραφή των οποίων δεν σκοπεύω να εξαντλήσω εδώ.
Μια τέτοια συμμαχία είναι μια συναισθηματική κοινότητα, δηλαδή μια κοινότητα που την συνέχει μια σειρά από αντιλήψεις για το πώς ειν’ αποδεκτό κι απαράδεκτο να εκφράζονται τα συναισθήματά των μελών της με τρόπους που εύκολα αναγνωρίζονται ως εκφραστικοί συναισθημάτων, το περιεχόμενο των οποίων και οι προθέσεις πίσω απ’ αυτά η κοινότητα διδάσκει πώς ν’ αποκωδικοποιούνται σωστά και κατανοητά.
Αυτή η κοινότητα κρατιέται ενωμένη όσο τα μέλη της αισθάνονται πως έχουν ίδιες προσδοκίες για το μέλλον, πως μοιράζονται κοινά συμφέροντα, που άμα τα υπηρετήσουν θα ωφεληθούν όλοι τους, και απ’ την πεποίθηση πως όταν χρειαστεί θα συνδράμει ο ένας τον άλλον υποστηρικτικά. Έναντι ποιού όμως;
Έναντι “εχθρών”, που είτε πράγματι υπάρχουν, όπως αποκαλύπτει η κοινή εμπειρία, είτε πάλι απλώς εικάζονται ως ενδεχόμενοι, ως δηλαδή αόριστες απειλές που πλανώνται κάπου εκεί έξω και θα ’ταν συνετό να προετοιμάζεται κανείς καλού-κακού για να τους αντιμετωπίσει. Απ’ τη στιγμή που συλλαμβάνεται νοητά ένας εχθρός, ακόμα κι αν δεν υπάρχει με βεβαιότητα εκείνην τη στιγμή, είναι σαν να υπάρχει, και καμιά φορά αυτό οδηγεί στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όταν δηλαδή με τις προληπτικές μας αποτρεπτικές δράσεις καταλήγουμε να κινητοποιήσουμε σε ανοιχτή αντίδραση πρόσωπα που ειδάλλως δεν θα είχαν στραφεί εναντίον μας.
Καμιά φορά συμβαίνει να κάνουμε τέτοιους συμμάχους-φίλους ειδικά για να δημιουργήσουμε εχθρούς. Και τούτο διότι η ριζωμένη πεποίθηση για την ύπαρξη ενδεχόμενων εχθρών ή η αντίληψη για όντως υπαρκτούς εχθρούς συμβάλλει στη σύσφιξη των δεσμών που συνέχουν μια κοινότητα, αυτή τη φορά απέναντι σε μια εννοούμενη απειλή ενώπιον της οποίας η κοινότητα πλέον είναι πρόθυμη να υψώσει τείχη άμυνας κι ετοιμάζεται να ορθώσει αντιστάσεις. Ειναι το συναίσθημα της «πόλης που αλώθηκε» (“urbs capta”) ή που βρίσκεται στα πρόθυρα της άλωσης απ’ τους βάρβαρους, ένας κοινός τόπος στην αφήγηση της κοινοτικής εμπειρίας που κινδυνεύει, ο οποίος διατρέχει αναγνώσματα και προφορικές παραδόσεις αιώνων απ’ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, με πρότυπο της την άλωση του Ιλίου.
Καμιά φορά οι εχθροί εφευρίσκονται ειδικά ώστε μια κοινότητα να κινητροδοτηθεί εκ νέου προκειμένου να διατηρήσει την συγκρότησή της ως συνεκτικού συνόλου, ιδιαίτερα όταν αισθάνεται πως απειλείται η ανεκτίμητη «ιδιοπροσωπία» της—ένας όρος που επιχωριάζει στα φοβικά, παραληρηματικά κείμενα υπερσυντηρητικών ομάδων που συνήθως αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως προορισμένο να παραμείνει αμετάβλητος και σαφώς οριοθετημένος, αποστρεφόμενες ως βδέλυγμα κάθε μεταβολή, που συχνά την αποδίδουν με όρους μικροβιολογίας σε, ας τις πούμε, αόρατες μολυσματικές επενέργειες ενός θεμελιώδους ανθρωπολογικού χαρακτηριστικού των πολιτισμών, που ’ν’ η δυνατότητά τους να διαδίδουν ομαλά και φυσιολογικά τις κατακτήσεις τους, τους τρόπους, και τις συμβάσεις τους, κι έτσι κάποιοι καταλήγουν να ομιλούν για πολέμους των πολιτισμών, έχοντας ήδη χρωματίσει αρνητικά την ιστορικά κι εμπειρικά διαπιστωμένη αλληλεπίδραση των πολιτισμών.
Αυτή η φοβική συμπεριφορά φανερώνει ανασφάλεια για την ταυτότητα της κοινότητας που αποκτά χαρακτήρα υπαρξιακής ανάγκης αυτοσυντήρησης απέναντι σ’ εννοούμενες απειλές, όταν οι δεσμοί που την κρατούσαν ενωμένη έχουν ήδη αρχίσει να χαλαρώνουν για διάφορες αιτίες, κι η διαφαινόμενη κρίση ταυτότητας οδηγεί σ’ αντιδράσεις φόβου κι αυστηρής στροφής—συχνότατα λαϊκιστικά και χωρίς ασφαλή πυξίδα που θ’ απέτρεπε τη δημαγωγία—στην διερεύνηση του Volksgeist, του τί δηλαδή είναι εκείνο που συνιστά τον αυθεντικό πυρήνα της ταυτότητας του λαού.
Ανεξαιρέτως, η διερώτηση για το ποιό πνεύμα της κοινότητάς μας είναι άραγε το αυθεντικότερο και γνησιότερο, ώστε σ’ εκείνο κατόπιν να επιστρέψουμε τώρα που αισθανόμαστε πως απειλούμαστε απ’ τον κίνδυνο «μολύνσεων» απ’ το ανοίκειο «άλλο» ή το «ξένο», οδηγεί σε μια ματιά και μια κίνηση προς τα πίσω στον ιστορικό και κοινωνικό χρόνο, προς τον στατικό, συντηρητικό, περιχαρακωμένο κόσμο της εξιδανικευμένης Παράδοσης, και μακριά απ’ τον προοδευτικό Μοντερνισμό, του οποίου τα αυθόρμητα αστικά χαρακτηριστικά της ανεμπόδιστης κοινωνικής κινητικότητας και του ανοιχτού μυαλού απέναντι στις διαρκείς, φυσιολογικές αφομοιώσεις ωφέλιμων στοιχείων ποικίλης προέλευσης τον καθιστούν ύποπτο ως «Δούρειο Ίππο των εχθρών της κοινότητας». Ένα παράδειγμα ειν’ ο ανταγωνισμός μεταξύ της (κατά πώς φαίνεται σε αποδρομή ευρισκόμενης) Τουρκίας των δυτικών επιρροών της Κωνσταντινούπολης αφενός, ο πληθυσμός της οποίας διαρκώς μπολιάζεται μ’ επήλυδες απ’ την Ανατολία και απ’ τη Μέση Ανατολή, και της νεοοθωμανικής Τουρκίας του Ερντογάν αφετέρου, που προβάλλει την μουσουλμανική λαϊκή φυσιογνωμία ως γνησιότερη και προτιμώμενη ταυτότητα στην αντίληψη του νεοσουλτάνου. Η διάκριση μεταξύ των δύο ταυτοτήτων είναι υπαρκτή ανεξαρτήτως των πραγματικών προθέσεων του Ερντογάν που επιλέγει να οπλοποιήσει τη μία ώστε να επιβληθεί στην άλλη.
Στο πλαίσιο αυτό των ανταγωνισμών των συναισθηματικών κοινοτήτων εντός μιας κοινωνίας για το ποιά μεταξύ τους εκπροσωπεί την αυθεντικότερη ταυτότητα ολόκληρης της κοινωνίας—διεκδίκηση που μάλλον συνιστά χίμαιρα στον δυτικό κόσμο—και τίνος οι λειτουργίες θα επικρατήσουν στο κοινωνικό τοπίο εξοβελίζοντας τις άλλες, δεν σπανίζει η ρητορική του μίσους που μετέρχεται πλάνους συλλογισμούς προκατάληψης και δαιμονοποίησης του νοούμενου «εχθρού». Σε τούτο, η κομματική ρητορική, ας πούμε, σχετικά μ’ «εχθρούς του λαού» δεν προκαλεί έκπληξη μήτε κι αποτελεί πολιτική πρωτοτυπία του 20ού αώνα, αλλά στα νεότερα χρόνια έχει βρει έκφραση σε διάφορες εποχές, σε διάφορες κοινωνίες, κι εναντίον διαφόρων κοινοτήτων, οδηγώντας σε διώξεις, γενοκτονίες, κι ολοκαυτώματα.
Το φαινομενικά εκπληκτικό, αλλά όχι δυσερμήνευτο μηχανικά ή εμπειρικά, είναι πως συμβαίνει κοινότητες που ιστορικά συγκροτήθηκαν μεσ’ από περιστάσεις που ανάλογές τους πλήττουν σήμερα άλλες κοινότητες ευρισκόμενες σ’ υπαρξιακή κρίση, δεν αισθάνονται πως μοιράζονται κοινή μοίρα με τις τελευταίες, κι έτσι δεν επιζητούν τη συμμαχία μαζί τους, αλλά τις αντιλαμβάνονται σαν εχθρικές, και προετοιμάζονται αμυντικά αναμένοντας από κείνες δράσεις απειλητικού χαρακτήρα για τις ίδιες.
Παράδειγμα αυτό που συνέβη πρόσφατα στο Σκούταρι του νομού Σερρών.
Πολλά χωριά και κωμοπόλεις στη βόρεια Ελλάδα, αρχικά είτε δεν υπήρχαν εκεί, είτε έφθιναν μέχρι που κατέφθασαν Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες μετά την Καταστροφή του ’22 και την ήδη προηγηθείσα χριστιανική Γενοκτονία υπό τους Νεοτούρκους, όπως κι απ’ την Ανατολική Ρωμυλία μετά την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας κι Ελλάδας στα μέσα της δεκαετίας του ’20.
Στο σηµερινό χωριό, έφθασαν τον Οκτώβρη του 1922 σε πρώτη φάση πρόσφυγες απ’ τη Χωρούδα της Προύσας, και με φιλότιμο, πίστη, κι ευγνωμοσύνη βάλθηκαν να ξαναστήσουν τις διαλυμένες τους ζωές, χωρίς να ξεχνούν τους αμέτρητους συγγενείς και φίλους που ’χαν χάσει απ’ την άδικη ένοπλη βία, τις κακουχίες, και τις ασθένειες κατά την εξοικεσία τους. Δύο χρόνια μετά, τον Οκτώβρη του 1924, τον μικρασιατικό πληθυσμό του οικισμού ενίσχυσαν οι πρόσφυγες που ’χαν εγκαταλείψει το Σκούταρι της Ανατολικής Ρωμυλίας ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του ίδιου έτους. Τον Οκτώβρη του 2018 οι γονείς επίγονοι των προσφύγων απέσυραν τα παιδιά τους απ’ το σχολείο για ν’ αποφύγουν ποιούς άραγε; Δέκα προσφυγόπουλα.
Είναι πλάνη πως η συμμετοχή στην κοινή ιστορική μοίρα γεννά αυτομάτως αλληλεγγύη. Τον μεγαλύτερο ζήλο αδιαμαρτύρητης υποδοχής προσφύγων τον επιδεικνύουν στην Ευρώπη οι Σουηδοί, που μήτε ξεριζωμό γνώρισαν στη ζώσα μνήμη, μήτε φημίζονται για τις ηθικοπλαστικές γονυκλισίες τους και τα πολλά σταυροκοπήματα μπροστά στα εικονίσματα (που άλλωστε δεν έχουν) υποδυόμενοι τους ευλαβείς χριστιανούς.
Η αλληλεγγύη μάλλον ισχύει μονάχ’ απέναντι σε πρόσωπα που τα θεωρούμε μέλη της κοινότητας των συμμάχων-φίλων μας, αφού άλλωστε σημαίνει κυριολεκτικά την εγγύηση που παρέχεται αλλήλοις σχετικά με τ’ οτιδήποτε. Σε τούτο οι Μικρασιάτες, οι Πόντιοι, κι οι Θράκες πρόφυγες απ’ το ’22 κι έπειτα είχαν σε πλήθος περιπτώσεων γευθεί την πικρή εχθρότητα των γηγενών κατοίκων στις ελλαδικές περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν. Ή πάλι, την αλληλεγγύη την επικαλούμαστε μονάχα όταν εμείς οι ίδιοι είμαστε οι αδύναμοι κι ελπίζουμε να ωφεληθούμε απ’ αυτήν, αν καταφέρουμε να συγκινήσουμε τους ισχυρότερους.
Εδώ όμως η ευθύνη της κοινότητας για τα ελλείμματα στα δημόσια και ιδιωτικά συναισθήματα και τη συμπεριφορά της τροφοδοτήθηκε όχι μόνον απ’ τον αναμενόμενο και συνήθη επαρχιωτισμό—την τάση δηλαδή μια επαρχιακή κοινότητα ν’ αντιλαμβάνεται ως πρόσωπα μονάχα τα δικά της μέλη—αλλ’ απ’ την ανησυχία, τον φόβο, και την προκατάληψη που αφέθηκαν να διαχυθούν και να ριζώσουν μέσα της λόγω μακράς ανεπάρκειας χειρισμού της υπόθεσης απ’ τα όργανα της πολιτείας όλων των βαθμίδων διοίκησης κι αυτοδιοίκησης. Συντρέχει βέβαια κι ένα ζήτημα παιδείας, όμως είδαμε κι απ’ την χωρίς μακρά περίσκεψη αποχώρησή τους απ’ το σχολειό, όμως κι αυτό μπορεί ν’ αποδοθεί σ’ εκπαιδευτικές και κοινωνικές αδυναμίες δεκαετιών.
Η διακοινοτική εχθρότητα είναι κάτι που παρατηρείται εμπειρικά κατ’ επανάληψη μέσα στην ιστορία, όμως κι ο καρκίνος εκδηλώνεται στο ανθρώπινο σώμα χωρίς τούτο ποτέ να μας κάνει να τον θεωρήσουμε ως μια βιολογικά ανεκτή κατάσταση: αντιθέτως, επιχειρούμε πάντοτε να τον θεραπεύσουμε και να σώσουμε τον πάσχοντα άνθρωπο. Ειδάλλως, αυτός ο πραγματικός εχθρός θα τον εξοντώσει.